© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΕΝΘΕΤΑ. Ό,τι νεότερο εδώ!

Πέμπτη 17 Μαΐου 2007

Νύξεις για την ποίηση των ιερέων

[Ομιλία π. Παναγιώτη Καποδίστρια στην Πάτρα, 14 Ιανουαρίου 2007]

Ο Χέλντερλιν στον «Υπερίωνα» αναφέρει, ότι «Το πρώτο παιδί της θεϊκής ομορφιάς είναι η τέχνη (…) Η δεύτερη κόρη της ομορφιάς είναι η θρησκεία. Η θρησκεία είναι η αγάπη της ομορφιάς». Επιτρέψατέ μου όμως εδώ, ν’ αντικαταστήσω τη λέξη «θρησκεία» με τίς λέξεις «Αποκάλυψη του Θεού», διότι η Ορθοδοξία είναι κυρίως Εκκλησία Αποκάλυψης. Με αυτή την έννοια, η Ποίηση, ως αποκάλυψη μυστικών ενδόψυχων διεργασιών, απροσδιόριστων ή ακατάληπτων συχνά πραγματικοτήτων, έχει αγαπητική συνάφεια με την άκρως ποιητική θεϊκή Αποκάλυψη, η οποία κατά τρόπο μυστηριακό εγκοσμιώνει τα ουράνια κι ενανθρωπίζει τα μη Γνωστά θεία.

Η Ποίηση και η Θρησκεία (εν προκειμένω η Ορθοδοξία) ουδέποτε συγκρούονται. Κι αν κάποιοι κάποτε υποστηρίζουν κάτι τέτοιο, δεν θα έχουν προφανώς αξιωθεί να εισέλθουν ποτέ στην ψίχα των πραγμάτων. Θεμελιώδης αρχή ή, αν θέλετε, κοινός παρονομαστής Ποίησης και Ορθοδοξίας είναι -πιστεύω- η άσκηση στην αυθεντικότητα και κατά συνέπειαν η αλλαγή-μεταβολή της νοοτροπίας προς το καλύτερο, ανώτερο και αγιότερο, με μια λέξη θεολογική: η Μετάνοια. Ασκούμενοι, λοιπόν, και οι μεν και οι δε προς τούτο, καθετί κίβδηλο κι επίπλαστο και εδω και εκεί δεν δύναται ν’ ανεύρει θερμοκρασία επώασης.
Οι ορθόδοξοι ιερείς ποιητές, απ’ όσο μπορώ να γνωρίζω, είμαστε είδος εν ανεπαρκεία, μετρημένοι μάλιστα στα δάχτυλα του ενός χεριού. Κι εννοώ, εκείνους που έχουν κάτι ουσιώδες και νεωτερικό να πουν μέσ’ από την πυκνότητα του λόγου και την απολυτότητα της έκφρασης, που χαρακτηρίζει τον ελεύθερο στίχο.

Η διοικούσα Εκκλησία μάλλον δεν μας γνωρίζει. Ίσως, διότι η ενασχόληση με τη σύγχρονη εκδοχή της Ποιητικής Τέχνης θεωρείται στην καλύτερη περίπτωση, από παραγέμισμα του ελεύθερου χρόνου κάποιων λογίων ρασοφόρων, έως αγαθή (με την κακή όμως έννοια) παρέκκλιση από τα «ισορροπημένα» γνωστά μας, αλλά κάποτε και έκφανση διαταραγμένων (τουλάχιστον) προσωπικοτήτων, που αποβλέπουν στο περιθώριο μάλλον, παρά στο επίκεντρο της όλης κοινωνικής δραστηριότητας. Σε προσωπικό επίπεδο, ευτυχώς ποτέ δεν συνάντησα κώλυμα στην άσκηση του Λόγου από τους άμεσα προϊσταμένους μου, η δε αντιμετώπιση της περίπτωσής μου κυμαινόταν από την ανοχή έως την επιβράβευση. Όσον αφορά στους συν-αδελφούς Κληρικούς, από την κακότητα έως και την θαυμαστική άγνοια. Καμιά όμως στάση του όποιου περίγυρου (θετική, ανεκτική ή αρνητική) δεν θα μπορούσε να καθυποτάξει ή ν’ αναστείλει τις ορμές των εσώψυχων διεργασιών, που συνήθως επείγονται να εξωτερικευτούν.
Παρεμπιπτόντως και για του λόγου το ασφαλές, ανασύρω από το Αρχείο μου μια επιστολή του 1995 ενός σεβάσμιου -για τον πολύ κόσμο- ιεροκήρυκα, απαντητική στα (με άκρως ευγενική αφιέρωση σταλμένα προς εκείνον) δειλά μου ποιήματα και άκρως ενδεικτική όσων μέχρι τώρα ισχυρίζομαι, όπου εμφατικά και από καθέδρας μού γράφει:
«Σας επιστρέφω την ποιητική σας συγγραφή, γιατί εγώ δεν ασχολούμαι ούτε με την αμπελοφιλοσοφία, ούτε με την θεολογία την νεκρή του γραφείου, θεωρώ άλλωστε το χαρτί πολυτιμότερο και αξιότερο των γραμμάτων σου. Τελεία και παύλα στα ανούσια γραπτά σου προς εμέ. »

Γράφοντας Ποίηση, αναπνέουμε, αγαπητοί μου. Αναζωογονούμαστε. Φορτίζουμε την ύπαρξή μας με νέες αντοχές ενόψει σκότους διαρκούς. Και, ταυτόχρονα, «εκδικούμαστε» κι ας μου επιτραπεί παρακαλώ η λέξη. Διότι η Ποίηση, μπορεί να είναι «αγία», κατά τον Ελύτη, αλλά είναι και αμείλικτη. Δεν της αρέσουν οι α-ταξίες, μήτε να χρωστά. Μέσ’ από τις παράδοξες για τον πολύ κόσμο- συμπεριφορές της τακτοποιεί τα πράγματα, αποδίδοντας στον κατάλληλο καιρό τα όσα οφειλόμενα στον καθένα, στον οποιοδήποτε, όσο ψηλά κι αν στέκεται, κάποτε μάλιστα με λόγο σατιρικό, που σημαίνει βαθύτατα πικρό και λυπημένο. Υψώνει λόγον ανδρείο, προφητικό έως αντιστασιακό ενώπιον δυνατών και δυναστών του εφήμερου καιρού και τόπου μας, προσδίδοντας έτσι προοπτική αιωνιότητας στη φθαρτότητα, που ήδη μάς έχει επικίνδυνα οξειδώσει.
Βεβαίως, η «μητέρα των μαχών» μας δεν είναι αυτή που αντιμετωπίζει τα κακώς έχοντα του τριγύρω λαβύρινθου, αλλά κυρίως εκείνη, πού τα βάζει ευθέως με τη εσωτερική του καθενός μας άβυσσο. Πασχίζουμε, ή μάλλον πρέπει να πασχίζουμε πρωτίστως οι ποιητεύοντες (και μάλιστα οι ιερωμένοι δημιουργοί), να μετατοπίσουμε οριστικά και αναστάσιμα τον μέσα μας λίθο-ογκόλιθο, ο οποίος συνήθως είναι «μέγας σφόδρα».
Διαθέτοντας τέτοιες ανησυχίες και προοπτικές, η σύγχρονη κληρική-ιερατική Ποίηση δεν μπορεί, παρά να συγγενεύει εξ αίματος με την εκκλησιαστική πίστη και την ασκητική της πνευματικότητα. Η ποιητική γραφή μας (και το υπογραμμίζω αυτό) είναι η φυσική συνέχεια και προέκταση των ιερών δρώμενων της λειτουργικής μας ζωής, η άλλη όψη του αυτού νομίσματος, το άλλο πρόσωπο της νοσταλγίας του απωλεσμένου παραδείσου. Υπό αυτό το πρίσμα, ο λόγος μας συνεχίζει να είναι μυστική δοξολογία του Θείου, διάλογος ακατάπαυστος μαζί Του, θέαση εντέλει των Αθεάτων.

Μιλάμε πάντα για λόγον αλογόκριτο, γραφή «τζάμι», όπως θα εκφράζονταν τα παιδιά μας. Που σημαίνει, ότι δεν υπάρχουν (όπως θα νόμιζαν ή θ’ απαιτούσαν κάποιοι κοντόφθαλμοι ευσεβοφανείς) θέματα ταμπού για τον Ιερέα-Ποιητή. Στοιχούμενος, όσο τού είναι κατορθωτό, με τον κατεξοχήν Ποιητή των όντων Θεό, ο Οποίος καθ’ όλη την επίγεια παρουσία του ουδέποτε υπήρξε υποκριτής ή σεμνότυφος (το αντίθετο μάλιστα), μιλά ευθαρσώς για την κάθε φανέρωση, το κάθε άνοιγμα της ανθρώπινης ψυχής, διότι το Ιερό αφορά στον Όλον Άνθρωπο και μάλιστα στην κατάσταση της πτώσης του, της διαρκούσης χοϊκότητάς του ή και στην απεγνωσμένη προσπάθειά του να υπερβεί τη μικρότητα, τη λιγοσύνη, τον παλαιό του εαυτό.

Η κληρονομιά της Βυζαντινής Ποίησης των δέκα πρώτων μετά Χριστόν αιώνων βαραίνει πολύ στους ώμους μας και -θέλουμε δε θέλουμε- μας χαρακτηρίζει. Πρόκειται για την καταγωγή των τοπίων μας, την ασίγαστη νοσταλγία μιας γλώσσας πάμφωνης και πολύφωτης, που δεν δικαιούμαστε να παραθεωρούμε, διότι πρόκειται περί θησαυρού ανεκτίμητου. Ως Κληρικοί, μέσ’ από την καθ’ ημέραν συναναστροφή μας με τον Ρωμανό τον Μελωδό, τον Ανδρέα Κρήτης, τον Στέφανο τον Αγιοπολίτη, τον Ιωάννη τον Δαμασκηνό, την γλυκύτατη Κασσιανή, τον Λέοντα τον Σοφό κι έν’ αξιοθαύμαστο πλήθος αγίων της Ποίησης (αντιποίησης κάθε εκδοχής κατεστημένου, έτσι κι αλλιώς) πατάμε -πιστεύω- γερά στη βαρύτιμη αυτή Ορθόδοξη Παράδοση κι επιχειρούμε ύστερα, με την ασφάλεια στέρεων θεμελίων πια, νεότερες ολοένα πτήσεις προς την Ποίηση του σήμερα και του αύριο.

Προσωπικά μιλώντας, δεν είχα ποτέ ενδοιασμό να δοκιμάζω την αρχιτεκτονική της γραφής μου συγχρόνως στην Ποίηση των «Κανόνων», που έλκουν την καταγωγή απ’ τον βυζαντινό 8ο αιώνα, στην όλο πυκνή λιτότητα ιαπωνική Ποίηση Haiku, αλλά και στον ελληνοπρεπέστατο δεκαπεντασύλλαβο των δημοτικών μας τραγουδιών. Επιθυμώ με τούτο να υπογραμμίσω, ότι στην ασύνορη και παγκόσμια Ποιητική Τέχνη των αρχών του 21ου αιώνα, όλες οι εκδοχές της δύνανται να συνυπάρχουν αρμονικότατα, αλληλοπεριχωρούμενες γόνιμα και δημιουργικά.

Αγαπητοί Φίλοι,
οι ευγενικοί διοργανωτές της αποψινής τιμητικής για μάς φιλολογικής συνάντησης, προς τους οποίους οφείλουμε χάριτες πολλές, προέταξαν στο καλαίσθητο Πρόγραμμα που κρατάτε στα χέρια σας ένα ευστοχότατο λόγιο του Οδυσσέα Ελύτη από τα «2Χ7 ε». Επιτρέψατέ μου, κλείνοντας τις νύξεις μου, να το πάρω και ν’ αναγνώσω τη συνέχειά του, διότι θεωρώ, ότι λέει πολλά:

«Όπου υπάρχει ποίηση, εκεί κι ο Θεός. Την ομορφιά εστιάζει. Επιτυγχάνει να συμβούν η αγαλλίαση κι ο τρόμος, η θλίψη και η ηδονή, η αδιάκοπη μεταβολή και η αιωνιότητα.
Η ποίηση αφαιρεί απ’ τα πράγματα το πέπλο της συνήθειας˙ καθιστά ορατή την αθέατη όψη του κόσμου˙ χάρη στην επικράτειά της συνενώνονται όλα τ’ ασυμβίβαστα.
Καθετί που μέσα στο φως της κινείται, ενσαρκώνει το πνεύμα που η ίδια εμπνέει. μ’ ένα είδος αλχημείας, μετατρέπει σε πόσιμο χρυσό τα δηλητηριώδη νερά που ρέουν από το θάνατο στη ζωή. Γιατί ο σκοπός της είναι η κρυμμένη ομορφιά, μ’ άλλα λόγια η απώτερη ουσία του κόσμου.»

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Διάβασα το σχόλιό σας και θα ήθελα να κάνω κάποιες παρατηρήσεις:
1. Για να γράψει κανείς ποίηση δεν πρέπει να είναι "κανονικός" άνθρωπος: μπορεί να είναι ερημίτης ή φιλόσοφος της ζωής, σαν τον Ελύτη, ίσως και μανιοκαταθλιπτικός, σαν τον Καρυωτάκη... έχει όμως κάτι που δεν το έχουν οι πολλοί. έστω, μια ευαισθησία ιδιαίτερη για τον κοσμο που μας περιβάλλει, μια ματιά διεισδυτική, που μπαίνει στην ουσία των πραγμάτων και τα μεταμορφώνει, τα μεταστοιχειώνει, ακόμα κι αν γράφει σε παζό λόγο, σαν τον Κόντογλου, που από τα μερμύγκια που περπατούσαν στην αυλή του έπαιρνα αφορμές και έγραφε...
2. "ποίηση" γράφουν πολλοί, ΠΟΙΗΣΗ ομως, λίγοι. Λίγες φορές έχουν πέσει στα χέρια μας "ποιήματα" -κυρίως ιερέων- που είναι αντικειμενικά για τα σκουπίδια; και δεν μιλάω για την περίπτωση που αναφέρω παρακάτω, αλλά για παιδαριώδη στιχάκια...
3. Αυτό που είναι γραμμένο στους στίχους, συχνά θέλει χρόνο για να το κατανοήσει ο αναγνώστης. πολλές φορές ο ποιητής το κρύβει βαθειά στις λέξεις, οπότε ο στίχος γίνεται γρίφος..
εκτός κι αν το νόημα είναι σαφές και ξεκάθαρο -πράγμα εξαιρετικά σπάνιο- ή αν ανήκει στην "ποίηση" της κατηγορίας (2).

όμορφο μπλογκ, καλή συνέχεια...

Οι πιο αναγνώστες μας Αναγνώστες

Related Posts with Thumbnails