Φωτογραφίζει και γράφει ο
ΜΑΝΩΛΗΣ ΔΗΜΕΛΛΑΣ
Κι αν ήταν κόκκινο κι αν ήταν κατακόκκινο με ρώτησε και
χάθηκε στον κόσμο. Ήταν το φως λιγοστό, όλοι γυρνούσαν σαν τους πεινασμένους λύκους σε μουσικές που γύρναγαν
τα μάτια στο πρώτο-πρώτο πάθος.
Στην αιώνια μάνα, την θάλασσα η πανσέληνος είναι που
καθρεφτίζει ξανά το πρόσωπό σου, εκεί που η αμαρτία πάει παρέα με το κρυφό σου
πρόσωπο.
Σαν να σταμάτησες να μ’ αγαπάς, σαν κρύφτηκε πίσω από την
λαμπερή σελήνη το πάθος του ονείρου σου.
Μου το πες με ένα δάκρυ, αν με φροντίσεις θα έχω τους
καρπούς, γραμμένο σε άλλες πιο κρυφές γραφές, που δεν τις βλέπεις με το πρώτο.
Λάμπει και κάνει το μικρό, το παθιασμένο πάθος να γράφει
σαν την καρδιά που δίνει με γκάζια τον παλμό της.
Έρωτας είναι τα φωτισμένα ή μήπως τα αφώτιστα σου μάτια;
Αναρωτιέμαι κι εσύ κρύβεις όλο το μαγικό σου χρώμα,
άσπρη, λευκή με το φεγγάρι σύνορο να δίνει την φωτιά του.
Μια μουσική πνίγει ξανά τα θέλω μα πόσο ψάχνω πάλι την
ματιά σου, εκείνο το πρόσωπο που έχει το φεγγάρι το δεξί είναι σαν το δικό σου
πλάνο, εκείνο που μου μοίρασες την νύχτα, μια νύχτα σιωπηλή σαν του Σαββάτου η
μάνα, η Κυριακή.
Χάνομαι σε κάθε κοίταγμα, είναι η πανσέληνος θαρρώ που με
έκανε και έχασα το φως μου.
Ξημερώματα Τρίτης, 5 Ιούνη
2012.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.