Λάβαμε από τον φίλο και συνεργάτη ΑΝΤΩΝΗ ΠΑΠΑΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Βορρᾶς χιονιστὴς εἶχε φυσήσει.
Κι εδώ σφίγγει το κρύο. Κοντεύει να ξημερώσει η μνήμη του. Και πιάνεις να ρίξεις λέξεις στη σόμπα, να πορέψεις.
Ὁ Βὶλδ οὐδέποτε ἐπὶ ζωῆς του ἐκέρδισε.
Ούτε κι αυτός. Εμείς ακόμα τρώμε από το κεφάλαιο του. Και ζούμε κι αλλάζουμε και βρισκόμαστε.
Ὁ καπετὰν Γιαννάκης ἔκαμε τὸν σταυρόν του καὶ κατέπιε τὸν θυμόν του. Τὸ ἐχώνευσε καὶ αὐτὸ ὅπως καὶ τὰ ἄλλα.
Μεγάλη δεξαμενή χιούμορ. Αγάπης δηλαδή που όλα τα χωρεί και ξεσπά σε γέλιο.
Πῶς νὰ γλυτώσῃ τὸ πτωχὸν θαλασσοπούλι!
Κι αυτό το τρυγόνι πώς διήλθε δια πυρός και σιδήρου και όμως μας σώζει, συνεχώς, γοργόφτερος.
Ἐνῷ τώρα εὑρίσκετο πρὸς τὴν δυτικὴν πλευρὰν τῆς νησῖδος, κατέναντι τῆς προκυμαίας καὶ τῆς ἀγορᾶς, αἴφνης μετὰ τρία λεπτὰ εὑρέθη πέραν τοῦ κάβου, πρὸς τὴν ἄλλην πλευράν, τὴν ἀνατολικήν.
Και με αυτόν τα χάνουμε. Ανοίγει την καρδιά του και αρδεύει την κτίση. Γνώσεις, εθίματα, μνήμες. Πρόσωπα, ιστορίες, καημοί. Φωτιές ανάβει να βρούμε δρόμο.
Τέλος οἱ κυνηγοὶ ἐπῆραν τὴν ἀπόφασίν των, καὶ ἐπέστρεψαν οἱ μάγκες εἰς τὸ ἰχθυοπωλεῖον, οἱ θηρευταὶ εἰς τὴν προκυμαίαν, οἱ θαμῶνες τοῦ καφενείου εἰς τοὺς ναργιλέδες των, καὶ ὁ χωροφύλαξ εἰς τὴν καζάρμα του.
Εμείς δε, κλείνουμε τα κιτάπια του. Και γυρνάμε οινοβαρείς στα καθημερινά μας. Του χρωστάμε την μέθη που φωτίζει ζωή.
(Αποσπάσματα από την
«Η ΚΑΛΛΙΚΑΤΖΟΥΝΑ», Αλεξάνδρου Παπαδιαμάντη,
+3.1.1911).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.