Ω, είσαι Θεός!
Η ψυχή μου εάλω
υποκλίνομαι
άπλωσε την παλάμη
να την γιομίσω πάθη
παράσυρέ με
στις μυρωδίες ξανά
της Χαρμολύπης
ότι στον Άδη εδώ
τήκομαι στις βρομιές μου.
Π.Κ.

Πάντα μου πίστευα, ότι οι καλύτερές μας αναμνήσεις είναι οι Μυρωδίες. Αυτές χαρακτηρίζουν τα παρελθόντα και μάς συνοδεύουν στα όποια μελλούμενα. Τούτο γίνεται ευκρινέστερο και σαφέστερο στα δρώμενα των Ορθοδόξων, όσον αφορά στην εβδομάδα των Παθών και της Ανάστασης του Θεανθρώπου.
Κατ' αυτή την μυστηριακά νυκτική περίοδο βιώνουμε θρήνο γοερό μα όχι ακριβώς, χαρά συγκρατημένη, τουτέστιν Χαρμολύπη, πόνο περατικό =περαστικό, θάνατο πατημένο κατά κράτος, έαρ βασιλεμένο μα και οργιάζον ταυτόχρονα, υμνωδίες πανεύοσμες, νυχτωδίες πανσεβάσμιες, παννυχίδες ατέλειωτες, την ανάκουστη Κάθοδο στον Άδη, τις πατημένες δάφνες της Πρώτης Ανάστασης, το κάλλος και τη μαγκιά της οριστικής Ανάστασης, λουλούδια απάντων των χρωμάτων, ζωύφια όλων των φυλών περιϊπτάμενα, αεράκια δροσιστικά, θάλασσες διακριτικές!
Όλ' αυτά και πάμπολλα άλλα συνιστούν την προσωπική τού καθενός μας μυρωδιοθήκη ή ψυχογεωγραφία έναντι των συνταρακτικών γεγονότων της Ορθόδοξης Λαμπρής!
Πάντα μου τα σκεφτόμουνα όλα ετούτα. Ανέκαθεν μάλιστα ήθελα να τ' αποτυπώσω ούτως ή άλλως στο χαρτί. Μέχρι τώρα δεν τα κατάφερα, επειδή κάποτε ορισμένα δυνατά βιώματα επιθυμούν να παραμείνουν στο εντελώς Ανέκφραστο. Τα υπονόησα πάντως, όταν το 2000, έγραφα σ' ένα ποίημα, δημοσιευμένο ήδη στον "Έσχατο φίλο" μου (σελ. 70):

Ύστερα ήταν οι μυρωδιές των ημερών των Παθών. Άλλο πράγμα η άνοιξη που οργιάζει έξω αυτήν την εποχή κι άλλο ως αίσθηση το άρωμα των λουλουδιών του Επιταφίου. Είναι αδιανόητο πόσο το άρωμά τους απέπνεε μια περίεργη μυστική, νωχελική, ναρκωτική, υγρή μυρωδιά που έφτανε έως βαθιά στις πιο απίθανες κυψελίδες των πνευμόνων. Ίσως γιατί τα κομμένα από τους μπαξέδες λουλούδια βαφτίζονταν στους αδιόρατους καπνούς του λιβανιού και αποτελούσαν μαζί αυτή τη γλυκιά, νυσταγμένη ευαισθησία στα ρουθούνια, που ένιωθες πως άνοιγαν και αχόρταγα ρουφούσαν τη διάχυτη στον αέρα του ναού λιτανεία των αρωμάτων.
Κι όταν ο Επιτάφιος έβγαινε στον δρόμο για την περιφορά, τότε οι υπέροχες οσμές των κήπων, το ελαφρύ αεράκι που μας ράπιζε απαλά, τα κοκκινισμένα από την κατάνυξη του ναού μάγουλα, έφερναν άλλες μυρωδιές ανάκατες με τις σπιτικές των μαγειρείων και των κατοικίδιων ζώων που αναστατώνονταν από τις κωδωνοκρουσίες. Εκείνη όμως η μυρωδιά ανήμερα το Πάσχα του ψημένου αρνιού, ανάκατη με την κάπνα των ξερών κλαδιών, την αψάδα του γιοματαριού που σου τρυπούσε τη μύτη και του φρέσκου σιταρένιου ψωμιού τη ζεστή αφράτη μυρωδιά σου στοιχειώνει τη μνήμη.

Όλ' αυτά και πάμπολλα άλλα συνιστούν την προσωπική τού καθενός μας μυρωδιοθήκη ή ψυχογεωγραφία έναντι των συνταρακτικών γεγονότων της Ορθόδοξης Λαμπρής!
Πάντα μου τα σκεφτόμουνα όλα ετούτα. Ανέκαθεν μάλιστα ήθελα να τ' αποτυπώσω ούτως ή άλλως στο χαρτί. Μέχρι τώρα δεν τα κατάφερα, επειδή κάποτε ορισμένα δυνατά βιώματα επιθυμούν να παραμείνουν στο εντελώς Ανέκφραστο. Τα υπονόησα πάντως, όταν το 2000, έγραφα σ' ένα ποίημα, δημοσιευμένο ήδη στον "Έσχατο φίλο" μου (σελ. 70):
Άπλα ναού απολείτουργα
με χάμου δάφνες:
Απρίλιος αναγκαστικός
χύνεται μέσα
δρομέας τάχα της Χαράς
σαν τρυποκάρυδο
άνθη σεμνής αγραπιδιάς
και σε πονάνε.
Ώσπου ήρθε ένα κείμενο, που τα είπε όλα. Μα όλα, σάς λέω!!! Πρόκειται για το άρθρο "Το Πάσχα των αισθήσεων" του Κώστα Γεωργουσόπουλου, στην Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ (Μ. Παρασκευή-Μ. Σάββατο, 25-26. 4.2008). Ο καλός αυτός πνευματικός άνθρωπος μιλά από καρδίας, λεπτουργώντας με απόλυτη ευστοχία τη λαϊκή ευσέβεια των Μεγάλων Ημερών προς τη Λαμπρή.
Χάρηκα αφάνταστα το κείμενο αυτό, ομολογώ μάλιστα, ότι πολύ θα ήθελα να το είχα γράψει εγώ. Υποκλίνομαι πάντως στη νοηματική καθαρότητα που το χαρακτηρίζει, στην "διαύγεια των συναισθημάτων" του (που θάλεγε και ο Ελύτης) και μεταφέρω εδώ ένα εκτεταμένο απόσπασμα, για να λάβετε κι εσείς γνώση και μυρωδίες:

Παρατηρήστε με πόση ευλάβεια οι πιστοί ψαύουν την Αγία Εβδομάδα ό,τι είναι προσιτό στην αφή. Και πρώτα τα χέρια και από τα χέρια τα ακροδάχτυλα. Δείτε πώς αγγίζουν στον Επιτάφιο το χρυσοκέντητο «νεκρό» σώμα του νυμφίου. Είναι σαν να θωπεύουν τον αγαπημένο, σαν να αποχαιρετούν με μια απαλή χειρονομία τον σύζυγο, τον γιο, τον ερωμένο, τη θυγατέρα. Δείτε πώς οι φιλακόλουθες γυναίκες στολίζουν τον Επιτάφιο, με πόση ευγένεια, τρυφερότητα στους χειρισμούς στρώνουν τη νεκρική κλίνη, απλώνουν πάνω της με προσεκτικά και επιδέξια χέρια το νεκρό σώμα. Και όταν έρχεται η ώρα των αποχαιρετισμών άνδρες, γυναίκες ακόμη και παιδιά, χωρίς να τα έχει δασκαλέψει κανείς, έτσι από ένστικτο, με πόση ευλάβεια φιλούν το ιερό σκήνωμα. Προσέξτε αυτά τα ευλαβικά χείλη, πόσο απαλά, στοργικά, τρέμοντα εναποθέτουν το φιλί της ευγνωμοσύνης και του θάμβους, σαν να προσκυνούν το τυραννισμένο, το κατατρυπημένο από τα καρφιά και τις λόγχες σώμα του αθώου θύματος, του χλευαζόμενου, του λοιδορούμενου αμνού. Αυτά τα χείλη, αυτά τα μάτια είναι κλειστά, ώστε η επαφή να περάσει μέσα από την ευαίσθητη μεμβράνη του δέρματος κατευθείαν στη μνήμη, είναι ο τρυφερός κρίκος που συνδέει το νεκρό σώμα με την προσδοκία της έγερσης.
Έχετε παιδικές μνήμες, γιατί εγώ μόνο τέτοιες έχω, από την αφή του βελούδου που σκεπάζει το άγιο δισκοπότηρο, τον «αέρα»; Όταν μια σταλιά παιδί η μάνα μου με νήστευε και έστεκα ανυπόμονα στη σειρά μπροστά στο σολέα για να κοινωνήσω, θυμάμαι πως όταν έπιανα με το χεράκι μου τον «αέρα», το βελούδινο απαλό ύφασμα για να το βάλω κάτω από το σαγόνι ώστε μετά τη μετάληψη να σκουπιστώ, αυτή η αφή του βελούδου κι άλλοτε του μεταξιού μού άφησε για πάντα ανεξίτηλη μια μνήμη απτικής πληρότητας που ακόμη τώρα με γεμίζει μια απέραντη ευφροσύνη. Πέρασαν από τότε πάνω από εξήντα χρόνια και η νοσταλγία εκείνης της αφής με κατέχει και ίσως γι΄ αυτό δεν θέλησα να την γκρεμίσω και να την απομυθοποιήσω με τον ορθολογισμό μου, αρνούμενος πια να θεωρήσω τον εαυτό μου άξιο αυτής της εγγύτητας. Ύστερα ήταν οι μυρωδιές των ημερών των Παθών. Άλλο πράγμα η άνοιξη που οργιάζει έξω αυτήν την εποχή κι άλλο ως αίσθηση το άρωμα των λουλουδιών του Επιταφίου. Είναι αδιανόητο πόσο το άρωμά τους απέπνεε μια περίεργη μυστική, νωχελική, ναρκωτική, υγρή μυρωδιά που έφτανε έως βαθιά στις πιο απίθανες κυψελίδες των πνευμόνων. Ίσως γιατί τα κομμένα από τους μπαξέδες λουλούδια βαφτίζονταν στους αδιόρατους καπνούς του λιβανιού και αποτελούσαν μαζί αυτή τη γλυκιά, νυσταγμένη ευαισθησία στα ρουθούνια, που ένιωθες πως άνοιγαν και αχόρταγα ρουφούσαν τη διάχυτη στον αέρα του ναού λιτανεία των αρωμάτων.
Κι όταν ο Επιτάφιος έβγαινε στον δρόμο για την περιφορά, τότε οι υπέροχες οσμές των κήπων, το ελαφρύ αεράκι που μας ράπιζε απαλά, τα κοκκινισμένα από την κατάνυξη του ναού μάγουλα, έφερναν άλλες μυρωδιές ανάκατες με τις σπιτικές των μαγειρείων και των κατοικίδιων ζώων που αναστατώνονταν από τις κωδωνοκρουσίες. Εκείνη όμως η μυρωδιά ανήμερα το Πάσχα του ψημένου αρνιού, ανάκατη με την κάπνα των ξερών κλαδιών, την αψάδα του γιοματαριού που σου τρυπούσε τη μύτη και του φρέσκου σιταρένιου ψωμιού τη ζεστή αφράτη μυρωδιά σου στοιχειώνει τη μνήμη.