Γράφει ο Διονύσης Φλεμοτόμος
[Αναδημοσίευση από τα Πρακτικά του 19ου Συμποσίου Ποίησης (Ρεύματα στη σύγχρονη Ποίηση, Πανεπιστήμιο Πατρών 2-4.7.1999), εκδ. περί τεχνών, Πάτρα 2001, σ. 74-80. Το ίδιο κείμενο, κατά πολύ επηυξημένο, δημοσιεύτηκε εν τω μεταξύ στο Περιοδικό ΤΕΤΡΑΜΗΝΑ 62-64 (2000) 4910-4929, κυκλοφόρησε μάλιστα σε ανάτυπο, υπό τον οριστικό τίτλο «Διαβάζοντας αντίστροφα έναν αγιογραφικό κύκλο ή Μια πρώτη ανάγνωση της ποίησης του π. Παναγιώτη Καποδίστρια».]
Παρουσιάζοντας την ως τώρα δουλειά του ζακυνθινού ποιητή π. Παναγιώτη Καποδίστρια θ’ αρχίσω κάπως ανορθόδοξα, παρ’ ότι πρόκειται για την πνευματική προσφορά ενός κατ’ εξοχήν ορθόδοξου ιερέα. Και για να μην παρεξηγηθώ, εξηγούμαι από την αρχή. Δεν πρόκειται να πέσω σε σοβαρή δογματική αίρεση, παρ’ ότι κάτι τέτοιο δεν είναι άτοπο στο χώρο της ποίησης, ούτε έχω σκοπό να δώσω τροφή στην μονοτονία θεολόγων και θεολογούντων. Απλά, κι έτσι επειδή με βολεύει, θα βαδίσω αντίστροφα. Θ’ αρχίσω δηλαδή από το τέλος, απ’ την Ανάληψη, για να προχωρήσω διαβάζοντας ανάποδα έναν αγιογραφικό κύκλο προς την Γέννηση ή πιο σωστά θεολογικά τον Ευαγγελισμό, που προμηνύει «της παγκοσμίου χαράς τα προοίμια». Κι αυτό γιατί το τελευταίο βιβλίο του ποιητή και περισσότερο ο τίτλος του, περικλείει, θέλω να πιστεύω, όλο το στίγμα της ποίησής του.
Ίδιοι του κάθε ημέρα
ταξιδευτές πολυμήχανοι της πλατείας
παραστάτες της νύχτας
των γλυπτών μας ονείρων
ωτακουστές
ποτέ σας δεν θ’ ακούσετε ποτέ
τι ψίθυροι με παίρνουνε πολέμου
δακρύων πολλών στα χαλίκια
υπαινιγμοί
ποτέ σας δεν θ’ ακούσετε ποτέ
τριζόνια ελκόμενα στη λάμψη του Επιτάφιου
στοιχεία στοιχειά του κόσμου
έρωτα επιδεινούμενο.
(«Ελκόμενα στη λάμψη», από το βιβλίο «Ενύπνιο μετά τρούλου»).
«Ενύπνιο μετά τρούλου» τιτλοφορείται η νέα, πρόσφατη δουλειά του π. Παναγιώτη Καποδίστρια, και αυτός ο τίτλος, νομίζω, ταιριάζει απόλυτα στην μέχρι τώρα ποιητική και όχι μόνο παρουσία του. Κι είναι ενύπνιο, όχι όνειρο ή όναρ, ενύπνιο προφητικό και διδακτικό σαν κι αυτά που συχνά παρουσιάζονται σε καθαρούς τη καρδία, σε κατά Χριστόν Σαλούς, στις δυο Διαθήκες, την Παλαιά και την Καινή, για να οδηγήσουν τον πιστό λαό στο πανσεβάσμιο και σταυραναστάσιμο Πάσχα, που 'ναι το κατ’ εξοχήν πέρασμα, η υγρά διόδευσις, ή σαν αυτά τα άλλα ενύπνια, που πολύ αργότερα και όλο και πιο σπάνια στις μέρες μας, οδηγούν σημαδεμένους εκλεκτούς, μοναχούς ή κοσμοκαλόγερους, σε ευρέσεις θαυματόβρυτων εικόνων ή μυρόβλυτων λειψάνων Νεομαρτύρων, που ‘ναι πηγή πνευματικής ζωής και πλουτισμού για τον τόπο τους, δίνοντας την αληθινή ζωή κυριολεκτικά εκ τάφων.
Αιγαίος βοριάς
κι ο ήχος πολύηχος
Έλα μου Άδη.
Ο Συνοδίτης
θεοειδή παιχνίδια
ήξερε μόνο.
Νωρίς Μαρτίου
ηλιομανέστατος λες
κηρύσσει θέρος.
(«Συνεικόνες β΄», από το βιβλίο «Ενύπνιο μετά τρούλλου»).
Όσο για τον τρούλο είναι το στέγαστρο που αναζητά ο καθένας μας για ν’ αποφύγει τον καιρό, τη βροχή ή τον καύσωνα, τους βοριάδες ή το χαλάζι, το κρύο ή το λιοπύρι και κάτω απ’ την σιγουριά και την προστασία του, καθώς κι απ’ το βλέμμα του Παντοκράτορα, του Παλαιού των ημερών του Κυρ Πανσέληνου, ψάχνει να βρει θαλπωρή και καταφυγή. Είναι επίσης ο τρούλος αυτός ένα έντεχνο μα δίχως φόβο υποκατάστατο του ουρανού, που τρούλος έναστρος κι αυτός, παρέχει ασφάλεια στη φθαρτότητά μας, μια και κει, κατά την ποιητικότατη αντίληψη του λαού μας, κατοικεί ο Δημιουργός.
…Τρέχεις μέσα στον ύπνο σου
και σούρχεται
(από πού;)
ενύπνιο μετά τρούλλου
Ο αββάς Σισώης ενώπιος ενωπίω
βόρειος κυριάρχης άνεμος
εσύ απαράλλακτος…
(«Ενύπνιο μετά τρούλλου», από το ομώνυμο βιβλίο).
Ο ποιητής, λοιπόν, π. Παναγιώτης Καποδίστριας, σαν ένας άλλος Ανθέμιος ή Ισίδωρος, προσπαθεί να βρει την επίμαχη λύση και με τη δική του εγκάρδια προσευχή των λέξεων, επιδιώκει να προφυλάξει τον εαυτό του και τους άλλους απ’ ό,τι στέλνει ο καιρός, αλλά συγχρόνως προσπαθεί να δώσει σ’ αυτούς που κατοικούν το οικοδόμημα την αίσθηση της επέκεινα ασφαλείας, γεωργών «της ερήμου το άγονον» με τα δάκρυα των στίχων.
Υπηρετώντας αρκετό καιρό τώρα ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας και τους δυο Λόγους, που και οι δυο απαιτούν το πρώτο τους γράμμα κεφαλαίο, τον απ’ αρχής Λόγο-Θεό και τον Λόγο της ποίησης, μάς οδηγεί «τη μυστική εν φόβω τραπέζη», όπου «διπλούς ο Δείπνος», καθαρτικός και σωτήριος. Απ’ τη μια «της ζωής η άμπελος» κι απ’ την άλλη ο «καθαρός ήχος εορταζόντων». Το σώμα και το αίμα του Πλαστουργού, αλλά και το σώμα και το αίμα της ποίησης, τα «εκχυνόμενα εις άφεσιν αμαρτιών».
Στην αντηλιά των τριγλύφων
Θεοφίλου του μάρτυρα
μεθεόρτια.
Στα δεξιά σου αθέατος
πότε
λογομαχώντας για την εκδορά του ποιήματος
καί πότε για τα δάκρυα
που υπόθεσες δεν είναι πάντα ψυχικές.
(«Προσμονάριος» απ’ το βιβλίο «Όταν ο Σπηλαιοκτήτης έρθει»).
Έτσι κάθε «ευσεβής και φιλόθεος», κάθε πιστός της ποίησης, μπορεί και απολαμβάνει «της καλής ταύτης και λαμπράς πανηγύρεως» και μάλιστα χωρίς διακρίσεις. Ο γνήσιος και σωστός λόγος της ποίησης, κάνει δεκτούς τους πάντες. Δέχεται αβίαστα τον καθένα μας, είτε είναι «δούλος ευγνώμων», είτε «έκαμε νηστεύων», είτε «από της πρώτης ώρας ειργάσατο», είτε «μετά την τρίτην ήλθεν», είτε «μετά την έκτην έφθασεν», είτε «υστέρησεν εις την ενάτην», είτε «εις μόνην έφθασεν την ενδεκάτην». Γιατί η τέχνη «δέχεται τον έσχατον, καθάπερ και τον πρώτον» και δεν γίνονται εδώ μικροπνεύματες διακρίσεις, μια και στον υπό τον τρούλο χώρο, όποιος δεν μπαίνει απ’ την πόρτα, αλλ’ απ’ αλλού είναι «κλέπτης και ληστής» και τότε ο θόλος γίνεται βάρος και φυλακή κι όχι φυγή για την μετά τις αισθήσεις αλήθεια.
Αναστρέφεις μιαν ημέρα τα μάτια
και βλέπεις
τα κονίσματα σφαγμένα όλα στο σημείο λατρείας
ή
και το μεγάλο εκείνο καταγραμμένο σου ψέμα
να εισπρέττει
το νόμιμο τέταρτο απ’ την ψυχή σου.
Πού σου το κέντρο;
Πού σου η ανάγκη;
Έλαβες χώμα
και τόκαμες μικρές τούφες αγάπης
παραμυθία του ποιήματος
αίσθηση του συρμού
γι’ αυτό κατέχω πάντα καλά φυλαγμένη
δάκρυ αλάλητο
τη χάρη που μούδωκες
να διαβάζω απ’ το τέλος τα Δίπτυχα
και να μετρώ από τα τώρα τους αύριο φευγάτους.
(«Απολεπίσεις της εικόνας 1», απ’ το βιβλίο «Όταν ο Σπηλαιοκτήτης έρθει»).
Διαβάζοντας όχι απλά, αλλά όπως ο Φίλιππος δίδαξε τον Αιθίοπα, την ποίηση του π. Παναγιώτη Καποδίστρια, απ’ το πρόσφατο «Ενύπνιο μετά τρούλου» ως το πρώτο «Δήθεν υαλογραφία», διαπιστώνουμε πως ο λόγος του γίνεται συχνά παράκληση Δεκαπενταύγουστος, «τρισάγιος ύμνος» ή «Κυριακή προσευχή» και μπορεί αληθινά να μας λυτρώσει.
Στους στίχους μάλιστα της ποίησης του π. Παναγιώτη Καποδίστρια μπορεί κανείς ν’ αντιληφθεί ότι κι εδώ συμβαίνει ότι ακριβώς και με την Ορθοδοξία, η οποία πέρα των άλλων προσφορών της, μπορεί σήμερα να καυχηθεί ότι διατήρησε την γλώσσα την ελληνική στην πιο καλή της ώρα, φορώντας «το φως, ώσπερ ιμάτιον» στον δικό της Θεό. Μ’ άλλα λόγια, στην αποικιοκρατική ζωή της νεότερης τουριστικής Ελλάδας, που όπως είναι φυσικό έχει περάσει και στην τέχνη της, η ποίηση του π. Παναγιώτη Καποδίστρια μπορεί άφοβα να χαρακτηριστεί «Ελληνάδικο», χωρίς μάλιστα να γίνεται «δήθεν».
Όλα του πολέμου και της αγάπης
πένθιμα χρυσά.
Ο Νόννος κι οι γειτόνοι
πεταλούδες εύψυχες του Μεσολογγίου
μαργαρίτες πανίεροι στ’ Αρτοφόρι
Έλληνες των εικονισμάτων.
κ’ οι δάφνες του Μαρτίου μηνός
εξάνθημα έρωτα
κατορθωμένος θάνατος
αίμα που πεταρίζει λίγο πριν-
Ώρα την ώρα
με το χρυσό καλάμι
χαλιέται ο Κόσμος.
(«Το σημαίνον βλέμμα 1», απ’ το βιβλίο «Ενύπνιο μετά τρούλου»).
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, που η δουλειά του π. Παναγιώτη Καποδίστρια τραβά απ’ την αρχή, απ’ την ώρα του Ευαγγελισμού την προσοχή του Ελληνοπρεπούς Οδυσσέα Ελύτη, που σε κάποια προσωπική επιστολή τού γράφει απ’ τη Βάρκιζα στις 14 Οκτωβρίου 1983:
«Αγαπητέ φίλε
Χαίρομαι που ξανακούω τη φωνή σου και που τη βρίσκω να έχει γίνει τόσο άψογη.
Ποτέ δίδαγμα δικό μου –εάν μπορεί να χαρακτηρίσει κανείς έτσι τις απλές παρατηρήσεις μου- δεν καρποφόρησε τόσο πολύ. Μπράβο. Από δω και πέρα μπορείς να προχωρήσεις μόνος σου και ν’ ανακαλύψεις άλλα πράγματα που εμένα με ξεπερνούν.»
Στα ποιητικά βιβλία, αλλά και στα δοκίμια του π. Παναγιώτη Καποδίστρια συναντάμε, πιστεύω, έναν Ορθόδοξο Ιερέα, που διαμελίζοντας τον Άρτο και συγχρόνως τον εαυτό του, για να επιτελέσει τη Θεία Ευχαριστία, δίνει σε μας τους αναγνώστες του την ευκαιρία να γίνουμε κοινωνοί μυστηρίων σωτηρίων. Κι αυτό είναι ισχυρό αντίδοτο στον φόβο της φθαρτότητάς μας.
Όλα κάποτε χύνονται στο κενό
σαν το κρασί στα μάτια του νεκρού
μα όσο το σώμα θα επιπλέει στο νου σου
λανθάνουσα ριπή φωτός ανάμεσα στο μπλε
και στο μη μαύρο
κι όσο το τίμιο χρώμα θα σε ανέχεται
να σε χαρώ
στα πόδια μου να μην ξαναπλαγιάσεις.
(«Ριπή φωτός», απ’ το βιβλίο «Όταν ο Σπηλαιοκτήτης έρθει»).
Λειτουργός του Μεγάλου Ποιητή, του Μεγάλου Λόγου, γίνεται συγχρόνως και λειτουργός του ανθρώπινου λόγου, που κι αυτός, εξομολογούμενος μπορεί να φέρει σωτηρία και λύτρωση.
Γράφοντας ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας και μνημονεύοντας στην Πρόθεση, διαβάζοντας μάλιστα «απ’ το τέλος τα Δίπτυχα», Διονύσιο Σολωμό και Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, μας οδηγεί στο Πάσχα, την ελληνόφωτη Λαμπρή, λειτουργώντας την Ανάσταση σε ανοιξιάτικη ελληνική ύπαιθρο μετά τρούλου και μας κάνει συγκοινωνούς στην ευπρέπεια αυτού του οίκου, γνωρίζοντας ότι «πάσα δόσις αγαθή και παν δώρημα τέλειον» απ’αυτήν την καβαφική τράπεζα του μέλλοντος προέρχεται, απ’ αυτήν εκπηγάζει και σ’ αυτήν ξαναγυρνά.
Μ’ άλλα λόγια μάς δείχνει «τι μπορεί… να ιδεί όποιος έχει τα μάτια του», για να χρησιμοποιήσω έναν δικό του στίχο.
Κ’ είναι μεγάλο πράγμα να βλέπεις.