Μάς καλημερίζει από την ΚΑΡΠΑΘΟ
φωτογραφίζει και γράφει ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΔΗΜΕΛΛΑΣ
Μια θάλασσα, ένας ωκεανός σκέψεων πλημμυρίζει το
μυαλό. Το καμένο ξύλο, το καημένο, γίνεται συναίσθημα και με κάνει να κολυμπώ
μόνος, ολομόναχος, σε βαθειά μαύρα νερά. Έρχεσαι στο ασυνείδητο, παίρνοντας τα σχήματα που
δίνει ο χρόνος στα ταξιδιάρικα απομεινάρια κούτσουρων, πλαστικών, ξεβρασμένων
αντικειμένων, σαν απωθημένα συναισθήματα.
Σμιλεμένα με τους καιρούς, άλλοτε να τα χαϊδεύει
ο ήλιος μα άλλοτε να τα χτυπά ένας άνεμος σκληρός, ανελέητος, με βάρβαρες
προθέσεις. Συνάντησα ξανά και ξανά το συναίσθημά σου, εκεί
στη στροφή, στην σκάλα, κάτω από το γέρικο δέντρο της αυλής, μέσα στο
άγνωστο αλλού, που πνίξαμε τα χρώματα,
εκεί που επίμονα ρωτούσες αν το λευκό είναι μαύρο.
Εκεί ξυπνήσαμε τις μνήμες στις αράχνες. Όλα τα
κάνουμε να φαίνονται καλύτερα, νομίζουμε, όλα πιστεύουμε πως μπορούμε να τα
έχουμε τακτοποιημένα. Μα την ώρα που η χτένα παίρνει, δίνει σχήμα, στου
ύπνο την τρελή μορφή, την ώρα που αγγίζεις μέσα από τον καθρέφτη το αντίστροφο
του προσώπου σου, βλέπεις, αφουγκράζεσαι, δεν άλλαξες εσύ, μα είναι η θάλασσα,
ο αέρας, που έκαναν χρώμα και σχήμα,
έπλασαν το κουράγιο.
Στάθηκες θα πεις, πάλεψες στον βοριά, με τις
ριπές από το αλάτι να κοπανούν το ταλαιπωρημένο σώμα σου. Έκλεισες τα βλέφαρα
στην ακτίνα, σε μιαν ακτίνα, που ήθελε να περάσει μέσα από τα τυφλά κλειστά σου
μάτια. Κούρνιασες πάνω στην άμμο ενώ εκείνη έφευγε, σιγά μα σταθερά, άδειαζε
την γωνιά αφήνοντας μετέωρο το έρημο κορμάκι σου. Μα άλλαξες, μεταμορφώθηκες,
έγινες κάτι, πήρες μια μορφή ξεχωριστή.
Στο γενικό, στο κοίταγμα που δεν έχει νοιάξιμο,
μακριά από την αγάπη, έστω τον στιγμιαίο έρωτα, δεν βλέπεις. Κανένας μας δεν
βλέπει, ούτε μπορεί να πιάσει αυτή την μοιραία εξέλιξη. Προβάλλεις μια σκοτεινή
επιθυμία. Μα αν σταθείς μια στιγμή, αν πεις θα βγάλω μάτια πάνω στα δάχτυλα
μου, και πιάσεις, αν ακούσεις τις ψιλές φωνές που τραγουδούν σκοπούς
θαλασσινούς, τότε ξεκαθαρίζει το πεθαμένο από το ζωντανό.
Το παρελθόν που δίνει, απλώνει την σκυτάλη σε ένα
διαφορετικό παρόν. Μπορεί να μην το
θέλεις, να δίνεις κατασκευασμένες μνήμες στο ημερολόγιο καταστρώματος. Μα πάνω
σε αυτήν τη μεταμόρφωση, αγκαλιά με το παλιό κατεστραμμένο σώμα-κουκούλι, φτάνει η καινούρια μέρα σου-μας.
Στους ολοκαίνουργιους τόπους είναι λοιπόν ο
χρόνος τώρα, το ίδιο θα τρέχουν τα ρολόγια, μα εμείς πηγαίνουμε αλλού.
Δεν λάθεψες, ούτε και εγώ
ξέχασα τα μυωπικά γυαλιά μου, είναι που αγγίζει, καμιά φορά, η θάλασσα την άκρη
της, την φιλά, για μια μικρή στιγμή, μα φεύγει, ξεμακραίνει, μα στέκεται το
αλάτι, να δίνει ανείπωτη γλύκα στην άκρη από τα μικρά χοχλάκια.