© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΕΝΘΕΤΑ. Ό,τι νεότερο εδώ!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα (Νανο)διηγήματα Π.Κ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα (Νανο)διηγήματα Π.Κ.. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Σάββατο 25 Φεβρουαρίου 2023

Η Τατιάνα Καρύδη στην "Ημέρα Ζακύνθου" για το "Θηριοδαμαστήριο" του π. Π. Καποδίστρια


Η βιβλιοπαρουσίαση της Τατιάνας Καρύδη για το βιβλίο νανοδιηγημάτων του π. Παν. Καποδίστρια, το "Θηριοδαμαστήριο" , δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα"ΗΜΕΡΑ ΖΑΚΥΝΘΟΥ", 22.2.2023, φ. 6795, σ. 4. 

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2023

ΔΑΜΑΖΟΝΤΑΙ ΤΑ ΘΗΡΙΑ ΤΗΣ ΨΥΧΗΣ;

Κριτική προσέγγιση στο βιβλίο: π. Παναγιώτη Καποδίστρια “ΘΗΡΙΟΔΑΜΑΣΤΗΡΙΟ(νανοδιηγήματα), εκδ. Αληθώς 2022

Γράφει η ΤΑΤΙΑΝΑ Ε.-Γ. ΚΑΡΥΔΗ, Κοινωνική Λειτουργός 

Παρασκευή 3 Φεβρουαρίου 2023

Λόγος για το «ΘΗΡΙΟΔΑΜΑΣΤΗΡΙΟ» (βιβλίο νανοδιηγημάτων) του Παναγιώτη Καποδίστρια και σκέψεις περί Διηγήματος

Γράφει ο ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΜΑΓΡΙΠΛΗΣ, Δρ Κοινωνιολογίας  και συγγραφέας

 Tempo24 

Θεωρώ ότι ζούμε σε μια εποχή που έχει κοπάσει η υπερπαραγωγή βιβλίων και ειδικά στο κομμάτι του ελληνικού  διηγήματος.

Θέλεις το υψηλό κόστος της έκδοσης; Θέλεις η αίσθηση  ότι υπέρλαμπρο αστέρι δεν γίνεται εύκολα κάποιος; Θέλεις η συνειδητοποίηση πως κέρδος από την συγγραφή δεν είχαν παρά ελάχιστοι κορυφαίοι του είδους, σε μια χώρα με περιορισμένο αναγνωστικό κοινό και μια γλώσσα  που, παρά την σημαντικότητά της, δεν ξεφεύγει του χαρακτηρισμού μειονοτικής, σε σχέση με τον παγκόσμιο πληθυσμό;  Όπως και να έχει, λιγότερες εκδόσεις και κατά συνέπεια  λιγότερες προτάσεις γίνονται στο επίπεδο των αξιόλογων πονημάτων, που δεν σημαίνει και απαραίτητα ευπώλητων, μια και η παθογένεια του εύκολου κέρδους  ακόμη τυραννά τις όποιες επιλογές των λίγων εκδοτικών οίκων που συνεχίζουν να τυπώνουν, αλλά και  ορίζει την κοινή γνώμη, που  χειραγωγείται από τα επικοινωνιακά μέσα.  

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023

Η Δρ Ανθούλα Δανιήλ στα "Χρονικά Δυτικής Μακεδονίας" για το "Θηριοδαμαστήριο" του π. Π. Καποδίστρια


Η βιβλιοπαρουσίαση της Δρ Ανθούλας Δανιήλ για το νέο βιβλίο του π. Παν. Καποδίστρια, το "Θηριοδαμαστήριο" (16 νανοδιηγήματα), αναδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα των Γρεβενών "Χρονικά Δυτικής Μακεδονίας", 27.1.2023, φ. 1003, σ. 17. 
 

Πέμπτη 19 Ιανουαρίου 2023

Η Δρ Ανθούλα Δανιήλ στον "Ερμή" Ζακύνθου για το "Θηριοδαμαστήριο" του π. Π. Καποδίστρια


Η βιβλιοπαρουσίαση της Δρ Ανθούλας Δανιήλ για το νέο βιβλίο του π. Παν. Καποδίστρια, το "Θηριοδαμαστήριο" (16 νανοδιηγήματα), δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα της Ζακύνθου "Ερμής", 19.1.2023, φ. 6342, σ. 7. 

Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2023

Για το βιβλίο του Παναγιώτη Καποδίστρια, “Θηριοδαμαστήριο”, Νανοδιηγήματα. Εκδ. ἀληθῶς Κέντρο Λόγου, 2022

Γράφει η Δρ ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ

Ο Παναγιώτης Καποδίστριας είναι παιδί της Ζακύνθου. Γεννήθηκε και ζει μόνιμα στο Μπανάτο/Βανάτο της Ζακύνθου, όπου ασκεί και τα καθήκοντα του Εφημέριου. Σπούδασε Θεολογία στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας, κατέχει Μάστερ Θεολογίας, είναι Αρχιερατικός Επίτροπος της Μητροπόλεως Ζακύνθου, είναι εκπαιδευτικός στο Μουσικό Σχολείο στο νησί του και έχει διδάξει και στα ΤΕΙ Ιονίων Νήσων. Έχει γράψει πολλά, βραβεύτηκε το 2004 για την Ποίησή του από την Ακαδημία Αθηνών, ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά ιταλικά και αραβικά, είναι μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» και έχει τιμηθεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο καθώς και από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας.

Πέμπτη 5 Ιανουαρίου 2023

“ΘΗΡΙΟΔΑΜΑΣΤΗΡΙΟ”, νέο βιβλίο του π. Παναγιώτη Καποδίστρια με 16 μικρά διηγήματα

Κυκλοφορήθηκε τα Χριστούγεννα του 2022 ένα νέο –πεζογραφικό αυτή τη φορά- βιβλίο του π. Παναγιώτη Καποδίστρια, με τίτλο “ΘΗΡΙΟΔΑΜΑΣΤΗΡΙΟ”, από τη σειρά των εκδόσεων του Μορφωτικού Κέντρου Λόγου “Αληθώς”, με 48 σελίδες. Το εξώφυλλο κοσμεί μια εκφραστική ξυλογραφία της διάσημης χαράκτριας Άριας Κομιανού (+30.7.2015).

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2014

Παρακμιακός


(Νανο)διήγημα γραμμένο από τον π. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ 

[Έργο Paul Klee]
Ο κόσμος του είναι παρακμιακός, όμως η Ιστορία -αν και ακριβοδίκαιη- θα μπορούσε να κάνει τα στραβά μάτια για χάρη του, αμελητέος γαρ… Δεν την ενδιαφέρει αν του αρέσει να στολίζεται με κορδέλες κόκκινες, κίτρινες, μπλε… Δεν ασχολείται αν ηδονίζεται ν’ ακούει νυχθημερόν επευφημίες για τη μεγαλοσύνη της ταπεινοφροσύνης του… Δεν έχει χρόνο να καταγράψει αν αισθάνεται ανετότερα με ρόμπα λαμέ και χαμόγελα πλατύγυρα ή κάποτε με μάτια δήθεν βουρκωμένα... Σ’ αυτό τον βίο τον αβίωτο πολλά χωρούν και αποξεχνιούνται, αλίμονο…

Ένα μόνο δεν μπορεί ν’ ανεχθεί η Ιστορία, όντας ακριβοδίκαιη: Το να φωτογραφίζεται λυπητερός πλάι σε παιδιά οροθετικά, συλλέκτης βλεμμάτων πονεμένων, αδιέξοδων ονείρων του προΘάνατου.

Ο κόσμος του είναι décadent, με ρόμπα και κορδέλες...

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Τα περιστέρια των Χριστουγέννων

Απόπειρα χριστουγεννιάτικου (νανο)διηγήματος από τον π. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ

Φτωχός και πένης ο Θοδωρής μετέρχεται τον μπογιατζή για τα βασικά του ζην. Θεωρεί τον εαυτό του, εξηγώντας τ’ όνομά του Θεού δώρο, αλλά, εάν ήταν Ισραηλίτης -έτσι του είπε ιερεύς τις- θα λεγόταν εβραϊστί Ιωάννης.

Στις ανάπαυλες των ελαιοχρωματισμών μιας ολόκληρης ζωής, ένα ποτήρι παγωμένο νερό ζήταγε μόνον, που το ‘πινε μ’ έκδηλη ηδονή: Έκλεινε τα μάτια και το ρουφούσε ώς την τελευταία σταγόνα, εξηγώντας:

-Αισθάνομαι πως κάνω βαθύ ταξίδι στην έρημο, διψάω πολύ και ξάφνου βρίσκομαι σε όαση και δροσίζομαι!...

Ο Θοδωρής ζει τώρα σε παράγκα. Επιβιώνει με το τίποτα και προσπαθεί να μην τον παίρνει ο ύπνος ποτέ.

-Όλα τ’ ακούω, λέει. Αν κοιμηθώ πραγματικά, υπάρχει φόβος να μην ξυπνήσω…

Τι κι αν είναι παραμονή των Χριστουγέννων… Τίποτα δεν αλλάζει στη ζωή του. Έξω από την παράγκα, με τους τρύπιους τσίγκους και τις νάιλον προεκτάσεις, μια πολυφθαρμένη τέντα προφυλάσσει από την πύρα του ήλιου, το κρύο, τη βροχή και το νοτιά, που περονιάζει τα κόκαλα. Καθισμένος ολοένα σε μια πλαστική κουτσή πολυθρόνα, που την υποστηρίζει ένας όρθιος τσιμεντόλιθος, κάνει το σύνηθες τσιγάρο του κι όλα τα περιστέρια του Θεού από παντού κάνουν επιδρομή στον ερημίτη. Εκείνος κρατάει ένα μικρό καδρόνι απ’ τις διπλανές οικοδομές κι όταν βλέπει το σμήνος των περιστεριών να εφορμά, αντεπιτίθεται βρίζοντάς τα με ό,τι ανθυγιεινότερο του ‘ρχεται πρώτο στο νου. 

Τετάρτη 19 Σεπτεμβρίου 2012

Κάνει για όλα


Απόπειρα (νανο)διηγήματος από τον π. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ

Απομεσήμερο καυτό του φετινού ανυπόφορου Αυγούστου και θυμήθηκα τον Πατέρα. Είπα να τού ξανάψω το καντηλάκι στο τάφο του. Τα μάρμαρα στο κοιμητήριο αποπνέουν φλόγωση, ενώ τα τζιτζίκια λυσσομανούν από παντού χαιρέκακα.

Ξάφνου, στην παρηγορητική ισκιάδα των κυπαρισσιών, πάνω σ’ έναν τάφο έχει γύρει και λαγοκοιμάται μια ευτραφής γυναίκα, γύρω στα πενηνταπέντε, η Ιβάνα. Γνώριμη στη γειτονιά τα τελευταία χρόνια. Είναι η Βουλγάρα, που φύλαγε την κυρά Αιμιλία ώς τον θάνατό της. Τώρα ξέμεινε από δουλειά και γυρίζει εδώ κι εκεί μ’ ένα μισοαδειανό μπουκάλι πορτοκαλάδας στο χέρι.

- Εντώ έχει όχι πολλή ζέστα. Καλά είναι!

- Μα πώς μπορείς εδώ στους τάφους; την ρωτώ.

- Ντε φοβάται Ιβάνα. Ζωντανό ναι, φοβάται. Πεταμένο όχι, ντε φοβάται Ιβάνα!..., λέει με πολλά υπονοούσα βεβαιότητα.

Το Γραφείο Ευρέσεως Εργασίας στην Αθήνα θέλει τριακόσια ευρώ για να την στείλει σε νέο σπίτι, σε άλλους ηλικιωμένους να τους περιποιηθεί στην ανημποριά τους και σε ποιο άραγε μέρος της Ελλάδας… Εκείνη δεν έχει να δώσει τόσα λεφτά. Τα έχει όλα σταλμένα στην εμπερίστατη οικογένεια, στο χωριό της.

- Εξήντα ευρώ έχει μόνο τσέπη μου…

Έτσι κι αλλιώς, τα έχει πια καταβαρεθεί τα σπίτια του κόσμου. Εκείνους που κυρίως δεν αντέχει είναι οι ηλικιωμένοι άνδρες που καλείται να φροντίσει.

- Όλοι είπε: «Ιβάνα, βγάλε κιλότα σου και πέσε δίπλα μου κρεβάτι»…

Ο… καθωσπρεπισμός μου τάχει εντελώς χαμένα. Δεν ξέρω τι ν’ αντείπω, ενώ η ταλαίπωρη συνομιλήτριά μου μ’ εκλιπαρεί:

- Εσύ φαίνεται καλό άτρωπο! Εύρεις, παρακαλώ, μια ντουλειά για Ιβάνα. Εγκώ κάνει για όλα στο σπίτι. Ιβάνα όχι σεξ!...Όλα, όχι σεξ!...

[Εικαστικό σχόλιο του διηγήματος: Ζωγραφικό έργο της χαράκτριας Άριας Κομιανού]

Πέμπτη 15 Σεπτεμβρίου 2011

Προθέσεις με δοτική

Απόπειρα (νανο)διηγήματος από τον π. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑ

Προσέχω πολύ στο τρίστρατο ετούτο. Από τότε. Τρέμω τη μεταϊστορία τού στοιχειωμένου σπιτιού στα δεξιά μου, την αναπάντεχη απομυθοποίησή του, τ’ οριστικό του ξεθεμέλιωμα.

Πασχίζαμε να εντοπίσουμε το ταλαίπωρο κορίτσι πίσω απ’ τα κουρτινάκια τού μη-ανοιχτού παράθυρου, τις πολυμπερδεμένες απ’ τον επίμονο εωσφόρο της νυκτός πλεξούδες της, το κάθιδρο έστω άλογο πίσω απ’ τον φράχτη της ερήμωσης… Τότε ακριβώς -ωω, δυστυχία- μάς συνεπήρε τα ποδήλατα η νεοριγμένη πίσσα του δρόμου. Χέρια, μπλούζες, τετράδια, μαλλιά, παντελόνια, λεξικά, μολύβια, όλα ένα, έως απελπισίας και θυμού γλοιωδέστατα...

Έτσι χάσαμε το μάθημα των Γερμανικών, το απομεσήμερο τού Απριλίου εκείνου. Κάπως έτσι, με κάτι τέτοια ξαφνικά του βίου, απωλέσαμε ύστερα και τον κύριο Λάζαρο, τον δάσκαλό μας.

- Και η ξένη γλώσσα τι απέγινε; με ρωτούν.

- Αα, αποστήθισα μονάχα τις προθέσεις που συντάσσονται με δοτική, χαιρέκακα τούς απαντώ. Μού αρκούν και μού περισσεύουν! Μ’ αυτές γλωσσεύω επιτυχώς σε κάθε χρεία! Μ’ αυτές αποστομώνω τον πάσα έναν εξυπνάκια, που θα μού πει εμένα…

Έκτοτε, κάθε που περνώ από τον δρόμο αυτόν, διαισθάνομαι, σε πίσσα γλιστερή ή σε προθέσεις δοτικές, το μη-ποδήλατό μου να τρεκλίζει.

[Φωτογραφικό σχόλιο: Ποδήλατα στο Μόναχο, π. Π. Κ., Ιούλιος 2010]

Τρίτη 2 Αυγούστου 2011

Θηριοδαμαστήριο 1994

Απόπειρα (νανο)διηγήματος από τον π. Παναγιώτη Καποδίστρια

Ο καημός έχει κουρνιάσει αυτές τις μέρες πλάι στο ανθοδοχείο, που έφτιαξα για να στολίσω κάπως το δωμάτιο, κόβοντας στη μέση ένα μπουκάλι από νερό. Ο καημός περιμένει την ώρα να κακοφορμίσει, ωσάν το ξεχασμένο σιγαρέτο στο τασάκι, που άξαφνα σού καίει το τραπεζομάντιλο και λαμπαδιάζουν τα αισθήματα. Τα κλάματα έπειτα οδηγούν σ’ ευάριθμα μονόπρακτα, όπου ο Άνεμος, με τσουρουφλισμένα τα μαλλιά, βρίσκει ευκαιρία να ξεπληρώσει τα χρωστούμενα στους παραμελημένους.

Περίεργη συγκέντρωση θυμάτων (και θαυμάτων) στο Καθαρτήριο τούτο. Πρώτος μίλησε ο κρύος Μάρτιος για τα οξέα προβλήματα της ζεστασιάς του:

- Έχω, είπε, μια ξυλόσομπα για τις έκτακτες ώρες, όπως ο Διονύσιος -θυμάσαι;- τη χρυσαφιά καρφίτσα του στο πέτο, για ό,τι προκύψει.

Εκεί που νόμιζα λοιπόν πως κάποια μακρινή σ’ εμένα ποικιλία πρωινής πευκοβελόνας παράγει τα ηωσινόφυλλα, μύρισε το μοναχικό δωμάτιό μας έξαψη, όχι πια ερωτική, μα σαν εκείνη που αποτρέλανε κάποτε τα κοιμισμένα πουλιά του μεσονυχτίου, μόλις αφουγκράστηκαν στον φωταγωγημένο ουρανό της αυλής μας τους πετούμενους ωραίους καβαλαραίους, εκείνους που μού τα προείπαν ένα προς ένα τα μελλούμενα. Ώσπου ξεπέζεψε μπροστά μου ο λαμπρινότερος:

- Ο Εωσφόρος είμαι αυτοπροσώπως, μού αυτοσυστήθηκε με θράσος. Παρά τον μύχιο φόβο, που μού προξένησε όλο αυτό, πρόλαβα να εισπράξω την ωραιότη των λυτών ολόξανθων μαλλιών του ν’ ανεμίζει κραταιή στο πένθιμο τοπίο.

Τα κορίτσια στον ψυχρό προθάλαμο δεν αντιλήφτηκαν τίποτε. Ελπίζοντας, τα βαριόμοιρα, στην κατάνυξη ενός κάποιου -του όποιου- υμέναιου, βολιδοσκοπούν απ’ το παράθυρο ανύποπτους περαστικούς, εφευρίσκοντας μάλιστα διεξόδους ονείρων, ιστορίες αγάπης, σενάρια πάθους διαρκούς.

Εν τω μεταξύ ο κυρ Θανάσης, θάνατον πατήσας, πάει κι έρχεται σκεπτικός στον μακρύτατο διάδρομο:

- Με παρατηρείς, εεε, που κάνω τη βόλτα μου; Ναι, ξέρω∙ παραλία-βουνό τόχω κάμει…, μού λέει, προσπαθώντας να σκάσει χαμόγελο, ενώ κάνει στάση αναγκαία, ν’ ανασάνει και να δροσιστεί στον ψύκτη.

- ... να και ο Πλάτανος, συμπληρώνει με διάθεση αυτοσαρκασμού.

Το άλλο πρωί, νωρίς Παρασκευής της Ακάθιστης, με καυσαέριο και ψύχρα, δρομαίος στην Βασιλίσσης Σοφίας, συνομιλώ μυστικά με μια σακουλίτσα πλάσματος, που μεταφέρω, κρατώντας την απαλά στη μέσα τσέπη, της καρδιάς:

- Ουσία ξένη, φιλοξενουμένη της αγάπης μου, στην επενέργειά σου ελπίζω πια, αίμα και δάκρυ μου ιερό!...

Το ίδιο βράδυ, μόλις αποχώρησαν όλοι κι επικράτησε η εκνευριστικά εύθραυστη σιωπή του διαδρόμου, γδύνομαι όσο φυσικότερα μού επιτρέπουν οι περιστάσεις, στριμώχνομαι δίπλα της και προσποιούμαι πως βλέπω ειδήσεις στην χιονοπαθή τηλεορασούλα, που νοικιάσαμε το απόγευμα. Στη Ρουάντα, λέει, αίμα και δάκρυ της φυλής των Χούτου, ανακατεμένα με τ’ ανάλογα των σφαγμένων Τούτσι, ρέουν στους ολόμαυρους δρόμους, δίχως καμιά ιερότητα πια…

Μάλλον μ’ έχει πάρει ο ύπνος, με τύψεις για όσα είδα να συμβαίνουν στον νότο του κόσμου (τι σύμπλεγμα κι αυτό, το ενοχικό μου), όταν περί τα μεσάνυχτα ακούω ανάλαφρο χτύπο στην πόρτα του δωμάτιου. Πετάγομαι ευθύς, με άλλου είδους τύψεις τώρα, τού τύπου: γιατί την στρίμωξα τόσο στο μονό κρεβάτι... Είναι ο αφ’ υψηλού απρόσιτος καρδιολόγος της ημέρας.

- Τι συμβαίνει; τον ρωτώ με καταφάνερη αγωνία, καθώς μόλις διακρίνεται το δειλό του βλέμμα στο μισοσκόταδο.

- Τίποτε απολύτως, απαντά με τόσο παιδική συστολή, που μάλλον με φοβίζει, ενώ εκείνος συνεχίζει: Ησυχάστε και συγγνώμη που σας ξύπνησα. Απλώς, σας έφερα ένα βιβλίο για παρέα. Κρατήστε το. Οι νύχτες εδώ είναι μακρές, πολύ μακρές… Καλό ξημέρωμα!

Έκλεισα την πόρτα μ’ ευγνωμοσύνη κι όλη την υπόλοιπη νύχτα προσπαθούσα να διαλευκάνω, αν ο γιατρός με τη σλαβική προφορά του, με καληνύχτισε λέγοντάς μου «Καλό ξημέρωμα» ή «Καλό ε-ξημέρωμα»!... Ούτως ή άλλως, σ’ ένα ιδιότυπο θηριοδαμαστήριο βρισκόμαστε...

[Εικαστικό σχόλιο: Ξυλογραφία τής Άριας Κομιανού]

Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

Η μπουγάδα

Απόπειρα (νανο)διηγήματος από τον π. Παναγιώτη Καποδίστρια

Η απλώστρα γέμισε πάλι σήμερα. Ένα γαλάζιο πουκάμισο, ένα καφέ παντελόνι, μια λουλουδάτη πετσέτα προσώπου, μια ολόμαλλη φανέλα, ένα σώβρακο μακρύ, ολόμαλλο κι αυτό. Η Αλεξάνδρα, με όσο γίνεται νεανικότερες κινήσεις παρά τα ογδόντα πέντε της, μπουγάδιασε νωρίς-νωρίς και τώρα επιδίδεται στη λάτρα του φτωχικού της. Μόλις επιστρέψει ο στύλος του σπιτιού απ’ το λιοστάσι, πρέπει όλα να είναι στην εντέλεια. Νάχει ν’ αλλάξει μοσκοβολισμένα ρούχα, να φάει τ’ αυγά που τού τηγάνισε, να ξαποστάσει λίγο, γιατί το βράδυ έχει να πάει στο λιτρουβείο.

«Αγωνίζεται ο Σάββας μου, παραγωνίζεται για τη φαμίλια μας! Πρέπει, όσο δύναμαι κι εγώ, να τον ευχαριστάω. Ό,τι μπορώ γι’ αγάπη του!», συλλογίζεται και κάνει τ’ αδύνατα δυνατά, καθώς οι αρθρώσεις δεν την πολυβοηθάνε πια. Γέρασε στην αγάπη του, βλέπεις!...

Το άλλο πρωί έχει πλύσιμο ξανά. Το πουκάμισο, το παντελόνι, η πετσέτα, η φανέλα, το σώβρακο παραταγμένα στην απλώστρα, ως συνήθως.

«Τον αγαπάω, αν και τόνε φοβάμαι κιόλας. Αλλά είναι καλός! Κι αν αγριεύει κι αν μού δίνει κάνα χαστούκι πότε-πότε, ξέρω πως με σέβεται. Είναι γλυκός. Κάθε βράδυ πούρχεται από την ταβέρνα θα μού φέρει μία σοκολατίτσα! Η Παναγία, η Παρθένα, η Κυρά, να τον έχει γερό!», σιγομουρμουρίζει και με βλέμμα λατρείας σταυροκοπάει το μέρος των αμπελιών, όπου ολοένα τρυγάει μεσ’ στην κάψα ο Σάββας.

Την άλλη μέρα η Αλεξάνδρα πλένει και ξαναπλένει. Το γαλάζιο, το καφέ, τη λουλουδάτη, την ολόμαλλη, το μακρύ… Τον αγαπάει!

Εκείνο που μαρτυράω σ’ εσάς και -προς Θεού- μη σας ξεφύγει τίποτε και το μάθει η έρμη η Αλεξάνδρα είναι ότι τον Σάββα τόνε κήδεψε η ίδια πριν από χιλιάδες τώρα μέρες.

Η απλώστρα ξαναγέμισε. Ακόμη διερευνώ το γιατί και το πώς -με τι μανταλάκια δεν ξέρω- σήμερα, δίπλα στα ρούχα του Σάββα, έχει κρεμάσει ένα ταψί.

[Εικαστικό σχόλιο: Μπάμπης Πυλαρινός]

Πέμπτη 7 Ιουλίου 2011

Ασώματα likes

Απόπειρα (νανο)διηγήματος από τον π. Παναγιώτη Καποδίστρια

Είμαστε λίγα χρόνια πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο. Διεθνής η αστάθεια, η πολιτικοκοινωνική κατάθλιψη, η κρίση εντός εκτός...

Η Ζελί Βουλγάρεως, μια νέα πολλά υποσχόμενη πιανίστα, είναι σφόδρα ερωτευμένη με τον Άγγελο Καστρίτη, συνομήλικό της εύελπι ζωγράφο και ποιητή. Απόλυτων ηθικών αρχών εκείνη, επιφυλάσσεται να πρωτοπαραδοθεί στον καλό της την πρώτη νύχτα του βέβαιου γάμου τους. Σαν σε καλοστημένο μυθιστόρημα όμως -έτσι τα 'φερε η τύχη- οι εκατέρωθεν μεγαλοαστικές οικογένειές τους δε συμφώνησαν επί του προικώου και όλα διαλύθηκαν… Η σχέση παρέμεινε ασώματη και ο καθένας ακολούθησε διαφορετική ατραπό ζωής, βράζοντας στο ζουμί του. Η ωραία Ζελί παντρεύτηκε έναν άμουσο μεγαλοκτηματία σε τόπο μακρινό και ο Άγγελος εξελίχτηκε σε ξακουστό ζωγράφο. Καμιά σχέση πια μεταξύ τους. Όλα κομμένα με το μαχαίρι…

Ένα μετακατοχικό πρωί, καθώς η πρώην πιανίστα ξεσκάτιζε το μωρό της, έφερε ο ταχυδρόμος κάτι από τον τόπο της. Διαβάζοντας τη θέση «Αποστολεύς» στον μεγαλούτσικο φάκελο, πάνιασε. Τον άνοιξε με πολλή προσοχή κι έβγαλε από μέσα ένα δεκαεξασέλιδο φυλλάδιο: «Αγγέλου Καστρίτου: Η ΑΣΩΜΑΤΗ, ποιήματα». Χάιδεψε με περιπάθεια και με λερωμένα δάχτυλα το λατρεμένο ονοματεπώνυμο κι έπεσε το βλέμμα της σε μια τυχαία σελίδα. Διάβασε φωναχτά, σα να έλεγε στο μωρό, που είχε ήδη πλαντάξει στο κλάμα, «Σκάσε, εμπόδιο της ζωής μου…»:

«Κι όταν θα 'χω στο Τίποτε θαφτεί θα σ’ αγαπάω,
στο τζαμάκι της θύρας σου, σπουργίτι, θα χτυπάω».

Ένοιωσε μια-μια τις συλλαβές να σφυροκοπούν την καρδιά της. Πήρε χαρτί και μολύβι, ευχαρίστησε δεόντως τον ποιητή για την ευγενική αποστολή κι έτσι ξοδεύτηκαν τα χρόνια της απόστασης, με την ατελέσφορη ανταλλαγή ασώματων - σπαραξικάρδιων επιστολών. Πολύ αργότερα απόχτησε τηλέφωνο στο σπίτι και είχε πια τη μοναδική δυνατότητα, μια φορά την εβδομάδα, όταν όλοι έλειπαν από τους τέσσερις τοίχους της μοναχικότητάς της, να μιλάει με τον διάσημο αγαπημένο της, ασώματα πάντα, εκφράζοντας όσο μπορούσε πιο συγκρατημένα το Ασίγαστο που την έπνιγε, ώσπου και οι δύο επέστρεψαν το γηρασμένο σώμα τους στη γη.

Εντελώς τυχαία, στην ασύνορη γειτνίαση του Facebook, ανακάλυψα δυο νέα παιδιά, που ανταλλάσσουν ασώματα pokes και likes: Τη Ζελί Βουλγάρεως και τον Άγγελο Καστρίτη. Υποθέτω πως είναι εγγόνια εκείνων. Στο μεταξύ έχω από καιρό εντοπίσει στο διαδίκτυο, εντελώς τυχαία, σκαναρισμένο το φυλλάδιο της στιχουργημένης πάλαι ποτέ αγάπης. Δημιούργησα λοιπόν δύο εικονικούς λογαριασμούς στο fb με τα ονόματα: «Ζελί Καστρίτου» και «Άγγελος Βούλγαρις». Με αυτά τα ψευδώνυμα έγινα διαδικτυακός φίλος και με τα εγγόνια των δύο εκείνων. Πολύ τούς άρεσε η τυχαία σμίξη των ονοματεπωνύμων τους!

«Ρε, τι σού είναι το Τυχαίο», σχολίασε θαυμαστικά το αγόρι κι έσπευσε το κορίτσι να κάμει like. Πάντα κάνουν like, όταν ο Άγγελος Βούλγαρις ανταλλάσσει παλιομοδίτικους δεκαπεντασύλλαβους με τη Ζελί Καστρίτου, αντιγραμμένους από την παλιά ποιητική συλλογή. Να, τώρα που βλέπω την οθόνη μου, εκείνος μόλις δημοσίευσε στον τοίχο της:

«Κι όταν θα 'χω στο Τίποτε θαφτεί θα σ’ αγαπάω»

κι εκείνη καθόλου δεν αργεί να σχολιάσει:

«Στο τζαμάκι της θύρας σου, σπουργίτι, θα χτυπάω».

Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα, πράγματα και καταστάσεις είναι τυχαία. Μα εντελώς!…

[Εικαστικό σχόλιο: Ζωγραφική της Άριας Κομιανού]

Σάββατο 2 Ιουλίου 2011

Θλιμμένες τζακαράντες

Απόπειρα (νανο)διηγήματος από τον π. Παναγιώτη Καποδίστρια

Ο Νίκολας ξενιτεύτηκε πολύ νέος, πριν από τριάντα χρόνια, στο Γιοχάνεσμπουργκ, απ’ όπου δεν έφυγε ποτέ. Παρείχε όμως τα πάντα στην οικογένειά του πίσω. Έτσι κι αλλιώς, εδώ δεν έκαμε οικογένεια.

Μόλις πληροφορήθηκε απ’ τους ομογενείς ότι επισκέπτομαι τη μεγαλούπολη της Νοτίου Αφρικής έκαμε το παν να μ’ ευχαριστήσει, σαν να τον ήξερα από τα παλιά. Από ταξιτζής μέχρι καμαρότος μου, από ξεναγός μέχρι μάγειράς μου. Πλήρωνε ό,τι λιμπιζόμουν στα πολυκαταστήματα τού Ιστγκέϊτ έως και την υπαίθρια αγορά τής Μπρούμα Λέικ. Η αγάπη του με σκλάβωσε και με ανησύχησε. Έσπευσα όμως να συνηγορήσω υπέρ του εντός μου: «Αυτά να τα βλέπουμε εμείς, οι εντός των συνόρων. Αυτοί εδώ είναι πιο φιλότιμοι, φιλόξενοι, καλοσυνάτοι!»

Το τελευταίο πρωί αργήσαμε να βγούμε απ’ το σπίτι τού Νίκολας, με τα ταριχευμένα άγρια ζώα τού απλόχωρου σαλονιού. Περίμενε τη Μαύρη του, την οικιακή βοηθό του, να συνεννοηθεί για το τι και το πώς της δουλειάς. Όταν εκείνη κατέφθασε ξεψυχισμένη, μια ώρα ποδαρόδρομο απ’ το Σοβέτο, δεν ήξερα πού να κρυφτώ. Με περισσότερη καλοσύνη φέρεται κανείς στα έντομα των μυρμηγκοδρόμων, στο σπουργίτι του τζαμιού, στα σκουπίδια του νεροχύτη... 

Κάτι -ή το παν- έσπασε μέσα μου. Απόμεινα διαμαρτυρόμενος βουβά και βγήκα στον πανευώδιαστο κήπο, ενώ τ’ αγέρωχα δέντρα των τζακαράντων θρόιζαν δελεαστικά το μοβ των λουλουδιών τους. Θέλω να φύγω στον δρόμο, μα δεν μπορώ. Εδώ, το κάθε συγκρότημα οικιών προφυλάσσεται απ’ τους εγκληματίες Μαύρους με ηλεκτροφόρα συρματοπλέγματα, ενώ για να μπεις ή να βγεις σηκώνει τις μπάρες της κεντρικής εισόδου ο Μαύρος Σεκιουριτάς.

Το βράδυ επιστρέφω Αθήνα μέσω Καΐρου. Τελευταία ξενάγηση το Μαροπένγκ, το Λίκνο της Ανθρωπότητας. Ο Νίκολας είναι λαλίστατος:

- Ξέρεις, κανόνισα να συνταξιδέψουμε το βράδυ. Θα γύριζα Αθήνα σε δυο-τρεις μήνες, αλλά καλύτερα μαζί σου, έτσι για παρέα. Ψώνισα και κάμποσα πράγματα για τους γονείς: ρούχα, αναμνηστικά, καταλαβαίνεις!

- Πολύ καλά, απαντώ με προσποίηση, καθώς αισθάνομαι το σπασμένο να μετακινείται πέρα-δώθε μέσα μου.

Ο δρόμος ευθύτατος, η ταχύτητα αυξημένη, ώσπου να η τροχαία μάς σταματά.

- Ωχ, ωχ, ψελλίζω ανησυχώντας.

- Μη φοβάσαι τίποτα. Εγώ είμαι εδώ, με καθησυχάζει ο Νίκολας με ύφος.

Βγαίνει και σε λιγότερο από πέντε λεπτά επιστρέφει με το θάρρος και την έπαρση τού «όλα αγοράζονται».

- Μ’ ελάχιστα ραντ όλα γίνονται, λέει.

Δεν έχω τίποτε ν’ αντείπω. Κάτι μού θυμίζει όλο αυτό, αλλά δεν σχολιάζω. Σχολιάζει όμως ο φιλικός οδηγός μου:

- Ξέρεις, αυτοί εδώ δεν θεωρούνται και τόσο άνθρωποι, δεν είναι ίδιοι μ’ εμάς. Έχουν πολύ χαμηλό αϊκιού, καλά που είναι κι εκατομμύρια από δαύτους. Σκότωνε και θάβε

Δεν μπορώ να πιστέψω ό,τι ακούω. Ουδείς μας είναι αθώος για οτιδήποτε στιγματίζει ανά πάσα στιγμή τον πλανήτη, αλλά τόσο πολύ, τόσο ξεδιάντροπα;

- Μα, ο Μαντέλα έκαμε αγώνα…, τολμώ να πω, αλλά με κόβει αναψοκοκκινισμένος ο Νίκολας:

- … από τότε χάθηκαν όλα. Αυτός ευθύνεται, που έδωσε ελευθερίες και δικαιώματα στους Μαύρους...

Τώρα έχω την ανταπάντηση έτοιμη, στοχεύοντας στα πατριωτικά γονίδιά του:

- … όμως εδώ έμαθα ότι ο σπουδαίος Έλληνας, ο Μπίζος, όταν ο Μαντέλα ήταν έγκλειστος στο Ρόμπιν Άϊλαντ, τού διάβαζε Σολωμό κι εκείνος ευχαριστιόταν πολύ!...

Ο Νίκολας δεν πτοείται με παρόμοια ψυχωφελή:

- Άστον κι αυτόν, τον προδότη…, λέει εξοργισμένος.

Θέλω πολύ να κατέβω απ’ το αμάξι, αλλά φοβάμαι τους Μαύρους των φαναριών, που, αν μού επιτεθούν έτσι άνευ λόγου και αιτίας, θα έχουν και λόγο και αιτία. Ήδη φθάνουμε στο Λίκνο της Ανθρωπότητας. Ψαύω με στερεμένα συναισθήματα τον τόπο των Προανθρώπων κι αισθάνομαι τους ανθρώπους -και τον εαυτό μου μαζί- εχθρικότατους τριγύρω. Τα ευρήματα ζωής τριών εκατομμυρίων χρόνων πριν από εμάς στη γη αυτήν εδώ δεν με συγκινούν, όπως ανέμενα…

Ο Νίκολας, πανέξυπνος, έχει μάλλον συλλάβει τις ανομολόγητες ενστάσεις μου και, στην επιστροφή προς Γιοχάνεσμπουργκ, μού αναγγέλλει ότι, καθώς έχω και τις βαλίτσες μου μαζί, θα με αναλάβει ένας άλλος ομογενής, ο Ανδρέας, να με πάει στο αεροδρόμιο.

- Εγώ έχω κάτι τελευταίες εκκρεμότητες. Θα βρεθούμε στο τσεκ-ιν. Be happy! δικαιολογείται.

Δεν χαιρετιόμαστε. Θα βρεθούμε στο τσεκ-ιν, αλίμονο… Ποιος αντέχει εικοσιτέσσερις ώρες επιπλέον μαζί του, στ’ αεροδρόμια και στον αέρα…

Στο τσεκ-ιν με καταλαμβάνει αδημονία. Αργεί πολύ… Ο Ανδρέας ρωτά ευγενικά, γιατί τόσο άγχος. Εξηγώ ότι συνταξιδεύω με τον Νίκολας και ήδη πρέπει να προχωρήσω στην επιβίβαση. Εκείνος χαμογελά και με ηρεμεί:

- Μην ανησυχείς. Ο Νίκολας δεν θα 'ρθει... Έτσι φιλοξενεί κόσμο κατά καιρούς και νομίζει ότι θα συνταξιδέψει μαζί τους ύστερα γιΑθήνα. Δεν έχει πια κανέναν στην πατρίδα. Οι γονείς του πέθαναν πριν από καμιά δεκαπενταριά χρόνια σένα πολυτελέστατο ίδρυμα, που τους πλήρωνε. Όχι, δεν ήταν γηροκομείο. Βίλα ηλικιωμένων ήταν! Έδωσε μια περιουσία για τους γονείς του!

Έχουμε κιόλας απογειωθεί. Τώρα που γράφω, διασχίζουμε τον αέρα της Αφρικής, ανηφορίζοντας τον αχανέστατο χάρτη του μαύρικου τόπου. Δεν έχω συναισθήματα. Πασχίζω μονάχα να κρατήσω στο νου μου τις ολάνθιστες τζακαράντες και κυρίως εκείνο το θλιμμένο μοβ κροτάλισμά τους.

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

Φακός ημέρας

Απόπειρα (νανο)διηγήματος από τον π. Παναγιώτη Καποδίστρια

Η καθημερινότητα του γέροντα Κουρέα διαθέτει πολύ σουρεαλισμό. Κάθε πρωί, αφού ξυπνήσει, με απαράβατα τελετουργικές κινήσεις ντύνεται, ποδένεται, νίβεται, κάνει την προσευχή του στα κονίσματα, ζεσταίνει στο καμινέτο γάλα και το πίνει βουτώντας μία πάντα φρυγανιά, δοκιμάζει αν ανάβει ο φακός του, τον βάζει στην κωλότσεπη και πηγαίνει, από το διώροφο σπίτι του -παλαιό μπαρμπέρικο τής περιοχής- στο κεντρικό καφενείο του χωριού, διασχίζοντας το πλάτωμα της Παναγίας. Εκεί παραμένει μέχρι το μεσημέρι, για κάνα καφέ, κοντσίνα και τα συμπαρομαρτούντα.

Ο φακός καραδοκεί εξέχοντας απ’ την κωλότσεπη τού Κουρέα, χειμώνα καλοκαίρι, με βροχές ή με κάψα. Μα, σε τρεις-τέσσερις ώρες το πολύ, θα γυρίσει σπίτι για να γιοματίσει. Οπότε, προς τι το έκτακτο φωτιστικό σε αναμονή; Μού χαλάει το μυαλό...

Μια μέρα, δεν αντέχω∙ τον σταματώ -όλως περίεργος- καταμεσής στην πλατεία, ενώ τριγύρω τα τζιτζίκια του Αυγούστου έχουν από νωρίς αρχίσει το κονσέρτο τους στη διαπασών. Τον ρωτάω διερευνητικά:

- Μπάρμπα, τι τον έχεις και τόνε πηγαινοφέρνεις απάνου-κάτου τον φακό, μέρα μεσημέρι;

Εκείνος, με πολύ αυθορμητισμό και άλλη τόση βεβαιότητα για το σωστό τής προνοητικότητάς του, μού απαντά:

- Αα, παιδάκι μου! Άκου να ιδείς: Για φαντάσου, να πάθει τίποτα ο ήλιος, να σβήσει και να πέσει το σκοτάδι… Πώς θα βλέπω να γυρίσω σπίτι μου;

Ακαριαία φαντάζομαι ό,τι σπαραχτικό φανταζόταν ο γεροκουρέας και ανατριχιάζω σύγκορμος… Λες;;;

Σάββατο 25 Ιουνίου 2011

Η δύση των πραγμάτων

Απόπειρα (νανο)διηγήματος από τον π. Παναγιώτη Καποδίστρια

Παλαιός γόης πλατείας ο Σπύρος και, αφού έζησε ως γνήσιος νεοέλληνας με τυχοδιωκτισμούς, απατεωνιές και τοκογλυφίες, είπε να νοικοκυρευτεί. Απόχτησε γυναίκα, τη Λίζα, αγνώστου προελεύσεως και λοιπών προσωπικών δεδομένων.

Κάθε απόγευμα η Λίζα βγάζει βόλτα το σκυλάκι της στην κεντρική πλατεία της πόλης, για να κάμει πιπί του, ενώ ο υποδειγματικός σύζυγος ασχολείται νύχτα-μέρα με τις άδηλες δουλειές του. Η Λίζα συμπαθεί τον Ελύτη ή τουλάχιστον προσποιείται, για να δείχνεται υπεράνω! Κάποια στιγμή μάλιστα, σε μιαν υπέρβαση του γνωστού εαυτού του ο Σπύρος της δώρισε τα Άπαντα του Νομπελίστα σ’ ένα τόμο, δίχως να ξέρει ή να τον γνοιάζει τι θέλει να πει ο ποιητής. Εκείνο που τον έτσουξε ήταν τα πενήντα ευρώ, που του κόστισε η έκτακτη αβροφροσύνη του.

Κάθε απόγευμα η Λίζα, παρέα με το σκυλάκι, βγάζει βόλτα και τον Ελύτη, καθώς θέλει να πιστεύει τι σκάσιμο θα έχουν οι άλλες, οι παρακατιανές της πλατείας, που δεν διαβάζουν ποίηση. «Βγαίνουν με τα καρότσια και τα κουτσούβελα, παριστάνοντας τις κάποιες, οι ληγμένες», σκέφτεται κάθε φορά πανομοιότυπα και, με συγκρατημένη ζήλια, συνεχίζει: «Έγνοια σου, κύριε Σπύρο, θα σε κανονίσω εσένα…», υπονοώντας τα μύρια όσα.

Μια μέρα ανοίγει τυχαία τον Ελύτη και διαβάζει:

Πού 'ναι η Μίλητος πού είναι η Πέργαμος πού η Αττάλεια και πού
η Κωνσταν Κωνσταντινο ντινοπολίς;

«Ααα! Θα εκδράμω Κωνσταντινούπολη, αρέσει και στον ποιητή», συλλογίζεται αναπτερωμένη. Ο Σπύρος δεν έφερε αντίρρηση, με χαρά μάλιστα θα ξεφορτωνόταν τη βαριεστιμάρα, που του προξενούσε η διαρκώς πένθιμη όψη της συζύγου του.

Στο επόμενο τουριστικό γκρουπ για Πόλη η Λίζα είναι μέσα στο λεωφορείο και ήδη απ’ τον καθρέφτη ο οδηγός, ο Κωνσταντίνος -έτσι άκουσε να τον φωνάζουν οι διάφοροι αδιάφοροι συνταξιδιώτες- τής κάνει τα γλυκά ματάκια!... Εκείνη, μετά τις πρώτες προσποιητές αναστολές, πρωτοενδίδει στην Κομοτηνή στα θέλγητρα του Κωνσταντίνου και αφήνεται ν’ αλωθεί από τον επιτήδειο σ’ αυτά πολιορκητή της στην Πόλη, άνευ όρων και ορίων! Ευκαίρως ακαίρως ανοίγει Ελύτη -εξέδραμε κι αυτός, εννοείται- όπου μάλιστα θεμελιώνει την ξεφάντωσή της με στίχους από Το τραγούδι της Μαρίας Νεφέλης:

“Κρίμας το κορίτσι” λένε
το κεφάλι τους κουνάν
Τάχατε για μένα κλαίνε
δε μ’ απαρατάν!
[…]
και το βράδυ οπού κυλιέμαι
στα γρασίδια καθενού
λες και κονταροχτυπιέμαι
ντρούγκου – ντρούγκου – ντρου.

Η Λίζα πέρασε στην Πόλη του Κωνσταντίνου ονειρεμένα! Ο οδηγός του λεωφορείου ήταν κύριος και πολύ διακριτικός σε όλα του! Αλλά και αυτή παρομοίως: Υπεράνω! Ουδέποτε τον ενόχλησε, μήτε και τότε, δυο μήνες μετά, που βίωσε ολομόναχη κι εγωιστικά σιωπηλή τη φρίκη της έκτρωσης. Ο Σπύρος εν τω μεταξύ στις άδηλες και κρύφιες δουλειές του…

Κάθε απόγευμα στην πλατεία η Λίζα, βγάζοντας το σκυλάκι της για πιπί του και με τον Ελύτη παραμάσχαλα, αναπολεί Κωνσταντίνο και Κωνσταντινούπολη, πολιορκία και άλωση! Ο ήλιος χάνεται κι απόψε πίσω από τα νοούμενα και τα υπονοούμενα σύγνεφα της δύσης των πραγμάτων. Ο Νοέμβριος σηκώνει κιόλας αέρα εσπερινό. Ετοιμάζεται να επιστρέψει σπίτι και -όπως πάντα, στο τυχαίο- ξανανοίγει Ελύτη:

Όταν ακούς αέρα
είναι η Γαλήνη που βρικολάκιασε.


[Γράφτηκε στο Μπανάτο της Ζακύνθου, 23-24 Ιουνίου 2011.
Ως εικαστικό σχόλιο χρησιμοποιήθηκε το ζωγραφικό έργο "Θα αγαπηθούν" τού Χρήστου Αντωναρόπουλου (γεν. Φιλιατρά Μεσσηνίας, 1958)]

Δευτέρα 20 Ιουνίου 2011

Η διάγνωση

Απόπειρα (νανο)διηγήματος από τον π. Παναγιώτη Καποδίστρια

Ο Ζήσιμος μοιάζει με φιλάσθενο και αδέσποτο σκυλάκι, που όλοι το κρυφοκλοτσούν, όντας αμετανόητα θηριώδεις και απολίτιστοι. Τα χρόνια της εφηβείας πέρασαν μέσα στον φόβο για τον όχλο που τον συνέθλιβε και την ως εκ τούτου απόλυτη αυτομόνωσή του. Στα σαράντα του αισθάνεται γοερή την έλλειψη συντροφιάς, καθώς όλες οι παλιές συμμαθήτριες έκαμαν καθηκόντως προ πολλού οικογένεια και νοικοκυρεύτηκαν.

Ο Ζήσιμος, σε μια από τις ατέλειωτες σιωπηλές συζητήσεις του με τον μεγάλο καθρέφτη στην ντουλάπα της Μάνας, αρχίζει να υποψιάζεται φαλάκρα στα μαλλιά του. Ο ουρανός πέφτει και τον πλακώνει, το ταβάνι της κρεβατοκάμαρας τού έρχεται κατακέφαλα... Συμφορά και καταστροφή αδιόρθωτη...

Περασμένα μεσάνυχτα χτυπά την εξώπορτα του κυρίου Φώτη, τον οποίο σέβεται και ανέκαθεν εκτιμά για την καταδεκτικότητά του, τη βαθιά εμπιστοσύνη που τού ενέπνεε, τα εκατοντάδες και πολύχρωμα βιβλία που τον περιστοίχιζαν, μαζί με πολλές και διάφορες φωτογραφίες από τους αγώνες του κατά τον τόσο μακρινό πια Νοέμβρη του ’73 στα γεγονότα του Πολυτεχνείου.

- Με συμπαθάς, σεβαστέ μου Κύριε, Σε παρακαλώ, δες το κεφάλι μου. Σα να πιάνω φαλάκρα... Πες μου κι εσύ, που είσαι σοφός, έκαμα φαλάκρα;

Ο καλόγνωμος κ. Φώτης με πολλή κατανόηση βάζει διερευνητικά την παλάμη του στο κεφάλι του Ζήσιμου, που ήδη τρέμει σύγκορμος ωσάν σπουργιτάκι πεσμένο από τη φωλιά του και αποφαίνεται με σιγουριά:

- Όχι, φίλε μου, δεν έχεις τίποτε! Είσαι μια χαρά! Καμιά ένδειξη φαλάκρας. Μείνε ήσυχος!

- Σ’ ευχαριστώ, πολύ σ’ ευχαριστώ! Είναι το καλύτερο δώρο που θα μπορούσες να μού κάμεις! Χίλια ευχαριστώ!, ανταποδίδει ο ταλαίπωρος, πλημμυρισμένος ικανοποίηση και προσπαθώντας να φιλήσει τα χέρια τού καλόγνωμου ευεργέτη του.

Έκτοτε κάθε λίγο και λιγάκι χτυπά την πόρτα του κ. Φώτη, εκφράζοντας ξανά και ξανά την ανησυχία για ενδεχόμενη φαλάκρα. Εκείνος τον καθησυχάζει απολύτως:

- Είσαι μια χαρά. Καμιά τέτοια ένδειξη. Μην ανησυχείς, τα μαλλιά σου είναι όλα στη θέση τους!

Πέρασε ο καιρός, ανακυκλώθηκαν οι εποχές και μιαν ημέρα με φουσκοδεντριές το νέο κυκλοφόρησε αστραπιαία στ’ απάνθρωπα τα καφενεία: Ο Ζήσιμος -σαλεμένος, έτσι κι αλλιώς, κατά κοινή ομολογία- φουρκίστηκε από την καρυδιά της αυλής του.

Ήταν ο καιρός, που ο σεβαστός φίλος του έλειπε για το ονειρεμένο -μια ζωή- ταξίδι του στην Κούβα του Φιντέλ.

Πέμπτη 9 Ιουνίου 2011

Το χρυσό του στόμα

Απόπειρα (νανο)διηγήματος από τον π. Παναγιώτη Καποδίστρια

Η Ευδοξία είναι μια καλοκάγαθη γερόντισσα, μάνα πολλών παιδιών κι εγγονιών, χήρα προ αμνημονεύτων. Έχοντας πλέον ησυχάσει από της φαμελιάς τις σκοτούρες, μεριμνά τώρα για τη σωτηρία της ψυχής της.

Εικονίσματα παντού: Στην κρεβατοκάμαρα, στη σάλα, στην κουζίνα. Ανάλογα πού βρίσκεται, στο κέντρο υπάρχει πάντα κυρίαρχο το ράδιο, συντονισμένο νύχτα-μέρα στον εκκλησιαστικό σταθμό που υπεραγαπά.

- Να ηξέρατε, μωρές γειτόνισσες, τι λέει ούλη την ημέρα το χρυσό του στόμα!... Μοναχά να ηξέρατε!!!

Δεν έχει σημασία τίνος ήτανε το στόμα το χρυσό, δεν ήξερε άλλωστε πρόσωπα και πράγματα, ήταν όμως χρυσό!

Σιγά-σιγά και καθώς αρχίσανε τα ποναράκια των ποδιών απ’ την οστεοπόρωση, η Ευδοξία έκοψε παντελώς τα πηγαινέλα και τ’ αγαπημένα της κοινωνίσματα στην εκκλησία του χωριού -καμιά διακοσαριά μόλις μέτρα από το σπιτικό της- και περιορίστηκε στους τέσσερις τοίχους του ράδιου. Το χρυσό του στόμα στη διαπασών, τόσο που να παραπονιούνται οι γείτονες. Όρθρος αχάραγος, εσπερινός, απόδειπνο ή και της νύχτας οι αγρυπνίες.

-Μία παράδεισο, σας λέω! Κρίμας, να μην ακούτε κι εσείς το ράδιο…, έλεγε στις γειτόνισσες, αν στη χάση και στη φέξη τις συναντούσε, ενώ πότιζε τα βασιλικά στην αυλή της.

Ένα ζεστό δειλινό, στο διάστημα του Δεκαπενταύγουστου, φτάνει ο παπάς της ενορίας για την Παράκληση της Παναγίας. Στον τόπο αυτόν, κατά το έθιμο, ο Εφημέριος επισκέπτεται όλα τα σπίτια, όπου ψάλλει ορισμένα τροπάρια από τον Παρακλητικό Κανόνα, δεόμενος για την κάθε φαμίλια. Η Ευδοξία ακούει ολοένα, πάντα στη διαπασών, την Παράκληση απ’ το χρυσό του στόμα!

Λιγάκι ενοχλημένη από το απρόοπτο, πλην όμως φιλόξενη και καλόκαρδη, καλωσορίζει τον παπά Σωτήρη, ξέροντας, ως καλή και παραδοσιακή χριστιανή, τι έπρεπε να κάμει.

- Ένα μινούτο, αφέντη μου, να ξανάψω το καντήλι τση Παρθένας, επειδής το λάδι εσώθηκε…

- Με την ησυχία σου, Κυρά μου, αποκρίνεται εκείνος, αλλά χαμήλωσε λιγουλάκι το ράδιο, για να καταλαβαινόμαστε, προσθέτει.

Η Ευδοξία, με γρήγορες κινήσεις, ξεχνώντας τα ποναράκια της οστεοπόρωσης, ετοιμάζει ευλαβικά το καντήλι, σκουπίζει τα λαδωμένα χέρια στα μαλλιά της κατά που τόχει συνήθειο, βάζει μια καρέκλα στο κέντρο του δωμάτιου, στρώνει στο κάθισμα ένα πανέμορφο σεμεδάκι από την προίκα της, τοποθετεί επάνω με συστολή το ράδιο, το χαμηλώνει αλλά δεν το σβήνει, μπροστά στο ράδιο βάζει με δέος το φροντισμένο καντήλι, επιβλέπει με μια γρήγορη ματιά τον χώρο και τον βλέπει εντάξει. Τώρα απευθύνεται στον εμβρόντητο παπά:

-Νάξερες, παπά Σωτήρη μου, τι λέει το χρυσό του στόμα!!! Μοναχά νάξερες!!!... Λέγε κι εσύ τώρα.

[Μπανάτο Ζακύνθου, 9 Ιουνίου 2011.
Ζωγραφικό σχόλιο: Άρια Κομιανού]

Οι πιο αναγνώστες μας Αναγνώστες

Related Posts with Thumbnails