© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΕΝΘΕΤΑ. Ό,τι νεότερο εδώ!

Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μανώλης Δημελλάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων
Εμφάνιση αναρτήσεων με ετικέτα Μανώλης Δημελλάς. Εμφάνιση όλων των αναρτήσεων

Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2013

Βρεμένα εύφλεκτα υλικά


Φωτογραφίζει και γράφει ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΔΗΜΕΛΛΑΣ


Εκεί που καίγεσαι, ψάχνεις την άκρη να πιαστείς, εκεί είναι που έρχονται χοντρές ψιχάλες, τα χρόνια, να σε σβήσουν. Με την βροχή δεν ξεμυτά ούτε η μιζέρια, όλα μουσκεμένα, μοιάζει κρυφή παραγγελιά να είχαμε ετούτο τον δήθεν υγρό εξαγνισμό. Μαζεμένοι μέσα σε στενάχωρες σκέψεις, πνίγουμε στην σιωπή την λανθασμένη εποχή μας.  Μα, έλα που ξεχνάς πως δεν υπάρχει άλλη, αυτή μας διάλεξε, να πάρει χρώμα, φως, από σένα κι από μένα. Εφόδια δεν έχει πια σπουδαία, ίσως κάνα δυο κρυφές ελπίδες, στοιβαγμένες μέσα στα κατακάθια μιας σκουριασμένης μνήμης. Κάθε που περνάς έξω από νοσοκομεία τα θυμάσαι, κάθε που βγαίνεις στις ριπές του χρόνου, αλλάζεις τροπάρι, φέρνεις στα παλιά.


Ήταν τα πρώτα χρόνια που ο ίσκιος σου, μοναχά αυτός, σε τρόμαζε, νομίζω ήταν και η θάλασσα, ναι η σκούρα θάλασσα, που σου φαινόταν από τότε αδιάβατη, απέραντη, αγνή. Τώρα ο ίσκιος δεν τρομάζει και άπειρος δείχνει μόνο ο κόσμος, εκείνος που δεν βγαίνει μπροστά, δεν παίρνει θέση μπροστά στον αμφιβληστροειδή σου. Λες πως οι φωτογραφίες δεν γερνούν, φτηνό κι αυτό το ψέμα, αυτές αν τύχουν αστερέωτες κιτρινίζουν, φέρνουν στο χρώμα της απόρριψης, σαπίζουν όπως όλα, δίχως φίλους. Τίποτε δεν νικά αυτή την εποχή, τίποτε δεν αντιστέκεται, μα τι  πιο δυνατό από τα νιάτα. Λόγια βουνά, χρωματιστές σαν ληγμένες καραμέλες οι ελπίδες, δεν δείχνουν να έχουν κότσια για να περάσουν το ποτάμι.

Εμείς, πάλι με σπίθες μάτια, σκαλίζουμε σκουπίδια χωμένοι μέσα στου γείτονα τον κάδο. Ποιος δεν λυπάται την κατάντια, ποιος δεν αναστενάζει μέσα στις μαθηματικά υπολογισμένες πιθανότητες. Διαφωνείς ή συμφωνείς, καμία η σημασία, σβήσαν με θόρυβο οι εποχές των βιολογικών τροφίμων, μας πήραν φαλάγγι τα φτηνά, τα ξεπεσμένα, δίχως όνομα, μπουκάλια, γεμάτα χημείας λίπος.

Αν τύχει και μαθαίνεις να γερνάς, κλείνεις τα βλέφαρα για να διαβάσεις τις μικρές λεξούλες των κειμένων, τότε είναι που θέλεις χέρια να κρατήσεις και κυνηγάς ελπίδες, πεταλούδες, μα είναι που προσπέρασε η άνοιξη κι άλλοι θα την προλάβουν.

Μόνο τα νιάτα δεν λυπάμαι, μόνον εκείνους που ξανοίγονται στον άγραφο ακόμη χρόνο, με προίκα όλο το μέλλον  χαρισμένο. Όσο κι αν βράχηκαν, τα νιάτα, είναι υλικά εύφλεκτα, έτοιμα να αρπάξουνε φωτιά.


Τρίτη 2 Οκτωβρίου 2012

Γιάννης Μελασσιανός, ένας οικουμενικός Μενετιάτης (1849-1936)

Γράφει και φωτογραφίζει ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΔΗΜΕΛΛΑΣ

Η Κάρπαθος το 1900 έχει 10.000 κατοίκους, εκατό εκκλησιές και είκοσι σχολεία. Η ζωή δεν είναι εύκολη. Αγροτικές εργασίες που ξεκινούν με το χάραμα και κλείνουν με την δύση του ίδιου με σήμερα ήλιου. Ξερονταρκανιασμένοι από το λιοπύρι, ξυπόλητοι, πεινασμένοι αγωνιστές μιας δύσκολης καθημερινότητας. Μοναχά οι περαστικοί πειρατές αναστατώνουν την ημέρα και την θεοσκότεινη  νύχτα τους, τα μεγάλα ζόρια είναι για εκείνους που κατοικούν κοντά στις ακτές, ο φόβος δίνει φωτιά στα σωθικά, κάθε που φαίνεται ένα άγνωστο σκάφος να πλευρίζει βράχια του νησιού.


Ο κουρσάρος, με «ιδιαίτερη» αδυναμία στον τόπο, ήταν ο Γιώργος Μαμής, γνωστός με το παρατσούκλι «Φανάρης». Αναγνωρίστηκε αρκετές φορές τριγύρω και πάνω στο νησί. Σε μια τελευταία επιδρομή του πιάστηκε από δυνάμεις της Κρητικής Πολιτείας, αφού κατάφερε να σφάξει νωρίτερα τον καπετάνιο και ιδιοκτήτη ενός ιστιοφόρου, τον Γιώργο Πανάλη και ν’ αρπάξει 700 τουρκικές λίρες. Το πτώμα, στην ομολογία του, αποκάλυψε πως το πέταξε στα Αρμάθια, τα νησάκια μεταξύ Κάσου και Καρπάθου. Στις αρχές του 1910 τον έστειλαν δεμένο χειροπόδαρα στην Αθήνα, όπου και καταδικάστηκε, μα φαίνεται τελικά πως τα κατάφερε, την κοπάνησε και συνέχισε  με ζωντάνια την δράση του, αυτή την φορά λίγο πιο πέρα, πάνω στα Κυκλαδονήσια.

Η ληστοπειρατεία από τον προηγούμενο αιώνα ήταν καθημερινότητα για την Κάρπαθο. Από την μια, τα δύσκολα περάσματα που ήθελαν τσαγανό στους καπεταναίους, από την άλλη, τα φυσικά, κρυμμένα λιμάνια έδιναν στους πειρατές κρυψώνες και ορμητήρια για την δράση τους.  Μα είναι και ο ίδιος ο Μιχαηλίδης Νουάρος, που αναφέρει το νεύρο των Μενετιατών, όταν, μην αντέχοντας τις ληστρικές επιδρομές των πειρατών, ξεσηκώθηκαν, καθάρισαν αρκετούς από αυτούς και ηρέμησαν για κάποιο διάστημα, αφού είδαν οι λήσταρχοι ότι είχαν να κάμουν με εξίσου θαρραλέους, ανυπότακτους ανθρώπους.

Μ’ ένα άλλο πειρατικό βαπόρι, μια τρικάταρτη, μεγάλη σκούνα Σαρακηνών, έφθασε στην Κάρπαθο και ένας παράξενος κρυφο-χριστιανός ναύτης στο πλοίο των κουρσάρων. Τ’ όνομά του δεν το θυμόταν πια κανείς, ήταν ο Μελασσιανός, ο μοναδικός από τα Μυλάσα της Μικράς Ασίας. Τα πρώτα παιδικά χρόνια του τον άρπαξαν, τον έκαναν   γενίτσαρο, (yeni çeri, που σημαίνει «νέος στρατός»), εκπαιδεύτηκε στα βάθη της Ασίας. Δεν τον προόριζαν για τα γράμματα και τα παλάτια της πόλης. Ήταν δυνατό, ρωμαλέο παιδί και έτσι από νωρίς έμαθε στα μουσκέτα και τα παλέματα.

Στο νησί, την Κάρπαθο, είχε κάνει πολλές επιδρομές. Ήταν τόπος που τον είχε μαγέψει. Το τσαγανό των κατοίκων από την μια, μα από την άλλη το άγριο του τοπίο τον έκανε να εγκαταλείψει τα κουρσέματα και να στέκει μόνιμα πάνω στον λατρεμένο τόπο. Η ευκαιρία του δόθηκε εκεί γύρω στα 1800, όταν έμαθε πως προετοίμαζαν μεγάλη επιδρομή, σφαγή στο αγαπημένο νησί του. Βγήκε κρυφά και ειδοποίησε τους νησιώτες. Εκείνοι προφυλάχθηκαν από τους πειρατές, ενώ ο άγνωστος ναύτης, θα κατάφερνε να σταθεί, να μείνει και να κάνει οικογένεια στην Κάρπαθο. Έγγονας του ιδιόρρυθμου κουρσάρου, ένας από τους σπουδαιότερους Μενετιάτες, ένας Καρπάθιος που κατάφερε να ξεχωρίζει μέσα στο αδυσώπητο κατέβασμα του χρόνου.

Από μικρός έμαθε γράμματα, απέξω όλη την τούρκικη νομοθεσία, αλλά και όλο το κληρονομικό εθιμικό δίκαιο της Καρπάθου. Παντρεύτηκε γρήγορα, με πίεση -ανόητο προξενιό- την Βενετία, του Αλέκου Αλέξη. Όμως η ασυμφωνία χαρακτήρων έκανε τον πρώτο γάμο του ναυάγιο. Έτσι τον έκοψε νωρίς. Ακόμη και αυτή η πράξη του ήταν μια θύελλα για την εποχή. Ξαναπαντρεύτηκε -τυφλός έρωτας- την Φωτεινούλα, του Μιχάλη Πέρου. Έκαναν μαζί επτά γιους και δύο κόρες.  
Όσοι μιλούσαν για τον Μελασσιανό είχαν μοναχά παινέματα. Δύσκολο να κυλά ο χρόνος και να μην κάνεις εχθρούς. Γίνεται ακόμη δυσκολότερο, όταν ο ρόλος στο νησί είναι του δικαστή. Ο εγγονός του περίεργου κουρσάρου κατάφερε να γίνει Ατζάς, ο δικαστής ολάκερου του τόπου, θέση που κράτησε με την πίεση των κατοίκων, για μια εικοσαετία. Τα προσόντα του απλά και ξεκάθαρα. Έξυπνος, μορφωμένος, αποφασιστικός και διορατικός, μα πάνω από όλα έντιμος, τόσο που και στις δύσκολες δικιές μας μέρες και με  τόσα χρόνια περασμένα, το όνομα του δεν έχει τίποτε για να το ξεβάψει και να κάμει κίτρινο. Ψηφίστηκε πολλές φορές Ατζάς, χαρακτηρίστηκε αρχηγός των Μενετιατών και κατάφερε τα μέχρι τότε μετόχια, οι Μενετές και η Αρκάσα, να χαρακτηριστούν Δήμος.  Με δικές του ενέργειες καθορίστηκαν τα όρια και των υπολοίπων Δήμων του νησιού, Μενετών, Απερίου, Όθους, Βωλάδος και Πυλών. Η χαρτογράφηση των ορίων που πέτυχε, βοήθησε στην διακοπή των πολλών και μεγάλων εντάσεων μεταξύ των χωριανών, που ήταν η φυσική συνέπεια της μέχρι τότε ανεξέλεγκτης βοσκής των ζώων. Τότε μοναχά η αγροτική οικονομία συντηρούσε τις φαμίλιες. Έτσι τα ζώα ήταν πολλά, έβρισκαν συνήθως τροφή σε βοσκοτόπια που τα διεκδικούσαν όλοι με αποτέλεσμα τους πολλούς καβγάδες.

Όμως η μεγάλη του επιτυχία ήταν η πρόβλεψή του για το τότε ψαροχώρι, τα Πηγάδια. Διέβλεψε πως θα γινόταν το κέντρο της Καρπάθου. Έτσι επέμεινε και τελικά κατάφερε την μεταφορά των υπηρεσιών, στην ουσία της πρωτεύουσας,  από το χωριό Απέρι στο μικρό τότε λιμανάκι, στα σημερινά Πηγάδια, μάλιστα κατάφερε να πείσει τον Μενετιάτη φίλο του, μεγαλοεργολάβο Νίκο Μακρή, να διαθέσει 80.000 γρόσια και να χτιστεί στο σημερινό Κονάκι, στο κέντρο των Πηγαδίων, το κτίριο που στέγασε όλες τις μετέπειτα υπηρεσίες (διοίκηση, δικαστήρια, αστυνομία, ταχυδρομείο) του νέου δήμου.

Ο Μελασσιανός έκανε εχθρούς. Η μεταφορά του δήμου στα Πηγάδια, αλλά και η σταθερά έντιμη στάση του απέναντι σε όλους είχαν σαν αποτέλεσμα πολλούς να μην χάνουν ευκαιρία και να τον «πετροβολούν». Η πιο μεγάλη στιγμή του Γιάννη Μελασσιανού ήταν η κατηγορία από τους Τούρκους σαν πρωτεργάτη στασιαστών και η φυλάκισή του στην Ρόδο.

Ήταν η εξέγερση του 1888, το νησί έβραζε από την άθλια και ποταπή συμπεριφορά του Τούρκου διοικητή: έκανε διακρίσεις, αποφάσιζε με μοναδικό γνώμονα το δικό του μικρό προσωπικό συμφέρον. Δεν υπήρξε Καρπάθιος που να κρύβει την οργή του. Ξεσηκώθηκαν όλοι, εκτός φυσικά διαφόρων «φίλων» των Τούρκων. Μπροστάρης στην αντίδραση ο Ατζάς, ο Μελασσιανός, που δεν άφησε ποτέ την αδικία να σκεπάσει την αλήθεια. Με δικιά του προτροπή, προσπάθησε να στείλει υπόμνημα, κείμενο υπογεγραμμένο από τους κατοίκους του νησιού, για την αντικατάσταση του διοικητή στον τότε Πασά της Ρόδου, τον Φερίκ Πασά. Όμως οι πολιτικοί αντίπαλοι του τα κατάφεραν. Έκαναν την διαμαρτυρία να μην ταξιδέψει, να μην φθάσει ποτέ στον προορισμό της. Με μυστικές συσκέψεις και διαβουλεύσεις στις Μενετές, αποφάσισαν να τον διώξουν με τη βία. Ο Τούρκος διοικητής έπρεπε να πάρει πόδι. Στις γραπτές μνήμες βρίσκουμε τον ήρωα της Κρητικής επανάστασης του 1866, τον Μενετιάτη Βασίλη Πήλιαρη, το θηρίο όπως τον λέγανε, να έχει σηκώσει στα χέρια τον Τούρκο και να τον πετά βίαια μέσα στο καΐκι, ένα άθλιο, ναυλωμένο ψαροκάικο, με προορισμό την Ρόδο.

Η εξέγερση πέτυχε. Έδιωξαν τον διοικητή, όμως χρεώθηκε όλη την επαναστατική δράση ο Ατζάς, ο οποίος μεταφέρθηκε σιδηροδέσμιος στις φυλακές της Ρόδου, όπου και κρατήθηκε για ένα χρόνο. Αθωώθηκε και ξαναγύρισε στην προηγούμενη θέση του, ως δικαστής του νησιού, όμως δεν κράτησε ποτέ κακία, δεν έβγαλε το μίσος στους ανθρώπους που τον έφτυσαν και με ψέματα τον φυλάκισαν.

Έμεινε χρόνια στην θέση του Ατζά, αλλά και αυτή του δημάρχου Μενετών, που θεωρούσε πως του ταίριαζε περισσότερο. Ταξίδεψε το 1905 στα παιδιά του, στην Νέα Ορλεάνη, στα οποία στεκόταν πάντα δίπλα. Ένιωθε πως τα δικά του χαρίσματα, την  δεινότητα του λόγου, αλλά και την ντομπροσύνη την είχε κληρονομήσει ο γιός του, ο Βασίλης, που τον σπούδασε νομικό και ήταν μετέπειτα  δικηγόρος στο νησί.

Λίγο πριν καταλάβουν τον τόπο οι Ιταλοί, ο Μελασσιανός έδειξε την διορατικότητά του, προβλέποντας τα δεινά που θα φέρουν οι νέοι κατακτητές. Πρότεινε να διώξουν τους Τούρκους, να υψώσουν ελληνική σημαία και να πολεμήσουν απέναντι στους κατακτητές, να μην τους αφήσουν να ανέβουν στο νησί, ν’ αποφύγουν το σκοτεινό, μαύρο μέλλον που προεγγραφόταν στα σύννεφα που έφερνε ο πουνέντης πάνω από την  Κάρπαθο. Δεν τον άκουσε κανένας. Οι Ιταλοί κατέλαβαν τον τόπο και μια από τις πρώτες κινήσεις τους ήταν να τον εξορίσουν αφού οι «καλοθελητές», κάρφωσαν τον Μελασσιανό. Στην άκρη του Αφιάρτη, σε κατ’ οίκον περιορισμό στο κτήμα του, στον Λευκαντρίτη για δυο χρόνια, εκεί έζησε έρημος και παρατημένος, από το 1912 μέχρι το 1914. Κυνηγήθηκε από τους κατακτητές Ιταλούς, σώπασε μέχρι τον θάνατο του, το 1936 στις Μενετές, ο σπουδαίος Μενετιάτης, Καρπάθιος, Δωδεκανήσιος, Έλληνας άφησε την πάνω πλευρά της γης.

Ο ψηλός, κοτσονάτος γέρος έφυγε πλήρης, με διαύγεια που θα ζήλευαν και οι πιο νεαροί, γεροί σπουδαστές. Είχε σωπάσει από καιρό, μα δεν έπαψαν να τον μελετούν οι επόμενες γενιές. Μετακόμισε στον ανεμόμυλο, στην αιώνια άνοιξη, μακριά από όλα τα δικά μας, μονάκριβα πάθη. Είναι οι ιστορίες  που μπορεί να ξεχνιούνται, να γίνονται πρόσκαιρα κρυμμένες υδατογραφίες, σαν κοιμισμένα γράμματα, μα γυρνούν μπροστά κάθε που η ανηφόρα γίνεται πιο δύσκολη και μας κάνουν να αναθαρρούμε. Υπήρξαν λες κάποιοι, που το δύσκολο το είχαν για καθημερινό ψωμοτύρι, το ζόρικο ήταν το δικό τους μικρό ξύλινο παιγνίδι  και εμείς πάνω στις αποσπερίες μας κάνουμε μύθους τα κατορθώματά τους, γυρνάμε χιλιάδες μέτρα φιλμ, κλακέτες χτυπούν μέσα στο μυαλό, ανεβαίνουν ταινίες επικές  μόνο στο άκουσμα των ονομάτων τους.

Μα πόσο παράξενο να οδηγούν την κούρσα του χρόνου, να πιάνουν το τιμόνι της ζωής, τα άψυχα,  εκείνοι που ήταν κάποτε πρόσωπα, μα ξεθώριασαν, έχασαν ακόμη και τον άργυρό τους, όλες τις ενώσεις, από τις δισδιάστατες μαυρόασπρες φωτογραφίες, που στέκουν γυμνές από εικόνα, μα ακόμη φορτωμένες ζωή.



(Με βοήθησαν οι σημειώσεις του Ηλία Χωρατατζή, του Γιώργου Σακελλάκη αλλά και τα λόγια της Φανής, της  μάνας μου, αφού ο Μελλασιανός ήταν προ-προ-πάππους μας.)

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Εσύ, τι θέλεις να γράφει το μνήμα σου;

Γράφει ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΔΗΜΕΛΛΑΣ

Έτρεμε και βαριανάσαινε, στα τελευταία του, ξαπλωμένος, ανήμπορος από τα γηρατειά, μα ευχαριστημένος. Το έβλεπες στα γέρικα τσιμπλιάρικα μάτια του, στην γλώσσα που μισοφαινόταν,  στο  επαναλαμβανόμενο τρέμουλο.
Ο δάσκαλος, ο Νικόλας, είχε μαζέψει το κυνηγόσκυλο πριν δεκαπέντε χρόνια. Μα το πάθος του για την εκπαίδευση των σκύλων ξεπερνούσε κάθε άλλη δουλειά που έκανε. Από μικρός ακόμη ντάντευε, φρόντιζε κουλούκια. Γκρίνιαζε η μάνα του, φώναζε ο πατέρας, μα από το ένα έμπαιναν κι από το άλλο αυτί έβγαιναν αυτές οι κουβέντες. Όμως δεν έχει σημασία τι έχουμε ζήσει, σημασία έχει τι έχει απομείνει στη μνήμη μας, απ’ όλο αυτό το περιδιάβασμα της ζωής.
Το σκυλί μέσα στο ξύλινο κασόνι, τυλιγμένο με μια παλιά μισομάλλινη κουβέρτα του στρατού, γκρι, από εκείνες που έστειλε η Αμερική βοήθεια με την απελευθέρωση. Το αφεντικό, ο δικός του άνθρωπος στο πλάι του, διαβάζει, διορθώνει, τις εκθέσεις των μαθητών του, μα δεν τον αφήνει λεπτό από τα μάτια του. Έτσι δένονται τα κορμιά, δένονται οι ψυχές, άλλα σώματα, δίποδα, τετράποδα δεν έχει ρόλο η σάρκα και τα κόκαλα, οι ψυχές είναι που βρίσκουν κάτι, λες η μυρωδιά τους, ίσως να κουμπώνουν σαν μοιραίο παζλ, μα σίγουρα κλειδώνουν με το άγγιγμα και σέρνει πιο κάτω και από τον Άδη η μια την άλλη.
Η δικιά μας ράτσα, ο Νικόλας, βρήκε το κουτάβι στο νησί του, την Κάρπαθο, αποκαμωμένο, ταλαιπωρημένο και φοβισμένο για  τους ανθρώπους που μέχρι τότε μόνο κακό του έκαναν. Ήταν η εποχή με τους κατακτητές, γύρω στο 1935, που στα γύρω μετόχια των Μενετών, στα ψηλά, στον Προφήτη Ηλία τριγυρνούσε το μικρό κουτάβι. Οι Ιταλοί φαντάροι στον ελεύθερο τους χρόνο εάν δεν έκαναν γλυκά μάτια σε καμιά Καρπαθιά, χαζολογούσαν στις καζάρμες τους. Μάζευαν τον αρσενικό ασπρόμαυρο σκύλο έδεναν ντενεκούδια, σκάτολες, στην ουρά του και με μια κλωτσά τον έστελνα στην κατηφόρα του βουνού, εκείνο με τον θόρυβο στα σκέλια κατέβαινε σαν ματωμένος σίφουνας την πλαγιά του βουνού.
Είχε γίνει ένα σωρό φορές το παιγνίδι, μέχρι που στοιχημάτιζαν για την ταχύτητα και τον δρόμο που θα πάρει τα μίζερα φανταράκια, ώσπου ένας νεαρός πήγε με το ματωμένο σκυλί αγκαλιά και ζήτησε να το κρατήσει. Ο Νικόλας πίστευε πως, αν τους έπαιρνε το ζώο δίχως να τους ρωτήσει, θα έβρισκε μπελάδες από τους κατά τα άλλα φιλήσυχους κατακτητές. Του το χάρισαν. Έτσι κι αλλιώς βαρέθηκαν την κακοποίηση του ίδιου ζώου. Στα τελευταία κατεβάσματα έδεναν μεγαλύτερο βάρος, περίμεναν κάπου ν’ απομείνει, να πεθάνει και να τελειώνουν με αυτό το παιγνιδάκι.
Στο σπίτι ο Νικόλας καμάρωνε για το μικρό κουλούκι, τον έπλυνε, τον ξετσιμπούρωσε, είχε τόσους ματάκους που γέμισε την αυλή με μικρές στάμπες, σαν κόκκινες βούλες στο τσιμέντο.  Ήρθε και η στιγμή να το βαφτίσει. Έψαχνε μερόνυχτα για το όνομα, ήθελε να είναι συμβολικό, ήθελε να δείχνει κάποιον νικητή, είχε και τους κατακτητές στο σβέρκο, σιχαινόταν τα σκυμμένα κεφάλια ο δάσκαλος.
Είναι μήνες τώρα που οι κατακτητές Ιταλοί παλεύουν την Αβησσυνία. Έχουν στείλει χιλιάδες στρατού, όπλα γυαλιστά, κράνη, μπαλάσκες. Αξιωματικοί με μουστάκια και λοφία, καλοξυρισμένα κεφάλια, απέναντι σ’ ένα στρατό με τόξα, βέλη λιγοστά, ξεχαρβαλωμένα ντουφέκια κι όμως τίποτε δεν καταφέρνουν. Μαθαίνουν τα νέα που ξεπέφτουν ξώφαλτσα στο νησί. Η επικοινωνία είναι μια δύσκολη υπόθεση για έναν τόπο που ζει  καθυστερημένα τις εξελίξεις.
Σε μια εφημερίδα προχτεσινών ειδήσεων ο Νικόλας διαβάζει και το όνομα του Βασιλιά της Αβησσυνίας: Νεγκούς. Του έκανε τόσο πολύ εντύπωση, που την ίδια στιγμή -είχε στα πόδια τον σκύλο- έκαμε και την βάφτιση.
Ο Νεγκούς και ο Νικόλας δέθηκαν! Ακόμη στέκουν δεμένοι, τσακίζουν, κάνουν τον χρόνο να πονά. Οι μήνες περνούσαν, μα το φοβισμένο σκυλί δεν έδειχνε χαρακτήρα, ούτε ικανότητες. Χάραμα με το φεγγάρι ξαπλωμένο και ξεκίνησαν γα ψάρεμα. Τη βάρκα στου γιαλού το κύμα, στον Αφιάρτη, την έριξαν μέσα και ξεκίνησαν για τ’ ανοιχτά, προς Κάσο μεριά. Με μπονατσαρισμένο, στρωμένο τον καιρό, το μυαλό στα παραγάδια και την πιθανότητα να χορτάσουν ψάρι ο Νεγκούς ξόμεινε πίσω. Το πήραν χαμπάρι όταν ανοιχτά από την πίσω μεριά του Αφιάρτη στον Αγριλαοπόταμο κι ενώ είχαν κάνει κάμποσο με το κουπί, τον είδαν πάνω στα βράχια να μην τους αφήνει στιγμή από τα μάτια του.
Στον γυρισμό είχε ξημερώσει για τα καλά. Είχαν δυο κουβάδες ψάρια, ούτε πολλά μα ούτε λίγα να πεις. Βρήκαν τον σκύλο να κοιμάται στα πατήματα της βάρκας, που είχαν ρίξει στην θάλασσα. Είχε κλωθογυρίσει όλο τον Αφιάρτη και γύρισε πάλι πίσω. Μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά του δασκάλου. Δεν γίνεται να το κάμει ένα σκυλί όλο αυτό, εάν δεν έχει μύτη, μα έλα που ο Νεγκούς είναι ένας κόπρος, ούτε μάνα, ούτε πατέρας κυνηγός, άσημο, βασανισμένο και φτωχό κουλούκι.
Ξεκίνησε την εκπαίδευση ο Νικόλας, μα δεν ήθελε και πολύ ο Νεγκούς. Με μια ματιά, ένα κοίταγμα έβγαζε λαγούς, ξετρύπωνε πέρδικες και ορτύκια. Όπλο δεν επιτρεπόταν από τους Ιταλούς, μα δεν το είχε ανάγκη ο Νικόλας. Γυρνούσε στις Μενετές φορτωμένος θηράματα και με τον Νεγκούς να χαίρεται, να δείχνει την ευγνωμοσύνη του με όποιο τρόπο μπορούσε.
Τον δάσκαλο οι Ιταλοί τον απέλασαν, τον έδιωξαν από την Κάρπαθο. Δεν ασπάστηκε τις φιλοδοξίες τους, δεν ακολούθησε την απόφαση με την οποία έκαναν επίσημη γλώσσα την Ιταλική. Ανέβηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, στον Πειραιά, όπως σχεδόν όλοι οι Καρπάθιοι, οι νησιώτες που θέλουν η θάλασσα να βρέχει τον κάμπο των ματιών τους. Η φαμίλια του Νικόλα και ο Νεγκούς, ο μικρόσωμος μαυρόασπρος σκύλος, ήταν δίπλα στον γιο και την κόρη του δασκάλου, το τρίτο του παιδί.
Το σπιτάκι στον Περαία μικρό, άβολο. Δεν χόρταιναν τόπο τα παιδιά. Πού να σταθεί και το σκυλί. Το μάζεψε αγκαλιά και το πήρε στον αδερφό του, στην Πεντέλη. Εκεί θα έχει την άπλα του, σκεφτόταν ο δάσκαλος, εκεί θα κυνηγά, θα χαίρεται τη ζωή, τουλάχιστον ο Νεγκούς δεν θα υποφέρει όπως εμείς.
Με αυτές τις σκέψεις το σκυλί ξώμεινε στα νταμάρια του Διονύσου, ενώ ο Νικόλας ήταν Κυριακή απόβραδο, γυρνούσε στον Πειραιά, είχε μάθημα στο σχολείο την επομένη το πρωί, μα όρεξη δεν υπήρχε, έχασε το ένα του παιδί, έχασε τον πιο πολυλογά  σύντροφο του.
Οι μήνες περνούσαν στην συμπρωτεύουσα με την φωνή της Βέμπο στα ραδιόφωνα να εμψυχώνει τον κοσμάκη, την Γερμανία να ετοιμάζεται να τα σαρώσει όλα και τον Νικόλα ν’ ανησυχεί για τον χαμένο Νεγκούς. Το σκυλί ήταν βδομάδες εξαφανισμένο και η αδιάφορη φωνή του αδερφού του, στο τηλέφωνο, τον εξόργισε ακόμη περισσότερο. Σαν ένα μικρό καταθλιπτικό επεισόδιο περνούσαν οι στιγμές του, αφού χρεωνόταν ξανά και ξανά, την ανοησία να εγκαταλείψει το σκυλί του.
Πάνω που όλα είχαν γίνει μαύρη μνήμη, πάνω που ξίνιζε με τ’ άλλα σκυλιά που συναντούσε και η άρνηση έπαιρνε σειρά στην ακολουθία της απώλειας, μες από το μάθημα της αριθμητικής στην Τετάρτη τάξη, στον πρώτο όροφο του Ζαννείου ορφανοτροφείου στον Πειραιά, είδε στον δρόμο έναν μαυρόασπρο αδυνατισμένο σκύλο, που έφερνε, έμοιαζε με τον Νεγκούς. Παράτησε το μάθημα, άφησε μια δύσκολη, άλυτη πράξη στον μαυροπίνακα κι έτρεξε στον δρόμο μην πιστεύοντας πως ήταν το παιδί του. Μα πώς θα μπορούσε να είναι ο Νεγκούς, να φύγει πριν από τρεις μήνες, να εξαφανιστεί από την Πεντέλη, ψηλά, από τον Διόνυσο και να περάσει, να διασχίσει όλη την πόλη, ολόκληρη την Αθήνα, για να καταλήξει στην άκρη του Πειραιά, στο Ζάννειο Ορφανοτροφείο, που ήταν δάσκαλος ο Νικόλας; Αδύνατον!...
Κι όμως ο Νεγκούς ήταν εκεί, το σκυλί που περπάτησε όλη την Αττική, δίχως να γνωρίζει, ούτε είχε ξαναβρεθεί στην πόλη, έφτασε στον δικό του, έφτασε στην αδελφή ψυχή του. Το πήρε αγκαλιά κλαίγοντας, μα δεν είναι το πνιχτό κλάμα του χωρισμού, είναι το παράξενο δάκρυ της ευτυχίας, εκείνης της στιγμής που νιώθεις όλο τον κόσμο δικό σου, που αγαπάς ό,τι αναπνέει, μα κι ό,τι θα μπορούσε να έχει ανάσα.
Τα επόμενα χρόνια ήταν μαύρα, όχι σαν τα τωρινά που είναι βαμμένα με καραμπογιά, εκείνα ήταν μαύρα από την απουσία χρωμάτων. Γερμανοί, πείνα, όλα στραβά και πνιγμένα, μα οι δυο τους δεν ξαναχώρισαν. Μαζί έβγαλαν την διαδρομή κι έφτασαν μέχρι αυτήν, την τελευταία στιγμή του Νεγκούς, που φεύγει πρώτος. Τα μάτια θολά, από το δάκρυ που κάνει να βγει, μα στέκεται παραμέσα, μοναχά για να θολώνει την όραση, για μην  αφήνει να δούμε τίποτε άλλο, παρά μόνο αυτό που γράφει το μυαλό σε όλες τις γωνιές του. Ο Νεγκούς πάλι  δόθηκε στον Νικόλα, αφιέρωσε ζωή και ψυχή, όλο του τον χρόνο, δεν αμφέβαλε ποτέ για τον άνθρωπό του. Από την πρώτη γνωριμία τους, το παράξενο τετράποδο έδεσε την ύπαρξή του πάνω στον δάσκαλο.
Έχουν γραφτεί και γράφονται ένα σωρό τέτοιες ιστορίες, άλλες μελό, άλλες φορτωμένες με περήφανα κυνηγάρικα σκυλιά, που όμως στο τέλος, ενδιαφέρουν μοναχά εκείνον που έζησε, εκείνον που μοιράστηκε την ανάσα του μέσα από μια υγρή μουσούδα.
Νεγκούς θα πει Βασιλιάς ή Βασιλιάς θα πει Νεγκούς; Δεν ξέρω πια, ούτε και θέλω να μάθω. Όταν μια σχέση έχει, όταν είναι, δεν την χωρίζουν χιλιόμετρα, ανόητοι φαντάροι, μοιραίες ημέρες, σκοτεινές νύχτες. Ούτε με το στανιό κοιτάς στα μάτια. Ο Νεγκούς έφυγε εκείνη τη νύχτα στα πόδια του Νικόλα, έσβησε με τη γλώσσα ζεστή, στα χέρια του δικού του, ευχαριστημένος, πλήρης. Έζησε μια ζωή αγάπης, με στιγμές πόνου, ανημπόριας, πείνας, μα είχε να τις μοιραστεί, είχε να λέει ιστορίες με τα μάτια και ν’ ακούει ακόμη περισσότερες, με τα μεγάλα μαύρα αυτιά του.
Ήξερε τι θα ήθελε να γράφει το μνήμα του, όπως και ο Νικόλας γνώριζε πως έχασε την μισή ψυχή του. Την έχασε, μα μοναχά από τα μάτια του, γιατί για όλο τον δικό του υπόλοιπο χρόνο, όταν στεκόταν σιωπηλός, όταν σταματούσε να χαζέψει μια τριανταφυλλιά, ένα αστέρι, το βουνό που έδειχνε χειμώνα, μιλούσε στον Νεγκούς, του άγγιζε τρυφερά το νεύρο κάτω από τον λαιμό, του έλεγε να είναι ήσυχος. Ήξερε καλά κι εκείνος τι θα έγραφε στο δικό του μνήμα.

*** Από μια κουβέντα μας με τον Ηλία Χαλκιά, που ακόμα μελετά τον Νικόλα, τον πατέρα του, και βουρκώνει.

Τετάρτη 12 Σεπτεμβρίου 2012

Φωτεινά πρόσωπα στο σκοτεινό παρελθόν


Γράφει και φωτογραφίζει ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΔΗΜΕΛΛΑΣ






Έβγαλε το εξάσφαιρο περίστροφο από τον σάκο του, κρυμμένο, συντυλιγμένο όπως ήταν μέσα σε μια πουκαμίσα, κανείς, ακόμη, δεν το είχε πάρει χαμπάρι.
Από το καΐκι το νησί του φάνηκε τεράστιο, τα βουνά τού θύμισαν την Ήπειρο, σαν τις οροσειρές της Πίνδου. Σκέφτηκε την μοίρα του, την διαδρομή του, χαμογέλασε, «άλλα λογαριάζουν το βόδια μα αλλού μας πάει ο Ζευγάς», χαμογέλασε στον καπετάνιο, τον καϊκτσή, έβλεπε πως και εκείνος τον έκοβε, δεν του γέμιζε το μάτι για Μητροπολίτης, του έκανε για στρατιωτικός, για την ακρίβεια έμοιαζε με αξιωματικό του στρατού, μα κανένας δεν πρόδωσε την αμφιβολία του.
Ήταν καλοκαίρι του 1912, ένα ακόμη δύστυχο καλοκαίρι. Τα νησιά δεμένα μεσοπέλαγα περιμένουν από τους άμοιρους ανθρώπους, μάταια, να τα κυβερνήσουν, να τα κουμαντάρουν στην φουρτούνα, την θαλασσοταραχή που παρέσυρε πέτρινα κορμιά στο πέρασμά της.  






Η πληροφορία για την κατάκτηση της Δωδεκανήσου τους φθάνει στην Ελλάδα, το Σάββατο 27 Απριλίου 1912 από το Οθωμανικό πρακτορείο ειδήσεων. «Προ ολίγων ημερών ετοιχοκολλήθη εις όλα τα νησιά,  διάταγμα της ενταύθα Ιταλικής Κυβερνήσεως δια του οποίου φέρεται εις γνώσιν των πολιτών ότι απαλλάσσονται καθ’ ολοκληρίαν του φόρου της δεκάτης τα κρόμμυα, ο σπόρος των κρομμύων τα νωπά και ξερά σύκα η πιστάκη και οι χοίροι και ότι δεν θα υπόκεινται σε φορολογία το έλαιον, αι ελαίαι, τα καυσόξυλα, η σταφύλη, ο οίνος, οι καρποί, τα λαχανικά, η τομάτα και η πάστα της τομάτας εφ’ όσον αυτά προορίζονται δια την οικιακή χρήση του του γεωργού επίσης και αι κυψέλαι εφόσον αυταί εισί τοποθετημέναι εντός της ιδιοκτησίας του κυρίου. Δια του αυτού διατάγματος καθίσταται γνωστόν ότι χαρίζονται άπαντες οι καθυστερούμενοι φόροι οι μη πληρωθέντες μέχρι σήμερον. Καίτοι δε η ασυδοσία αυτή περιορίζεται εις τινά μόνον είδη και δεν επεκτείνεται και εις όλα τα προϊόντα εν τούτοις μεγάλως ανακούφισε τους δυστυχείς χωρικούς ημών οίτινες ιδία κατά το παρόν έτος υπέστησαν πολλάς ζημίας και καταστροφάς ένεκα της εμπολέμου καταστάσεως, διότι το ποσόν της χαριζομένης φορολογίας ανέρχεται εις 4.000 λίρας οθωμανικάς περίπου, το οποίον αποτελεί μικρά τινάν ανακούφισιν των γεωργικών πληθυσμών». Εφημ. Εμπρός, 1/9/1912.






Ακριβώς τέσσερις ημέρες πριν από την άφιξη του Ιταλού στρατιωτικού διοικητή, Αντιστρατήγου Αμέλιο. Οι Ιταλοί προσπαθούν να «χαϊδέψουν» τους Δωδεκανήσιους, για να μην ξεσηκωθούν από την αναπάντεχη κατάληψη των νησιών.
Την ίδια περίοδο αναλαμβάνει νέος δεσπότης στην Κάρπαθο και Κάσο, ο Μητροπολίτης Γερμανός Μονοδιάδης. Είναι ένας άντρας που κοιμάται με το εξάσφαιρο πιστόλι του στο μαξιλάρι, δεν λογαριάζει από δομές και κανόνες, όταν υπάρχει το άδικο, ούτε και παίζει υπόγεια παιγνίδια. Ίσως το σπουδαιότερο, είναι απένταρος, αφού το χρήμα φαίνεται πως καμιά στιγμή δεν τον προκάλεσε για το γυρέψει, να το αναζητήσει.
Οι Ιταλοί, ήδη έχουν αποβιβάσει 14.000 καραμπινιέρους στην Ρόδο και παλεύουν για τα υπόλοιπα νησιά, που δεν έχουν και σπουδαίες αντιστάσεις.
Τα νησιά είχαν ιδιαίτερα προνόμια που τους είχε παραχωρήσει ο σουλτάνος  Σουλεϊμάν και με φιρμάνια είχαν επικυρωθεί μέχρι τον τελευταίο, τον Μαχμούτ Β,΄τον ονομαζόμενο ως αναμορφωτή, το έτος 1835.
Έπειτα  από την Κρητική επανάσταση του 1766-99, έγινε προσπάθεια να  σταματήσει η διαφορετική μεταχείριση, μα η γραμμένη φράση για τα προνόμια, ως «σεβαστά και ανέπαφα», τα ψευτοδιατηρούσε, το κίνημα των Νεότουρκων βέβαια δεν έδειχνε την ίδια διαλλακτικότητα, έτσι οι νησιώτες υποδέχονται τους χριστιανούς Ιταλούς  σχεδόν σαν απελευθερωτές, χωρίς να προβάλουν ιδιαίτερες αντιστάσεις, άλλωστε και εκείνοι στην αρχή δηλώνουν πως είναι περαστικοί.
Η πλήρης αυτονομία, δικαστική και διοικητική και ο συνολικός ετήσιος φόρος 181.000 γρόσια στην Υψηλή πύλη, ήταν οι ξεχωριστές χάρες που τα έκαναν να νιώθουν λίγο πιο ελεύθερα, φυσικά δημιουργήθηκαν προεστοί και δημογέροντες που έστηναν από τότε κάστες και κλειστές προνομιούχες ομάδες που ακόμη και σήμερα μας το θυμίζουν οι πιο παλιοί, όταν φέρνουν στο μυαλό τα στασίδια στις εκκλησιές που είχαν το καθένα τον δικό του ιδιοκτήτη.
Άλλωστε και το όνομα Δωδεκάνησα δόθηκε το 1908 όταν ξανασυζητιόταν το θέμα της ιδιαιτερότητας, μέχρι τότε ήταν για όλο τον κόσμο οι νότιες Σποράδες.
Αν και στην πρώτη στιγμή η Ιταλία τα αναγνώρισε λοιπόν, τα Τούρκικα προνόμια, στην συνέχεια δεν επέτρεψε τα σύμβολα, με αποτέλεσμα ιδιαίτερα τα πλοία της Δωδεκανήσου αποφάσισαν ν’ αναρτήσουν την σημαία της Σάμου, προκειμένου να μην ανεβάσουν την Ιταλική.






Ο τότε Μητροπολίτης Καρπάθου, Γερμανός Μονούδης ή Μονουδιάδης, είναι από τα πρόσωπα της ιστορίας που κατάλαβε νωρίς πως ήθελαν να κατευθύνουν τις εξελίξεις οι κατακτητές.  Ήρθε στην Κάρπαθο στις 9 Ιούνη 1912 και μέχρι τον τραγικό θάνατο του, στις 27 Φλεβάρη 1940, στεκόταν μπροστά σε κάθε προσπάθεια έστω κι αν πολλές αποφάσεις του, εν θερμώ, αποδείχθηκαν εκ των υστέρων βιαστικές και άστοχες.
Η ιστορία στα Δωδεκάνησα γράφεται έχοντας τρεις ουσιαστικά συνισταμένες, καταρχάς τις διεθνείς εξελίξεις, που είτε με τις συμφωνίες πάνω στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων, είτε με μυστικές διαβουλεύσεις που τα μυστικά είναι ακόμη σε κάποιους τάφους κλεισμένα, άλλαζαν τον χάρτη με μια ζαριά.
Έναν άλλο κυρίαρχο ρόλο έπαιξαν οι Ιταλοί διοικητές Δωδεκανήσου, με την ατομική στάση-θέση, που είχαν απέναντι στην ντόπια κοινότητα, στους ιθαγενείς Δωδεκανησίους, προχωράνε με γρήγορα ή πιο αργά βήματα την εξέλιξη του δράματος, της ιστορίας και τέλος υπάρχουν ορισμένα φωτεινά πρόσωπα, που σέρνουν τον κάβο στο χορό των μοιραίων αντιδράσεων, από την πλευρά του πληθυσμού.
Έτσι και ο Μητροπολίτης Γερμανός βρέθηκε σ’ ένα περιβάλλον που έπρεπε από νωρίς να διαλέξει στρατόπεδο. Θα έπρεπε είτε να περιοριστεί σε γάμους, κηδείες και βαφτίσια ή να μπει μπροστά σε αγώνες που έδειχναν, τουλάχιστον σε εκείνη την εποχή, εξαιρετικά σκληρής δοκιμασίας.
Στην αρχή τα πράγματα έδειχναν φιλικά, τόσο που η σχέση του διοικητή Αμέλιο με τον Μητροπολίτη Γερμανό έδειχνε αβρότητα και αλληλοσεβασμό. Φαίνεται και από την υποδοχή που του έκαμε ο Αμέλιο, αφού έστειλε αντιτορπιλικό να τον πάρει από την Κάρπαθο, στο οποίο και φιλοξενήθηκε κατά την παραμονή και επίσκεψή του στην Ρόδο.  Όσο όμως σκλήραιναν την στάση οι Ιταλοί, τόσο και ο π. Γερμανός ξεσπάθωνε πιο έντονα, περισσότερο δυναμικός.
Ήταν τότε, τον Απρίλιο του 1913, ούτε χρόνο δεν πρόλαβε να κλείσει στον Απέρι, όταν οι χαλαροί τόνοι έγιναν συγκρούσεις, έχουμε την πρώτη προστριβή με τον Αμέλιο. Ο Ιταλός διοικητής σε έντονο ύφος τον χαρακτηρίζει υποκινητή εξεγέρσεων και τον προτρέπει να κάτσει στ’ αυγά του. Ο Γερμανός τον στολίζει, με το ιδιαίτερο επίθετο «σατράπης» και συνεχίζει λέγοντας πως κάνει μοναχά την δουλειά του και πως τέτοιοι διωγμοί δεν συνέβησαν ποτέ στην Κάρπαθο. Τέλος τον παρακαλεί να σταματήσει αμέσως τις αυθαιρεσίες.
Είναι το Πάσχα του 1919, που έπειτα από μυστικές συναντήσεις οι Μητροπολίτες Δωδεκανήσου με πρωτεργάτες τον Μητροπολίτη Ρόδου Απόστολο, αλλά και τον  Καρπάθου Γερμανό, γίνονται μεγάλα συλλαλητήρια στα νησιά αλλά και στην παροικία στο εξωτερικό, στην Αθήνα.
Έχουμε τότε τις πρώτες-πρώτες δυναμικές κινητοποιήσεις, όταν οι  νησιώτες ξεσηκωμένοι ξεσπάθωσαν και αποφάσισαν την ένωση με την Ελλάδα. Το ματωμένο, το «κόκκινο» πάσχα της Δωδεκανήσου.
Στην Θεσσαλονίκη η παροικία κάνει φωνή την αντίσταση, την Κυριακή 18 Φεβρουαρίου του 1919 κι εκείνοι, μαζεμένοι με καταρρακτώδη βροχή στην Ιωαννίδειο Σχολή, διαδήλωσαν το αίτημα για λευτεριά.
Ομιλητής και ο δικός μας, ο Καρπάθιος αξιωματικός Παναγιώτης Χατζημηνάς, ο γνωστός με το παρατσούκλι  Κανονάρχος, που με συμμετοχή σε δύο εκστρατείες και εικοσιεπτά μάχες και μπλεγμένος στα πολιτικά στην συνέχεια με τον Πλαστήρα πάλευε σθεναρά και αυτός, για το ζήτημα της Δωδεκανήσου στην Ελληνική Επικράτεια. Στο τέλος της συγκέντρωσης στην Θεσσαλονίκη η εφημερίδα Μακεδονία αναφέρει πως συνελήφθη για υποκίνηση στρατεύματος και κρατήθηκε στο φρουραρχείο της πόλης.






Στην αρχή της δεκαετίας του 1920 τοποθετείται ο Alessandro De Bosdari νέος  διοικητής στην Ρόδο. Ο ελληνικός τύπος χαρακτηρίζει τον Ιταλό διπλωμάτη, έναν έκφυλο, ανήθικο τύπο με φαύλη και σκοτεινή ζωή. Τα βάσανα που ξεκινούν από την αρχή του ΄12, δείχνουν να μην έχουν τελειωμό, μα και να αποκτούν ταυτότητα. Ένας πρέσβης, που για ν’ αποκτήσει την θετική στάση της ηγεσίας της φασιστικής διοίκησης της Ρώμης και ανθέλληνας όπως ήταν, πίστεψε την γρήγορη αποδόμηση του ελληνικού στοιχείου.
Είναι η στιγμή που οι Ιταλοί αποφασίζουν να κάνουν απογραφή κατοίκων και αρίθμηση κατοικιών. Όπου ο κατακτητής παρεμβαίνει στην ήδη σκληρή καθημερινότητα, βρίσκει απέναντι τον κατά τα άλλα φιλειρηνικό Καρπάθιο. Σε όλα τα χωριά οι αντιστάσεις είναι δυναμικές. Στις Μενετές, σύμφωνα με το τηλεγράφημα στις εφημερίδες, τρείς γέροντες με εξήντα γυναίκες ύψωσαν την γαλανόλευκη στον ιστό της εκκλησίας. Υπεράσπισαν για δύο μέρες την σημαία, όμως την επομένη από πείνα και δίψα παραδόθηκαν στον Ιταλικό στρατό που πολιορκούσε το χωριό. Το αποτέλεσμα ήταν η επιβολή προστίμου 800 φράγκων, στον γιατρό Βασίλη Οικονομίδη, στον διευθυντή του σχολείου Μηνά Σακελλαρίδη, αλλά και από 400 φράγκα στους δασκάλους Αριστείδη Χατζηκωστή και στον Σακελλάρη Σακελλαρίδη, μα και στην Μαρία Χωρατατζή για υποκίνηση και ξεσηκωμό του χωριού εναντίον των Ιταλών. Οι Οικονομίδης, Σακελλαρίδης και Χατζηκωστής, αρνούμενοι να πληρώσουν το πρόστιμο, στάλθηκαν με αντιτορπιλικό στις φυλακές Ρόδου όπου και βασανίστηκαν. Τους απελευθέρωσαν έπειτα από τρεις βδομάδες και τους έστειλαν στις Μενετές μα με τον όρο να πείσουν τους εκεί κατοίκους να μην σβήνουν τους αριθμούς από τα σπίτια, αλλά και να απογράφονται στις Ιταλικές αρχές. Μόνο ο δάσκαλος Σακελλάρης Σακελλαρίδης, που πλήρωσε τελικά 200 φράγκα, για παραδειγματισμό, επέστρεψε και αυτός περισσότερο πεισμωμένος.
Χειρότερα ακόμη στο Όθος, όπου τουφεκίστηκε ο παπάς Νικόλαος Σταυράκης και η ηλικιωμένη Παναγιωτάκη σκοτώθηκε κάτω από τον ιστό της σημαίας, την οποία και υπεράσπιζε.
Ο πρώτος ξεσηκωμός των Καρπαθίων μπορεί να μην είχε ουσιαστικό αποτέλεσμα, κρατούσε όμως αναμμένη την φλόγα για λευτεριά, τόσο που ο καπνός της φαινόταν πια σε ολόκληρη την Ελλάδα.
Σε αυτή την δύσκολη στιγμή ο Μητροπολίτης Γερμανός, που είναι μπροστά στον αγώνα, φαίνεται πως μαθαίνει για την δύσκολη κατάσταση στην Κάσο και με καΐκι από το Φοινίκι προσπαθεί να φτάσει στο Φρυ. Λίγο πριν την αποβίβαση κυκλοφόρησε η φήμη για τον τραυματισμό του και πως αναγκάστηκε χτυπημένος ν’ αποχωρήσει. Τα τηλεγραφήματα που φτάνουν στην Αθήνα δείχνουν πως η κατάσταση του ήταν σοβαρή. Οι Ιταλοί, τέσσερις ημέρες μετά, στέλνουν επίσημο τηλεγράφημα από την Ρόδο στα αθηναϊκά μέσα: Ποτέ δεν τραυματίστηκε ο Μητροπολίτης. Γράφουν πως όλα αποτελούν μια ψεύτικη και βρώμικη σκευωρία εναντίον τους. Το γεγονός έχει κάνει τον γύρο της Ελλάδας στην πρώτη σελίδα της εφημερίδας Σκριπτ.
Όμως η απέλασή του από την Ιταλική διοίκηση δεν είναι ψέμα. Την νύχτα της 6ης Ιουλίου 1922 μπήκε στο λιμάνι των Πηγαδίων το Ιταλικό αντιτορπιλικό Καλλιόπη και παρέλαβε τον ανυπότακτο Μητροπολίτη Γερμανό. Η εξορία στο Καστελόριζο ήταν γεγονός. Παρέμεινε έξι μήνες, μόνος, σχεδόν φυλακισμένος με την υγεία του να επιδεινώνεται σημαντικά. Εκεί στην Μεγίστη, είχε την ευκαιρία να έρθει πιο κοντά στα συναισθήματά του, πιο κοντά στις εν θερμώ αποφάσεις που πήρε. Όμως καμιά φορά δεν μετανόησε, καμιά φορά δεν χαμήλωσε το ανάστημα που σήκωσε απέναντι στον κατακτητή.
Όμως το κέρδος για την Κάρπαθο και τα Δωδεκάνησα, από την εξορία του είναι πολλαπλό. Άλλωστε έτσι γίνεται πάντα… Κάποιος δίνει ένα κομμάτι από τον χρόνο του, από την ζωή του, για να προχωρήσει, να γυρίσει ο τροχός μιας ιστορίας που είναι αναγκαίο να γραφτεί, να μαθευτεί. Γράφει ο Α. Αλεξιάδης στην εφημερίδα Μακεδονία, την Κυριακή 24 Ιουλίου 1922: «..τον σεβάστηκε ο φανατισμός της τουρκοβουλγαρικής προπαγάνδας, τον σεβάσθηκαν οι δολοφονικές σφαίρες των κομιτατζήδων στην Μακεδονία όταν πήρε μέρος στους εκεί αγώνες, και τώρα έπεσε στα λυσσαλέα δόντια των Ιταλών καραμπινιέρων..»
Είναι αλήθεια, ο Γερμανός είχε δυο περίεργες ουλές, μια στην αριστερή ωμοπλάτη και μια στο μέτωπο, από σφαίρες που δέχθηκε σ’ ένα ταξίδι του στην Μακεδονία, όπου δέχθηκε επίθεση από Βουλγάρους Κομιτατζήδες. Ακόμη κι αν τράβηξε το εξάσφαιρο από την θήκη δεν μπόρεσε να αποφύγει τα πυρά των εχθρών του. Οι σφαίρες των βρήκαν μα ακόμη δεν ήταν η στιγμή να παραδώσει τα όπλα.
Με την επιστροφή του από την εξορία, βρίσκει άλλους κανόνες στο τραπέζι της ζωής. Με την συμφωνία Τιτόνι-Βενιζέλου, τα νησιά αποκαλούνται πια, Ιταλικά. Ακόμη και η επικοινωνία με το φανάρι είναι κομμένη. Έπειτα από συζητήσεις με μπροστάρη των Μητροπολίτη Απόστολο κατέληξαν στην δημιουργία αυτοκέφαλης εκκλησίας Δωδεκανήσου, φυσικά και με τις ευλογίες των Ιταλών και την διαφωνία όλης της Ελλαδικής κοινότητας. Ευτυχώς η προσπάθεια των Ιταλών να ξεσηκώσουν την αυτονομία της εκκλησίας στα Δωδεκάνησα πνίγηκε σε συζητήσεις, χάθηκε στην θάλασσα ανάμεσα στην Ρόδο και το Φανάρι. Ο Μητροπολίτης Γερμανός, στο πλευρό του Ρόδου Απόστολου, χρεώνεται μοιραία την όλη κίνηση. Έτσι η ρετσινιά σκεπάζει την μέχρι τώρα άσπιλη πορεία του.

Είναι 22 του Νοέμβρη 1936 όταν παύεται  ο διοικητής Μάριο Λάγγο. Έρχεται στην Ρόδο κυβερνήτης ένας από την τετρανδρία του φασισμού, ο Ντε Βέκι. Ξεκινά η πιο δύσκολη περίοδος για τα υποδουλωμένα δωδεκάνησα στους Ιταλούς.
Ακόμη μια εξασέλιδη επιστολή του, στον Βενιζέλο αυτή την φορά, σταλμένη από την έδρα της μητροπόλεως Απέρι, προσυπογεγραμμένη και από τον μητροπολίτη Ρόδου, Απόστολο, που του ζητούν να βοηθήσει για την κάθαρση των ονομάτων τους, δεν ήταν προδότες. Σχετικά με την στάση τους κατά την προσπάθειά τους να γίνει αυτοκέφαλη η Εκκλησία Δωδεκανήσου, δείχνει την αγωνία του για τις εξελίξεις, αλλά και την γνώση για τα πολιτικά παιγνίδια που παίζονταν στην περιοχή.

Είναι αυτός ο περίεργα μαχητικός ιεράρχης, γεννημένος στα Ελάτα της Χίου το 1865, ο Σταύρος Μονιούδης ή Μονοδιάδης. Μέσα στα βιβλία δεν βλέπεις, δεν φαντάζεσαι, τον χαρακτήρα, μα ένα σύνολο λέξεων είναι που άψυχα περιγράφουν και αποδυναμώνουν ανθρώπους. Είναι φτωχό, μα μοιραία ανίκητο, να γνωρίζεις περασμένες προσωπικότητες μες από κείμενα και φθαρμένες μαυρόασπρες φωτογραφίες.
Έτσι κι ο Μητροπολίτης, ένας άριστος μαθητής στην Θεσσαλονίκη, πολυταξιδεμένος για την εποχή, τελείωσε την Θεολογική Ακαδημία του Κιέβου και χειροτονήθηκε στην Θεσσαλονίκη από τον Μητροπολίτη Σισανίου και Σιατίστης. Στην συνέχεια τον βρίσκουμε στο Φανάρι και σε διάφορες επιτελικές θέσεις να εξελίσσεται σε σπουδαίο ιεράρχη. Εκεί φαίνεται πως μαθαίνει και την αξία της πληροφορίας, της ενημέρωσης, όλων εκείνων που δεν ξέρουν γεγονότα, πρόσωπα και πράγματα. Σε όλη την υπόλοιπη ζωή του τον βρίσκουμε μες από γράμματα να προσπαθεί να ενημερώσει, να καταδείξει όλα εκείνα τα θέματα, που μακριά από το κέντρο των εξελίξεων, των μεγαλουπόλεων ανά τον κόσμο, στερούνται της προβολής, του φωτισμού, που θα βοηθούσε να βγουν τα προβλήματα στην επιφάνεια και να οδηγηθούμε πιο γρήγορα σε λύσεις, παρά τις στρεβλώσεις, που χρόνια τώρα μας έκαναν όλο και πιο παραπληγικούς, αδύναμους να σταθούμε και να διεκδικήσουμε λίγο ουρανό, λιγάκι ελπίδα.


Ο Γερμανός πεθαίνει στις 26 Φλεβάρη του 1940, έπειτα από 28 χρόνια προσπάθεια και αγώνα, σχεδόν τυφλός, αφού από την μη έγκαιρη αντιμετώπιση του καταρράκτη έχασε το ένα μάτι και το άλλο άχρηστο, με μια θολωμένη όραση, παραπληγικός, με μισακές θεραπείες, το πρόσωπο του φανέρωνε από μακριά την κακουχία και τέλος με σοβαρό, χρόνιο πρόβλημα στον προστάτη, του έδινε αφόρητους πόνους. Χειρουργήθηκε στην Ρόδο, στο εκεί Ιταλικό στρατιωτικό νοσοκομείο, μα ο οργανισμός του δεν άντεξε.  Πεθαίνει απένταρος, με τον Μητροπολίτη Ρόδου να καλύπτει ακόμη και τα έξοδα της κηδείας του, αφού ο ίδιος δεν είχε απολύτως τίποτε δικό του. Ίσως περισσότερο φιλοσοφημένος και ψαγμένος, είχε κάνει από νωρίς της επιλογές του. Είναι η εξορία που δυνάμωσε ακόμη περισσότερο την πίστη του για την ματαιότητα της υλικής ζωής. Δεν ήταν ο ιεράρχης που εκτονωνόταν στα χωράφια, ούτε τα χωρατά ήταν τον βοηθούσαν για να ξεπεράσει την καθημερινή ανία. Δεν προλάβαινε να βαρεθεί. Η φροντίδα για το ανθρώπινο ξεστάχυασμα ήταν, παρέμενε σταθερά πρώτη προτεραιότητα του.

Τα πρώτα χρόνια της Ιταλικής Κατοχής η Κάρπαθος στάθηκε όπως και τα υπόλοιπα Δωδεκάνησα φοβισμένη, μα υπήρξαν και στιγμές που οι κραυγές της ακούστηκαν σε ολόκληρη την Ελλάδα. Το 1920, το λάδι κοστίζει 20 Ιταλικά φράγκα η οκά, ενώ ο ιός της γρίπης σαρώνει, γεμίζει τα νεκροταφεία, δείγμα των τραγικών ελλείψεων. Είναι μια εποχή δύσκολη, σκληρή. Εδώ ο ιεράρχης δεν έχει μόνο ρόλο πνευματικού πατέρα. Μπαίνει στα σπίτια και οδηγεί τους ανθρώπους, είναι άλλοτε ψυχοθεραπευτής μα άλλες στιγμές εκείνος ο αδελφός που με ενσυναίσθηση καταλαβαίνει, αφουγκράζεται τα  προβλήματα, δίνει λύσεις για να κρατιέται η δομή ενός χαλαρού έτσι κι αλλιώς κοινωνικού ιστού, που κυρίως οι άγραφοι κανόνες τον συγκρατούν.
Ο Μητροπολίτης Γερμανός είχε ακριβώς τον ρόλο του ουσιαστικού ποιμένα, εκείνου που θα γράφαμε στα μυθιστορήματα, του μυθικού ήρωα που μας βοηθά η σκοτεινή, άγραφη ζωή του να του παινέψουμε ακόμη και κάθε ψεγάδι του. Μπορεί να έκανε λάθη, σφάλματα, μα είναι εκείνος που παλεύει μα πέφτει μοιραία, σε λανθασμένες διαδρομές και επιβεβαιώνεται έπειτα από απόσταση, κάνοντας το μέλλον λίγο πιο υποφερτό. Μα για τον εαυτό του; Ξεχάστηκε ο ίδιος πρώτα από όλα. Μέσα στην φούρια του αγώνα του, εγκατέλειψε την θεραπεία, την ίαση του σώματος του, καταδείχνοντας έτσι την ακλόνητη πίστη του για απελευθέρωση. Το εξάσφαιρο που «πυροβολούσε» / σημάδευε κατά πρόσωπο ο ιεράρχης ήταν ο λόγος του.

Ο Γιώργος Φασουλέτος θυμάται την παρότρυνση:
- Να φύγεις από το νησί Γιώργο, δεν θα σε κάμουν αυτοί Ιταλό φαντάρο. Μπες σε μια βάρκα, σύρε κουπιά και δρόμο!

Υπήρξαν άνθρωποι, που σήμερα χωρούν σε ένα τετράδιο, σε μια σελίδα, σε δυο λέξεις  όλες κι όλες, που κρύβονται καταχωνιασμένες, σε σκοτεινά συρτάρια, όμως φωτίζουν μοναχά με ένα άγγιγμα ολόκληρο το γκρίζο, μουντό παρόν μας.

Οι πιο αναγνώστες μας Αναγνώστες

Related Posts with Thumbnails