Φωτογραφίζει και γράφει
ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΔΗΜΕΛΛΑΣ
Αγγίζω τρυφερά την εσωτερική πλευρά της παλάμης
σου. Εκεί που οι τσιγγάνες διαβάζουν την μοίρα. Ερωτεύομαι και πάλι. Εσύ δίνεις
χρώμα στην μέχρι τώρα άγευστη ζωή μου. Στον δρόμο δεν συναντώ χαρούμενα
ζευγάρια και ντρέπομαι, που θέλω να πάω μια εκδρομή μαζί σου.
Φαίνεται πως μόνο μια ιστορία του Τσιφόρου θα μας
σώσει. Είναι κρίμα να χάνουμε το χιούμορ μας ακόμη και αυτή την δύσκολη ώρα.
Πάει καιρός, που έχει να περάσει γλάρος από το
μπαλκόνι μου, είναι μέρες που ονειρεύομαι τα ξέπλεκα μαλλιά σου στον βοριά. Αλλάζουν
οι καιροί, μαζί τους αλλάζουμε κι εμείς. Οι μικρές στιγμές χάνουν το νόημά τους
στην προσμονή του μεγάλου, γκρίζου -όχι, λάθος, καλύτερα: άχρωμου- εφιάλτη.
Λογαριασμοί που περιμένουν στην πλάτη του
ψυγείου, μια δρασκελιά θέλουν για την κατάψυξη. Ξυπνάω.
Κρίνεις τα πάντα πια. Περιμένεις να τελειώσω την
φράση μου για μου χώσεις ένα λάκτισμα. Περιμένεις σαν άγριο λαγωνικό, που έχει
μυρίσει το θήραμα, σαν έτοιμο από καιρό,
να με αρπάξεις. Να με σκίσεις στα δυο. Μπορεί στη πραγματικότητα να
συμφωνείς. Μπορεί να ξέρεις πως έχω δίκιο ή άδικο, μα δεν έχει πια σημασία.
Ακόμη δεν μπήκε καλά-καλά η άνοιξη κι εσύ με
πονάς, σαν να σφίγγεις την καρδιά μου σε μια μέγγενη. Στάσου λίγο, αφουγκράσου
την στιγμή, δες το χρώμα των ματιών της. Μήπως την δικιά σου βαθειά χαρακιά,
δώρο χρόνων, στο μέτωπο;
Όλοι, αλήθεια το λέω, όλοι ματώνουμε. Ακόμη
και ο εκείνος που του είπαν πως γεννήθηκε Βασιλιάς. Είναι κατιτίς που τον καίει
και καίγεται, το χάνει.
Να μάθουμε, να το μοιραστούμε να μην κοιτάμε
καχύποπτα γύρω μας. Έχει ονοματεπώνυμο το σφάλμα. Υπάρχει τρόπος, αρκεί να
κοιτάξουμε γύρω και να δούμε τα κοινά μας. Μαζί δεν προχωράμε; Ή μήπως είμαστε
σε άλλες εποχές;