Ο Πρόλογος της κ. Σόνιας Ευθυμιάδου-Παπαχρήστου είναι τόσο κατατοπιστικός, γλαφυρά ποιητικός και πολλά ομιλητικός, ώστε δεν χρειάζονται περαιτέρω δικά μας λόγια. Απλώς αντιγράφουμε - λόγω σπουδαιότητας ολόκληρο- το κείμενο αυτό, με την ευχή η καλλίκαρπη προσπάθεια του Σχολείου Μαυροχωρίου να φέρει και άλλους τόσο γευστικούς καρπούς, όπως και να βρει πολλούς-πολλούς μιμητές!
«Αν σου μιλώ με παραμύθια
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκύτερα.»
Γ. Σεφέρης
«Μια φορά κι έναν καιρό ήταν η παραμυθόπετρα. Αυτή η πέτρα ήταν η πηγή των παραυθιών. Πρώτη αυτή είχε πει το παραμύθι σε άνθρωπο. «Κάποιοι από εσάς θα θυμούνται κάθε μου λέξη» έλεγε η παραμυθόπετρα. «Κάποιοι άλλοι θα θυμούνται μόνο μερικές λέξεις και οι περισσότεροι θα τα ξεχάσουν όλα. Από δω και πέρα λοιπόν το παραμύθι σάς ανήκει. Θα πρέπει να το αφηγείστε ο ένας στον άλλο για να το κρατήσετε ζωντανό όσο η γη γυρίζει και ο κόσμος είναι ζωντανός.»
Ο παραπάνω μύθος φτιάχτηκε για να εξηγήσει το πώς γεννήθηκε το παραμύθι και είναι ένας ινδιάνικος μύθος. Αντίστοιχο ελληνικό δεν έχω συναντήσει ως τώρα, πιστεύω, όμως, πως, αν υ-πήρχε, δε θα είχε για πηγή των παραμυθιών μια πέτρα, αλλά μια καρδιά ∙ μια καρδιά όχι από κείνες τις σκληρές σαν πέτρα καρδιές που κουβαλούν κάποιες φορές μέσα τους οι άνθρωποι, αλλά μια καρδιά ευαίσθητη και τρυφερή όπως αυτή του απλού Έλληνα σε ώρες δημιουργίας και αληθινού μεγαλείου∙ στις ώρες που έφτιαχνε τα παραμύθια του, τα λαϊκά μας παραμύθια.
Λοιπόν, η αρχή της περιπέτειας των λαϊκών παραμυθιών στην πατρίδα μας τοποθετείται στην Αρχαία Ελλάδα∙ αρκεί να θυμηθούμε τον Ηρόδοτο, που πλέκει την Ιστορία με τους πανάρχαιους μύθους, να θυμηθούμε την Ο- δύσσεια του Ομήρου, που είναι ένα μεγάλο μαγικό παραμύθι, και να προχωρήσουμε στις βυζαντινές και νεοελληνικές παραδόσεις, που αποτελούν την αλυσιδωτή τους συ- νέχεια.
Στεκόμαστε εδώ, για να ξεκαθαρίσουμε πως όσο βέβαιο είναι ότι το λαϊκό παραμύθι δεν είναι προϊόν ομαδικής δημιουργίας άλλο τόσο βέβαιο είναι πως, επειδή ο ένας και μοναδικός δημιουργός που υπάρχει σε όλες τις περιπτώσεις της δημιουργίας δε διαφέρει πολύ, πνευματικά και συναισθηματικά, από τους άλλους κι επειδή δημιουργεί σύμφωνα με τα πρότυπα της Παράδοσης, τα δημιουργήματά του υιοθετούνται αμέσως από το λαό, που τα μεταχειρίζεται στο εξής ως δικό του κτήμα, γίνονται δηλαδή ομαδικά, και ξεχνιέται γρήγορα τ’ όνομα του ενός δημιουργού. Αυτό αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό κάθε λαϊκού δημιουργήματος, άρα και του λαϊκού παραμυθιού, που είναι το θέμα μας. Κι είναι αλήθεια που δεν έχει συνειδητοποιηθεί ακόμη απ’ όλους μας -τι κρίμα!- πως αυτός ο λαός, σ’ όλους εκείνους τους σκοτεινούς αιώνες της σκλαβιάς (με-τά την Άλωση), δεν έπαψε να δημιουργεί∙ δημοτικά τραγούδια, αγιογραφίες, αρχιτεκτονική- εμείς οι Καστοριανοί έχουμε πολλές αποδείξεις γι’ αυτό, είναι οι πολλές μεταβυζαντινές εκκλησιές της πόλης μας…
Στην περίπτωση των λαϊκών μας παραμυθιών, όχι μόνο να τα φτιάχνει μπορούσε στη διάρκεια της μακριάς νύχτας της σκλαβιάς, μα, όπως λέει ο αγαπημένος μου Δάσκαλος, ο κ. Δεληκωσταντής (Παιδαγωγική Σχολή Φλώρινας, «Ημερίδα: Το Παραμύθι και η Εκπαίδευση», Φλώρινα 1994): «Στην ιστορία του λαού μας, των Ελλήνων, το παραμύθι έχει παίξει ρόλο Κιβωτού του Γένους. Ο Ελληνισμός-ίσως υπερβάλλοντας μπορούμε να το αφήσουμε αυτό το πράγμα να ισχύσει- διασώθηκε χάρη στα παραμύθια του». Και αυτός, ο ίδιος Ελληνισμός που τότε διασώθηκε ακούγοντας παραμύθια, σήμερα απειλείται από την επιδρομή της τηλεόρασης και από άλλα πράγματα που, ενώ δε φανέρωναν εξαρχής τους κινδύνους που κουβαλούν επάνω τους, θαρρείς πως έχουν βάλει τα δυνατά τους για να οδηγήσουν το λαϊκό μας παραμύθι σε αργό θάνατο. Κι ίσως και να το ’χουν καταφέρει.
Σ’ αυτόν τον αργό θάνατο θέλησε το Σχολείο μας να αντισταθεί. Έκανε έκκληση σε όσους θυμούνται να αφηγηθούν έστω κι ένα παραμύθι- εμείς που ζούμε στον τόπο αυτόν δεν είχαμε υπόψη μας κανένα εκτός από ένα, το πιο γνωστό λαϊκό μας παραμύθι, τον Τσιμτσιράκο-, κι όταν ανακάλυψε πως υπάρχουν ακόμη συγχωριανοί μας που θυμούνται, έσπευσε να τους προσκαλέσει να μας αφηγηθούν, για να νιώσουμε κι εμείς- κυρίως τα παιδιά φυσικά-τη χαρά που ζούσαν τα παιδιά των παλιότερων εποχών, να ευχαριστηθούμε κι αλλιώτικα.
Ήρθαν, λοιπόν, οι αφηγητές στο Σχολείο, μπήκαν μέσα στην τάξη, έγιναν ολόιδιοι με κείνους τους αφηγητές του παλιού καιρού, του καιρού της ζεστασιάς και της επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων, όπου το παραμύθι είχε την πρώτη θέση στη ζωή των Ελλήνων, και, μαζεύοντας τους απλούς ανθρώπους γύρω του, τους χάριζε λίγη ώρα απόλαυσης και ξενοιασιάς, λίγη ώρα παραμυθίας, παρηγοριάς δηλαδή και ανακούφισης, όπως δηλώνει και τ’ όνομά του.
Μαζευτήκαμε, λοιπόν, παιδιά και δάσκαλοι γύρω από το αναμμένο τζάκι της καρδιάς των αφηγητών μας κι εκείνοι πήραν το λόγο∙ ζωντάνεψαν μορφές ξεχασμένες, μας πότισαν νερό από την καθαρή πηγή της Παράδοσής μας, έσωσαν από τη λήθη παραμύθια της περιοχής μας, παραμύθια που ανέθρεψαν ποιος ξέρει πόσα παιδιά νωρίτερα από τα τωρινά, μαγευτήκαμε…
Για την αξία των ιδιαίτερων στιγμών που ζήσαμε δε θα μιλήσουμε. Δε χρειάζεται. Και δεν είναι μόνο η διάσωση των παραμυθιών την ύστατη στιγμή. Θα σταθούμε, όμως, λίγο στην αξία των ίδιων των παραμυθιών, που, όσο κι αν φαίνεται αυτονόητη, δεν πρέπει να μας κάνει να ξεχάσουμε πως υπήρξε εποχή, στο πολύ πρόσφατο παρελθόν μας -εδώ που τα λέμε και η σημερινή εποχή έτσι δείχνει πως είναι-, όπου φαινόταν ότι θριάμβευε απόλυτα και οριστικά η επιστημοσύνη και η επιστημονική γνώση, με αποτέλεσμα το παραμύθι-όχι μόνο στο χώρο του σχολείου, αλλά και γενικά- να σπρωχτεί εντελώς στην άκρη, να βρεθεί στο περιθώριο, γιατί θεωρήθηκε άχρηστο, αφού δεν παρέχει την πολυπόθητη γνώση και δεν κινείται στο χώρο του ορθολογισμού, όπου πιστευόταν κι εξακολουθεί να πιστεύεται πως πρέπει να κινείται ο άνθρωπος ακόμη και στα πρώτα, τα πιο τρυφερά του χρόνια. Κι ας έλεγε ο κορυφαίος φυσικός και μεγάλος σοφός, ο Αϊνστάιν, σ’ εκείνη τη μητέρα που τον πλησίασε και τον ρώτησε: «Τι να διαβάζει ο γιος μου για να αναπτύξει τις πνευματικές του ικανότητες και να γίνει σπουδαίος επιστήμονας;» «Παραμύθια» της απάντησε. «Και αργότερα;» τον ξαναρωτά με αγωνία εκείνη. «Παραμύθια» επιμένει ο Αϊνστάιν. «Και όταν μεγαλώσει;» «Κι άλλα παραμύθια» ήταν η απάντηση του μεγάλου επιστήμονα, που ήξερε καλύτερα από κάθε άλλον πως «το πρώτο στάδιο όλων των μεγάλων επιτευγμάτων είναι η ονειροπόληση» και πως «προτού συλλογιστούμε, ονειρευόμαστε». Κι ας λένε και οι μεγάλοι μας παιδαγωγοί πως είναι απαραίτητο ο καθένας μας, πριν ωριμάσει, να περάσει από το στάδιο του ανορθολογισμού, που σημαίνει, κατεξοχήν το στάδιο του παραμυ- θιού. «Όποιος δεν έχει περάσει αυτό το στάδιο, δεν έχει ζήσει όλη του τη ζωή, δεν έχει γίνει άνθρωπος. Γι’ αυτόν το λόγο το παραμύθι και ιδίως βέβαια για το παιδί, αποτελεί ουσιαστικό παράγοντα ο ο-ποίος ολοκληρώνει τη ζωή του και την προσωπικότητά του» (Αχιλλέας Καψάλης, από το βιβλίο της Παιδαγωγικής Σχολής Φλώρινας: «Ημερίδα: Το Παραμύθι και η Εκπαίδευση», Φλώρινα 1994). Κι εδώ πάλι ο αγαπημένος μου Δάσκαλος αντιλέγει: «Ο άνθρωπος μάλλον δεν περνά από τη φάση του ανορθολογισμού, για να την ξεπεράσει και να γίνει ορθολογιστής, επιστήμονας, αλ-λά νομίζω ότι είναι ώριμος, όταν μπορεί να ακούσει και να χαρεί παραμύθια. Πες μου τι παραμύθια άκουσες και αν μπορείς ν’ ακούσεις παραμύθια, για να σου πω τι άνθρωπος είσαι, αν είσαι ώριμος ή όχι».
Άρα, θα ήταν λάθος μας να νομίζουμε πως τα λαϊκά μας παραμύθια αφορούν μονάχα τα παιδιά∙ τα λαϊκά μας παραμύθια απευθύνονται σ’ όλους αυτούς που είναι ώριμοι ακριβώς επειδή αγαπούν να διαβάζουν ή ν’ ακούνε παραμύθια. Αλλά, επειδή υπάρχουν και κάποιοι που εξακολουθούν να έχουν τις επιφυλάξεις τους και δεν πείθονται εύκολα για όσα γράφουμε εδώ, οφείλουμε να επιμείνουμε, εξηγώντας τους πως το παραμύθι, γενικά, είναι εξαιρετικά σημαντικό, γιατί:
-αναπτύσσει τη φαντασία και τη δημιουργικότητα του παιδιού και ταυτόχρονα τις αποδεσμεύει από τυποποιημένες εικόνες και έννοιες που μας πλημμυρίζουν καθημερινά (ξέρουμε όλοι πως τα άτομα που διαθέτουν καλλιεργημένη φαντασία είναι αποτελεσματικότερα στο να βρίσκουν λύσεις σε προβλήματα, αντιμετωπίζουν καλύτερα τα προβλήματα της ζωής τους),
-το μυεί στην τέχνη να ακούει το συνομιλητή του, να τον κατανοεί και ν’ ανακαλύπτει μέσα στις λέξεις κρυμμένες αλήθειες,
-είναι ένα σπουδαίο μέσον αισθητικής αγωγής και καλλιεργεί την καλαισθησία του παιδιού,
-υπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο τη γλωσσική του καλλιέργεια,
-συμβάλλει στη συγκέντρωση και άσκηση της προσοχής, εισάγει στον κόσμο του βιβλίου και της λογοτεχνίας, διευκολύνει τη γνωριμία με το περιβάλλον, προάγει την κοινωνικο- ποίηση,
-συμβάλλει σε πολύ μεγάλο βαθμό στην ηθική διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Ακόμα:
Στα παραμύθια τίποτε δεν είναι ακατόρθωτο∙ όλα είναι μπορετά. Το παραμύθι δίνει ελπίδα στον ανήμπορο, γεννάει στο παιδί την αισιοδοξία, συμπληρώνει τον πρώτο του ηθικό κώδικα.
Και ας μην ξεχνάμε και κάτι ακόμα, πολύ σημαντικό: Ο σκοπός του παραμυθιού είναι πρώτ’ απ’ όλα ψυχαγωγικός και μετά ηθικός και γνωστικός. Όπως στην τέχνη έτσι και στο παραμύθι ο διδακτισμός δεν έχει θέση∙ άρα, είναι λάθος να επιμένουμε στο δίδαγμα και το συμπέρασμα που «πρέπει» να βγαίνει οπωσδήποτε από ένα παραμύθι και με βάση αυτό να εκτιμούμε την αξία του. Αποτελεί παγίδα η θεώρηση του παραμυθιού από μια τέτοια οπτική γωνία.
Τα παραμύθια που είχαν την τύχη να ακούσουν τα παιδιά του Σχολείου μας φαίνεται αμέσως πως πετυχαίνουν πολλά απ’ όσα μόλις αναφέραμε. Κατ’ αρχάς τέρπουν και ψυχαγωγούν, όπως έκαναν πριν καταγραφούν και διασωθούν σ’ αυτό το βιβλίο επί πολλά χρόνια, όταν το αφηγούνταν οι παλιότεροι στους νεότερούς τους και όταν πάλιωναν κι αυτοί στους κατοπινούς νεότερούς τους. Έτερψαν και ψυχαγώγησαν πολλούς κι επειδή τα λόγια πετούν ενώ τα γραπτά μένουν είναι σίγουρο πια πως θα συνεχίσουν να ψυχαγωγούν και να τέρπουν άλλους τόσους στους αιώνες. Κάνουν όμως και κάτι επιπλέον∙ διασώζουν (ως ένα βαθμό τουλάχιστον) τον τρόπο που μιλούσαν οι πρόγονοί μας, καθώς οι αφηγητές μας είναι ως επί το πλείστον παλιοί συγχωριανοί και έχουν κρατήσει στο λόγο τους λέξεις από τις παλιές, λέξεις που χαϊδεύουν τα αυτιά των καινούριων κατοίκων αυτής της πε- ριοχής και τους μαθαίνουν τι προηγήθηκε της γλώσσας που μιλούν οι ίδιοι. (Επιπλέον: «Οι παραδόσεις, τα ήθη και τα έθιμα κάθε τόπου, καθώς και το γλωσσικό του ιδίωμα διασώζονται περισσότερο από οπουδήποτε αλλού στο λαϊκό παραμύθι» λέει η καθηγήτρια της Λαογραφίας Μαριάνθη Καπλάνογλου, που εξέδωσε πρόσφατα λαϊκά παραμύθια νη- σιών του Αιγαίου, όπου η τέ-χνη της αφήγησης παραμυθιών εξακολουθεί να είναι μια ζωντανή παράδοση.)
Καιρός, όμως, να έρθουμε σ’ εκείνο που ειπώθηκε στην αρχή∙ πως δεν είναι μόνο η τηλεόραση που κοντεύει να εξαφανίσει την επικοινωνία μετα- ξύ των ανθρώπων∙ είναι και άλλα πράγματα που έφεραν το λαϊκό παραμύθι κοντά στο θάνατο. Μιλούμε για τη συρρίκνωση της οικογένειας, τον περιορισμό της μέσα στα διαμερίσματα και τον εξοστρακισμό απ’ αυτήν των φορέων της Παράδοσης, δηλαδή του παππού και της γιαγιάς. Αυτό έκανε τη μοναξιά και τη σιωπή να περισσέψουν : «Οι άνθρωποι σήμερα δε μιλάνε. Οι σημερινές μανάδες δεν αφηγούνται παραμύθια στα παιδιά τους, όταν τα ταΐζουν. Δεν ξέρουν, γιατί δεν έμαθαν. Ο λαϊκός λόγος, ο λαϊκός πολιτισμός ταυτίστηκε με την οπισθοδρόμηση και απορρίφθηκε. Αργότερα η οικογένεια μίκρυνε. Οι παππούδες και οι γιαγιάδες μείνανε απ’ έξω» (Ευάγγελος Αυδίκος, από το βιβλίο της Παιδαγ.Σχολής Φλώρινας: «Ημερίδα: Το Παραμύθι και η Εκπαίδευση», Φλώρινα 1994).
Κι επειδή η κατάσταση είναι ακριβώς έτσι και δεν είμαστε τόσο αφελείς ώστε να πιστεύουμε πως μπορεί να αντιστραφεί, έρχεται- ή πρέπει οπωσδήποτε να έρθει- ένας άλλος φορέας που μπορεί και πρέπει να εξισορροπήσει τα πράγματα. Ο φορέας αυτός δεν είναι άλλος από το σχολείο, στην περίπτωση του λαϊκού παραμυθιού το νηπιαγω- γείο και το δημοτικό. Τη σχολική χρονιά 2003-2004 (τόσο αργά από τη μια, αλλ’ από την άλλη ποτέ δεν είναι αργά) σ’ όλα τα σχολεία λάβαμε το έγγραφο του Παιδαγωγικού Ινστιτούτου που μας ζητούσε να βάλουμε εμείς οι δάσκαλοι το ελληνικό λαϊκό παραμύθι στο σχολείο και επιχειρηματολογούσε, προσπαθώντας να μας πείσει για την αξία και την αναγκαιότητα της ύπαρξής του στο χώρο του σχολείου. Κάποιοι δάσκαλοι, βέβαια, είχαν προηγηθεί του εγγράφου, όλοι οι άλλοι θα ‘πρεπε να ανασκουμπωθούν αμέσως, αρκετά χρόνια έχουν χαθεί, δεν έχουμε άλλα περιθώρια στη διάθεσή μας.
Κάπου εδώ τελειώνουν τα όσα είχα -εν περιλήψει- να πω για το λαϊκό μας παραμύθι. Θα ‘θελα, όμως, πριν κλείσω το θέμα, να τονίσω τον καταλυτικό ρόλο που έχουν παίξει οι γυναίκες μας (και) στον τομέα της διατήρησης της Παράδοσής μας. Έγραφε πριν από χρόνια ο Ίδας των γραμμάτων μας, ο σπουδαιότατος Έλληνας Ίων Δραγούμης:
«Το χωριό και οι γυναίκες πρώτα-πρώτα μπορούν να σου δείξουν καθαρότερα από κάθε άλλον το μονοπάτι, για να ανηφορίσεις κατά τις ρίζες σου. (…) Όσο για τις όποιες γυναίκες, και του χωριού και της πολιτείας, αυτές παντού, με το να μένουν πιότερο στο σπίτι παρά στην αγορά και να μη διαβάζουν εφημερίδες και για να είναι πιο εσωτερικές, αισθαντικές, θρησκευτικές από τον άντρα, φυλάγουν πιστότερα την πα- ράδοση από τους άντρες, που την παραμορφώνουν από ε-ξωτερικές επιρροές και από λογική». Κι επειδή, όσο κι αν η ανθρωπότητα εξελίσσεται, κάποια πράγματα εξακολουθούν να ακολουθούν το δικό τους δρόμο, να τι έγραφε η εφημερίδα Times για την πόλη Λαμπουούκ της Ινδονησίας, όπου, στις αρχές Ιανουαρίου του 2005, το τσουνάμι παρέσυρε στο θάνατο τη συντριπτική πλειονότητα των γυναικών της πόλης: «Ο ρόλος της γυναίκας στην επαρχία αυτή είναι πολύ σημαντικός. Αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι των παραδοσιακών τελετών του τόπου. Υπό τη σκιά της τραγωδίας, οι εναπομείναντες κάτοικοι εκφράζουν φόβους ότι μαζί με τις γυναίκες που χάθηκαν θα χαθεί και ο πολιτισμός τους: “Οι ηλικιωμένες γυναίκες που σκοτώθηκαν πήραν μαζί τους παραδόσεις χρόνων” λένε χαρακτηριστικά».
Και δεν υπάρχει δυνατότερος επίλογος από τα λόγια του Ίωνος Δραγούμη και πάλι:
«Ξεσκέπασε τη δημοτική παράδοση και πρόσωπο με πρόσωπο θα αντικρίσεις γυμνή την ψυχή σου.
Έπειτα, καλλιεργώντας την παράδοση αυτή και ανεβαίνοντας κατά τις ρίζες και προσέχοντας και τη γύρω σου φύση, θα προβλέψεις τους νέους δρόμους που δύνασαι να ανοίξεις, τον πολιτισμό που μπορείς με το έθνος σου να δημιουργήσεις.(…)
Από τους στίχους των τραγουδιών, από τα παραμύθια και τις παροιμίες και τις ομιλίες θα μαντέψεις τη γλώσσα και το πνεύμα και τη λογοτεχνία. Έτσι και τα άλλα. Και άμα γνωριστείς μ’ αυτά, που πάσκισαν αιώνες τώρα οι γραμματισμένοι σου πατριώτες να σ’ αποξενώσουν, τότε, προσέχοντας και τη φύση θα ωριμάσεις, για να πλάσεις κι εσύ κάτι πρωτότυπο και, αν έχεις πνοή -όπως έχεις-, θα δημιουργήσεις τον πολιτισμό σου. Θα προσέξεις και τη γύρω σου πλάση, γιατί έτσι όχι μόνο θα νιώσεις καλύτερα τις ρίζες της ζωής σου, τη φύτρα σου, μα και θα ενωθείς μαζί της για να γεννήσεις τελειότερα πράγματα.
Έχεις χρέος να τα μελετήσεις αυτά, γιατί είναι όλα δικά σου και αρκετά πια τα περιφρόνησες ως τώρα με το να έχουν κοντέψει να σε πείσουν πως είναι άσχημα, κατώτερα και για πέταμα. Από τον εαυτόν σου θα αρχίζεις πάντα, δεν έχεις και τίποτε άλλο δικό σου και τόσο πολύτιμο. Μαθαίνοντας πούθε έρχεσαι, ξέρεις και πού είναι ο δρόμος να πας. Και, σαν τα μάθεις αυτά, θα είσαι άνθρωπος».