ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΑ ΚΑΙ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΟ ΝΕΟ ΒΙΒΛΙΟ ΠΟΥ ΛΑΒΑΜΕ:
Από τα τέλη του 15ου αιώνα μέχρι τα τέλη του 20ού ζούσαν στην Ζάκυνθο Εβραίοι και μάλιστα με έντονη παρουσία στην κοινωνική, οικονομική, πολιτιστική και πολιτική ιστορία της. Κάλλιστα μπορούμε να υποστηρίξουμε ότι η Ζάκυνθος φέρει έντονα τα ίχνη της εβραϊκής παράδοσης.
Αυτό κυρίως ήταν η αιτία, αλλά και η συγκυρία να βρίσκονται ως Μητροπολίτης και ως Δήμαρχος στο νησί δυο δυναμικοί ανθρωπιστές, που σύσσωμη η Ζάκυνθος αγωνίστηκε και κατάφερε να σώσει από τα στρατόπεδα και τα κρεματόρια του Χίτλερ τους 275 Εβραίους της.
Σε αυτό το μοναδικό στον κόσμο συμβάν συνεργάστηκαν όλοι οι Ζακυνθινοί, όλες οι αντιστασιακές οργανώσεις ανεξαρτήτως πολιτικής τοποθέτησης. Κι αυτό επειδή επρόκειτο για ανθρώπους δικούς τους, Ζακυνθινούς, όχι για μια μειονότητα.
Τη στιγμή που τόσοι Ζακυνθινοί ήξεραν πού κρύβονται οι Εβραίοι είναι απίθανο να μην το είχαν μάθει και οι Γερμανοί. Δεν τόλμησαν όμως να τους συλλάβουν και να τους στείλουν στον όλεθρο με το καράβι που είχε έλθει να τους πάρει, επειδή έβλεπαν πως θα είχαν όλο το νησί απέναντί τους!
Το βιβλίο αυτό δύο σκοπούς είχε:
1. Να συγκεντρώσει ό,τι έχει διασωθεί στο χρόνο σχετικά με την παρουσία των Εβραίων στην Ζάκυνθο.
2. Να επιμείνει στο συγκινητικό, όσο και ιστορικά μοναδικό θέμα της διάσωσης των Ζακυνθινών Εβραίων από τα κρεματόρια των Γερμανών κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Η επί αιώνες παρουσία των Εβραίων στο νησί είναι δυσανάλογη με ό,τι έχει ιστορικά διασωθεί από αυτήν. Και το θέμα της διάσωσης των Εβραίων στην Κατοχή, αν και ιστορικά κοντινό, παρότι αποτελεί αναμφισβήτητο ιστορικό γεγονός, εξακολουθεί να καλύπτεται από αχλή όσον αφορά στα επί μέρους του.
Μπορεί να υποστηριχθεί ότι στην Ζάκυνθο αυτή η κατάσταση διέφερε όχι μόνο από όλη την Ευρώπη, όχι μόνο από όλη την Ελλάδα, αλλά και από όλη την Επτάνησο.
Έτσι φτάνουμε στην εποχή του Ολοκαυτώματος με το νησί της Ζακύνθου να έχει μεν στο παρελθόν πολύ δυσάρεστα επεισόδια εναντίον των Εβραίων του, ως απόηχο εκείνων της Ευρώπης όμως. Για παράδειγμα ποτέ στην Ζάκυνθο δεν έκαψαν τους Εβραίους, όπως έγινε σε εντυπωσιακά μεγάλη έκταση στην πολιτισμένη και χριστιανικότατη κατά τα άλλα Ευρώπη.
Οι Ζακυνθινοί Εβραίοι έρχονται αντιμέτωποι με το Ολοκαύτωμα κάτω από την προστατευτική για αυτούς στην κοινή γνώμη του νησιού αιγίδα των συγγραμμάτων και της διεθνούς προσπάθειας υπέρ τους του προκάτοχου του Μητροπολίτη Χρυσόστομου, δηλ. του Μητροπολίτη Ζακύνθου Διονυσίου Λάτα. Επίσης υπό την ευνοϊκή για αυτούς μελέτη για τα γεγονότα του 1891 μιας τοπικής προσωπικότητας, ενός προηγούμενου Καρρέρ από τον Λουκά Καρρέρ, του Φραγκίσκου Καρρέρ, την διεξοδική μελέτη του επτανήσιου ιστορικού Σπυρίδωνος Δε Βιάζη, το σύγγραμμα του διανοούμενου Διονυσίου Δάση, την συμπαθή παρουσία τους ως ερωτικά ταλαιπωρημένοι ήρωες και ηρωίδες στα λογοτεχνικά και θεατρικά κείμενα σπουδαίων Ζακυνθινών δημιουργών πανελλήνια ακτινοβολίας, (Αντώνιος Μάτεσις, Γρηγόριος Ξενόπουλος, Διονύσης Ρώμας, Γιάννης Τσακασιάνος κ.α.), μέσα από τα οποία καταδικάζονται οι εναντίον τους διακρίσεις. Κυρίως όμως κάτω από τη ματιά του απλού Ζακυνθινού που έχει μάθει να βγαίνει το πρωί του Αγίου Διονυσίου ή τα Χριστούγεννα από το σπίτι του, να συναντά τον Εβραίο και εκείνος να του λέει “Χρόνια Πολλά!”. Και να παρεξηγείται αν ο Χριστιανός δεν του απαντούσε “Επίσης!”.
Αυτά είναι τα βεβαιωμένα ιστορικά, όπως βέβαιη είναι και η διάσωση των Εβραίων. Ανάμεσα υπάρχει η αβεβαιότητα της υποκειμενικότητας όσων μας διηγήθηκαν για τις λεπτομέρειες του πώς σώθηκαν οι Εβραίοι από τους Γερμανούς.
Ο Διονύσιος Στραβόλαιμος γράφει για ένα τηλεγράφημα που ο Μητροπολίτης έδωσε στον Γερμανό διοικητή Ζακύνθου να στείλει στον Χίτλερ, έγγραφο που λειτούργησε καταλυτικά όπως λέει. Κι εδώ όμως αναφύονται ερωτηματικά: Μπορούσε ένας χαμηλόβαθμος έφεδρος στρατιωτικός να απευθύνεται απ’ ευθείας στον παντοδύναμο Φύρερ και μάλιστα να παίρνει άμεση απάντηση από αυτόν προσωπικά; Λογικό φαίνεται στο πλαίσιο του εξαιρετικής αυστηρότητας και τυπικότητας γερμανικού, ναζιστικού στρατού, στον μόνο που θα μπορούσε να απευθυνθεί ο διοικητής να ήταν στον αμέσως παραπάνω του, κάπου στην Αθήνα.
Κατά τα άλλα οι Εβραίοι προστατεύονταν, αλλά ως ξένοι, αποτελούσαν πάντα πολίτες δεύτερης κατηγορίας. Έξω από την πόλη, στα χωριά, δεν τολμούσαν να πάνε παρά μόνο μια φορά τον χρόνο, τον Σεπτέμβριο, για να αγοράσουν σταφύλια για μούστο, επειδή έπρεπε κατά τη θρησκεία τους το κρασί που θα πίνουν να προέρχεται από σταφύλια που έχουν πατήσει οι ίδιοι. Αλλά και τότε έβγαιναν από την πόλη με την εγγύηση εκείνου που τους πουλούσε τα σταφύλια. Τον υπόλοιπο καιρό ασχολούντο με το εμπόριο λαδιού, σιδηρικών, χαλκωμάτων, σαπουνιών, σκευών από κασσίτερο. Εμπορεύονταν δε εξάγοντας αυτά τα προϊόντα στην Ευρώπη, αφού διατηρούσαν σχέσεις με τους ομόθρησκους συναδέλφους τους εμπόρους στη Γαλλία, τη Φλάνδρα, την Αίγυπτο, ιδιαίτερα στα ιταλικά λιμάνια και ειδικά τη Βενετία.
“Οι ντόπιοι Ισραηλίτες δεν είναι πλούσιοι, στην πλειονότητά τους μάλιστα μπορούν να θεωρηθούν φτωχοί· λίγοι είναι έμποροι ή πωλητές, όλοι τους σχεδόν ασκούν κάποιο επάγγελμα, οι πιο πολλοί είναι λευκοσιδηρουργοί και βάζουν υαλοπίνακες (τζαμάδες). Κατασκευάζουν ακόμη στρώματα και οι γυναίκες τους φτιάχνουν κεντητά καλύμματα γεμισμένα με βαμβάκι, που τα ονομάζουν παπλώματα. Πλένουν ακόμη τα πατώματα και κάνουν τους γυρολόγους με υφάσματα, κορδέλες και άλλα εμπορεύματα. Κανένας Ισραηλίτης δεν ασχολείται τώρα με τις επιστήμες”.
Όσον αφορά την τοκογλυφία, όπως γράφει ο Διονύσης Ρώμας, μερικά χρόνια αργότερα οι χριστιανοί γίνονται καλύτεροι τοκογλύφοι από τους Εβραίους: “οι νόμπιλοι δεν είχανε ανάγκη πια να διδαχθούνε τοκογλυφικά τερτίπια από τους Ιουδαίους. Διαθέταν άφθονα κεφάλαια και στα Αρχεία της Βενετιάς υπάρχουν εκατοντάδες δικογραφίες για παρόμοιους λόγους […] τα ενδοξότερα ονόματα του ζακυνθινού αρχοντολογιού φιγουράρουνε στο ιδιότυπο αυτό Libro d’Oro […] Την εποχή εκείνη οι αιχμάλωτοι πολέμου και τα θύματα των πειρατών και κουρσάρων δεν είχανε παρά δύο μονάχα τρόπους για να ξαναγυρίσουν στην πατρίδα τους: την εξαγορά και την απόδραση”. Οι Ζακυνθινοί άρχοντες επιδίδονται επιπλέον και στο εμπόριο αιχμαλώτων και μάλιστα των Εβραίων: Από την εξαγορά ενός Εβραίου αιχμαλώτου ο Ζακυνθινός άρχοντας Τζιάκομος Σιγούρος “επρόκειτο να ωφεληθεί με 500 δουκάτα, ποσό τεράστιο. Ο Τζιάκομος Σιγούρος ήταν ο πάππος του Αγίου Διονυσίου”.