Γράφει ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας
Τη νέα ποιητική συλλογή του μάς απέστειλε ευγενώς ο
Πρεβεζιάνος ποιητής Στέλιος Θ. Μαφρέδας
(γεν. 1949), με τίτλο «Υπόκλιση στον Αυτουργό» (Οι
Εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 2012, με 64 σελίδες). Το εξώφυλλο κοσμεί μια όμορφη ξυλογραφία
της Άριας Κομιανού, η οποία έχει
χαράξει και την, επίσης όμορφη, προμετωπίδα των ποιημάτων.
Προσωπικά με προϊδέασε θετικότατα το δίστιχο μότο του
βιβλίου:
«κι εσύ πεπρωμένο
μου
ποτέ δεν θέλησες στα
ίσια να λογαριαστούμε».
Ο Στ. Θ. Μ. πασχίζει να εισοδεύσει «στο άβατο της αμφιβολίας», να εκπορθήσει την σιωπή της Ιεριχούς:
«πού ένας σαλπιγκτής
να στρατολογηθεί
άφαντοι στις
παρόδους μάχιμοι και μάντεις,
τα θούρια μουγκά και
τα εμφώνια αχρηστεμένα,
-αρχαία επαγγέλματα
οψιανοί μονάχα στις
προθήκες των μουσείων» (σελ. 10).
Πολλών ανθρώπων πατρίδα και όνομα είναι η θλίψη. Και του
ποιητή, ο οποίος φθάνει να εξαγγείλει:
«θα εγκαταστήσω
μόνιμα μια θλίψη μέσα μου
την μνήμη να
τροφοδοτεί με την αχλύ του ονείρου,
την ματαιωμένη
σύντηξη των κορμιών μας να θρηνεί
την σπίθα που δεν
άναψε
κι έμεινε αλώβητη η
πυριτιδαποθήκη» (σελ.
11).
Μιλάει, εξάλλου, εκ μέρους όλων μας, γράφοντας: «η ουτοπία κάθε μέρα μάς πληγώνει» (σελ.
12), όντες ολοένα «Πληρεξούσιοι», οι
οποίοι «δεν ενδώσαμε σε κατάχρηση
εξουσίας» (13).
Τα φυσικά βήματα έχουν ξεστρατίσει τον σύγχρονο άνθρωπο.
Δεν του μένει, παρά η οδός η μετά τα φυσικά να διανυθεί: «Τα επόμενά σου βήματα / με όρους μεταφυσικής θα μετρηθούν» (σελ.
15).
Θα μπορούσε να είναι σύνθημα στους τοίχους τής σημερινής
εν Κρίσει πολιτείας μας: «Δρόμος είναι –
κάπου υπάρχει το τέρμα» (σελ. 17), αν και «ο Αχέροντας πάντα διανυκτερεύει» (σελ. 18).
Απογοήτευση λοιπόν και ου-τόπος... Όμως δεν είναι (δεν
πρέπει να είναι) όλα τόσο μαύρα!... Πάντα υπάρχουν κάποιοι -έστω ενδεικτικοί- φωτεινοί
σηματοδότες, για να οδηγούν προς την διέξοδο. Ο ποιητής έχει λόγο κραταιό για
ν’ αυτοπαρηγορηθεί:
«Κι ως ήταν άδηλη η
μετοχή στην ουτοπία
μνημόνευσα κατά την
προσταγή, ολονυχτίς
τον Σολωμό, τον
Κόντογλου και τον Παπαδιαμάντη,
να ΄χω στο στέρνο
απόψε μια χαραγμή χαράς
κάτι περίπου σαν
ευτυχία» (σελ.
19).
Παρά την παρατεταμένη κατήφεια, η κατεξοχήν εποχή μας
είναι η Άνοιξη! Αυτή μας ταιριάζει κατά πάντα και διά πάντα. Το παραδέχεται και
ο Μαφρέδας σ’ ένα αισιόδοξο σχετικό ποίημα:
«Ταίριαζε η άνοιξη
στο πρόσωπό σου.
Στα μέτρα σου η
λεοντή του χρόνου
να εξοστρακίζει τα
τοξεύματα και κάθε επιβουλή.
[……]
σύντροφός μας ένας
Άγγελος μικρός
να δούμε με τα μάτια
του ξανά τον κόσμο»
(σελ. 23).
Ο λόγος έχει λόγο να κληροδοτείται. Κάποτε είναι
κρυπτικός, ακατανόητος και ουδείς γνωρίζει πότε θα αποδοθεί και θα
θαυματουργήσει. Κατά την αγιογραφική ρήση, άλλος σπέρνει και άλλος θερίζει.
Όμως οι «διαδρομές λέξεων»
ολοκληρώνονται, έστω και πολύ μετά από εμάς:
«Τα λόγια σου από το
παρελθόν ακούω∙
στη ζυγαριά τα βάζω
με φθογγόσημα των γρυλλισμών,
λειψά σταθμά κι ο
χρόνος φειδωλός με το απόβαρό του,
ό,τι ειπώθηκε – ξανά
θα ειπωθεί
μα σ’ άλλη
επικράτεια τα ρήματά σου θα βαδίσουν.
Πλαταίνουν οι
ορίζοντες απ’ την κληρονομιά σου» (σελ. 33).
Κι αν αυτό δεν αρκεί, υπάρχουν τα όνειρα, τα οποία μπορούν
να κάνου «βήματα πιο γοργά κι από τους
χρόνους» (σελ. 37).
Πολλές στάσεις μπορεί να κάμει ο αναγνώστης,
περιδιαβαίνοντας τα νέα ποιήματα του Μαφρέδα. Ο σκοπός όμως του παρόντος
σημειώματος δεν είναι ν’ αναλυθεί όλο το ανά χείρας βιβλίο, αλλά να γίνουν
κάποιες πρώτες νύξεις. Αξίζει όμως να σταθούμε στο ακροτελεύτιο ποίημα, το
οποίο φέρει τον τίτλο της όλης συλλογής: «Υπόκλιση
στον αυτουργό». Και ξεδιακρίνουμε, πίσω από τον Αυτουργό, τον Κώστα
Καρυωτάκη, ενώπιον του οποίου «υποκλίνεται» -σεβαστικώ τω τρόπω- ο άξιος
επίγονός του Πρεβεζιάνος τεχνίτης του λόγου.
Αντιγράφουμε ολόκληρο το ποίημα, συγχαίροντας κι ευχαριστώντας τον κ.
Μαφρέδα για την ψυχική τέρψη, την οποία μάς προσέφεραν οι στίχοι του:
Ήρθε ο καιρός να
δικαιώσουμε τον ποιητή.
Μπροστά μας έστησε
ορθάνοιχτο το μέλλον
σκηνοθετώντας μιαν
άνοιξη εκτός σειράς,
έναν αιώνα ανάστροφο
των γενεθλίων.
Κι εμείς με αργή
ανάδυση από πυθμένα πηγαδιού
τέκνα θετά
πρωθύστερης γενιάς θα απογραφούμε.
Εκείνος ο υπόγειος
καημός
που χάριζε στα
όνειρα μικρά ονόματα και ήλιους,
σαν παρωπίδα στάθηκε
και σαν ζωής ευεργεσία.
Και σαγηνεύτηκε ο
χρόνος νάρκισσος
σε ρείθρα ποταμών τα
είδωλα στοιχειώνει,
πορτραίτα η
κληρονομιά στον αχθοφόρο ζηλωτή
εξορκιστή δεινό της
έλευσης θανάτου,
καμιά στον πόνο
υποχώρηση,
η βιοψία με
εγκάρσιες τομές, στης βιωτής την συμμετρία.
Ροπή ευθύγραμμη και
το δωμάτιο πια φωτεινό,
ο άνεμος προπλάσματα
ονείρων στα πέρατα σκορπίζει.
Στο τάμα του πιστός
και θανατώνω τις κραυγές,
σ’ έναν πλωτήρα
ένοικος την άνοιξή σου ζω,
υπόκλιση στον
αυτουργό – νέμομαι τ’ όραμά σου.