ΚΑΘΩΣ ΣΙΜΩΝΟΥΝ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ…
Καθὼς σιμώνουν τὰ Χριστούγεννα
γιορτὴ ἀγάπης ποὺ τὴν ψάλλουνε οἱ ἄγγελοι,
τὴν προσκυνοῦν ποιμένες
καὶ τὴ δωροφοροῦν μάγοι
μὲ λίβανον, χρυσὸν καὶ σμύρναν,
θὰ ἤθελα νὰ προσφωνήσω ἀγγελικὰ
τὴν τευτονίδα ἀγγελώνυμη Ἄγγελα,
μὰ μὲ ἀποθαρρύνουνε οἱ Ἄγγελοι
τῶν ἀθώων παιδιῶν τῆς Ἀθήνας
ποὺ ξεψυχήσανε στοὺς δρόμους ἀπὸ πείνα
τὸν παγερὸ χειμῶνα τοῦ ’41.
Θὰ ἤθελα νὰ στείλω ἕνα χαιρετισμὸ
στὴν τευτονίδα Ἄγγελα,
μὰ δὲν μ’ ἀφήνει ὁ γόος
τῶν ὁλόμαυρων κεφαλομάντηλων
τῶν ἀπαραμύθητων γυναικῶν
τῶν καϋμένων χωριῶν τῆς Βιάννου.
Θὰ ἤθελα νὰ σφίξω φιλικὰ τὸ χέρι
τῆς τευτονίδας Ἄγγελας,
μὰ μοῦ τὸ ἀπαγορεύουν
ἀγριοκοιτάζοντάς με ἀπὸ ψηλὰ
οἱ αἱμόφυρτες σαρικοφόρες
σκιὲς τῆς ἀφανισμένης Καντάνου.
Θὰ ἤθελα νὰ στείλω ἕνα φιλὶ σὰν Χριστιανὸς
στὴν τευτονίδα Ἄγγελα,
μὰ ὀρθώνεται ἐμπρός μου ἐμποδιστικὸς
ὁ ψηλὸς τοῖχος τῶν σταυρῶν τῆς Κοκκινιᾶς,
τῶν Καλαβρύτων, τοῦ Διστόμου, τοῦ Κομμένου,
τοῦ Χαϊδαρίου, τῆς Καισαριανῆς.
Θἄθελα νὰ χαμογελάσω ἔστω ἀπόνηρα
στὴν τευτονίδα Ἄγγελα,
μὰ μ’ ἐμποδίζει τὸ κατοχικὸ διαγούμισμα
τοῦ ἔχειν, τῆς ψυχῆς, τοῦ αἵματος
καὶ τῆς ἐλπίδας τοῦ λαοῦ μου,
ὑπὸ τοὺς ἤχους μουσικῆς βαγκνερικῆς.
Θἄθελα ἕνα νεῦμα κἄνε ἀνθρωπιᾶς νὰ γνέψω
στὴν τευτονίδα Ἄγγελα,
ἀλλὰ τὸ παγερὸ της βλέμμα τὸ καλβίνικο
μοῦ διαμηνύει σὲ κυνικὸ ἠχόχρωμα: «Φορμπότεν!...
Πρῶτα στὸ χέρι τοὺς τόκους ποὺ ὀφείλεις, ἀχαΐρευτε!
Πρῶτα στὸ χέρι τῆς πονηρῆς ψυχῆς σου τὸ κλειδί!»
Κοιτάζω τὸν ἀκόμα ἡλιόχαρο ἑλληνικὸ οὐρανὸ
κι ἀκούω τὸ Θεό μου νὰ μοῦ λέει:
-Μὴ χολοσκᾶς!... Ἄφες το!... Δὲν πειράζει!...
Ἐσύ, τὴ μνήμη σου μὴ χάσεις!
Αὐτὸ εἶναι τὸ ἀπόλυτα «φορμπότεν»,
κι ἔλα στὸ σπήλαιο τῆς Βηθλεὲμ γιὰ νὰ τὰ ποῦμε!
Πειραιεύς, 22-11-2011