Γράφει ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΔΗΜΕΛΛΑΣ
Ξαφνικά ο Αφιάρτης γέμισε μπανάνες,
για την ακρίβεια πλημμύρισε φιστίκια, σοκολάτα, αρωματικό σκούρο καφέ και
πράσινες άγουρες μπανάνες που δεν προλάβαιναν να μαζέψουν όσοι βρήκαν την όρεξη
χριστουγεννιάτικα να κατέβουν εκεί στην άκρη της Καρπάθου, νότια πάνω στην
μύτη, στο Λίκι, μπροστά στον λιανό κάβο,
που λένε οι ντόπιοι.
Δεν ήταν μοναχά οι γιορτές, ήταν και
ένας καιρός φαρμάκι, ένα εννιάρι κατέβαζε την θάλασσα σαν μαστίγιο τόσο που
φαινόταν να κόβει τον κάβο και να τον σεργιανά σαν σερπαντίνα στο Λιβυκό. Έτσι,
ούτε λόγος να περάσεις από κοντά της, είχε καρφωθεί στα παραπονεμένα βράχια το βαπόρι, είχε
σκαρώσει γερά.
Ήταν παραμονές των γιορτών,
ξημερώματα Κυριακής, 23 Δεκέμβρη του
1962, όταν το πλοίο Gernik, προσάραξε έπειτα από σφοδρή θαλασσοταραχή στο
πίσω μέρος του Κάστελλου. Ο Γιώργος Σ. ήταν τότε τριαντάρης -ίσως λίγο πιο πάνω-
και με τον δάσκαλο Χατζηκωστή βρέθηκε από την πρώτη στιγμή στα πόδια του
τσακισμένου καραβιού.
Πιάσαν κουβέντα μ’ έναν ναύτη, Ιταλό,
που είχε ράμματα για την γούνα των αξιωματικών του πλοίου. Χριστουγεννιάτικα,
παράτησαν στην γέφυρα ολομόναχο έναν ναύτη, να κάνει κουμάντο στο τιμόνι, τα
κύματα κλωθογύριζαν, χορευτάλιζαν στην κουβέρτα, μα εκείνοι είχαν στρωθεί στην
τραπεζαρία, δεν υπολόγισαν, δεν ήξεραν το Καρπάθιο, τους Θεούς και την
σοροκάδα, που τελικά τους πέταξε στα βράχια.
Στην αρχή, αξημέρωτοι, στα σκοτεινά,
νομίσαν πως, αν αδειάσουν τα αμπάρια, αν ελαφρύνουν λίγο το βαρύ σκαρί, θα
καταφέρουν να ξεφύγουν από τις δικές τους “συμπληγάδες”. Μάταια, γέμισαν τον
μακρύ γιαλό, εκεί τα έβγαλε το κύμα, με τα εμπορεύματα, το φορτίο τους.
Το Gernik, είχε πάρει την απόφασή του. Θα άραζε
στα άγρια νερά της Καρπάθου, εκεί θα πέρναγε πια τον χρόνο του. Τελικά, οι ναυτικοί είδαν κι αποείδαν, με ένα σάλτο
βρέθηκαν στις αλυκές του Κάστελλου και από εκεί στα Πηγάδια. Την επόμενη μέρα,
την Δευτέρα, στον Αφιάρτη έγινε
πανηγύρι, γαιδούρια, μουλάρια, δύο φορτηγά του Μακρή και του Χατζηκωστή ακόμη
και ένα λεωφορείο έκανε έκτακτο δρομολόγιο, για να μαζέψει ο κόσμος τα “δώρα”
που έφερε ο παράξενος επισκέπτης.
Γέμισαν τους κούρπηθες με πράσινες
μπανάνες, τις ταράτσες με βρεμένα φιστίκια από καφέ και σοκολάτα λίγα πράματα,
αφού φρόντισαν, όπως λένε εκείνοι που τα ζήσανε, τα δύο ρυμουλκά που έφτασαν
από Πειραιά να “τακτοποιήσουν” το ακριβό εμπόρευμα.
Το
βαπόρι δεν ξεκολλούσε από τον βράχο και με τελευταία λύση τους δυναμίτες,
αντί να το τραβήξουν τα κατάφεραν, να το “δέσουν” πιο γερά, τόσο που το πλοίο βυθίστηκε και σήμερα
είναι άμορφα, σκουριασμένα σίδερα, βυθισμένο σε βάθος 15 μέτρων βόρεια του
Κάστελλου.
Το δράμα το έκαμε λέξεις, συναίσθημα,
ο Ιταλός καπετάνιος, που στάθηκε να απειλεί με το περίστροφο, μια το γυρνούσε
πάνω του και μια πάνω στους λιμενικούς, όταν του ζήτησαν να φύγει από το
σκαρωμένο φορτηγό.
Ο ίδιος είχε μερίδιο στο ναύλο, ήταν
καπετάνιος μα και ο ενοικιαστής έτσι αφήνοντας το Gernik στην Κάρπαθο, άφηνε και όλα τα
όνειρα για μια καλύτερη ζωή να τα τρώνε οι σμέρνες, έχασε μια περιουσία και όλη
την καριέρα του, ήταν μια κρύα, παγωμένη νύχτα, που το πλοίο χάραξε μοναχό την
ρότα του.
Η ιστορία πέρασε από τα μονόστηλα των
εφημερίδων κι αυτό γιατί η είδηση έφτασε από το Λονδίνο, την ασφαλιστική
εταιρία, άλλωστε, δεν φαίνεται να είχαν σπουδαία θέματα εκείνες τις ημέρες.
Με την κακοκαιρία, στα πρώτα άρθρα,
μιλούσαν για τα ναυάγια στον Εύξεινο Πόντο και την Σικελία, επιθέσεις μιας
πεινασμένης αγέλης λύκων στο χωριό Αμάραντος Τρικάλων, τα ματαιωμένα δρομολόγια
και η επικοινωνία προς και από την Βόρειο Ελλάδα, που γνώριζε μια απίστευτη
χιονοθύελλα και του 600 αστέγους από τις πλημμύρες στην Πάτρα.
Μα και η Ευρώπη φορτωμένη στο χιόνι
έχανε τον μπούσουλα.
Στο Βελιγράδι τα νοσοκομεία γέμισαν
με σπασμένα πόδια και χέρια, ήταν περισότεροι από 1000 άνθρωποι, που από
απροσεξία γλίστρησαν στον πάγο. Στην Γερμανία πάγωσαν όλοι οι ποταμοί, όπως και
η ολόκληρη η περιοχή της Βαλτικής, ενώ συνεχίζονται οι κατακλυσμιαίες βροχές σε
Ιταλία και Μεγάλη Βρετανία.
Στην άλλη πλευρά του ημισφαιρίου στην
Αργεντινή λόγω του ανυπόφορου καύσωνα επτά άτομα πνίγηκαν στον ποταμό Λα πλάτα,
αναζητώντας λίγη δροσιά.
Την ίδια στιγμή οι Αθηναίοι γεμίζουν
τις ζεστές και από συναίσθημα, κινηματογραφικές αίθουθες, παρακολουθώντας τον
Νίκο Σταυρίδη και την Μάρθα Βούρτση στις ταινίες πρώτης προβολής “Κορόιδο Γαμπρέ” και “Ορφανή σε ξένα χέρια”, αντίστοιχα.
Στην Κάρπαθο το 1962 έγιναν οι πρώτες έρευνες, για πετρέλαιο, από την
γαλλική εταιρία Σαφάρ, ολοκληρώθηκαν τα λιμενικά έργα στα Πηγάδια (έργο ύψους
8.000.000 δραχμών), ενώ ο ξενώνας, το σημερινό δημαρχείο, βρίσκεται στο τελικό
στάδιο αποπεράτωσης, στην κοινότητα
Μενετών ανοίγει ο δρόμος από της Σταματουλίτσας προς Άγιο Ιωάννη, τελείωσαν οι
εργασίες των υπονόμων και ξεκίνησε η κατασκευή του υδραγωγείου.
Το νησί γνωρίζει και την εποχή της
πρώτης ανάπτυξης αφού αναγνωρίζει η πολιτεία την ανάγκη πολιτικού αεροδρομίου
και ανακοινώνει τις πρώτες πτήσεις για το τέλος του 1963, το άνοιγμα του
στην περιοχή του Αφιάρτη, εκεί που Ιταλογερμανοί κατακτητές είχαν φτιάξει τους
πολεμικούς αεροδιαδρόμους. Εκεί που έμελε να γνωρίσει και το τέλος το ναυλωμένο
απο Ιταλούς εμπορικό πλοίο GERNIK, Λιβεριανής
σημαίας και ιδιοκτησίας της Seven Seas Shipping Corporation.
Μα δεν ήταν ένα τυχαίο σκαρί, δεν
είχε εύκολη ιστορία, το τελευταίο όνομα του έκρυβε επιμελώς την πολυδιάστατη
ιστορία του.
Το φορτηγό
πλοίο είχε ναυπηγηθεί το 1939 στο Lübecker Maschinenbau, του Lubeck της Γερμανίας, για την εταιρία του Αμβούργου A.Kirsten και αρχικά έφερε το όνομα CRESSIDA.
Η Χρυσιήδα,
(Χρυσηίς) είναι μυθικό πρόσωπο που
εμφανίζεται στην Ιλιάδα του Ομήρου. Κατά την διάρκεια του Τρωικού πολέμου, ο Αχιλλέας
πολιόρκησε και κατέλαβε την Θήβα και πήρε ως λάφυρα την Χρυσηίδα, κόρη του
Απολλώνιου ιερέα Χρύση, την οποία πήρε ως παλλακίδα του Αγαμέμνονα, ο ίδιος, ο
Αχιλλέας κράτησε για τον εαυτό του, την
Βρησιήδα, η οποία ανταγωνιζόταν, ανεπιτυχώς, σε ομορφιά την Χρυσηίδα.
Στην ελληνιστική περίοδο συναντάμε με το
ίδιο όνομα την βασίλισσα της Μακεδονίας και μητέρα του μετέπειτα βασιλιά Φιλίππου Ε’.
Το όνομα φαίνεται πως έμελλε να καθορίσει και την
ζόρικη διαδρομή του.
Οι διαστάσεις του πλοίου είναι 78 x 10.6 x 4.2 μ., και ήταν 1046 τόνων. Στην εποχή που η Γερμανική,
ναζιστική μηχανή, έστηνε την θεότρελη εξπρεσιονιστική μηχανή της, το πλοίο
επιτάχθηκε και ξεκίνησε πολεμικές επιχειρήσεις.
Το 1939 από το γερμανικό ναυτικό και έπειτα από τις
πρώτες αναγκές μετατροπές πήρε το όνομα V.102, (Vorpostenboot.102) που με διοικητή τον Helmut Leissner πήρε μέρος στο ξεκίνημα της επιχείρηση Weserubung, κατά την εισβολή στην Νορβηγία.
Το 1940
μετετράπη σε Sperrbrecher, δηλαδή ναρκαλιευτικό, ενισχύθηκε στο σκαρί του,
προκειμένου να ανοίγει δρόμο σε άλλα πλοία σε περιοχές με ναρκοπέδια. Είχε από
την κατασκευή του στενό πλωριαίο ρύνχος, έτσι μπορούσε σχετικά εύκολα να
εισχωρήσει σε ναρκοθετημένες περιοχές και με τα αντιμαγνητικά συστήματα, όπως
ήταν φορτωμένο να “καθαρίσει” την θάλασσα και να επιτρέψει στα υπόλοιπα πλοία
της νηοπομπής που συνόδευε να περάσουν με ασφάλεια.
Τότε, στα
μέσα του ΄40, άλλαξε πάλι, όνομα, έγινε το SPERRBRECHER 32 και την
επόμενη χρονιά, το 1941, SPERRBRECHER 132 μιας και δεν μπορούσε
να χρησιμοποιηθεί για πλωτό νοσοκομείο, όπως άλλα τις κατηγορίας του, αλλά
μοναχά για ναρκαλιευτικό.
Τα πλοία που χρησιμοποιούνται για
αυτό το έργο της εξουδετέρωσης ναρκών θα έπρεπε να είναι πολύ θωρακισμένα για
να αντέξουν στις εκρήξεις. Ανέπτυσσαν 14
κόμβους μέση ταχύτητα (26 km/h) και έφεραν βαρύ οπλισμό, ειδικότερα τα εξής
κανόνια: 2x 105 mm (4.1 in)AA, 2x 37 mm (1.5 in) AA, 15x20 mm (0.79 in) AA.
Μέχρι και το 1940 οι μαγνητικές νάρκες
ήταν η μεγαλύτερη απειλή για τα βαπόρια που εισέρχονται ή εξέρχονται από τις
βάσεις τους.
Τα αεροσκάφη και οι κομάντος κατά τη
διάρκεια της νύχτας έριχναν εύκολα τις νάρκες.
Τα ναρκαλιευτικά ήταν εξοπλισμένα με
ένα σύστημα VES, ουσιαστικά
μια τεράστια γεννήτρια μαγνητικού πεδίου που εύκολα μπορούσε να προκαλέσει
την έκρηξη μαγνητικών ναρκών από ασφαλή
απόσταση.
Τα Sperrbrecher,
χρησιμοποιήθηκαν για να συνοδεύσουν πλοία επιφανείας μα και υποβρύχια, από και
προς τις βάσεις τους, που με ιδιαίτερα βαρειά αντιεροπορικά όπλα μα με τα
μαγνητικά μπαλόνια προχωρούσαν μπροστά, γινόντουσαν στην ουσία οι ανιχνευτές, οι ιχνηλάτες, μα και τα πρώτα θύματα
του πολέμου.
Πάνω από 140 τέτοιοι ανιχνευτές,
κυρίως πρώην εμπορικά πλοία με μέγεθος περίπου 5000 ts. χρησιμοποιήθηκαν κατά τη διάρκεια
του πολέμου και περίπου το 50% από αυτούς χάθηκαν σε αυτόν τον εξαιρετικά
επικίνδυνο ρόλο.
Η Χρυσιήδα ανήκε στην τρίτη, από τις οκτώ συνολικά, μοίρα γερμανικών
ναρκαλιευτικών, αποτελούμενοι από 22 παρόμοια σκαριά τα οποία και επιχειρούσαν
στην ευρύτερη περιοχή της Βαλτικής με εξειδίκευση στην συνοδεία υποβρυχίων. Στο
Τροντχάιμ βρίσκουμε το βαπόρι να είναι ο φύλακας άγγελος τεσσάρων υποβρυχίων, U568, U569, U570 και U571.
Στα γερμανικά ιστορικά ντοκουμέντα
αναφέρεται έντονα η δράση του S-132, στην περιοχή του Γκντανσκ, αλλά και
στο Κούρλαντ, όπου και επιχειρούσε ο στόχος, μα και ο φόβος των Γερμανών, ένας
μεγάλος αριθμός Σοβιετικών υποβρυχίων.
Ατσαλάκωτο βγήκε και από τις μάχες
κατά την απόβαση των συμμάχων στην Νορμανδία, ήταν ένα από τα 500 πλοία των
Ναζί. Η γνωστή επιχείρηση με το κωδικό
όνομα operation overlord, ξεκίνησε στις 6 Ιούνη 1944 και
ολοκληρώθηκε τρεις μήνες μετά στις 19 Αυγούστου τις ίδιας χρονιάς, αξίζει να
αναφέρουμε πως τα συμμαχικά πλοία έφταναν περίπου τα 7.000! Ίντριγκες και κατασκοπία, μα είναι
που ολόκληρα μυθιστορήματα θα μπορούσαν να γραφτούν γύρω από την καθημερινή
διαδρομή του, ενώ το ίδιο αγωνιζόταν να την βγάλει καθαρή και να ξεφύγει από
την σκλαβιά του.
Το πλοίο
τον Μάιο του 1945 παραδόθηκε στους Αμερικανούς, αλλά τον Οκτώβριο του 1947
μεταφέρθηκε στους Ολλανδούς και επέστρεψε στα πολιτικά του καθήκοντα ως ELSENBURGH, όνομα που δόθηκε στο πλοίο από ομώνυμη Ολλανδική περιοχή, για λογαριασμό της
εταιρίας Wm.H.Muller & Co. Το 1952 αφαιρέθηκαν οι λέβητες και τοποθετήθηκε μηχανή ντίζελ.
Εκτέλεσε
κυρίως το δρομολόγιο από Καζαμπλάνκα για
το Λονδίνο, μεταφέροντας εμπορεύματα και έχει εκτενείς αναφορές στα εθνικά
αρχεία της Μεγάλης Βρετανίας. Πουλήθηκε
το 1961 στη λιβεριανής έδρας Seven Seas Shipping Corporation και μετονομάστηκε ξανά, πήρε το τελευταίο του όνομα GERNIK, που είναι και το όνομα του μεγαλύτερου, καταπράσινου,
χωριού της Νότιας Τσεχίας στο Banat της Ρουμανίας, που είναι 14 χλμ από τη
Μολδαβίας.
Παράξενα γράφεται η ιστορία, πάνω σε
εμάς, στους ανθρώπους είναι όλα προσανατολισμένα, είναι όμως κάποιες θρησκείες,
εκεί στην ανατολή, που δίνουν σε όλα τα πράγματα ψυχή. Οι Ανιμιστές είναι εκείνοι που
αναγνωρίζουν σε όλα το δικαίωμα της ύπαρξης, της ξεχωριστής οντότητας σε όλα,
ακόμα και εκείνα που ορίζουμε εμείς σαν άψυχα, νεκρά. Το βαπόρι με την
περίεργη, τρελή πορεία, ανέβαινε φορτωμένο μπανάνες και φιστίκια για Ιταλία,
ξεκίνησε από κάποιο αφρικάνικο λιμάνι, όπως το Μαπούτο της Μοζαμβίκης ή την Λουάντα της Αγκόλας, μα νύχτα δίχως φεγγάρι και με εννιά μποφόρ να
στρουφίζουν την θάλασσα δεν ήθελε πολύ, ήρθε και καβάλησε τον Λιανό κάβο με
τους ναυτικούς να βγαίνουν ζωντανοί και ατσαλάκωτοι, το βαπόρι έμελλε να μην το
θυμάται κανείς, έγινε παλιοσίδερα, που ενωμένα με τα βράχια, έκαμαν βράχια,
έγιναν φιλόξενο σπίτι σκάρων και γερμανών. Ψαριών, όχι ταξιδιωτών.
Το τέλος δεν γράφτηκε ακόμη για την Χρυσηίδα,
η θάλασσα του Αφιάρτη το σιγοτρώει, από κοντά, στους Καρπάθιους δύτες, δείχνει
μια αδιάφορη μάζα σκουριάς, έτσι το προσπερνούν δίχως χασομέρι. Παρατηρώντας, δίνοντας χώρο στο μυαλό,
από ψηλά, μετά τις στροφές, στην περιοχή Σκάφη, έρχεται στο μυαλό η αδικία, το
λάθος, μα αν το καλοσκεφτείς, αν σταθείς με τα μάτια, μα και το μυαλό πάνω του,
θα δεις πως του πάει να κολυμπά, να καμαρώνει μέσα στο γαλάζιο, ξεχωρίζει,
γίνεται ένα με τον Κάστελλο, που πενήντα ολόκληρα χρόνια τώρα δεν είναι μονάχος
του.
Αν δεν καβαλούσε τα βράχια θα
κατέληγε στα παλιατζίδικα, λιωμένο σκράπ, θα είχε ξεχαστεί, μεταμορφωμένο κι
αυτό όπως τόσα άλλα που έπνιξαν την ιστορία του στα νεκροταφεία των καραβιών. Μα το δικό μας το ναυάγιο, μοιράζει
και μοιράζεται μυστικά, σιγοκουβεντιάζει ο βράχος με τα αλμυρά πια, σίδερα του
σκαριού, που έχουν κρατήσει κομμάτια από ψυχές των ναυτικών, που περπάτησαν
μερόνυχτα με αγωνίες μαζί του. Άλλωστε, τι άλλο μπορεί να είναι ένα βαπόρι αν
όχι οι ψυχές όλων εκείνων που κλείστηκαν μέσα του, που έδωσα τον χρόνο τους
μέσα στο δικό του στενό χώρο.
Αν τύχει και σταθείς περαστικός, αν
πιάσεις λέξεις στον αέρα μην φοβηθείς, μην τρομάξεις, είναι που σιγοψιθυρίζει
την ιστορία του, λέει τα δικά του, τα κατορθώματα του, που ανήμποροι αφήνουμε
να χάνονται στο πέρασμα του ανέμου, είναι βλέπεις και ο Αφιάρτης τόπος σκληρός,
αντρίκειος, μα άλλωστε για αυτό διάλεξε
η Χρυσηίδα να ριζώσει, να
μεταμορφωθεί στην αιώνια σύντροφο του.
Την Κυριακή 23 Δεκέμβρη του ’62
πλησίασε με μια φωτογραφική μηχανή ο Μιχάλης Οθείτης, έκρυψε το μάτι του πίσω
από τον φακό, έκαμε να φτιάξει κάδρο, να νετάρει, μα ένας Ιταλός ναύτης τού
φώναξε: “Μην το τραβάς! Τώρα πεθαίνει”.
Ακούμπησε στον Αφιάρτη, μα ακόμη και τώρα, σήμερα, όταν κολυμπώ, στον
Αγριλαοπόταμο, νιώθω την ζεστή ανάσα της Χρυσηίδας, της παλλακίδας που κολυμπά στα νερά του Κάστελλου.