Απόψε αποχαιρετάμε τον Ιούλιο, με κωδωνοκρουσίες (κατά το έθιμο), φωταψίες και ξεφαντώματα. Από αύριο ο Αύγουστος μονοκράτωρ θα γυρίσει το Θέρος στο άλλο πλευρό της νωχέλειάς του, ενώ θα ηχούν λιβανίσματα Παρακλήσεων στη Μάνα της Οδύνης, κάθιδρες φωνές του πρόωρου Τρύγου, μυρωδιές λικνιστικές σταφίδας στ' αλώνια, πανηγύρια στα χωριά μας με πρώτο και καλύτερο εκείνο του Αγίου!!!
ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΕΝΘΕΤΑ. Ό,τι νεότερο εδώ!
-
Παναγούλα Βανάτου: Κυριακή Γ΄ Λουκά 2024 και μεθέορτα Αγίων Κυπριανού και Ιουστίνης - Κυριακή Γ΄ Λουκά, 6η Οκτωβρίου 2024, στον Ναό της Παναγούλας Βανάτου εν Ζακύνθω, όπου, μαζί με τον Άγιο Απόστολο Θωμά, μεθεορτάσθηκε η μνήμη των Αγίων Μαρτ...Πριν από 3 ώρες
-
Επίσκεψη Οικουμενικού Πατριάρχου στο Μουσείο και την Λίμνη της Δοϊράνης [photos] - Ώρα 1 το μεσημέρι της 23ης Σεπτεμβρίου 2024. Επίσκεψη Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου στο Μουσείο και την Λίμνη της Δοϊράνης. [Φωτογραφίες: Νίκ...Πριν από 1 εβδομάδα
-
Fr Georgios Lekkas: FROM FAITH TO FAITH - Luke’s account of the Miraculous Catch of Fish and the calling of the first Disciples (Luke 5:1-11) permits us to witness the spiritual journey of Peter ...Πριν από 2 εβδομάδες
-
Γεωργίου Λέκκα: ΕΠΕΤΕΙΟΣ (νέo ποίημα) - 8.9.1991Ξύπνησα πριν προλάβω να φέρω τα ψώνια σπίτιμε το παλιό σιδερένιο καροτσάκι της Λαϊκήςανήμερα στην πρώτη επέτειο του γάμου μαςεσύ ψηλά στον Ουρανό κ...Πριν από 3 εβδομάδες
-
Ταξίδι στην Κριμαία | Evge | Homeward (2019) - *Κείμενο του Μανώλη Κρανάκη * Ένα νεαρό αγόρι, ο Αλίμ, φοιτητής δημοσιογραφίας στο πανεπιστήμιο του Κιέβου κάθεται στον διάδρομο ενός νεκροτομείου. Μοιάζ...Πριν από 2 χρόνια
-
Τρίτη 31 Ιουλίου 2007
Αποχαιρετισμός Ιουλίου
Απόψε αποχαιρετάμε τον Ιούλιο, με κωδωνοκρουσίες (κατά το έθιμο), φωταψίες και ξεφαντώματα. Από αύριο ο Αύγουστος μονοκράτωρ θα γυρίσει το Θέρος στο άλλο πλευρό της νωχέλειάς του, ενώ θα ηχούν λιβανίσματα Παρακλήσεων στη Μάνα της Οδύνης, κάθιδρες φωνές του πρόωρου Τρύγου, μυρωδιές λικνιστικές σταφίδας στ' αλώνια, πανηγύρια στα χωριά μας με πρώτο και καλύτερο εκείνο του Αγίου!!!
Δευτέρα 30 Ιουλίου 2007
Αναπάντεχη συνάντηση με τη Μαρίτσα
Όμως τα χρόνια πέρασαν και η σχέση έφτασε στο μη περαιτέρω, παρά το πρωταρχικό δέσιμο. Ήρθαν νεότερες περιπτώσεις στην καθημερινότητά μου, πιο εξελιγμένες και με προσόντα αδιαφιλονίκητα. "Οι αγάπες μ' έβαλαν στη μέση", όπως θάλεγε η Χαρούλα σ' ένα από τα τραγούδια της. Απάτησα τελικά τη Μαρίτσα... Εκείνη δεν παραπονέθηκε ποτέ. Αποσύρθηκε -ως μη ώφειλε- στη γωνιά της, αγόγγυστα. Αξιοπρεπής, ωραία, υπερήφανη, περιμένοντας άραγε τι;;;
Η παλιά πιστή φιλενάδα, όπως θα καταλάβατε απ' τη φωτογραφία, είναι η πάλαι ποτέ γραφομηχανή μου, μάρκας Maritsa. Δώρο, για μένα πολυτιμότατο, ενός πολύ ευαίσθητου και αγαπημένου θείου από τα Γιάννενα, του μακαρίτη του Βασίλη Χήτου, που ήθελε (όπως έλεγε το γλυκύτατο εκείνο ανθρωπάκι του Θεού) να με στηρίξει στα πρώτα μου γραψίματα! Το γεγονός, ότι έβλεπα τα κείμενά μου τυπωμένα, ήταν μια σπουδαία απόλαυση. Θεωρούσα τότε, πως είχα κατακτήσει τον κόσμο!!!
π. Π. Καποδίστριας
Κυριακή 29 Ιουλίου 2007
Νύχτα ολοσέληνη πάνω από την καρυδιά μας
Παρασκευή 27 Ιουλίου 2007
Στο δάσος των κέδρων στα Στροφάδια
Το δάσος από κέδρους στο μεγάλο νησί των Στροφάδων είναι μια άλλη υπέροχη γωνιά του επίγειου αυτού παραδείσου. Πυκνότατη βλάστηση, μεγαλοπρεπή δέντρα εντυπωσιακά σε μέγεθος (Juniporus Phoenica), επικυρίαρχα σήμερα του τόπου, καθυποβάλλουν με την επίμονη αντοχή τους στους Αέρηδες και τη μυστικιστική τους διάθεση να κλείνουν τον δρόμο στους αμύητους. Θάλεγε κανείς, ότι -όπως και ο παπα Γρηγόρης- κι αυτά δεν επιθυμούν επισκέπτες στην επικράτειά τους. Αν μπορούσαν μάλιστα να επιταχύνουν με κινηματογραφικό τρόπο τον Χρόνο, θα μάς απέκλειαν ασφαλώς τις προσβάσεις.
Το δάσος των κέδρων και ο αφιλόξενος λόγγος οδηγούν έως την αχαλίνωτη θάλασσα, όπου οι Αέρηδες έχουν κυριολεκτικά ξυρίσει τα δέντρα, δημιουργώντας μια παράδοξη αίσθηση land art, αλλά και θαυμασμού, λόγω του διαρκούς αυτού και σκληρού παιχνιδιού άγριας φύσης και πανάγριων νερών.
Πέμπτη 26 Ιουλίου 2007
Παρηγορητικές γωνιές εδώ κι εκεί στο Τζάντε
Τρίτη 24 Ιουλίου 2007
Ενθυμούμενοι πάλι και πάλι τον Δημήτρη Λάγιο με στίχους
Καλός οιωνός το κλάμα
όταν τα πάντα θα επιστρέφουν στη φιλοκαλία του νότου
Παρασκευή 20 Ιουλίου 2007
Πρώτες πρωινές ανταύγειες πάνω από τα Στροφάδια
Ωραίες ώρες βιώνονται στα δυο μικρά νησιά των Στροφάδων κάθε πρωί, καθώς ο Ήλιος αναδύεται απ' τη νύχτα του δειλά, σιγανά μα βέβαιος για την οριστική του επικράτηση, χαρίζοντας θωπείες εξαιρετικές στα πλωτά αυτά νησάκια.
Υπέροχα παιχνιδίσματα, παρηγορητικά αγγίγματα στον βυζαντινό Πύργο, αγαπητικά κρυφτούλια πίσω από τα φυλλώματα, πολλά υποσχόμενες λάμψεις στους καθρέφτες της θάλασσας, νωχελικά ξυπνήματα νερών πάνω στα φύκια.
Οι αυγινές μιλιές του ήλιου πάνω από τα Στροφάδια είναι απαράμιλλες! Γοητεύουν κι αιχμαλωτίζουν, ανακαλύπτοντας αισθήσεις αγεωγράφητες και νεότερες πατρίδες του Ονείρου και της διασώζουσας Σιωπής!!!
Πέμπτη 19 Ιουλίου 2007
Στο Φεστιβάλ Υμηττού "Η Γυναίκα της Ζάκυθος"
Έλαβα μόλις τώρα από τους παράγοντες του 21ου Φεστιβάλ Υμηττού την είδηση-δελτίο Τύπου μ' ένα ευσύνοπτο και κατατοπιστικό e-mail. Νομίζω, ότι πρέπει να Σας μεταφέρω αυτούσιο το σχετικό κείμενο, για να λάβετε γνώση. Αν μάλιστα βρεθείτε στην Αττική την άλλη εβδομάδα, ευχής έργο θα ήταν, ν' ανακαλύψετε κι εκεί τον Σολωμό, ο οποίος εσχάτως λείπει συχνά (ο νοών νοείτω) απ' το γενέθλιο νησί μας :
Τετάρτη 18 Ιουλίου 2007
Παπα-Γρηγόρης, ο αφιερωμένος αναχωρητής των Στροφάδων
Κείμενο - φωτογραφίες: π. Παναγιώτης Καποδίστριας
Για περίπου τριάντα χρόνια ο Ιερομόναχος Γρηγόριος Κλάδης, αποτελεί την ψυχή των Στροφάδων Νήσων, όπου υφίσταται τραυματισμένο απ' τους σεισμούς του 1997 το Πυργομονάστηρο του 13ου αιώνα, χτισμένο απ' τους Παλαιολόγους. Ο Ζακυνθινός αυτός Μοναχός επέλεξε, όχι τη βουή του Μοναστηριού στη Χώρα του Τζάντε, αλλά την απέραντη γαλανή ερημία της παλαιάς έδρας της Μονής του, σαράντα ναυτικά μίλια μακριά. Εκεί όπου κάθε πέτρα, κάθε πουρνάρι, κάθε κέδρος και κυρίως ο αρχηγέτης Άνεμος διηγούνται ολοένα μεγαλεία παρελθόντα, αλλεπάλληλες επιδρομές πειρατών και Αγαρηνών, αίματα, κρουνούς αιμάτων από τους σφαγιασμένους Πατέρες, που διέλαμψαν στον χώρο στο πέρασμα των αιώνων.
Αυτό είναι το περιβάλλον του παπα Γρηγόρη, του ολόμονου και απόμακρου Στροφαδινού ασκητή, ο οποίος, με την ολόθυμη και μόνιμη αφιέρωσή του, κράτησε ανοιχτή την Πύλη της Μονής του στο μεταίχμιο του Εικοστού και Εικοστού Πρώτου Αιώνα, καταφέρνοντας έτσι να παραμείνει αδιάσπαστη η μακρά άλυσος της μοναστικής Παράδοσης του τόπου και μάλιστα σε καιρούς, που χαρακτηρίζεται από μύρια όσα αντι- σε όλες μας τις εκφάνσεις. Εκείνος όμως ακόμη αντέχει, κατέχοντας την διάλεκτο της Μοναξιάς απέξω κι ανακατωτά, με μόνη του παρηγορητική παρέα τον σκύλο του τον Πάρη, τα πρόβατά του και την Παναγία την Παντοχαρά, υπέρμαχο αδιαμφισβήτητη των Πουλιών και των Αέρηδων, που ευδοκιμούν κάτω εκεί.
Ο μονήρης Μοναχός Γρηγόριος ουδόλως ευχαριστιέται με τις επισκέψεις. Το αντίθετο μάλιστα. Στενοχωριέται κι εξαφανίζεται. Έχει τον δικό του "θεό", θα έλεγε όποιος τον πρωτογνωρίζει. Αλλά, στην πραγματικότητα μοιάζει με ένα μικρό παιδί. Αθώος, ανεξίκακος, έκπληκτος και συμμαζεμένος μπροστά σε όσους τελευταία τον επισκέπτονται. Προτιμάει να συνομιλεί με τα ζωντανά του, να ζυμώνει, να πήζει τυρί, να διαβάζει τα ιερά του βιβλία στο ταπεινότατο κατάλυμά του και από το παρεθύρι του, που το τσακίζουν συνήθως οι Άνεμοι, να θεάται μακριά το βαθύτατο γαλάζιο και, σε πρώτο πλάνο, το Κοιμητήρι των μακάριων συναδελφών του, όπου τού μέλλει...
Ο παπα Γρηγόρης είναι δέσμιος του αγαπημένου του νησιού στην απεραντοσύνη του Πουθενά...΄Η, μάλλον, απολύτως ελεύθερος στην άπλα του Παντός...
Τρίτη 17 Ιουλίου 2007
Μια μικρή έρευνα: ΖΑΚΥΝΘΟΣ ΣΗΜΕΡΑ. ΤΙ ΘΑ ΚΡΑΤΟΥΣΑ; ΤΙ ΘΑ ΠΕΤΑΓΑ;
Δευτέρα 16 Ιουλίου 2007
Εν έτει φωσκολικώ τε και σολωμικώ
Διάγουμε οι Ζακυνθινοί και άπαντες οι μετέχοντες της ημετέρας παιδείας Έτος Ούγου Φώσκολου, αλλά και Διονυσίου Σολωμού. Περί Φώσκολου όμως ο αποψινός λόγος. Αραιά και πού κάποια (σημαντικά όντως) πράγματα συντελούνται ως προς την επέτειο αυτήν από ιδιωτικούς φορείς, όπως π.χ. οι εκδηλώσεις του Μουσείου Σολωμού και Επιφανών Ζακυνθίων. Αλλά όλα ετούτα δεν συναποτελούν το δέον γενέσθαι από πλευράς επίσημης πολιτείας και τοπικών επίσημων παραγόντων.
Το σπίτι αίφνης του Φώσκολου, δεν είναι -ως φαίνεται- μπορετό να ξαναορθωθεί, μήτε είμαστε έτοιμοι για καλλιέργεια μιας οποιασδήποτε μορφής φωσκολιανών σπουδών, εδώ στον τόπο που τον γέννησε και ο ίδιος λάτρευε νοσταλγικότατα. Ευελπιστούμε πάντως, ότι ο Διονύσης Σέρρας, μες από τα Επτανησιακά Φύλλα του θα συνεισφέρει και στο προκείμενο Έτος ό,τι καλύτερο και ποιοτικότερο μπορεί. Αρκεί όμως αυτό; Πού είναι η βούληση των υψηλά (ή, μήπως, πολύ χαμηλά) ισταμένων; Με τι, άραγε, υπερ-πολιτισμικό ασχολείται αυτό τον καιρό το λεγόμενο Πολιτιστικό Τμήμα της ημετέρας Νομαρχίας (διάβαζε: Μοναρχίας); Ποιους και πόσους ευαισθητοποιεί εντέλει η τρέχουσα επέτειος;
Για να σοβαρευτούμε, προσγειωνόμενοι: Μάλλον ουδείς στις ημέρες μας συγκινείται για οτιδήποτε φιλοπνευματικό, πλην των οικονομικών κατακτήσεων και των ερωτικών επιδόσεων, εφόσον τα δύο αυτά συνήθως συνεφάπτονται... Μόνον μερικοί γραφικοί "κουλτουροταλαίπωροι", όπως μάς χαρακτήρισε πρόσφατα διευθυντής (ο παν-ηλίθιος!!!) δημόσιας υπηρεσίας. Αλήθεια, θυμάστε τον άλλον, τον αλήστου μνήμης Υπουργό τάδε, που είχε αποκαλέσει "λαπάδες" τους ποιητές; Οποία οπισθοδρόμηση και παρακμή εκκωφαντική... Αλίμονο στο σήμερα και κυρίως στο αύριο του τόπου ετουτουνού...
Ας παρηγορηθούμε παρ' όλ' αυτά, εν έτει φωσκολικώ τε και σολωμικώ, ακούγοντας απόψε το ποίημα "Alla sera" του ζακυνθινοϊταλού Ποιητή μας (πλήν "λαπά") Ούγου Φώσκολου, στα ιταλικά, από ένα μικρό βιντεάκι που αλίευσα στο YouTube:
Ο Κ. Π. Καβάφης πίσω απ' τις κουρτίνες του Σήμερα
Θεωρώ, ότι ο Γιάννης Σμαραγδής μες από την ταινία, που έχει παλιότερα ποιήσει για τον αριστοτεχνίτη Ποιητή, κατορθώνει να τον ιδεί πλαγιομετωπικά, δηλαδή όσο ο ίδιος ο Καβάφης -καλυμμένος πίσω από την κραυγαλέα του σιωπή- επιτρέπει στον άξιο σύγχρονο σκηνοθέτη. Ο ίδιος ο Σμαραγδής έχει δηλώσει επ' αυτού:
Το βασικό εύρημα της ταινίας ήταν η μη-ομιλία του Καβάφη. Στην πορεία άρχισα να συνειδητοποιώ ότι δεν μιλάει ο Καβάφης γιατί την θέση των πραγμάτων που θα έλεγε την κατέχει η ίδια η ποίηση. Το έχει γράψει και ο ίδιος "Απ' ότι έκανα και απ' ότι είπα, μην ψάξετε να βρείτε ποιος είμαι"... Μετά συνειδητοποίησα το εξής απλό, από άποψη δραματουργίας: η μνήμη επαναφέρει πάντα το έξω από εμάς, το άλλο, όχι το τι κάνουμε εμείς αλλά τι κάνει ο συνομιλητής μας. Και κυρίως δεν θυμόμαστε ποτέ τι λέμε οι ίδιοι. Ο Καβάφης στην ταινία θυμάται. Και στην προσωπική του μνήμη είναι μέσα, αλλά δεν ενεργεί, εισπράττει. Και αυτό που εισπράττει, κάτι το κάνει. Και η ταινία προσπαθεί να εξερευνήσει αυτό το κάτι. Από που πήρε απ' τη ζωή για να φτάσει στο αόρατο, το μη-ορατό. Αυτός είναι και ο σκελετός της ταινίας.
Αξίζει νομίζω να παρακολουθήσουμε ορισμένα χαρακτηριστικά στιγμιότυπα από την υπέροχη αυτή στιγμή του Ελληνικού Κινηματογράφου, τον οποίον άνετα δύναται και η Ποίηση να τον μεταχειρισθεί. Τη μουσική επένδυση, πολύ επιτυχημένη ομολογουμένως, υπογράφει ο Βαγγέλης Παπαθανασίου:
Σάββατο 14 Ιουλίου 2007
Πρώτη ποιητική Τετάρτη στον Λόφο του Στράνη
[Εφημερίδα ΗΜΕΡΑ ΤΣΗ ΖΑΚΥΘΟΣ, 13.7.2007, φ. 3089, σ. 10]
Αυτό το Ήθος θα προσπαθήσουμε να αποκαλύψουμε τις τρεις ποιητικές βραδιές του Ιουλίου…”
Από το Λιμάνι του Τζάντε μέχρι τον Γέρακα
Παρασκευή 13 Ιουλίου 2007
Δέκα φωτοστιγμές από την έπαυλη του Αμπελοράβδη
Με την Έπαυλη του Αμπελοράβδη, πρώην Μπούλτσου και σήμερα ιδιοκτησίας Κάρδαρη, έχουμε ασχοληθεί σε παλαιότερο σχόλιό μας, αναφερόμενοι στα πορτόνια της. Το όμορφο αυτό ζακυνθινό Κτήμα στο έμπα του χωριού Καληπάδου, περικλείει κάποια γοτθικίζοντα κτίρια μπαρόκ, τα οποία φθίνουν ολοένα, γονατισμένα απ' τους αλλεπάλληλους Σεισμούς και τα σωρευόμενα φορτία του Χρόνου. Οι σημερινοί ιδιοκτήτες κάνουν ό,τι μπορούν για να τα συγκρατήσουν όρθια, ενώ από πλευράς του Υπουργείου Πολιτισμού (;;;) οι γνωστοί υπευθυνοανεύθυνοι κωφεύουν, δικαιολογούμενοι μάλιστα (ακούστε κι αυτό και κλάψτε:) ότι, σύμφωνα με τα κιτάπια τους, τέτοια έπαυλη δεν ...υπάρχει στον τόπο εκείνον ολωσδιόλου.
Πέμπτη 12 Ιουλίου 2007
Ο Διονύσιος Σολωμός από την «κλειδωνότρουπα», ελλείψει των κατάλληλων κλειδιών
Τι δύναται ή δικαιούται ν’ αρθρώσει ένας σύγχρονος Ζακύνθιος για τον κραταιότερο των Ζακυνθίων; Τι λεκτικά στέφη να πλέξει ένας εφήμερος στιχοπλόκος της λεγόμενης «γενιάς του ιδιωτικού οράματος» για τον Αρχιμάστορα του ελληνικού Λόγου κι εκφραστή των εθνικών (αλάλητων) καημών; Τι εγκώμια να συνθέσει ένας κάποιος ιερωμένος για τον Έναν Διονύσιο, τον ασκητή «εγκάτοικο» του Αγίου Λύπιου, τον αυτήκοο μάρτυρα των σεπτών Παθών του Γένους, ο οποίος αναπνέει διαρκώς μέσα στο Αποκαλυπτόμενο Μυστήριο με την άνεση πολιού αναχωρητή, κατέχοντας απέξω κι ανακατωτά την διάλεκτο και τους ιδιωματισμούς του Απείρου; Κι όλες αυτές οι προσωπικές μου επιφυλάξεις, με δεδομένη και δεσμευτική (έως απαγορευτική σχεδόν) την περίπτωση του τελευταίου ιερατικού των Ποιητών, του Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος με συστολή και περίσκεψη παραδεχόταν παλαιότερα: «Η υπόθεση Σολωμού είναι πολύ μεγάλη και ιερή για μένα. Μιαν ολόκληρη ζωή περιμένω να αισθανθώ ώριμος για να μιλήσω όπως τού αξίζει. Και η στιγμή δεν έφθασε. Ίσως δεν φθάσει ποτέ. Οπωσδήποτε δεν θα ήθελα να κάνω κάτι συμβατικό». Μόλις το 1991, στην εποχή της ωριμότητας και της πνευματικής του καθαρότητας πλέον, μες από «Τα ελεγεία της Οξώπετρας», ορθρώνοντας μάλιστα ανθηρότατο μεγαλυνάριο «συντριβής και δέους», τον γεραίρει, μεταξύ άλλων, μ’ ετούτα τα λόγια:
«Γιατί σ’ είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός (…)
Που μόνο η σκέψη σου μού ‘καψε όλα τα χειρόγραφα
……………………………………………………………..
Ο άγνωστος που υπήρξα πάλι ο άγνωστος να γίνω».
Ποιος; Ο Ελύτης, μπροστά στον Σολωμό!... Παραδέχεται, ότι υπήρξε ένας «άγνωστος», ο οποίος θα ξαναέλθει στην ανωνυμία και την αφάνεια… Ποιος; Ο Ελύτης!!!
Τολμώ, παρ’ όλ’ αυτά -κατά τρόπο λες θρασύ, σχεδόν ιδιότροπο και συνεπώς βέβηλο, ελπίζω πάντως (ως εκ τούτου γόνιμο)- να τον κατασκοπεύσω έστω και από την «κλειδωνότρουπα», που θάλεγε κι ο ίδιος, να τον ιδώ θεοπρεπή και ωραίον, παραδομένον εντούτοις σε πειρασμούς εσώψυχους και στοχασμούς των ορίων. Διατηρώ πάντα την «τρελή» πεποίθηση, ότι ο Σολωμός συνεχίζει να κυκλοφορεί ευθυτενής και αρχοντικός δίπλα μας, γύρω μας, πίσω από τα γνώριμα πεζούλια και τα μακρόβια λιόφυτα του Μπόχαλη.
[…]
Σάς εξομολογούμαι, ότι κάθε φορά που, οδεύοντας άπολις προς την πόλη της Ζακύνθου, περνώ απ’ τον Λόφο του Στράνη (πολυάσχολος ή αφηρημένος, προβληματιζόμενος ή αγχωμένος για τα πλείστα όσα, περιπεπλεγμένος σε χίλιες δυο μέριμνες βιοτικές), νιώθω τον πανίερο κι ευεργετικό Ήσκιο του αεί παρόντα (μα λανθάνοντα, ευτυχώς), να γυροδιαβαίνει αθέατος και μονήρης τα στοιχισμένα λεωφορεία, με τα οποία εκδράμουν εκ περάτων συνήθως (προς χάριν του, υποτίθεται) τα Κ.Α.Π.Η. και ο μαθητόκοσμος, ορδές σχετικο-ασχέτων. Τον διαισθάνομαι, να ξαποσταίνει στα ερωτόσημα παγκάκια του Λόφου, να ψαύει αναγνωριστικά τ’ ανεξήγητα γκράφιτι των αρχαίων κυπαρισσιών του τριγύρω ευφρόσυνου χώρου, να λερώνει απορημένος τα υποδήματά του ενίοτε στα παρατημένα από χθες βράδυ φονικά εργαλεία των εφηβικών δήθεν παραδείσων, που -δυστυχώς- ευδοκιμούν κάποτε εδώ.
[…]
Αν ο καθένας από εμάς, διαπλέοντας αναπόφευκτα κάποια στιγμή την προσωπική του εξόδιο Αχερουσία, εγκαταλείπει στα μετόπισθεν –έτσι κι αλλιώς- ανεξίτηλα χνάρια παντού (όπου ακράγγιξε η ψυχή και η δημιουργική ενέργεια του νου και του σώματος), πόσο μάλλον ο Σολωμός, ο οποίος συμπύκνωσε με απαράμιλλη σοφία και παρήγαγε καλλίκαρπα, με θαυμαστή γλωσσική και νοηματική δεξιότητα, τις μύριες όσες της καρδιάς κρυφιότητες και κυμάνσεις, αθανατίζοντάς τες «Μεσ’ στ’ Άγιο Βήμα της ψυχής», με κυρίαρχη μυστική μέθοδο (μονόδρομο) το «Φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και το Χάρο», διότι -θέλοντας και μη- «Πολλοί ‘ναι οι δρόμοι πώχει ο νους», όπως ο ίδιος παραδέχεται.
Οι στίχοι του (λαβυρινθώδεις και αλλοπρόσαλλοι στ’ Αυτόγραφα θαρρείς, παραμυθητικοί έως «φιλοκαλίας» στην ακρόασή τους), διαθέτουν όντως «οσμήν ευωδίας πνευματικής», έτσι που νύσσουν δημιουργικά, ή μάλλον κατανύσσουν αγαπητικά, τον υποψιασμένον αναγνώστη. Με τις ποιητικές του (αυτο)σχεδίες διαπερνά εκείθεν το Πρόσωπο, τις ταλανιζόμενες ελπίδες, τις αγάπες, τα νοούμενα και τα υπονοούμενα. Με τις εαρινές του εξάρσεις –διαρκούντος μάλιστα του αισθητού χειμώνα και του υπεραισθητού εσώτατου και μόνιμου ψύχους, του ορατού ψεύδους και του αόρατου πολέμου- ανάγει και καταξιώνει σε ύψος περιωπής λέξεις, τοπία, αισθήματα, πτώσεις και αναστάσεις, έμψυχα, εσώψυχα και άψυχα, ιδέες και ύλη, όνειρα και ρεαλισμό, σάτιρες ή λυγμούς, φαρμακωμένους, φεγγαροντυμένους ή λαμπροφόρους αμαρτωλούς, λυτρωμένους ωστόσο.
Ερανίζομαι λιγοστούς σολωμικούς δεκαπεντασύλλαβους από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», υποστηρικτικούς της διασώζουσας αναγωγικότητας, την οποίαν επιτυγχάνει ο Ποιητής:
«Τρέμ’ η ψυχή και ξαστοχά γλυκά τον εαυτό της.
άμε, χρυσ’ όνειρο, και συ με τη σαβανωμένη.
Θύρες ανοίξτ’ ολόχρυσες για τη γλυκειάν ελπίδα.
Κρυφή χαρά ‘στραψε ‘ς εσέ κάτι καλό ‘χει ο νους σου.
Ετούτ’ είν’ ύστερη νυχτιά˙ όλα τ’ αστέρια βγάνει.
Μια φούχτα χώμα να κρατώ και να σωθώ μ’ εκείνο.
Κι’ άνθιζε μέσα μου η ζωή μ’ όλα τα πλούτια πώχει.
Ολίγο φως και μακρινό σε μέγα σκότος κ’ έρμο.
Για να μού ξεμυστηρευθή τα αινίγματα τα θεία.
Στον κόσμο τούτον χύνεται και ‘ς άλλους κόσμους φθάνει.
Αηδονολάλειε στήθος μου, πριν το σπαθί σε σχίση.
Σαν ήλιος, οπού ξάφνου σκει πυκνά και μαύρα νέφη.»
Τι παράδοξο, αλήθεια! Αν προσέξατε, θα διαπιστώσετε αμέσως ετούτο: Οι εντελώς τυχαία επιλεγμένοι αυτοί σολωμικοί στίχοι διαθέτουν τόσην ευπλασία και τέτοια ζωντάνια υφής και ήθους, ώστε ο ανυποψίαστος ακροατής τους, να θεωρήσει ενδεχομένως, ότι βρίσκονται αρμοσμένοι στο ίδιο και το αυτό ποίημα, με άρτιο νόημα και αυτόνομη δομή. Μόνο στον Σολωμό -θεωρώ- και στα ιερά του στιχηρά θα μπορούσε να ισχύει το απρόβλεπτο ετούτο.
Η Γυναίκα της Ζάκυθος» αποπνέει σαφέστατα την ίδια υπερβατική ευωδία, που αναδίνουν τα εξαίσια εκείνα έργα της Αποκαλυπτικής Γραμματείας των δύο πρώτων της αιώνων και δεν εννοώ μονάχα την «Αποκάλυψη του Ιωάννου», κάτι που ήδη έχει από της ειδικούς επισημανθεί.
[…]
Δείτε με προσοχή τη «Γυναίκα της Ζάκυθος»!... Πρόκειται περί οράματος του έμπειρου στη θέα των αθεάτων και ταυτόχρονα κριτικού οφθαλμού του πολυπικραμένου Ιερομονάχου, ο οποίος, ασχολούμενος συνήθως με «κάτι υπόθεσες ψυχικές», οδηγείται τώρα, να γυρέψει «ένα κλωνί αλάτι μες στο θερμό». Κι της, το επιτυγχάνει! Οι ξεσπιτωμένες εξάλλου Μεσολογγίτισσες ζητιανεύουν δίχως πια ίχνος ντροπής από πόρτα σε πόρτα υπέρ του κοινού της πόλης της αγώνα.
[…]
Όποιος βρει την ευκαιρία να επισκεφτεί τον κρημνώδη λόφο και ναό του Άι Λύπιου, την ώρα μάλιστα, που «θολώνουνε τα νερά», θα οσμιστεί αναμφίβολα το πέρασμα πριν από λίγα μόλις δευτερόλεπτα του ασκητικού Ήσκιου του προορατικού «εγκατοίκου», θ’ ακούσει ν’ αλυχτάν ή και να βαΐζουν τα διαχρονικά και γνώριμα «ψωρόσκυλα». Θ’ αφουγκρασθεί καταρούσες γερόντισσες «γονατισμένες και ξέπλεκες» επί το έργον, θα ξεδιακρίνει ανέραστες γυναίκες και ήδη γέροντες εφήβους της μοντέρνας φτωχοπροσφυγιάς στο έλεος των όσων αγαθών ή παμπόνηρων εντοπίων. Θα νιώσει οπωσδήποτε μια και δυο φορές την ημέρα «να τρέμει η γη από κάτου από τα πόδια». Θα εισοδεύσει επιτέλους «στον φαινούμενο και στον αόρατο κόσμο», στ’ Όνειρο λες, ή στο παρακείμενο έστω σπήλαιο τ’ ανεξερεύνητο, εκεί όπου θα κολάζεται αέναα η κακάσχημη Γυναίκα.
Κι αν η επίσκεψη συμπέσει με Κυριακή του Αντίπασχα (ή, καλύτερα, των άπιστων Θωμάδων) στο Πανηγύρι του Άι Λύπιου, η Λύπη αίφνης καταργείται, διότι ως «λύτρον λύπης» (κατά την ορθόδοξη υμνογραφία) η κοσμοχαρμόσυνη «ημέρα της Λαμπρής» -και μάλιστα «με καθαρώτατον ήλιον»- αποτελεί τον ιαματικό καταλύτη του Επάνω και του Κάτω Κόσμου. Τότε ασφαλώς «ομπροστά της Αγίους», μες από τις θαμνώδεις των εκκλησιών (κατά την απαράβατη τοπική παράδοση) δάφνες της Ανάστασης, θα μεταλάβει πανευφρόσυνα του ακριβού και αυθεντικού νοήματος της ύπαρξης (Σώματος κι Αίματος Ζωής), ενώ η Γυναίκα, μαζί και ο Λάμπρος ο πολύαθλος, από το αλωμένο ήδη Κράτος του Θανάτου
«Πάντα χτυπάει, σαν νάλπιζε εκεί κάτω
ν’ αγροικηθή στης κόλασης τον πάτο.»
Ο Ελύτης πάντως, ευρισκόμενος προσκυνητής ευλαβικός το 1980 στη Ζάκυνθο, διαρκούντος μάλιστα του «Χριστός Ανέστη» εκείνης της χρονιάς, κατόρθωσε (της ο της δήλωσε τότε) «ν’ αναβαπτισθεί στο πνεύμα του Σολωμού […]» και κατέθεσε, μες από τον «Μικρό Ναυτίλο» του, ένα «στιγμιότυπο» του έκτακτου συγκλονισμού, τον οποίον υπέστη:
«Δειλινό στο Ακρωτήρι, στο παλιό σπίτι του Διονυσίου Σολωμού. Μπρος από το μεγάλο, στρογγυλό, πέτρινο τραπέζι του κήπου. Δέος και σιωπή. Και συνάμα υπόκωφη, παράξενη παρηγορία».
Τα πρόσωπα, τα προσωπεία, οι χρονικές διαδοχές, οι διαδρομές και τα τοπία στο σολωμικό corpus (αν βέβαια ιδωθούν μετά από μια δεύτερη μα και Τρίτη ανάγνωση) δεν υπόκεινται σε λογικούς συνειρμούς. Ο Διονύσιος, ως όντως Ποιητής, αυτοαναιρείται και αυτοκαθαίρεται. Είναι απρόβλεπτος, ένας, μονήρης και μοναδικός. Εκεί που πονάει, συμπονά, γλυκαίνει κι ευφραίνεται. Εκεί που σατιρίζει και κολάζει, κολάζεται. Εκεί που ανασταίνει, ανασταίνεται. Εκεί που πεθαίνει, ερωτεύεται. Ταυτόχρονα, εξαίρει (εμφυσώντάς της μάλιστα δημιουργικό λογισμό) την πέτρα, το χορτάρι, το χώμα, το κρίνο, το πουλάκι, τα προβατάκια, το σπειράκι, το σκουληκάκι… Θα ημπορούσε κανείς να ισχυρισθεί, ότι πρόκειται για μιαν αποθέωση των ταπεινών, των άψυχων και των υποκοριστικών, για μιαν εκτεταμένη επικράτεια των Πραγμάτων στην αρχαϊκή της αθωότητα.
[…]
Όλα ετούτα και άλλα τόσα απαρτίζουν την κατ’ εξοχήν ηρωική σολωμική κουστωδία. Οι άλλοι, οι σε πρώτη ανάγνωση διαφαινόμενοι πρωταγωνιστές (οι Μεσολογγίτισσες, ο Σουλιώτης, ο Λάμπρος, η Μαρία, η τρελή μάνα, η Γυναίκα της Ζάκυθος) στέκονται ουσιαστικά στον αντίποδα του ηρωισμού. Είναι αυτοί που είναι: Κλαίνε, φοβούνται, πενθούν, πολεμούν, τραγουδούν, γελούν, μοιρολογούν, υποψιάζονται, αμαρτάνουν, ελεούν, εγκληματούν, επαίρονται, προσεύχονται, κακιώνουν, ερωτεύονται, χορεύουν, θανατώνονται, ανασταίνονται… Πρόκειται –μ’ έναν λόγο- για σάρκινες και οστέϊνες υπάρξεις, που χαρακτηρίζονται από τη σύμφυτη ροπή στην πτώση, αλλά και την εξαιρετική δυνατότητα της ανόρθωσης. Πρόκειται για καθημερινούς ανθρώπους με πάθη, απάθειες, εμπάθειες, συμπάθειες, αντιπάθειες…
[…]
Ξαναλέω και υποστηρίζω, ότι ο Σολωμός περιδιαβαίνει ευτυχώς ακόμη το γονικό του νησί, Ένας, Μονήρης και Μοναδικός, παρά τις πολυποίκιλες αλλαγές, που άφευκτα επήλθαν εν τω μεταξύ στον τόπο και στον τρόπο των Ζακυνθίων. Από θέση κυρίαρχη και κατά τρόπον αλλότριο για την πεπερασμένη μας νόηση, εμπνέει πάντα. Δεν θα σταθώ στη μετασολωμική τοπική διανόηση, η οποία ευκαίρως ακαίρως (ή του ύψους ή του βάθους) τον μνημονεύει, νοηματοδοτούμενη από την αεί παρουσία του. Θέλω να επιμείνω σε κάποιους (όχι λίγους) απλοϊκούς ποπολάρους, οι οποίοι ποτέ δεν έμαθαν, όχι το πού υπάρχει, αλλά τι εστί «σχολείο», μα που, μες από διεργασίες απερινόητες και ακατάληπτες, ένιωσαν τις ίδιες συθέμελες δονήσεις με τον κόντε Διονύσιο, τα αίματά τους αλληλοπεριχωρήθηκαν άγνωστο πώς και πότε, έτσι που παρήγαγαν (ως ανάγκη πλέον αναπνοής) στιχάκια σολωμίζοντα, δίχως ποτέ να υποψιασθούν (είμαι προς τούτο σίγουρος) ποιος, τι και πώς ο Σολωμός.
Έχω πρόχειρες δυο τέτοιες λανθάνουσες –μα συναρπαστικές- περιπτώσεις λαϊκών στιχοπλόκων, που έζησαν βίο στερημένο και αναπόδραστο, όπως άλλωστε χιλιάδες άλλου ανώνυμοι ποπολάροι των τελών του 19ου και αρχών του 20ού αιώνα. Το χωριό τους, τέσσερα μόλις χιλιόμετρα απ’ το Σολωμέικο, στη σκιά κυριολεκτικά του Ποιητή, στην αγκαλιά των λόφων. Το θαύμα συντελέστηκε: Ο ίδιος ευοίωνος αέρας, τα ίδια νηφάλια δέντρα, το ίδιο ευεργετικό νερό, ο ίδιος αλάλητος πόνος, οι ίδιοι πόθοι μεθυστικού, ο αυτός ομφάλιος λώρος της Παράδοσης και μάλιστα των δημοτικών τραγουδιών μας, κυοφόρησαν και γέννησαν εντέλει στιχουργήματα της αυτής –τολμώ να πω- έντασης μ’ Εκείνον˙ τον Έναν, τον Μονήρη και Μοναδικό.
α΄
«Τυραννισμένε λογισμέ και νου βασανισμένε
β΄
Ο ήλιος αποφάσισε την πόρτα μου ν’ ανοίξει
να έμπει ένα χρυσό πουλί για να μού κελαδήσει
ν’ ανοίξει την καρδούλα μου να με παρηγορήσει.»
Ένας άλλος λαϊκός ποιητάρης, ο Π. Κ., που ξόδεψε τη σύντομη ζωή του μέχρι σταγόνας μεταξύ ταβερνείων, κιθάρας, στίχων και κρασιού (τι Σας θυμίζει ετούτο πάλι;) τραγουδούσε, για να ξεχάσει τον πρόωρο χαμό της μάνας των δεκαεπτά παιδιών του:
«Ζητάω μνήμα έρημο, ζητώ το θάνατό μου
αφού εσένα έχασα, το δόλιο όνειρό μου.»
Τα σχόλια δικά σας. Απλώς υπενθυμίζω: Οι δυο παραπάνω στιχοπλόκοι ποτέ δεν υποψιάστηκαν ποιος, τι και πώς ο Σολωμός.