[εκδ. Οσελότος, Αθήνα 2011, σσ. 116, ISBN: 978-960-9893-16-9]
Κριτική ανάγνωση από τον ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΑΓΡΙΠΛΗ
Με τον Τάσο Μελίτη γνωριστήκαμε διαδικτυακά. Δυστυχώς, δεν έχουμε βρεθεί δια ζώσης, μα τούτο έπεται. Αυτό που μας έφερε κοντά είναι η κοινή αγάπη στο διήγημα, αυτή τη μορφή λόγου, που λίγοι ακόμη υπηρετούν με πάθος. Οι περισσότεροι, ακόμη και κάποιοι ταλαντούχοι του είδους, το θεωρούν αφετηρία ή άσκηση για το μεγάλο κείμενο. Το μυθιστόρημα θα φέρει την προβολή και ίσως την εμπορική επιτυχία. Φυσικά ξεχνάμε ότι το κοινό που συνήθως διαβάζει πολλά λόγια είναι εμποτισμένο με φτηνές αισθηματικές ιστορίες και κατά πλειοψηφία αδυνατεί να μυηθεί στην τέχνη. Τολμώ να πω λοιπόν ότι η σύντομη καταγραφή αισθημάτων, αισθήσεων και σκέψεων αποτελεί προνομία λίγων και εκλεκτών, τουλάχιστον από εμπορική σκοπιά. Όπως και η κορυφαία άσκηση της ποιητικής γραφής.
Η ανάγνωση διηγημάτων αναδύει κόσμους και εδώ είναι η ομορφιά. Σε υποκειμενική βάση κάποιοι κόσμοι είναι αρεστοί και κάποιοι άλλοι απλά σε κάνουν να δυσφορείς και να αισθάνεσαι άβολα. Αυτό δεν διαγράφει την όποια αντικειμενικότητα. Αυτός που μελετά, στο τέλος μαθαίνει να διακρίνει την ποιότητα, ακόμη κι αν νοιώθει ξένος με τα βιώματα ή την αλλότρια οπτική.
Στον Τάσο Μελίτη, από την πρώτη σελίδα της ανάγνωσης, ένοιωσα φιλικά και οικεία. Ομολογώ ότι είναι μέρος και του δικού μου κόσμου. Οκτώ διηγήματα καταγράφουν την σύγχρονη πραγματικότητα, μέσα από τα μάτια μιας γενιάς, που πλησιάζει τα πενήντα. Ο Κάζος («Ποιος Κάζος, λοιπόν;», σ. 9-15), η Ρέα («Το διαζύγιο της Ρέας», σ. 19–35), η Έρη («Παπαλάμπραινα by Gibson», σ. 39–50), ο Κλεάνθης («Κλεάνθης», σ. 53–66), η θεία Τέτη («Καρνέισον», σ. 69–76), ο Θεόφιλος, ο Χρήστος και ο Αλέξης («Αθήνα – Αικείνιο – Τζέντα», σ. 79–95), ο ξενοδοχοϋπάλληλος («Τρίχες», σ. 99–104), η κυρία Ευθαλία και η Λαλίνα («Ρόζα», σ. 107–116), αποτελούν τους κεντρικούς ήρωες.
Γύρω από αυτούς μια σειρά από πρόσωπα ξετυλίγουν μια κινηματογραφική γραφή που εστιάζεται κυρίως στο αστικό περιβάλλον. Η Κυψέλη, το σπίτι πάνω στη Δροσοπούλου, το Χαλάνδρι, οι Αμπελόκηποι, η καντίνα στα Ολυμπιακά έργα, οι οικοδομές στις Δυτικές συνοικίες, συνθέτουν το κυρίαρχο φόντο του κόσμου του συγγραφέα. Αυτό συμπληρώνεται με την φανταστική Πιταπιχή (μια τυπική επαρχιώτικη αίσθηση και όχι πόλη, θα έλεγα), το Αικείνιο (ο φανταστικός κόσμος του Χρήστου του μηχανικού) και η μακρινή Τζέντα (ως βάθος πεδίου στην φωτογράφηση χαρακτήρων). Στο περιβάλλον αυτό οι αφηγητές, μιλώντας σε πρώτο πρόσωπο, εξιστορούν, αυτοαναλύονται, ακόμη και εξομολογούνται στον γιατρό τους, πτυχές της προσωπικής τους ιστορίας, ενοχές, καταστάσεις και ατοπήματα. Μέσα από τους διαλόγους ή και την αλληλογραφία (που κυριαρχεί στο: Αθήνα – Αικείνιο – Τζέντα), δικηγόροι, μηχανολόγοι, αναγνώστες εκδοτικών οίκων, οικονομολόγοι, σεναριογράφοι, σκηνοθέτες, μουσικολόγοι, μετανάστες, εργολάβοι, εκπαιδευτικοί, ξενοδοχοϋπάλληλοι, επιχειρηματίες, οικοδόμοι, άνεργοι αλληλοεμπλέκονται. Συζητούν σενάρια για ταινίες, για γυναίκες και έρωτες, για την οικογένεια, για τα επαγγελματικά αδιέξοδα, για την αναξιοκρατία και τον εκφυλισμό κάθε αξίας και κοινωνικού θεσμού. Δείχνουν τα λαμόγια που επικρατούν στην κοινωνική πυραμίδα. Θυμόνται άλλοτε νοσταλγικά το χθες και άλλοτε ειρωνικά και περιπαιχτικά. Αναπολούν την εποχή της πολιτικοποίησης, κάνοντας χρήση σε πολιτικούς όρους και ονόματα τύπου: Ε.Κ.Κ.Ε. , Κ.Ν.Ε., Ε.Α.Μ., Ε.Π.Ο.Ν. Μιλάνε για την Χούντα και το Αντάρτικο, για την δεκαετία του Πενήντα, την Εκκλησία και τους Ιεχωβάδες, την Αποστασία του 1965, την κυβέρνηση Μητσοτάκη και την επαναφορά του ΠΑ.ΣΟ.Κ. μετά το 1993. Θυμόνται το Πανεπιστήμιο και την φοιτητική ζωή. Το Ωδείο, την επιχείρηση και το λογιστικό γραφείο. Ερωτεύονται παθιασμένα, ψιθυρίζουν τις κρυφές ενοχές τους, μοιράζονται τις απογοητεύσεις τους, τις δυσκολίες της επιβίωσης, τις φιλοδοξίες τους, χωρίς να αρνούνται την όποια κριτική. Απλοί άνθρωποι, σεμνοί, συμπαθητικοί, στέκονται γυμνοί στα μάτια μας και ενώπιον της ακοής μας χαμηλόφωνα και χωρίς περιττούς γλυκασμούς, εκμυστηρεύονται το καθημερινό και απόλυτα ανθρώπινο.
Ο κόσμος του Τάσου Μελίτη είναι ο κόσμος μας. Μια χρονική πραγματικότητα που το υποκειμενικό εμπλέκεται με το συνολικό και η βαρύτητα των θεσμών είναι εξίσου σημαντική με την απλή προσωπική βιωτή. Το πρόσωπο είναι μέρος του συνόλου και το σύνολο αποτέλεσμα της διαπλοκής των προσώπων. Μια σύγχρονη νεοελληνική τραγωδία. Μια κωμωδία, που, αριστοφανικά, θα μπορούσαμε να την χαρακτηρίσουμε με τον τίτλο του ίδιου του βιβλίου. Αυτό καταγράφει άριστα ο Τάσος Μελίτης και με την πένα του φωτογραφίζει τον γέροντα λαουτιέρη, που αποφάσισε στα εβδομήντα πέντε να μάθει ηλεκτρική κιθάρα. Έτσι στο πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου ακομπανιάρει με την Gibson το κλαρίνο. Το αποτέλεσμα, μάς το μαρτυρεί ο ίδιος ο συγγραφέας: «Εδώ ανταμώνει η Νέα Ορλεάνη με την Παπαλάμπραινα. Αγγέλους παίζει και απόψε ο παππούς» (σ. 50).