Ανθούλας Δανιήλ: ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΟ ΠΕΡΑΝ
[Αναδημοσίευση από το περιοδικό Πόρφυρας, τ. 150 (2014) 473-476]
Παναγιώτης Καποδίστριας: Καμένες πεταλούδες. Ποιήματα 1979-2009,
Επί-γνωση Σταμούλης Αντ. Εκδοτικός Οίκος, 2010
Μορφή και στίχος σαν αγιογραφία. Περιεχόμενο, σήμα και σημαίνον, και ό,τι η ψυχή διαισθάνεται. Και διαισθάνεται πολλά. Όλα εκείνα που με σαφήνεια άφησε ανοιχτά και αναπάντητα η φιλοσοφία, εκείνα που με τον τρόπο της οριοθέτησε η θρησκεία, εκείνα που αφελώς «τεκμηρίωσε» η παράδοση για του πιστού την παραμυθία κι η Ποίηση σε διάφανο δίχτυ στίχων έχει υφάνει. Λόγος ελλειπτικός και ο νοών νοείτω, αισθαντικός και όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, και σταυρός στο στήθος, όχι για τον Γολγοθά αλλά για ενίσχυση στον ανήφορο του πνεύματος, εκεί που έχει κράτος και εξουσία η άνοιξη, αλλιώς η μοίρα, ή έστω η φυσική των ανθρωπίνων εξέλιξη.
Μετά τον Οδυσσέα Ελύτη, κανείς δεν είχε μιλήσει έτσι. Εκείνου το ίχνος ο π. Καποδίστριας συνεχίζει και μοιάζει σαν γνήσιος απόγονος· και είναι. Τίποτα λοιπόν δεν τελειώνει. Ο κόσμος έχει τη σοφία Εκείνου που τον εποίησε και ο ποιητής ως εκπρόσωπος του Θεού επί της γης συνεχίζει το έργο που οι πρόγονοι ποιητές ξεκίνησαν, πιάνοντας τον αρχαίο μίτο που οδηγεί στο φως. Και «Γιατί σ’ είχε ανάγκη κάποτε τα χείλη σου χρύσωσε ο Θεός», λέει ο Ελύτης για τον Σολωμό («Σολωμού συντριβή και δέος») και ο διάδοχος με τη σειρά του χρυσωμένος κι εκείνος ανασκάπτει τα κρυμμένα στο μέσα φως ιερά.
Ο ογκώδης τόμος με τον τίτλο Καμένες Πεταλούδες περιλαμβάνει ποιήματα γραμμένα από το 1979 έως το 2009. Ο αμητός πλούσιος και η προσφορά στον αναγνώστη γενναιόδωρη. Η δυσκολία, ωστόσο, μεγάλη για τον μελετητή που ούτε τη δυνατότητα έχει ούτε τον άπειρο χρόνο που απαιτεί η απαιτητική ποίηση. Ακροθιγώς λοιπόν και όσα στα διαστήματα μιας αστραπής συλλάβουμε, θα προσπαθήσουμε να περιγράψουμε.
Εκείνο που εύκολα (;) διαβλέπει κανείς είναι ο διάλογος με το πέραν. Ο στίχος δεν καταναλίσκεται στο εδώ και τώρα της ζωής, αλλά με τον ποιητή στο μεταίχμιο, με τα γήινα τροφοδοτούμενο, αλλά με κλίση προς το αλλού και πάντοτε ιπτάμενο. Μεταξύ ουρανού και γης, στεριάς και θάλασσας:
Η θάλασσα με ανάστημα θηλαστικού / συνέρχεται συχνά με τα αιμοσφαίριά μας / αυξάνει ένας ολολυγμός σαν από περιπλάνηση («Ένας ολολυγμός»).
Θ’ αδειάσουμε τη στάμνα / Θα γίνουμε γλαυκοί / Δωρητές του πελάγους (O. Ελύτης, «Αιθρίες» ΧΙV) και μοιάζουν να είναι συνειδητοποιημένοι οι περιορισμοί των a priori και a posteriori δυνατοτήτων, υπαινιγμοί ωστόσο, που δεν δεσμεύονται από τα συμβατικά όρια της λογικής και της καθαρής σκέψης. Γιατί ο «ολολυγμός», για παράδειγμα, προδίδει το συναίσθημα, που βγαίνει στη φωνή και στέκεται στα μάτια, με ισοδύναμη και συμπληρωματική τη λειτουργία και των δυο αισθήσεων, «Τι να τα κάμεις φίλε μου τα μάτια/ Θρηνούσες φωνές/ θα σου ανταμείψουν τη συνήθεια» («Ανάθημα») και η συνήθεια, όπως φαίνεται, δεν ελέγχεται από τη λογική.
Ποιήματα μυστικά, απότοκα μιας βαθιάς θρησκευτικότητας καλά κρυμμένης μέσα στα πράγματα, αόρατης στα μάτια των ασεβών, υπαινικτικής σε ώτα ακουόντων και διακριτικά ιχνογραφημένης με εικόνες από τη φύση έξω, αποτυπωμένες στην αίσθηση μέσα, στο νου πιο μέσα, στην ψυχή. Το υψηλό κάνει την εμφάνισή του μέσα στο απλό. Η συμβουλή έρχεται αβίαστα «αγαθόν υπέρτερον παντός αγαθού· Θεού φόβος και μνήμη θανάτου» (Νήψη»). Μερικά χαϊκού ρίχνουν σταγόνες φως στα σκότη. Γενικά πρόκειται για μια ποίηση που αντλεί τις φόρμες της αλλά και τις ιδέες της από το μεγάλο Δέντρο της Ποίησης – και της Ιόνιας (Σολωμός, Κάλβος, Μαρτελάος, Φώσκολος) και πιο παλιά της Ιωνικής (Όμηρος):
Την τόλμη / να φοβάσαι των ποιητών / την προπατορική,
ώσπου ξυπνάς / κι έχεις όλη αποστηθίσει / την Ιωνιάδα.
Το ποίημα ιδές: / Για τα φρονήματά του / σώμα και πυρά.
Όπου, τολμώ να συσχετίσω την «Ιωνιάδα» με τα Ομηρικά έπη, Οδύσσεια και Ιλιάδα, κατά το ελυτικό:
Τριποδίσματα ωραίων αλόγων θα με βοηθήσουν
Να πω την προσευχή μου πριν να κοιμηθώ
Στην ψάθα -όπως γεννήθηκα- με λίγες πιτσιλάδες
Ήλιου στο μέτωπο και την αρχαία καρδιά
Που ξέρει όλον τον Όμηρο γι’ αυτό κι αντέχει ακόμη
(Ο μικρός ναυτίλος, 19).
Και εκτός από τον Όμηρο, διαβάζουμε «υπόθεσες ψυχικές» και νιώθουμε Σολωμό, βλέπουμε «Φάσμα» και οραματιζόμαστε Κάλβο, αλλά και Σολωμό και Όμηρο, προβάλλει η Μονεμβασιά και έρχεται ο Ρίτσος, το Χρονικό του Μαχαιρά μας πάει στην Κύπρο και στον Σεφέρη, «Φωνάζω του νερού μες στο πηγάδι…» και μας απαντά ο Παλαμάς.
Η ενότητα «Ενύπνιο μετά Τρούλου» εκπλήσσει «θαυμαστά». Το επίρρημα ας μη θεωρηθεί άπρεπο για την περίσταση, αλλά η γλώσσα δυσκολεύεται να βρει την κατάλληλη λέξη… Οι μετασχηματισμοί του τοπίου, τα κοκκινισμένα μάτια από την αγρύπνια, το πλήθος που περιμένει την αρτοκλασία, σαν μακρινή, αλλά όχι αμελητέα, υπόμνηση του θαύματος του πολλαπλασιασμού των άρτων και των ιχθύων φαντάζει. Και μαζί η «λίμνη» που γίνεται «βουνό» για να καταλήξει «μαραμένη γαρδένια» -έτσι για να μην διαπραχθεί ύβρις- κι έπειτα το ξύπνημα με «ακανθώδη αισθήματα στα χέρια και την ψύχρα του μαρμάρου στα πέλματα». Πού περπατούσε στο όνειρό του ο ποιητής; Αυτό το μεσημβρινό καλοκαιρινό όνειρο, με τις τόσες και τόσες διακειμενικές του προεκτάσεις, μοιάζει προμήνυμα ή δείγμα της υπόμνησης, στην οποία έχει ήδη αναφερθεί. Η προσγείωση στα καθ’ ημάς γίνεται στον τελευταίο στίχο:
Ύστερα ένας φραπέ είναι ό,τι πρέπει για την προσγείωση
Και «η αυλή ξαναπήρε τις αληθινές της διαστάσεις» λέει ο Ελύτης (Ημερολόγιο, Κυριακή, 5). Ναι, το όνειρο ήταν προφητικό σε ώρα και εποχή κατάλληλη να γεννηθεί το θαύμα και ο «τρούλος» σε μια Βασιλική παραδοσιακή, λιτή κι απέριττη. Κι αυτή η εικόνα θα επανακάμψει αλλιώς ωραία: «πολύ το λίγο / το σοφόν, το πίσω απ’ τα λεχθέντα…. στο υπερώο των Λέξεων / εκεί / όπου ανέκαθεν μιλιέται η Ωραιότης / κι ο Χρόνος απειρίζεται» («Αρτύματα Καλοκαιριού»), σ’ ένα νέο ουκ εν τω πολλώ το ευ, αλλ’ εν τω ευ το πολύ, όπου από το «υπερώο των Λέξεων» κρυφοκοιτάζει η αιωνιότητα την ωραιότητα και θυμίζει στίχο ή εικαστικό του Ελύτη («Στη Θαλασσοσπηλιά»).
Κι ο Σολωμός πανταχού παρών και με απόσπασμα από την ποίησή του και με ποίημα για τον ίδιον Εκείνον. Απομονώνω στίχους:
Πυρσός ο Λόγος / στ’ αλωνάκι του Στράνη / φυσάει λεβάντες
Νια Παρασκευή / κι ο Σολωμός θεάται / στο Κοιμητήρι…
Εσπέρα Μαγιού / βολτάρει στο Ψήλωμα / αλύπιος δήθεν.
Άλλοθι δεν έχει ο Πόντος / ούτε θάνατο η ζωή / κι ο Διονύσιος άλλη σπάθα δεν ηξέρει στα σκαλούνια της Ανάγκης / πάρεξ του ήλιου
Πάνε κι έρχονται / στίχοι λογοδοσμένοι / του κάτω κόσμου
Ήχος βαρύς κι ασήκωτος/ ανήκουστο δάκρυ / ώς το κόκκαλο.
Στην ονομάτων επίσκεψη ο π. Καποδίστριας θα επικαλεστεί κι άλλους φίλους της ποίησης:
Περίκλειστος νους / κήπος με τ’ ασημάνθια / κι ο Κάλβος παρών.
-Έι, φίλοι ωραίοι, / Θεόφιλε Πικάσο/ Σαπφώ Παπαδιαμάντη / και Θεοτόκε…
Πάντα μου καταλύω τ’ απομείναντα
τον ήλιο στο ποτήρι μου αψηλάφητο
(«Επικαθήλωση») 186
Η χυμώδης εφέτο ισημερία
σαν μακρό προ μακρού παροξύνεται
σαν εμπύρετη περισπάται κραυγή
(«Παροξυσμός»)189
Άγγελος με φύλο
η Ποίηση.
Αν τότε ακόμη το μπορείς
Απ’ τα νερόμαλλά της
Πιάσου κι ανέβα
(«Ανώι» β΄)
Σα να χαϊδεύω υπέρπυρον
όλα μαζί τα ορέγομαι
τα τιμαλφή του βίου
……………………..
Σα να γυαλίζω ιστάμενον
όλα μαζί τα ορέγομαι
τ’ ανωφελή του βίου
(«Νομίσματα»)
Πόσο καλά του πάει ο δεκαπεντασύλλαβος του στίχου του μοντέρνου:
Ισιώνω το παράστημα να μοιάζω τροπαιούχος / και ταμιεύω υπομονές / για την Ορθοστασία (8.8.88)
και πόσο στέρεα φέρεται επί των λέξεων το μήνυμα της συνειδητοποίησης της σημερινής στάσης και της μελλοντικής αναμονής.
Τελευταία σοδειά, χρονικά και χωρικά στον τόμο, η συλλογή που του δίνει και τον τίτλο: Καμένες πεταλούδες. Περιλαμβάνει τις ενότητες: «Μετασολωμικά συμβάντα», «Ψυχές εν αποδράσει» (Απόστιχα και συνεικόνες για τον Ούγο Φώσκολο), «Aurora borealis», «Χαιρετισμοί», «Οι μυρωδιές της χαρμολύπης» και «Προσωπεία για ένα πρόσωπο».
Είναι προφανές πως το βλέμμα είναι στραμμένο πρωτίστως στη γενέθλια γη, τα ποιήματα θυμίζουν όλα το πρώτο σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων. Δηλαδή, μορφή απλή, λιτή, αδρή, σοβαρή, λυρική, βαθιά υπαινικτική. Τα ποιήματα ανά συλλογή είναι στον αριθμό: 7, 7, 9, 4, 7, 7. Σ’ εκείνο το κεντρικό ποίημα με τα εννέα αποσπάσματα το πρώτο έχει αρίθμηση Α΄ και ακολουθούν τρία (1,2,3) ποιήματα. Έπεται το Β΄ και άλλα τρία ποιήματα (4,5,6) και κλείνει με το Γ΄. Δηλαδή το κεντρικό με τα 9 αποσπάσματα είναι ποίημα με «υπερώο», για να χρησιμοποιήσω τη λέξη του π. Καποδίστρια. Ήτοι υπάρχει μια γεωμετρία, ισομετρία· 7,7 τα δύο πρώτα, 9 το τρίτο, 7,7 τα δύο τελευταία. Την απόλυτη ισομετρία διαταράσσει το τέταρτο ποίημα με τα τέσσερα αποσπάσματα των «Χαιρετισμών», «προς Εκείνην που / σύγκορμη πήρε Φωτιά / και δεν εκάη». Αλλά γενικώς τα ποιήματα αυτά μοιάζουν σαν μικρά ιδιότυπα βιογραφικά, απλώς αφιερώματα ψυχής στον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Φώσκολο, γραμμένα από συντοπίτη και ομοϊδεάτη, αλλιώς στρατευμένο στην Αλήθεια και στην αξία των πραγμάτων, ή απλώς παρεμφερώς αγωνιζόμενο για τη σωστή λειτουργία του κόσμου: «Εάν είσαι … / Ο αριστερός Ιησούς / ω τότε θα με καταλάβεις» (Ο μικρός ναυτίλος 15). Επιλέγω και απομονώνω ψιχία:
Στο πλάτωμα μέλισσες / στα λιόφυτα μ’ έδεσες…
ήσκιο στον ήσκιο
σε Άδη ευρύχωρο και απρόβλεπτο ουρανό
στο καφέ Φλοριάν / δωρεάν μοιράζεσαι/
πλάι στον Ούγο / δεν με προτιμάς…
κι ενώ βολτάρεις / γύρω απ’ τους τάφους / αιχμαλωτίζεις / στη φάκα των λέξεων / ψυχές εν αποδράσει.
Στο άψε σβήσε / ανθάκια εφήμερα / επιβιώνουν / καθώς λέξεις του συρμού / επικαθηλώνονται
υπάρχει Άνοιξη στην τεφροδόχο
Άνοιξη ορθάνοιχτη / όλο χαρές και χάρες
Άλυσες κρότοι / κλειδωνιές χαλαλοή / πώς να κρατήσουν / τον μεγάλο χορηγό / της Αγάπης στον Άδη;
Μην αντιμιλάς στο φως / ασ’ το να σε διαλύσει
Βοτσαλέψου όσο καιρός / και τόλμα την ελπίδα
Με γλώσσα απλή αλλά όχι καθημερινή, κοσμική αλλά όχι του συρμού (αν και σπανίως ναι), και εκκλησιαστική και ζακυνθινή και με την ωραία παροξύτονη ντοπιολαλιά πλούσια, διάπλατα ανοιχτή σε άλλες σφαίρες, ο π. Καποδίστριας απλώνει «Οθόνιον» για την «Πρόθεση» για να τελέσει θεία λειτουργία και ευχαριστία στη μεγάλη Ποίηση, εκείνη που τον έθρεψε κι εκείνη που ο ίδιος γράφει, κοινωνώντας μας αλήθεια και ελπίδα του μεγάλου χορηγού της Αγάπης.
1 σχόλιο:
Εξαιρετική παρουσίαση σε ένα εξαιρετικό έργο!!!!!!!!!
Δημοσίευση σχολίου