Γράφει ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας
ΕΠΙ ΔΩΜΑΤΟΣ
Του Μωυσέως Αγιορείτου
Πλούσιος πένης και συ
παραμυθίας κανδήλα
με μόνην επί δώματος εφέστια παρεούλα
τη Μαρία
να σού κάνει σκανταλιές
σβήνει κι ανάβει τα κεριά
τρώει τα λουκούμια
σού μουτζουρώνει τα χαρτιά
μπερδεύει στίχους και μολύβια
μα
τρέχει κι αποκρύβεται
στην κόγχη του Πρωτάτου
κάθε που ακούει
περίφοβη
αποβραδίς Βαγγελισμού
χαλαλοή στα κεραμίδια
τον Άγγελο του Πάθους να ολολύζει.
Το παραπάνω ποίημα πήρε τη θέση του στην ποιητική μου συλλογή «Της αγάπης μέγας χορηγός», (εκδ. 2003, σ. 47). Όταν τού την έστειλα, μού απάντησε με τα παρακάτω λόγια, τα οποία δημοσιεύω, όχι για να φανεί η δική μου «αξία» (μη μοι γένοιτο), αλλά η καλοσυνάτη καταδεκτικότητα του Γέροντα:
«(…) Αδελφέ μου δεν είμαι καλός κριτικός της ποίησης. Στις λίγες παρακάτω γραμμές θέλω, αν μπορέσω, να εκφράσω το ρίγος της συγκίνησης απ’ τη χθεσινοβραδυνή ανάγνωση των στίχων των ποιημάτων σας. Μέσα από τα ξαφνιάσματα των στίχων από ξενικές λέξεις, απίθανα επίθετα, λανθάνουσες ή μη ειρωνείες, περιγέλασμα του χρόνου και της καθημερινότητας, πρόσωπα της Ιστορίας, της Λειτουργίας, της Γειτονιάς, τόπους της Ζάκυνθος, της Πελοποννήσου, της Ελλάδας μας, ευχές κι αρές, πιστεύω πως καταφέρνετε περίτεχνα να μας πείσετε πως είσθε ένας καλός ποιητής και πως πράγματι της αγάπης μέγας χορηγός είναι ο Χριστός κι ο κάθε αληθινά ταπεινός. (…)».
Στ΄
Να προσεύχεσαι για μάς, μού λένε
θα προσεύχομαι, τούς λέω.
Κι όταν προσεύχομαι δεν κλαίω
γι’ αυτούς που δεν προσεύχονται
γι’ αυτούς που δεν ξέρουν
γι’ αυτούς που δεν θέλουν
γι’ αυτούς που κάποτε κάτι είπαν
που δεν ξέρουν να επιμένουν
που βιάζονται πολύ
και φωνάζουνε
σα να μη κανείς τούς ακούει…
Ξέρω πως όλοι αναμένουν
την ώρα μιας καλής προσευχής
και δεν ξέρουν ακόμη
πως η κατάκτηση είναι η ήττα
η γνώση της πενίας
η προσευχή της σιωπής
η αγρυπνία του δέους
ενός θεού που κατέρχεται
να σ’ αγκαλιάσει πεσμένο
σκώληκα, κοπρία, στάκτη
άνοιξη, ανάσταση, άνθος
νύκτα, Άθως, πάθος, λάθος, βάθος…
ΛΖ΄
Ανάγκη πάσα να παραμείνω στον τάφο μου
στο ταπεινό κελλί μου
προς καινοτόμηση του άστατου βίου
προς συνάντηση του άγνωστου εαυτού
που ξεγλιστρά επικίνδυνα πάντα
στην πρόωρη σκοτία
τη χτεσινοβραδινή.
Ηδέως μόνος
κι ο πόνος βαθύς.
Τίκτεται δάκρυ γλυκύ
στη ρωγμή του προσωπείου
στο τρίκλισμα του Φαρισαίου
στου Ιούδα την αμοιβή
του τελώνη τον κτύπο
του ληστή του λόφου εκείνου την κραυγή.
Κύμβαλα αλαλάζοντα απόμακρα
στην υπερέχουσα μακρά νύχτα
στην κοσμική σαλότητα
και τη μοναχική ωραιότητα εκείνη
που δυναμώνει το φως
και γλυκαίνει όλο και πιο πολύ τη χαρά.
Ιδού το λυκαυγές της χάριτος
πρόωρο κι αυτό
κατά το Αυτού μέγα και πλούσιο έλεος
κι όχι την ημέτερη ουτιδανή αξία.
Ο π. Μωυσής αποτελεί κόσμημα για την Ορθόδοξη Εκκλησία, κορυφαία μορφή του Περιβολιού της Παναγίας, ανύστακτο εργάτη στα μύχια της Ψυχής και των κυμάνσεών της.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1952 και μονάζει στον Άθωνα από το 1974. Ασχολείται με την αγιογραφία, την ποίηση, την κριτική, την επιμέλεια και τη συγγραφή βιβλίων. Έχει εκδώσει δεκάδες βιβλίων, που αφορούν στην Ορθόδοξη Πνευματικότητα, ενώ έχει δημοσιεύσει εκατοντάδες σχετικά άρθρα, δοκίμια και ποιήματα σ’ εφημερίδες και περιοδικά της Ελλάδας και του εξωτερικού. Αρκετά έργα του έχουν μεταφρασθεί σε ξένες γλώσσες. Εσχάτως κυκλοφόρησε το 50ό βιβλίο του-έργο ζωής, ο μνημειώδης Τόμος «Οι Άγιοι του Αγίου Όρους» (εκδ. Μυγδονία, σελ. 832). Έχει δώσει σειρά ομιλιών, ύστερα από προσκλήσεις Μητροπόλεων, Πανεπιστημίων και Συλλόγων, έχοντας λάβει μέρος και σε αρκετά επιστημονικά Συνέδρια. Είναι από εικοσαετίας αρχισυντάκτης του καλού αγιορειτικού Περιοδικού Πρωτάτον και Γέροντας της Καλύβης του Αγίου Ιωάννου του Χρυσοστόμου της Ιεράς Σκήτης Αγίου Παντελεήμονος – Κουτλουμουσίου.
Με τον π. Μωυσή τον Αγιορείτη δεν γνωριζόμαστε εκ του σύνεγγυς, αλλά από τις ανταλλαγές βιβλίων, επιστολών και κάποιων τηλεφωνημάτων, από τότε που τον περιέλαβα στο δοκίμιό μου «Ανά-γνωση λόγου ανθηρού. Μελέτη και απάνθισμα ιερατικής ποίησης» (ανάτυπο από τα Τετράμηνα, Χειμώνας ’97-’98). Με τιμά με τα υψηλών πτήσεων ποιητικά και θεολογικά του ανδραγαθήματα, ενώ τού αποστέλλω τα δειλά μου φτωχοβιβλία, δίχως να λησμονώ, ότι είμαι απλώς ένα μαθητούδι μετεξεταστέο στα πνευματικά, ενώπιον ενός Κολοσσού. Εκείνος όμως έχει πάντα έναν θετικό λόγο αγάπης και συναντίληψης. Μες από τις αφιερώσεις των βιβλίων και τις επιστολές του προς εμέ αναφαίνεται αμέσως η βαθιά κι ευρύχωρη πνευματικότητα του ανδρός, αν μάλιστα λάβουμε υπόψη τις ανά τον κόσμο πολυειδείς και απαιτητικές υποχρεώσεις του.
Μ’ έχει συγκινήσει και «σκλαβώσει» με την αγάπη του, τόσο που θέλησα κάποια στιγμή να τον ευχαριστήσω (συν τοις άλλοις) για την προσευχητική του στήριξη σε ώρες πολύ δύσκολες για μένα. Τού έγραψα και τού αφιέρωσα, στις 12 Ιουλίου 2001, μερικούς στίχους ως αντίδωρο ευγνωμοσύνης. Στο ποίημα αυτό «πρωταγωνιστεί» ένα μικρό κοριτσάκι, η Μαρία, που δεν είναι άλλη από την Παναγία. Σε χρόνο άχρονο και ποιητική αδεία, η κόρη παρουσιάζεται να ζει στο Άγιον Όρος, να γυροδιαβαίνει ως παιδάκι στο κελί του π. Μωυσή, βιώνοντας όλα της ζωής της τα συγκλονιστικά και ανεπανάληπτα συμβάντα, από τον Ευαγγελισμό μέχρι το Πάθος του Γιου Της. Εντέλει γίνεται πλάγια αναφορά στην εικόνα «Άξιον εστί», που θησαυρίζεται στο Πρωτάτο. Το αντιγράφω εδώ:
ΕΠΙ ΔΩΜΑΤΟΣ
Του Μωυσέως Αγιορείτου
Πλούσιος πένης και συ
παραμυθίας κανδήλα
με μόνην επί δώματος εφέστια παρεούλα
τη Μαρία
να σού κάνει σκανταλιές
σβήνει κι ανάβει τα κεριά
τρώει τα λουκούμια
σού μουτζουρώνει τα χαρτιά
μπερδεύει στίχους και μολύβια
μα
τρέχει κι αποκρύβεται
στην κόγχη του Πρωτάτου
κάθε που ακούει
περίφοβη
αποβραδίς Βαγγελισμού
χαλαλοή στα κεραμίδια
τον Άγγελο του Πάθους να ολολύζει.
Το παραπάνω ποίημα πήρε τη θέση του στην ποιητική μου συλλογή «Της αγάπης μέγας χορηγός», (εκδ. 2003, σ. 47). Όταν τού την έστειλα, μού απάντησε με τα παρακάτω λόγια, τα οποία δημοσιεύω, όχι για να φανεί η δική μου «αξία» (μη μοι γένοιτο), αλλά η καλοσυνάτη καταδεκτικότητα του Γέροντα:
«(…) Αδελφέ μου δεν είμαι καλός κριτικός της ποίησης. Στις λίγες παρακάτω γραμμές θέλω, αν μπορέσω, να εκφράσω το ρίγος της συγκίνησης απ’ τη χθεσινοβραδυνή ανάγνωση των στίχων των ποιημάτων σας. Μέσα από τα ξαφνιάσματα των στίχων από ξενικές λέξεις, απίθανα επίθετα, λανθάνουσες ή μη ειρωνείες, περιγέλασμα του χρόνου και της καθημερινότητας, πρόσωπα της Ιστορίας, της Λειτουργίας, της Γειτονιάς, τόπους της Ζάκυνθος, της Πελοποννήσου, της Ελλάδας μας, ευχές κι αρές, πιστεύω πως καταφέρνετε περίτεχνα να μας πείσετε πως είσθε ένας καλός ποιητής και πως πράγματι της αγάπης μέγας χορηγός είναι ο Χριστός κι ο κάθε αληθινά ταπεινός. (…)».
* * *
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα του 2007 μού απέστειλε, μ' εγκάρδια αφιέρωση, το νέο του ποιητικό βιβλίο, το «Αθωνικό Ψαλτήρι», από τις εκδόσεις Αρμός. Είχε προηγηθεί, το 1995, η ποιητική του συλλογή «Αθωνικά Ποιήματα», επίσης από τον Αρμό. Γευόμενος ο αναγνώστης τους νέους καρπούς της ποιητικής του ψυχής, δεν (πρέπει να) λησμονεί επ’ ουδενί, ότι πρόκειται για έναν κύριο και γνήσιο εκπρόσωπο της Ορθόδοξης Ασκητικής και δη του Αγιορείτικου Μοναχισμού.
Ο π. Μωυσής βιώνει τη ζωή ως παραχώρηση Ουρανού, ενώ ασκείται και δια των στίχων του στην αυτογνωσία, την καθαρότητα των συναισθημάτων, στην αγαπητική προσέγγιση του Θείου, στην παραμυθία της αυτομόνωσης, όπου συναπαντιέται με την «ευστοχία της θεότητος», για να χρησιμοποιήσω έναν δικό του στίχο. Τούτο σημαίνει, ότι και δια των ποιημάτων του προσφέρει θυμίαμα προς τον κατεξοχήν Ποιητή των Πάντων, έχοντας τη συναίσθηση της χοϊκής του μηδαμινότητας ως ανθρώπου εφήμερου. Όμως η συναίσθηση της προσωπικής μας Λιγοσύνης είναι που χρησιμεύει ως αρμόδιο κλειδί για το πορτάκι τ’ Ουρανού. Την ώρα που ο νους προσγειώνεται, κατερχόμενος από την εγωπαθή του υπερύψωση, καταφέρνει σπουδαία νίκη κατά της παλαιότητάς του και καθίσταται «διδακτός Θεού».
Ακολουθούν δυο δείγματα γραφής, χάριν των αναγνωστών μας:
Ο π. Μωυσής βιώνει τη ζωή ως παραχώρηση Ουρανού, ενώ ασκείται και δια των στίχων του στην αυτογνωσία, την καθαρότητα των συναισθημάτων, στην αγαπητική προσέγγιση του Θείου, στην παραμυθία της αυτομόνωσης, όπου συναπαντιέται με την «ευστοχία της θεότητος», για να χρησιμοποιήσω έναν δικό του στίχο. Τούτο σημαίνει, ότι και δια των ποιημάτων του προσφέρει θυμίαμα προς τον κατεξοχήν Ποιητή των Πάντων, έχοντας τη συναίσθηση της χοϊκής του μηδαμινότητας ως ανθρώπου εφήμερου. Όμως η συναίσθηση της προσωπικής μας Λιγοσύνης είναι που χρησιμεύει ως αρμόδιο κλειδί για το πορτάκι τ’ Ουρανού. Την ώρα που ο νους προσγειώνεται, κατερχόμενος από την εγωπαθή του υπερύψωση, καταφέρνει σπουδαία νίκη κατά της παλαιότητάς του και καθίσταται «διδακτός Θεού».
Ακολουθούν δυο δείγματα γραφής, χάριν των αναγνωστών μας:
Στ΄
Να προσεύχεσαι για μάς, μού λένε
θα προσεύχομαι, τούς λέω.
Κι όταν προσεύχομαι δεν κλαίω
γι’ αυτούς που δεν προσεύχονται
γι’ αυτούς που δεν ξέρουν
γι’ αυτούς που δεν θέλουν
γι’ αυτούς που κάποτε κάτι είπαν
που δεν ξέρουν να επιμένουν
που βιάζονται πολύ
και φωνάζουνε
σα να μη κανείς τούς ακούει…
Ξέρω πως όλοι αναμένουν
την ώρα μιας καλής προσευχής
και δεν ξέρουν ακόμη
πως η κατάκτηση είναι η ήττα
η γνώση της πενίας
η προσευχή της σιωπής
η αγρυπνία του δέους
ενός θεού που κατέρχεται
να σ’ αγκαλιάσει πεσμένο
σκώληκα, κοπρία, στάκτη
άνοιξη, ανάσταση, άνθος
νύκτα, Άθως, πάθος, λάθος, βάθος…
ΛΖ΄
Ανάγκη πάσα να παραμείνω στον τάφο μου
στο ταπεινό κελλί μου
προς καινοτόμηση του άστατου βίου
προς συνάντηση του άγνωστου εαυτού
που ξεγλιστρά επικίνδυνα πάντα
στην πρόωρη σκοτία
τη χτεσινοβραδινή.
Ηδέως μόνος
κι ο πόνος βαθύς.
Τίκτεται δάκρυ γλυκύ
στη ρωγμή του προσωπείου
στο τρίκλισμα του Φαρισαίου
στου Ιούδα την αμοιβή
του τελώνη τον κτύπο
του ληστή του λόφου εκείνου την κραυγή.
Κύμβαλα αλαλάζοντα απόμακρα
στην υπερέχουσα μακρά νύχτα
στην κοσμική σαλότητα
και τη μοναχική ωραιότητα εκείνη
που δυναμώνει το φως
και γλυκαίνει όλο και πιο πολύ τη χαρά.
Ιδού το λυκαυγές της χάριτος
πρόωρο κι αυτό
κατά το Αυτού μέγα και πλούσιο έλεος
κι όχι την ημέτερη ουτιδανή αξία.
8 σχόλια:
και των δυονών σας τα ποιήματα είναι χλωρά φύλλα στην ξερή ζωή μου.
ευχαριστώ, π.κ., για την ανάρτηση αυτή. βγάζει πολλή αγάπη απ'τις ψυχές μας, και μας τη θυμίζει, ότι υπάρχει.
Αγαπητέ π.κ.
Ιδού δη τι καλόν ή τι τερπνόν αλλ' η το κατοικείν ποιητάς - και δη αδελφούς εν Χριστώ - επί το αυτό.
Ένας νοητός ποιη(ο)τικός ιστός συνδέει τους απανταχού της γης Ορθοδόξους ιερείς και μοναχούς ποιητές.
Ο μοναχός Μωϋσής και ο ιερομόναχος Συμεών στο Άγιον Όρος, ο Πέργης Ευάγγελος στην Βασιλίδα των Πόλεων, ο Αυστραλίας Στυλιανός στην Ωκεανία, ο π. Βασίλειος Θερμός στο άστυ των Αθηνών, η ιερωσύνη σου στο νησί του Αγίου Διονυσίου, και ίσως μερικοί ακόμα κάπου αλλού.
Πρεσβεύσατε υπέρ ημών όπως κράζωμεν μετά του ποιητού της Ιδιωτικής Οδού:
"Ποίηση ω Αγία μου - συγχώρεσέ με
αλλ' ανάγκη να μείνω ζωντανός
να περάσω από την άλλην όχθη,
οτιδήποτε θα 'ναι προτιμότερο
παρά η αργή δολοφονία μου από το παρελθόν..."
Κι ας κάνω τη σκληρή, μπορεί ακόμα να με συγκινήσει ένα ποίημα, μια λέξη, ένα τέτοιο πόστο...
Ευχαριστώ!
@ Γλυκυτάτη μας Άμπθα,
Τι καλή που είσαι! Έχεις τόση αγάπη μέσα σου για όλους, που ήδη χλοΐζεις!!!
@ Παν. Ανδριόπουλε,
Ευχαριστώ για τους λόγους τιμής. Αμοιβαία τα αισθήματα! Ευτυχώς που υπάρχεις κι εσύ να υποστηρίζεις την "Ιερατική Ποίηση", με τον δικό σου ευσκιόφυλλο τρόπο!!!
Προσπαθούμε, από την ταπεινή του έπαλξη ο καθείς, να παράξουμε λόγον αντι-λογίας στη χαμέρπεια της εποχής μας! Και ό,τι εντέλει βγει!!!
@ Ντάνα,
Συγκινήθηκα που συγκινήθηκες. Δηλώνει υγεία η όποια συγκίνηση, σε καιρό και τόπο τόσο αντιποιητικό!...
Το ποίημά σας για τη Μαρία το θυμάμαι γιατί όταν το διάβασα πρώτη φορά ήταν σαν να Την έβλεπα όπως Την είδατε σεις και με όλα τα χρώματα, τις ευωδίες, και την κίνηση, ολοζώντανα σαν να με άγγιζε με το θρόισμα του αέρινου ρούχου Της, και σαν να άκουγα ένα κρυστάλλινο γέλιο αθωότητας να με γαληνεύει. Η σκηνή αυτή έρχεται ξανά όλες τις φορές που είμαι μπροστά σε μια ενήλικη εικόνα Της. Βγαίνει μπροστά μου απο τότε, η Μικρή Μαρία, που έγινε η Μητέρα Του και Μητέρα μας, αλλά ήταν παιδί που έμοιαζε με το παιδί που είμαστε όλοι κάποτε, ίσως μόνο αμέσως μετά το βάφτισμα, και ποτέ ξανά.. Αλλά ήταν απο την ίδια σάρκα, άρα "γνωρίζει" καλά τη μόλυνση που κυκλοφορεί στο δικό μας αίμα, παρόλο που εκείνη έμεινε Αμόλυντη. Νοιώθω οικειότητα, άνεση, εγγύτητα, αμεσότητα πολύ περισσότερο απο πρίν μου "χαρίσετε" τα μάτια σας. Πιστεύω οτι αυτό θα πρέπει να το ένοιωσαν και άλλοι.
Για τον π. Μωϋσή έχω διαβάσει, φαίνεται οτι ζει αληθινά και γεύεται την Αλήθεια. Ξεχώρισα το:
"..άνοιξη, ανάσταση, άνθος
νύκτα, Άθως, πάθος, λάθος, βάθος…"
@ Αριάδνη Δήμου,
Σου άρεσε, λοιπόν, αυτό το ποιηματάκι;; Κι εγώ το αγαπώ, παρότι συνήθως, μόλις δημοσιευτούν, δεν τα πολυαγαπώ τα ημέτερα στιχηρά. Η διαδικασία της κυοφορίας και της γραφής είναι το Ποίημα. Μόλις γίνει δεν μου ανήκει. Πάμε γι' άλλο... Και τανάπαλιν. Ένα κουβάρι δηλαδή...
Ναι, ο π. Μωυσής είναι ένας από τους πρωτοκορυφαίους του σύγχρονου Ορθόδοξου Στοχασμού!
Δημοσίευση σχολίου