Μ’ επισκέφτηκε σήμερα στο γραφείο μου μια φίλη, την οποίαν υπεραγαπώ, αν και δεν βλεπόμαστε συχνά, παρότι πάντα ξεκαλοκαιριάζει στη Ζάκυνθο, στο παραθαλάσσιο σπίτι της, εκεί στον Άη Χαραλάμπη στο Ποτάμι. Είναι η Έρση Λάγκε, καλή διηγηματογράφος, που ασχολείται όμως ευδόκιμα και με την Ποίηση. Με την Έρση είχαμε βρεθεί -σημειωτέον- και στην 51η Biennale της Βενετίας, τον Ιούνιο του 2005, εκπροσωπώντας το νησί μας.
Η Λάγκε είναι μια από τις αξιολογότερες σύγχρονες Ελληνίδες διηγηματογράφους. Γεννήθηκε στην Αθήνα από μητέρα Ζακυνθινή και πατέρα Μυτιληνιό. Σπούδασε ζωγραφική στη Μαγεντία και τη Φραγκφούρτη της Γερμανίας. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1972 με την ποιητική συλλογή «Σπάλαθρα», ασχολούμενη παράλληλα με τη μετάφραση. Έχει γράψει πολλές συλλογές διηγημάτων κυρίως, ποιημάτων, μυθιστορήματα και βιβλία ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Έχει τιμηθεί με το Α΄ Βραβείο Λουντέμη, το Α΄ Κρατικό Βραβείο ταξιδιωτικής Λογοτεχνίας, με Βραβείο συνεισφοράς στα Ζακυνθινά Γράμματα και με Β΄ Βραβείο Ποίησης στο Μιλάνο.
Σήμερα η Έρση μού έφερε το νέο της βιβλίο, αυτή τη φορά ταξιδιωτικό. Πρόκειται για το «Σρι Λάνκα. Η Κεϋλάνη του Βούδα», που κυκλοφορήθηκε μέσα στο 2007 από τις εκδόσεις Περίπλους του Διονύση Βίτσου.
Στο καλαίσθητο αυτό βιβλίο η έμπειρη συγγραφέας περιγράφει μες από ένα, όχι τουριστικό, αλλά πνευματικό οδοιπορικό, τη Σρι Λάνκα, την Κεϋλάνη του Βούδα.
Η παλιά Κεϋλάνη του τσαγιού, το ξεροχώρι Νεκάμπο με 1500 κατοίκους κι ένα μόνο ξενοδοχείο. Ο ναός του Ιερού δέντρου, που από κάτω του ο Βούδας βρήκε τη φώτιση. Η Σιγκιρία, η πόλη στη ζούγκλα. Η Παλαναρούα, η πρωτεύουσα του 10ου αιώνα. Η Κάντυ, η πρωτεύουσα του δοντιού του Βούδα. Η Ανουρανταπούρα, που δεν είναι πια άγια πόλη. Δύο ταξίδια, δύο διαφορετικές απόψεις του ίδιου κόσμου. "Ποτέ να μη ξανασυναντά κανείς κάτι που βαθιά τον συγκίνησε και το αγάπησε", υπογραμμίζει εμφατικά η Έρση στο βιβλίο.
Ο Βούδας χωρίς ν' απορρίψει τις κάστες, τις κατάργησε. "Ο νόμος μου είναι για όλους", είπε. "Με τις πράξεις του γίνεται κανείς Παρίας ή Βραχμάνος. Δε γεννιέται. Έτσι όπως η τεράστια θάλασσα του κόσμου έχει μόνο μια γεύση της αρμύρας, έτσι και η γνώση έχει μόνο ένα σκοπό, τη λύτρωση". Όλη η διδαχή του Βούδα βασίζεται πάνω σε τέσσερις ευγενείς αλήθειες:
1η αλήθεια: Όλα όσα υπάρχουν είναι υποχείρια του θανάτου και του πόνου. 2η αλήθεια: Ο πόνος έχει τις ρίζες του στις ανθρώπινες επιθυμίες και πάθη. 3η αλήθεια: Η λύτρωση από τα πάθη, λυτρώνει και από τον πόνο. 4η αλήθεια: Η ατραπός της λύτρωσης είναι ένας ευγενής οκταπλός δρόμος.
Όλ’ αυτά και άλλα πολλά ενδιαφέροντα αποτυπώνει η φίλη Έρση στο νέο της οδοιπορικό. Με τη λοξή της ματιά στα φαινόμενα του ταξιδιού της και με περισσή μαεστρία στην τέχνη της λογοπλοκής μαγνητίζει αμέσως τον συν-ταξιδιώτη αναγνώστη και τον δελεάζει, ώστε να παρθεί μαζί της στην πραγματικότητα του Μύθου και στην παραμυθία της Ουσίας των Πραγμάτων ενός πολύ διαφορετικού (απ’ τα δικά μας μέτρα) Πολιτισμού.
Η Λάγκε είναι μια από τις αξιολογότερες σύγχρονες Ελληνίδες διηγηματογράφους. Γεννήθηκε στην Αθήνα από μητέρα Ζακυνθινή και πατέρα Μυτιληνιό. Σπούδασε ζωγραφική στη Μαγεντία και τη Φραγκφούρτη της Γερμανίας. Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1972 με την ποιητική συλλογή «Σπάλαθρα», ασχολούμενη παράλληλα με τη μετάφραση. Έχει γράψει πολλές συλλογές διηγημάτων κυρίως, ποιημάτων, μυθιστορήματα και βιβλία ταξιδιωτικής λογοτεχνίας. Έχει τιμηθεί με το Α΄ Βραβείο Λουντέμη, το Α΄ Κρατικό Βραβείο ταξιδιωτικής Λογοτεχνίας, με Βραβείο συνεισφοράς στα Ζακυνθινά Γράμματα και με Β΄ Βραβείο Ποίησης στο Μιλάνο.
Σήμερα η Έρση μού έφερε το νέο της βιβλίο, αυτή τη φορά ταξιδιωτικό. Πρόκειται για το «Σρι Λάνκα. Η Κεϋλάνη του Βούδα», που κυκλοφορήθηκε μέσα στο 2007 από τις εκδόσεις Περίπλους του Διονύση Βίτσου.
Στο καλαίσθητο αυτό βιβλίο η έμπειρη συγγραφέας περιγράφει μες από ένα, όχι τουριστικό, αλλά πνευματικό οδοιπορικό, τη Σρι Λάνκα, την Κεϋλάνη του Βούδα.
Η παλιά Κεϋλάνη του τσαγιού, το ξεροχώρι Νεκάμπο με 1500 κατοίκους κι ένα μόνο ξενοδοχείο. Ο ναός του Ιερού δέντρου, που από κάτω του ο Βούδας βρήκε τη φώτιση. Η Σιγκιρία, η πόλη στη ζούγκλα. Η Παλαναρούα, η πρωτεύουσα του 10ου αιώνα. Η Κάντυ, η πρωτεύουσα του δοντιού του Βούδα. Η Ανουρανταπούρα, που δεν είναι πια άγια πόλη. Δύο ταξίδια, δύο διαφορετικές απόψεις του ίδιου κόσμου. "Ποτέ να μη ξανασυναντά κανείς κάτι που βαθιά τον συγκίνησε και το αγάπησε", υπογραμμίζει εμφατικά η Έρση στο βιβλίο.
Ο Βούδας χωρίς ν' απορρίψει τις κάστες, τις κατάργησε. "Ο νόμος μου είναι για όλους", είπε. "Με τις πράξεις του γίνεται κανείς Παρίας ή Βραχμάνος. Δε γεννιέται. Έτσι όπως η τεράστια θάλασσα του κόσμου έχει μόνο μια γεύση της αρμύρας, έτσι και η γνώση έχει μόνο ένα σκοπό, τη λύτρωση". Όλη η διδαχή του Βούδα βασίζεται πάνω σε τέσσερις ευγενείς αλήθειες:
1η αλήθεια: Όλα όσα υπάρχουν είναι υποχείρια του θανάτου και του πόνου. 2η αλήθεια: Ο πόνος έχει τις ρίζες του στις ανθρώπινες επιθυμίες και πάθη. 3η αλήθεια: Η λύτρωση από τα πάθη, λυτρώνει και από τον πόνο. 4η αλήθεια: Η ατραπός της λύτρωσης είναι ένας ευγενής οκταπλός δρόμος.
Όλ’ αυτά και άλλα πολλά ενδιαφέροντα αποτυπώνει η φίλη Έρση στο νέο της οδοιπορικό. Με τη λοξή της ματιά στα φαινόμενα του ταξιδιού της και με περισσή μαεστρία στην τέχνη της λογοπλοκής μαγνητίζει αμέσως τον συν-ταξιδιώτη αναγνώστη και τον δελεάζει, ώστε να παρθεί μαζί της στην πραγματικότητα του Μύθου και στην παραμυθία της Ουσίας των Πραγμάτων ενός πολύ διαφορετικού (απ’ τα δικά μας μέτρα) Πολιτισμού.
Ανοίγω το βιβλίο (σελίδες 130-134) και ας αναγνώσουμε μαζί ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα, δείγματος χάριν:
11/3 Πέμπτη.
Γράφω τις μέρες να μη χαθώ. Αν δεν το κάνω δεν έχω ιδέα τι ημερομηνία έχουμε. Η ώρα έτσι κι αλλιώς πάει τέσσερις ή πέντε ώρες μπροστά.
Τα μαγαζιά ανοίγουν στις εννέα και κλείνουν στις έξι το βράδυ, σε όλη τη Σρι Λάνκα. Τ' απόγευμα και όλο το βραστό μεσημέρι, ψήνονται και δουλεύουν.
Επτά το πρωί, τύμπανα κι εμβατήρια. Νόμιζα γιορτή. Δεν ήξερα ακόμα για το σχολείο δίπλα. Κουρούνες κρώζουν στην αυγινή θολούρα κι απέναντι προβάλλουν θολά λοφοβούνια στρογγυλά και μαλακά θηλυκά. Αμέ, με τόση βλάστηση και τόση γέννα πετρών, μόνον θηλυκά βουνά θα μπορούσαν να είναι.
Ακούγονται ομιλίες στο πρωινό πράσινο. Για δευτερόλεπτα φάνηκε να περνά γυναίκα από μια τρύπα φυλλώματος. Δε βλέπω τίποτ' άλλο, μόνον αυτό το πανέμορφο φυτό που ακουμπά στο ντουβάρι. Έχει ψαλιδωτά - μαλακά και σαν κομμένα φύλλα, όλα από τον ίδιο μίσχο φυτρωμένα. Πίσω του χρυσίζουν τα κόκκος. Σ' άλλη ζωή, λέω, σε τέτοιον τόπο θα μεγάλωσα. Δε γίνεται... Γιατί να μ' αρέσει τόσο; Με φωνάζουν από κάτω.
Ήρθαν να πάμε σε εργοστάσιο με δέκα δικές του "μίνες".
Παίρνει την πέτρα, που λέει ο λόγος, την κυλισμένη απ' το νερό, ή βαθιά χωμένη στο χώμα, την ταγιάρει, τη δένει και την πουλάει, όχι και πολύ φθηνά βέβαια. Η περιοχή βγάζει ζαφείρια μπλε και κίτρινα. Τα καλύτερα.
Ο ιδιοκτήτης με κάλεσε στα ιδιαίτερά του, αφήνοντας με μία κίνηση μεγιστάνα τους συνοδούς μου έξω.
Καθώς λοιπόν καθίσαμε, παίρνει μία νάιλον σακούλα, κάνει έτσι και σκορπά γεμίζοντας το μισό τραπέζι. Θεέ μου, νόμισα πως βρέθηκα καλοκαίρι στη Ζάκυνθο. Το τραπέζι είχε ξεχειλίσει αχνομπλέ και κίτρινο ζαφείρι. Έβαλα τα χέρια και τ' ανακάτευα να νιώσω τη λαμπερή - κρύα τους υφή. Τα δάχτυλά μου γέμισαν λάμψη. Ήλιος και θάλασσα καλοκαιριού! Πήρα ένα κίτρινο, ένα μπλε και ένα μπλε-κίτρινο που μέσα στο γαλανό "γυαλί" του, πέταγε αχτίνες χρυσαφιές. Δηλαδή άλλαζε χρώμα. Απίθανο παιχνίδι από σπίθες. (Ακατέργαστα μοιάζουν με βότσαλα).
Τα πιο σκούρα κίτρινα, σχεδόν πορτοκαλιά... ένα που έπιασα....
- No, μου είπε. Αυτό είναι ψημένο στο φούρνο για να σκουρύνει.
Διάλεξα κι ένα πορτοκαλί με κίτρινες λάμψεις. Είναι το πολυσυζητημένο Πατπαράτσα, (εδώ το λένε Πατμαράγια) και τα ζητούν οι Ιάπωνες.
Πιο κάτω μπήκαμε στο μουσείο, (τρία έχει η πόλη), γεμάτο όλων των ειδών τις πέτρες ως τις πιο σπάνιες π.χ. Αλεξανδρίτη. Είδα και την τομή των ορυχείων (τρύπας). Οι στρώσεις είναι τρεις. Πρώτη η γλίνα που πρέπει να βγει βρεγμένη, άμα ξεραθεί πετρώνει. Μετά έρχεται το αμμοχάλικο κι από κάτω χαλίκι και πάλι, ανάκατο με πολύτιμες πέτρες.
Παρέκει, στο μουσείο πάντα, βρήκα το σπάνιο Τααφεΐτη, μία αχνορόζ - μουτζουριά, πανάκριβη, λόγω σπανιότητας, πέτρα. Αγόρασα ένα Ηλιόδωρο πέτρα - αδελφάκι του σμαραγδιού σε κίτρινο -χλομοπράσινο χρώμα. Ο Αλεξανδρίτης (χρυσοβίρυλλος, βγαίνει μόνο στα Ουράλια και δω) γυάλιζε ύπουλα στο φως της μέρας πράσινα. Μόλις τον πήγα στο ηλεκτρικό, έγινε θυμωμένα κόκκινος. Κόβεται σε δύο ίσα μέρη το χρώμα, ανάλογα με το φωτισμό. Σαν ψεύτικη καραμέλα.
Τα μαγαζιά ανοίγουν στις εννέα και κλείνουν στις έξι το βράδυ, σε όλη τη Σρι Λάνκα. Τ' απόγευμα και όλο το βραστό μεσημέρι, ψήνονται και δουλεύουν.
Επτά το πρωί, τύμπανα κι εμβατήρια. Νόμιζα γιορτή. Δεν ήξερα ακόμα για το σχολείο δίπλα. Κουρούνες κρώζουν στην αυγινή θολούρα κι απέναντι προβάλλουν θολά λοφοβούνια στρογγυλά και μαλακά θηλυκά. Αμέ, με τόση βλάστηση και τόση γέννα πετρών, μόνον θηλυκά βουνά θα μπορούσαν να είναι.
Ακούγονται ομιλίες στο πρωινό πράσινο. Για δευτερόλεπτα φάνηκε να περνά γυναίκα από μια τρύπα φυλλώματος. Δε βλέπω τίποτ' άλλο, μόνον αυτό το πανέμορφο φυτό που ακουμπά στο ντουβάρι. Έχει ψαλιδωτά - μαλακά και σαν κομμένα φύλλα, όλα από τον ίδιο μίσχο φυτρωμένα. Πίσω του χρυσίζουν τα κόκκος. Σ' άλλη ζωή, λέω, σε τέτοιον τόπο θα μεγάλωσα. Δε γίνεται... Γιατί να μ' αρέσει τόσο; Με φωνάζουν από κάτω.
Ήρθαν να πάμε σε εργοστάσιο με δέκα δικές του "μίνες".
Παίρνει την πέτρα, που λέει ο λόγος, την κυλισμένη απ' το νερό, ή βαθιά χωμένη στο χώμα, την ταγιάρει, τη δένει και την πουλάει, όχι και πολύ φθηνά βέβαια. Η περιοχή βγάζει ζαφείρια μπλε και κίτρινα. Τα καλύτερα.
Ο ιδιοκτήτης με κάλεσε στα ιδιαίτερά του, αφήνοντας με μία κίνηση μεγιστάνα τους συνοδούς μου έξω.
Καθώς λοιπόν καθίσαμε, παίρνει μία νάιλον σακούλα, κάνει έτσι και σκορπά γεμίζοντας το μισό τραπέζι. Θεέ μου, νόμισα πως βρέθηκα καλοκαίρι στη Ζάκυνθο. Το τραπέζι είχε ξεχειλίσει αχνομπλέ και κίτρινο ζαφείρι. Έβαλα τα χέρια και τ' ανακάτευα να νιώσω τη λαμπερή - κρύα τους υφή. Τα δάχτυλά μου γέμισαν λάμψη. Ήλιος και θάλασσα καλοκαιριού! Πήρα ένα κίτρινο, ένα μπλε και ένα μπλε-κίτρινο που μέσα στο γαλανό "γυαλί" του, πέταγε αχτίνες χρυσαφιές. Δηλαδή άλλαζε χρώμα. Απίθανο παιχνίδι από σπίθες. (Ακατέργαστα μοιάζουν με βότσαλα).
Τα πιο σκούρα κίτρινα, σχεδόν πορτοκαλιά... ένα που έπιασα....
- No, μου είπε. Αυτό είναι ψημένο στο φούρνο για να σκουρύνει.
Διάλεξα κι ένα πορτοκαλί με κίτρινες λάμψεις. Είναι το πολυσυζητημένο Πατπαράτσα, (εδώ το λένε Πατμαράγια) και τα ζητούν οι Ιάπωνες.
Πιο κάτω μπήκαμε στο μουσείο, (τρία έχει η πόλη), γεμάτο όλων των ειδών τις πέτρες ως τις πιο σπάνιες π.χ. Αλεξανδρίτη. Είδα και την τομή των ορυχείων (τρύπας). Οι στρώσεις είναι τρεις. Πρώτη η γλίνα που πρέπει να βγει βρεγμένη, άμα ξεραθεί πετρώνει. Μετά έρχεται το αμμοχάλικο κι από κάτω χαλίκι και πάλι, ανάκατο με πολύτιμες πέτρες.
Παρέκει, στο μουσείο πάντα, βρήκα το σπάνιο Τααφεΐτη, μία αχνορόζ - μουτζουριά, πανάκριβη, λόγω σπανιότητας, πέτρα. Αγόρασα ένα Ηλιόδωρο πέτρα - αδελφάκι του σμαραγδιού σε κίτρινο -χλομοπράσινο χρώμα. Ο Αλεξανδρίτης (χρυσοβίρυλλος, βγαίνει μόνο στα Ουράλια και δω) γυάλιζε ύπουλα στο φως της μέρας πράσινα. Μόλις τον πήγα στο ηλεκτρικό, έγινε θυμωμένα κόκκινος. Κόβεται σε δύο ίσα μέρη το χρώμα, ανάλογα με το φωτισμό. Σαν ψεύτικη καραμέλα.
Γυρίζοντας περάσαμε από "μίνες" που δούλευαν, πετώντας νερό κιτρινοκαφέ - αδιάφανο, σε πίδακες στο πράσινο του δάσους. Ίδιο υγρό φως στον ήλιο. Στην πρώτη βγάζανε με τσουβάλια τη γλινοάμμο ανάκατη με ψιλό πετραδάκι.
Στη δεύτερη "μίνα", δέκα μέτρα πιο κει, πεταγόταν το νερό που έλεγα μέχρι ψηλά. Ηρθε από το πλάι ένας άντρας και κατέβηκε βιαστικά κι επιδέξια. Είχε λέει, μισοχαλάσει η τρόμπα ή ο εξαερισμός, (δεν κατάλαβα) και πήγαινε να το φτιάξει. Οπως έχουν χτίσει τα τετράγωνα πηγάδια με τους πασσάλους, δημιουργείται εκτός από το στήριγμα και είδος σκάλας αραιής απ' όπου κατεβαίνουν. Είναι που είναι λεπτοί κι ευκίνητοι από φύση, κάνουνε και γυμναστική, δέντρα πάνω, δέντρα κάτω σαν τις μαϊμούδες...
Μέσα στο πηγάδι, μου εξηγούν, συνεχίζουνε οι στοές οριζόντια και βγαίνουν στο πλαϊνό ή είναι τυφλές. Δεν έχει αέρα ν' αναπνεύσεις, η ζέστη τρομερή κι ιδίως η υγρασία που στάζει συνέχεια (95%). Αν δε δουλέψουν για λίγο οι τρόμπες, γεμίζει το πηγάδι. Το είδα σε κείνο το κατάπρωτο, το εγκαταλειμμένο, το γεμάτο νερό.
Απόγευμα πια κάθομαι στην είσοδο του ξενοδοχείου και με ζαλίζουν τα πουλιά. Μα να μη σταματάνε. Αέρας δεν υπάρχει ούτε για να στεγνώσει τον ιδρώτα πάνω μου. Τα δέντρα κρέμονται. Δεξιά ένα με τσαλαπατημένα φύλλα, και πιο κει τ' άλλο της γλάστρας μου, τρία μέτρα ψηλό εδώ, τα φύλλα σαν παλάμες γίγα. Ο μικρός φοίνικας με τον κατακόκκινο κορμό κουνιέται κάτω από 'να ουρανό μ' ελαφρότατα αέρινα σύννεφα.
Επιτέλους είδα την κουρούνα, τη μία δηλαδή. Η πόρνη έχει είδος φωλιάς στο κλαδί, πηδολογάει ολόγυρα στις βεντάλιες, σα στο σπίτι της και σκούζει. Στο σούρουπο ψιθυρίζονται αστραπές πετραδιών. Πετράδια υποπτεύομαι παντού, μπουκέτο αειθαλές, θεϊκές δημιουργίες που περιέχουν σταγόνες απ' την αιώνια ειρήνη Του, όπως ηρεμούν και λάμπουν επί δικαίων και αδίκων, όπως ηρεμούν σπιθίζοντας μεγαλειότητα. Έρχεται ο ξενοδόχος. Το δέντρο με τα άτσαλα φύλλα, λέει, το κόβουν σε κάποια μασχάλη. Εκείνο θυμώνει βγάζει τεφρό υγρό που το πίνουνε σαν κρασί.
"Κιτούλ" ονομάζεται.
- Τη νύχτα, συνεχίζει, έρχονται μικρά άσπρα πουλιά και κάθονται στα καλώδια του ηλεκτρικού ίσως για να ξεκουραστούν. Χιλιάδες μικρά άσπρα πουλιά. Το πρωί σηκώνονται όλα μαζί. Τρεις μήνες τα βλέπεις κάθε βράδυ. Μετά χάνονται. Πάνε πίσω στους τόπους τους.
Λέγοντας αυτά μαλάκωσε η φωνή του.
- Τα παρατηρώ, έλεγε. Είναι τόσο μικρά και τόσο όμορφα τα άσπρα - μικρά - πουλιά στα σύρματα...
Νύχτα, τοπική ώρα ένδεκα, δηλαδή επτά δική μας. Κοιμήθηκα δύο ώρες βαθιά και τώρα τριγυρίζω. Έκλεισα το παράθυρο για το κουνούπι. Ακόμα δεν ήξερα ότι τα καφασωτά κάτω απ' το ταβάνι κι από τις δύο μεριές του δωματίου είναι ανοιχτά από κατασκευής. Ο ανεμιστήρας ανακατεύει τη σούπα του δωματίου. Έξω βλέπω φώτα μέσα απ' τη μαύρη βλάστηση. Αραιά φώτα σ' ένα τόσο δα κομμάτι δρόμου απ' όπου και πέρασε αυτοκίνητο. Ησυχία. Δεν ακούγεται φωνή. Μυστήριο λουφάζει ανάμεσα στα παράξενα σχήματα των δέντρων. Στα πέρα βουνά θα υπάρχουν θηρία, κόμπρες και η μαύρη μάμπα. Το τσίμπημά της σημαίνει θάνατο δευτερολέπτων. Σε θάβουν τότε στην πολύτιμη-λιθοφόρα γη.
Απέναντι θα έχει μαγαζί, ίσως κι ανθρώπους. Παραφυλάγω μήπως περάσει αμάξι. Περνά κι αγάλλομαι. Αμάν και δεν το 'ξερα ότι τα τροχοφόρα θα μ' ενθουσίαζαν τόσο. Στην Αθήνα τα μισώ.
- Τη νύχτα, συνεχίζει, έρχονται μικρά άσπρα πουλιά και κάθονται στα καλώδια του ηλεκτρικού ίσως για να ξεκουραστούν. Χιλιάδες μικρά άσπρα πουλιά. Το πρωί σηκώνονται όλα μαζί. Τρεις μήνες τα βλέπεις κάθε βράδυ. Μετά χάνονται. Πάνε πίσω στους τόπους τους.
Λέγοντας αυτά μαλάκωσε η φωνή του.
- Τα παρατηρώ, έλεγε. Είναι τόσο μικρά και τόσο όμορφα τα άσπρα - μικρά - πουλιά στα σύρματα...
Νύχτα, τοπική ώρα ένδεκα, δηλαδή επτά δική μας. Κοιμήθηκα δύο ώρες βαθιά και τώρα τριγυρίζω. Έκλεισα το παράθυρο για το κουνούπι. Ακόμα δεν ήξερα ότι τα καφασωτά κάτω απ' το ταβάνι κι από τις δύο μεριές του δωματίου είναι ανοιχτά από κατασκευής. Ο ανεμιστήρας ανακατεύει τη σούπα του δωματίου. Έξω βλέπω φώτα μέσα απ' τη μαύρη βλάστηση. Αραιά φώτα σ' ένα τόσο δα κομμάτι δρόμου απ' όπου και πέρασε αυτοκίνητο. Ησυχία. Δεν ακούγεται φωνή. Μυστήριο λουφάζει ανάμεσα στα παράξενα σχήματα των δέντρων. Στα πέρα βουνά θα υπάρχουν θηρία, κόμπρες και η μαύρη μάμπα. Το τσίμπημά της σημαίνει θάνατο δευτερολέπτων. Σε θάβουν τότε στην πολύτιμη-λιθοφόρα γη.
Απέναντι θα έχει μαγαζί, ίσως κι ανθρώπους. Παραφυλάγω μήπως περάσει αμάξι. Περνά κι αγάλλομαι. Αμάν και δεν το 'ξερα ότι τα τροχοφόρα θα μ' ενθουσίαζαν τόσο. Στην Αθήνα τα μισώ.
19 σχόλια:
Ένοιωσα σαν να χάιδευα με τα χέρια μου αυτά τα αστραφτερά πολύχρωμα πετράδια, σαν να τα άγγιξα.. σαν να έζησα εκεί μέσα στις ατμόσφαιρες εκείνες με τα χρώματα και τα αρώματα, και τις γεύσεις.. Πολύ ωραίο "ταξίδι" και τόχα ανάγκη να ξεφύγω αυτή τη στιγμή ακριβώς!
@ Αριάδνη Δήμου,
Καιρός παντί πράγματι!
Ναι, είναι ωραία τα ταξίδια της Έρσης. Διότι δεν περιγράφει έτσι απλά και με τουριστικοπάθεια όσα βλέπει, αλλά ρουφά το ταξίδι της. Ή, μάλλον, αφήνει να την ρουφήξει ο κάθε τόπος, ώστε να γίνει ένα με αυτόν!
Μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι πρόκειται μια μια καλή συγγραφέα, η οποία ξέρει και χειρίζεται τον λόγο!
Ευχαριστούμε για την πρόταση!
Συγχαρητήρια και στην κ. Λάγκε για την καινούρια της δημιουργία! Να είναι πάντοτε δημιουργική!
Θέλω κι εγώ Κεϋλάνηηηηηηη!!!!!!!!!!!!!
Και φυσικά κι εγώ ζήλεψα με τις ωράιες εικόνες του βιβλίου και θέλω να πάω στην Κεϋλάνηηηηηη!!!, όπως ο φίλος του προηγούμενου σχολίου...
Καλό βράδυ αγαπητέ π.κ...
Ενδιαφέροντα τα γραφόμενα και το θέμα. Δείχνουν κόπο και ψυχή και μία προσπάθεια να μη ξεχαστεί να αποτυπωθεί κάτι που η ίδια πρόσεξε.
Αυτά τα λίγα λόγια από το βιβλίό, αφήνουν αχνάρια από τα εκεί πετράδια γης και σοφίας (κι ας μη μιλάει για διαμάντια, αλλά για άλλα πολύτιμα) και ανάμεσά τους ο άνθρωπος να επιβιώνει.
Καλή επιτυχία στο βιβλίο.
Καλησπέρα, Π.Κ,
Με τέτοιες ματιές όλα τα μέρη παρουσιάζουν τεράστιο ενδιαφέρον. Είναι η ματιά μας που νοηματοδοτεί τον κόσμο κι όταν καλά γνωρίζει κανείς να την περνάει και στο χαρτί, τότε μας περισσεύει η τέρψη.
Όμορφη καλησπέρα, μετά από καιρό πολύ...
Έρση Λάγκε, μια συμπατριώτισσα μας που διαπρέπει στο χώρο της λογοτεχνίας και μέσα από τη σελίδα σου, γίνομαι περήφανη μαθαίνοντας τις καρποφόρες γέννες, του τόπου μας.
Το απόσπασμα που μας παράθεσες, είναι αρκετό για να με ξεσηκώσει να το αναζητήσω ...
Η μεστή γραφή, σε συνδυασμό με τις δυνατές εικόνες από τις περιγραφές της κ. Λάγκε, κυριολεκτικά με μετέφεραν, στον τόπο που τη μάγεψε.
Μα και που το προτείνεις Εσύ, αυτό από μόνο του αποτελεί αιτία να αποκτήσει κάποιος, αυτό το υπέροχο οδοιπορικό στην Κεΰλάνη.
Σ'ευχαριστούμε για τις όμορφες προτάσεις.
Καλό βράδυ
Πολύ ωραία ιδέα!! Το βιβλίο ακούγεται ιδιαίτερα ενδιαφέρον!
Και η παρουσίασή του υπάροχη!
Τρελοτουρίστρια
π. Παναγιώτη, μου φαίνεται πως δεν θα χρειαστεί να ταξιδέψω στην Κεϋλάνη όταν θα διαβάσω ολόκληρο το βιβλίο. Μας ταξιδεύει τόσο καλά η κυρία Λάγκε!!
Ευχαριστώ πολύ για την ενιδαφέρουσα παρουσίαση
Πολύ ωραίο...
Να είσαι καλά, Π.Κ. με τα ωραία που δημοσιεύεις.
Ασπάζομαι...
@ Ναν,
Μπορεί να θες, αλλά ποιος να σου δώσει!!!
@ Αρτάνις,
Γι' αυτό υπάρχουν τα βιβλία, ώστε να ταξιδεύουμε μες από αυτά!
Καλό σου απόγευμα!
@ Άστρια,
Πολύ ενδιαφέροντα, πράγματι, γι' αυτό και προτείνουμε αυτήν την καλή δουλειά της φίλης Έρσης!
Ευχόμαστε όλοι, να είναι καλά να δημιουργεί!
@ Διονύση Μάνεση,
Πόσω μάλλον να είναι η ειδική και ιδιαίτερη ματιά μιας καλλιτέχνιδος συγγραφέως, όπως η Λάγκε!
@ Νεφέλη,
Καλώς μάς ξανάρθες. Σε πεθύμησε η ομήγυρη.
Αξίζει να το προμηθευτεί ο καθείς μας αυτό το βιβλίο και να συνταξιδέψουμε σε τόπους μακρινούς!
Η Λάγκε είναι η καλύτερη των ξεναγών για μια τέτοια περιήγηση στα βάθη και στα πλάτη της Κεϋλάνης!
@ Τρελοτουρίστες,
Φαντάζομαι, δεν θα έχετε πάει εκεί πέρα.
Αν όχι, ιδού η Κεϋλάνη, ιδού και ο "ταξιδιωτικός οδηγός"!!!
Πάντα ταξίδια καλά!
@ Αλέκα,
Δίκιο έχεις! Κάποτε ταξιδεύουμε αρτιότερα μες από τα βιβλία και τις περιγραφές τους, όταν είναι πετυχημένες, όπως εδώ!
Να είσαι πάντα καλά!
@ Χριστόφορε,
Ευχαριστώ πολύ! Αμοιβαίες οι φιλοφρονήσεις!
Ανταποδίδω φιλικά τον ασπασμό!
Δημοσίευση σχολίου