© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΕΝΘΕΤΑ. Ό,τι νεότερο εδώ!

Πέμπτη 3 Μαρτίου 2011

Δημήτρης Κοσμόπουλος, «Κρούσμα»

Κέδρος, Αθήνα 2011, σσ. 43, ISBN: 978-960-04-4152-9
 (στο εξώφυλλο: σχέδιο του ζωγράφου Δημήτρη Χατζηαποστόλου)

Κριτική ανάγνωση από τον ΔΗΜΗΤΡΗ Γ. ΜΑΓΡΙΠΛΗ

Η ποίηση είναι μια δύσκολη ανάγνωση. Απευθύνεται, θα έλεγε κανείς, σε μυημένους ή με άλλα λόγια σε αναγνώστες που ξοδεύουν χρόνο στην μελέτη. Και όσο πιο πολύ επιμένει κανείς, τόσο πιο πολλά κερδίζει από αυτή την λογοτεχνική έκφραση. Φυσικά δεν είναι όλοι οι ποιητές στοχαστικοί στην αφαιρετικότητά τους. Λίγοι είναι αυτοί που πράγματι φιλοσοφούν και ακόμη πιο λίγοι εκείνοι που στέκονται γυμνοί απέναντι στον καθρέφτη της δημοσιότητας. Αυτό απαιτεί τόλμη και διάθεση για μια απόλυτη επικοινωνία με τους άλλους. Εδώ δεν υπάρχει απάτη και τεχνάσματα. Υπάρχει αλήθεια και η πρόσκληση δεν απευθύνεται σε κάποιον ή κάποιους που απλά δεν έχουν τι άλλο να κάνουν, αλλά σε κείνους που αντέχουν έναν καταιγισμό από φιλολογικές αρτιότητες που περίτεχνα συνθέτουν μια βουβή μουσική που σε παρασέρνει σε ένα στροβίλισμα του νου και της καρδιάς.

Αυτό είναι το «Κρούσμα», που αποτελεί το έκτο ποιητικό βιβλίο του Δημήτρη Κοσμόπουλου*. Πρόκειται για ένα ενιαίο ποίημα σε είκοσι τέσσερα μέρη, τα περισσότερα από τα οποία γράφτηκαν από τον Σεπτέμβριο έως τα τέλη Νοεμβρίου του 1989 στην Σκιάθο. Το ποίημα ολοκληρώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2009 και από τον τίτλο και μόνο καταλαβαίνει κανείς ότι πρόκειται για ένα λυρικό διάλογο με τον κορυφαίο Έλληνα διηγηματογράφο Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Αυτό επιβεβαιώνεται και στη σελίδα όπου φιλοξενούνται τα μότο της συλλογής και γίνεται αισθητό από όλο το σκηνικό, το οποίο στήνεται νοερά ως φόντο πίσω από τις λέξεις.

«Σιγησάτω το κρούσμα. Πλοιάριον άνευ πηδαλίου / στα κατώγια και στα καπνισμένα υπόγεια / υπό των μαινομένων ίππων καταπεπατημένον / το τριπλοβασίλειόν μου - / εκεί σε βρήκα, Αλέξανδρε, / Τηλέμαχος, μονώτατος απολειφθείς.» (σ. 9). Και όντως, τον συνάντησε ο ποιητής. Μάλιστα δεν πρόκειται για μια φευγαλέα στιγμή με την σκιά, αλλά για μια εξομολογητική συνομιλία μιας ολόκληρης γενιάς με τον Σκιαθίτη, μέσα από παράπονα: «Χάρισμά τους η θάλασσα, αν είναι / αλμυρή, γαλάζια απελπισία / κατάληξη αδηφάγα. / Άλλο αλωνάκι κι άλωμα / κι άλλο του κλαψομουνισμού το μηδενάκι. / Χάρισμά τους, Αλέξανδρε.» (σ. 10), καταστάσεις: « …Σκώμμα / τοις κτήνεσιν τοις ανοήτοις και αι οδοί τω μηδενί.» (σ. 11) κι επικλήσεις: «Αν έρθεις, Γέρο, χιονιστή μου αέρα, της σιωπής μου ριζικό / να μας σηκώσεις στην πολίχνη της θερμής λαλιάς / Άναψε του προσώπου το κερί, / Ραβδούχε της Σελήνης, Γέρο μου, Ξεκάρφωσέ με.» (σ. 12). Και ο κοσμοκαλόγερος της λογοτεχνίας μας είναι παρών. Στοργικά γέρνει επάνω στον νεότερο και συμβουλεύει: «… "Πεφίμωσο. Τι κλαίς;" Έπιασε να φυσά λίβας θα / νατερός και με τα μάτια μού ξαναείπε: "Μην διώχνεις / τον Ιησού". Τι να το κάνω το κορμί, δεν μπόρεσα.» (σ. 13).

Ο Κοσμόπουλος άλλοτε «Θα πέσει μεθυσμένος. Πριν σηκωθεί, / θα βρέξει από τον ίσκιο του φτερώματα. / Χνούδια από ημέρες φωτερές. Θα λασπωθεί. / Θα βάλει μπρός τα δύο του χέρια…» (σ. 14) και θα σηκωθεί μαρτυρώντας σαν παιδί μικρό στον πατέρα του «…με σκισμένο μπλού–τζην, χακί πουκάμισο / με τόσες πέτρες στο χώμα της μνήμης, βάρος πυρφόρο / στ’ αριστερά του στήθους…» (σ. 15), τα βάσανα και τους θυμούς που γίνονται μέλι «…πλημμυρίζοντας τον κόσμο / συγχώρεση…». Έναν κόσμο, που παραμονεύει να αποκαθηλώσει ό,τι ιερότερο: «…Ρεπόρτερς, γραμματάνθρωποι, κανάλια και τελώνια / παραμονεύουν και θα πνίξουν την θαμπή / φωνή του…» (σ. 17) για εμάς «…άλλης πατρίδας πρόσφυγες…» (σ. 17). Όσο όμως και αν «Οι άλλοι χλεύαζαν τις φαγωμένες απ’ τον δρόμο αρβύλες / του. Με τις αρχαίες πρόκες. Τις έβλεπε, τυραγνισμένους / μάρτυρες. Μετά ταύτα, εισήλθε στην μικρά πολίχνη.» (σ. 18). Εκεί ο ξένος των Χριστουγέννων «Ανάδευε το δάχτυλο στη στάχτη και το βλέμμα / σπασμένο γυαλικό όπως κατεβασιά της μνήμης που / φυσάει / ότι ο Ιησούς εφάνη των υδάτων / κι έγραψε με το δάχτυλο στην αμμουδιά / όσα δεν γίνεται άνθρωπος να γράψει και να πει.» (σ. 20). Αυτά είναι το εφόδιο για τις δύσκολες μέρες που προφητεύει ο ποιητής: «Έρχονται καταιγίδες. Αλλά ο θάνατος δεν είναι η σταχτιά / απόγνωση των χαμένων. Είναι ο φιδίσιος ήχος / που σέρνεται χαράζοντας τα σπλάχνα και δαγκώνει…γιατί δεν κατοικεί ο θάνατος ούτε στον πόνο ούτε στο / κρύο, / αλλά στην ερημιά, έξω απ’ την θύρα του παντός.» (σ. 21). Αυτό το ξέρει καλά ο συγγραφέας και η γενιά του, όπως αποκαλύπτεται στα [ράκη τοιχογραφίας 1980–1990] (σ. 22-24). Ο Πέτρος, που από ιδεολόγος της αριστεράς «…πήγε αντάρτης στα βουνά. Ήγουν, Ψυχια- / τρείο Ιεράπετρας…» (σ. 23), ο Χρυσόστομος με «…φραπέδες, μπύρες υπό μάλης…», η Μαρίνα, η Ουρανία, ο Σπύρος, ο κουτσός Αποστόλης από τα Γιάννενα, ο Οδυσσέας από την Ηλιούπολη, η θαλασσινή Μαρία, «…ιστορίες κοινότατες – όχι του ’44. αλλά του ’86, του ’87, …» (σ. 23) ηρωικές παρά το αντιηρωικό της εποχής και ταυτόχρονα μαρτυρικές, με διάθεση αυτοκριτικής και αποκαλυπτικές όσο δεν γίνεται: « …κι η μάνα του έστελνε γράμματα κι οι αδελφές του κι ο / πατέρας / "Μην περάσεις τον Ισθμό πριν γίνεις άνθρωπος"… Τώρα ντρέπεται τυλιγμένος το λεκιασμένο σεντόνι του / πρωινού / σεντόνι φτηνού ξενοδοχείου καμένο από τσιγάρα,…» (σ. 24). Τα θραύσματα εξιστορήσεων από την προσωπική του περιπέτεια και τις ματαιώσεις της γενιάς του ακολουθεί μια διάθεση ρεμπέτικη « …Μα, τώρα, πες μου, ξύπνιε μόρτη, / βλέπεις τη θάλασσα νερό / από τα σπλάχνα των νεκρών / βγαλμένο;…» (σ. 25), και ίδια με τον Παπαδιαμάντη, άναρχη και γεμάτη αμφισβήτηση για ένα κατεστημένο που συντηρεί αυλοκόλακες και «…ποντικούς με χρυσά ματογυάλια, / ειδικούς με μεζούρα, τρυπάνι, τανάλια…» (σ. 26), που δίνει βραβεία οργανώνοντας παράτες. Ο ποιητής στηρίζεται στην ζωντανή σχέση του με τον άγιο της λογοτεχνίας μας και τού τραγουδά: «Ρόδο μου εσύ, καταρρακτώδες πύρωμα, απάνω μου, / Γερο – δροσισμέ, φλεγόμενο πνεύμα / ποιος ο Ίσκιος που 'ρχεται στον κόσμο;» (σ. 28), θυμίζοντάς του: « Ότι έφαγε σποδόν ωσεί άρτον / χρονάκια τόσα, τόσους μήνες. / Ίδιες τις μαύρες κι άραχλές του πείνες. / Στο μυστικό σου το τραπέζι παρ'τον.» (σ. 29).

Για τον Κοσμόπουλο ο Παπαδιαμάντης «Ήτανε, μ’ άλλα λόγια, ένας Γέρων κρινοδάχτυλος κι / έστρωνε την Φωνή Κυρίου σε φυλλάδες. Να σκεπάζει / πλάνητες» (σ. 30). Σε αυτήν την συνάντηση ο νέος «Βάφει το δάχτυλο σε τούτο το νερό, γράφει τον κόσμο / απ’ την αρχή.» (σ. 31), η σκιά ως «…Ιωσήφ κρυφός απλώνει την σινδόνη» (σ. 32), η φύση «Αιμορραγεί ο ουρανός και της πλευράς Σου ο κρουνός, / είναι της δίψας μου η πυγμή» (σ. 33), «την ώρα που και οι μέλισσες και τα λουλούδια τρέμουν / σαν καντήλια…» (σ. 34) και ο αόρατος ψιθυριστής «…τον περιζώνει μέσα στα ποτάμια των αυτοκινήτων…» (σ. 36). Τότε ακούγεται η φωνή «Μη φοβού την κατά κράτος ήττα. Ειρήνευε. Ο Χριστός / τροφή του Άδη» (σ. 37) και «είδε ο Τηλέμαχος, λίμνες με γυάλινο βυθό. Εκεί οι / πέτρες. Οι ίσκιοι του βουνού. Φουντώναν πάλι τα / πουλιά. Οι φλόγες δροσοβόλες. Και λαμπερό χορτά- / ρι. Μελιχρό δέρμα της σιωπής. / Σιγησάτωσαν. Η νύξ έσται φωταυγής και γαληνή.» (σ. 38).

Αυτά τα οράματα και θάματα, αυτές τις ομορφιές και τις ασχήμιες μας, ό,τι άκουσε και είδε εν τέλει στην συνάντηση, όλα τούτα και ακόμη περισσότερα μάς ζωγραφίζει η πένα ενός από τους καλύτερους λυρικούς ποιητές της γενιάς μας. Και σας βεβαιώ ότι ο κύριος Δημήτρης Κοσμόπουλος με τον κυρ’ Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη, πράγματι βρέθηκαν στην Σκιάθο.

-----------------------------------------
* Ο Δημήτρης Κοσμόπουλος γεννήθηκε το 1964 στο Κοντογόνι (Παπαφλέσσα) Πυλίας, στη Μεσσηνία. Μεγάλωσε στην Καλαμάτα. Ζει και εργάζεται στην Αθήνα. Το Κρούσμα (Κέδρος, 2011) είναι το έκτο ποιητικό του βιβλίο. Έχει εκδώσει επίσης, τρία βιβλία δοκιμίων πάνω σε θέματα λογοτεχνίας. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σε ευρωπαϊκές γλώσσες και έχουν περιληφθεί σε ελληνικές και ξένες ανθολογίες. Το 2005 τού απονεμήθηκε το Βραβείο Έλληνα Λυρικού Ποιητή (Λάμπρος Πορφύρας) της Ακαδημίας Αθηνών. Δοκίμια και μεταφράσεις του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες. Του ιδίου: Ποίηση: Λατομείο (Κέδρος, 2002), Του νεκρού αδελφού (Κέδρος, 2003), Πουλιά της Νύχτας (Κέδρος, 2005), Ανάστασις του Ανδρέα Ταρκόφσκι (Ερατώ, 2008), Βραχύ χρονικό (Κέδρος, 2009), Κρούσμα (Κέδρος, 2011). Δοκίμια: Τα όρια της φωνής (Κέδρος, 2006), Η πτήση του ιπτάμενου (Ίνδικτος, 2007), Ο απόκρημνος λυρισμός (Ερατώ, 2011).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Οι πιο αναγνώστες μας Αναγνώστες

Related Posts with Thumbnails