© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΕΝΘΕΤΑ. Ό,τι νεότερο εδώ!

Κυριακή 5 Ιουνίου 2011

Σκόρπιες σκέψεις για την απαρηγόρητη ποίηση της Γιώτας Αργυροπούλου

Γράφει ο π. Παναγιώτης Καποδίστριας


Η Γιώτα Αργυροπούλου είναι μια νέα ταλαντούχα ποιήτρια, η οποία ζει μόνιμα στην Καλαμάτα και πρωτοεμφανίστηκε με βιβλίο της το 1998 με την «Τοιχογραφία της άνοιξης» (α΄ έκδοση Καστανιώτης 1998, β΄ έκδοση -συν κάποια νέα ποιήματα- Μεταίχμιο 2006). Ακολούθησε η συλλογή «Νερά απαρηγόρητα» (Πλανόδιον 2004) και έφθασε αισίως στο πρόσφατο ποιητικό «Διηγήματα» (Μεταίχμιο 2010), το οποίο τιμήθηκε με το Βραβείο Γ. Αθάνα της Ακαδημίας Αθηνών του ίδιου έτους.

Αν και νέα σε χρόνο εμφάνισής της στα λογοτεχνικά πράγματα, η γραφή της είναι πεπειραμένη και οξυδερκής, σηκώνοντας -λες- την παράδοση πολλών αιώνων δημιουργικής γραφής. Μιλά με ερωτισμό (κυρίως στην πρώτη συλλογή), ευθύτητα και παρρησία τότε που αρμόζει, σιωπά με υπαινιγμό εκεί που απαιτείται. Έτσι, δημιουργείται στον αναγνώστη μια πολύ φιλική διάθεση απέναντι στις εντυπωμένες λέξεις της, όπου αμέσως ξεδιακρίνει ανάμεσά τους μια πάλλουσα καρδιά, εκφραζόμενη με πολύ σπαραγμό για όσα τεκταίνονται στα πέριξ, αλλά κυρίως εντός της. Θραύσματα αρχαιοελληνικής ποίησης, σαπφικίζοντα μάλιστα, φαντάζουν ορισμένα μικρά της (λ.χ. από την «Τοιχογραφία της άνοιξης»):

Αναπαυόμουν πλάι σου
και οι ώρες ήταν.
(σ. 25)

Βροχή πήρε τα μάτια της.
Βοριάς
κακός αέρας
τα μαλλιά της.
(σ. 27)

Τώρα ξυπνώ κι έχω τη στάχτη σου
απλωμένη στην καρδιά μου.
(σ. 34)

Οι καμπύλες του στήθους
της γερτές στη μασχάλη.
Τώρα πονούσαν τα αδειανά
του χέρια.
(σ. 38)


Κατά βάσιν η Γιώτα Αργυροπούλου είναι απαρηγόρητη -όπως άλλωστε ο κάθε ποιητής, που σέβεται τον εαυτό του- και τούτο είναι καταφανές στις πλείστες των σελίδων της. Όσο γράφει και δημοσιεύει, τόσο περισσότερο ποντίζεται στον υπαρξιακό λυγμό και τον κοπετό της κοινωνίας που εκφράζει. Βιώνει τις πολυειδείς εκδοχές του βίου, κάποτε ως ευχή, συχνότερα ως κατάρα, αιωνίζοντας δια των συμπλοκών των στιχηρών της ευάριθμες μνήμες και μορφές σημαδιακές. Μακριά από ενθουσιαστικούς βερμπαλισμούς, μιλάει απλά, στρωτά, κατανοητά και ως εκ τούτου ο αναγνώστης στέκεται αμήχανος καθώς εισοδεύει στα καταγραφόμενα. Μικρές ιστορίες μεγάκοσμων ανθρώπων, οι οποίες θα παρέμεναν απνευστί στον αυτοχαμό τους, με τη γραφίδα της ποιήτριας αποκτούν πλέον ιστορικό και μεταϊστορικό ανάστημα. Μα, η γνήσια ποίηση αυτό ακριβώς πράττει: Πραγματοποιεί καθόδους εις Άδου, με σκοπό να εγείρει τα πάλαι ποτέ πεπτωκότα, τα προ πολλού καταδικασμένα στο οριστικό μηδέν. Διαβάζω ενδεικτικά («Νερά απαρηγόρητα», σ. 47):

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑΣ

Πώς να χαρώ είπε πια εγώ
και πώς να ζήσω.

Σ’ ένα συρτάρι στον κομό
έβαλε τα ασπρόρουχα που τύλιξαν τα νιάτα της.
Την καλημέρα χειροποίητη
τα γυαλικά του γάμου.

Έδεσε τα μυστικά κόμπους μες στην παλάμη της
και κλείδωσε το σπίτι.

Η γραφή της Αργυροπούλου μεταχειρίζεται θρυμματισμένες ή και άρτιες δεκαπεντασύλλαβες μεθόδους εκφοράς (κυρίως στο τρίτο βιβλίο), παραπέμποντας στην ελεγειακή φόρμα των σπαραγμών στα δημοτικά τραγούδια του τόπου μας. Κάποιους μπορεί να ξενίσει τούτος ο τρόπος ποιητικής, εμένα πάντως με ικανοποίησε εντέλει, διότι με χειραγώγησε ιεροκρυφίως στις ελληνικές εκείνες -άκρως πονετικές, πλην όμως ποιητικές- νοσταλγίες, οι οποίες σπονδυλώνουν εν πολλοίς (ή του ύψους ή του βάθους, δεν έχει σημασία) την εθνική αυτοσυνειδησία των συνΕλλήνων, φθάνοντας πολλάκις έως την τραγωδία, στην οποία ενίοτε δεν αναφαίνεται ούτε σκιά από μηχανής θεού, μήτε υποψία κάθαρσης. Δανείζομαι ένα τετράπτυχο ποίημα από τα «Διηγήματα» (σσ. 31-33), ώστε να υποστηρίξω τα ανωτέρω:

Η ΣΠΑΡΑΓΓΙΑ

Ι
Τηλεφωνεί συχνά από το Σίδνεϊ.
Στέλνει φωτογραφίες.
Όταν πέθανε η νύφη της, γυναίκα του αδελφού της
που σκοτώθηκε στα δίσεχτα τα χρόνια,
λίγο πριν το ξόδι χτύπησε το τηλέφωνο.
Της είπαν είμαστε καλά, προσώρας να το κρύψουν.
Η Όλγα, λέει. Μιλώ μαζί της στο μυαλό μου τόσα χρόνια.
Απόψε μου είπε πως θα φύγει.

Στην ώρα από μακριά από το Σίδνεϊ
αποχαιρέτησε πικρά.

ΙΙ
Παντρεύτηκε από φωτογραφία λίγο μετά την κατοχή.
Σαράντα μέρες στο κατάφορτο απ’ τα νιάτα τους
καράβι Ελληνίς,
Προτού δει αν αγαπηθεί μ’ αυτόν που πάει να ζήσει,
προτού ακόμα δει τη νέα γη,
φύτρωσε τρυφερό σπαράγγι μέσα της η ελπίδα
να γυρίσει.

Γύρισε μόνη στου χωριού τα χώματα μετά πενήντα χρόνια.
Βρήκε χαλάσματα, φαντάσματα.
Οι συγγενείς απόλιγοι, χέρσα χωράφια.
Οβριές στους όχτους και σπαράγγια,
ανθισμένες καυκαλήθρες, μαργαρίτες, παπαρούνες,
η γη μονάχα
αρχές Απρίλη έστρωσε πάλι
ωραίο χαλί.
Η πατρίδα που τις πέταξε στις ερημιές του κόσμου
να καρπίσουν
τώρα ευημερεί.
Καφετέριες, σούπερ μάρκετ, διαμερίσματα. Σόγια διαλυμένα.
Σκόρπισε το σμάρι του μυαλού της.
Η σπαραγγιά που πέταγε στο Σίδνεϊ όλο βλαστάρια νέα
ξεράθηκε απ’ τη ρίζα.

ΙΙΙ
Να φύγεις τού ‘πε ο πατέρας του, να βρεις ψωμί να ζήσεις.
Στην Αυστραλία θα πας.
Η Γερμανία είναι κοντά κι αν δε βαστάξεις θα γυρίσεις.

Έφυγε είκοσι χρονών.
Μετά από χρόνια έστειλε χαιρετίσματα στη μάννα του.
Είμαι καλά, έχω δουλειά. Πήρα γυναίκα ξένη.
Ξένα μιλούν και τα παιδιά.
Να μη με περιμένεις.

Με αυτά τα χαιρετίσματα
η μάννα του πορεύτηκε ώς τον τάφο.
Και ο Αναστάσης πορεύτηκε στα ξένα
καλύτερα από τη θεία τη Μαριγώ,
που άφησε άγρια σπαραγγιά
μες στην καρδιά της να φυτρώσει.

IV
Όλο μπόι πετά το τρυφερό σπαράγγι
όλο διακλαδώνεται.

Κι όποιος δεν ξέρει
τι αγκάθι γίνεται όταν ξεραθεί
το τρυφερό σπαράγγι.

Κλείνω το ισχνό τούτο σημείωμα με την αίσθηση ότι η ποίηση της Γιώτας Αργυροπούλου δεν είναι ανέστια, όπως συνήθως συμβαίνει με τις ποιήσεις της εποχής μας. Έχει βαθιές και ασφαλείς ρίζες στη γη, απ’ όπου λαμβάνει ισχύ και λόγο ύπαρξης. Έχει προσλάβει ικανά θροΐσματα από τα όρη της ελληνικής ψυχής και τα λαγκάδια της κακής μοίρας της και, παρότι καταλήγει απαρηγόρητη (καθαρά ελληνικό το πικρό συναίσθημα), δεν «μπουκώνει» ψυχολογικά τον σύγχρονο αναγνώστη, τουλάχιστον της γενιάς μας, η οποία συγγενεύει ακόμη εξ αίματος με τους κάθε είδους νεκρούς, που απαθανατίζει η ποιήτρια. Δεν έχω, παρά να ευχηθώ για όλους τους Φευγάτους, που απ’ αιώνων διασώζει η Ποίηση -και τους προκείμενους της Γιώτας- καλή (επ)Ανάσταση, ποιητική και οντολογική!!!

1 σχόλιο:

οι φίλοι απο την Κυπαρισσία είπε...

η Γιώτα Αργυροπούλου, σπουδαία πένα και πρόσωπο που βιώνει την ομορφιά, είναι απο τους σπουδαιότερους εκπροσώπους του σύγχρονου ποιητικού λόγου.
Ιδιαίτερα για μας που κατοικούμε στον Ελληνικό νότο, είναι τιμή και ανακούφηση η αίσθηση της συγκατοίκησης μαζί της.

Οι πιο αναγνώστες μας Αναγνώστες

Related Posts with Thumbnails