[Εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα 2011, σσ. 187, ISBN 978-960-211-976-1]
Kριτική ανάγνωση απο τον Δ. Γ. Μαγριπλή
Ο Π. Χ. Μάρκογλου* ανήκει στην ομάδα των λογοτεχνών, που ακόμη υπηρετούν το ωραίο. Ποιητής και πεζογράφος, διαφημίζει, στην πολιτιστική γεωγραφία, την πόλη του την Καβάλα. Σε αυτήν και γενικότερα στην βόρειο Ελλάδα εντοπίζονται ο χώρος και ο χρόνος των διηγημάτων του. Τα καπνεργοστάσια, γειτονιές και δρόμοι, η ύπαιθρος, η θέα της θάλασσας, οι λόφοι, όλα δοσμένα με μια απόλυτα εικαστική γραφή, που αποκαλύπτουν και την παράλληλη ενασχόληση του ποιητή με την ζωγραφική τέχνη. Φυσικά ο λόγος του σκληρός και πένθιμος, σαν ένα τοπίο του βορρά, που τα σύννεφα αφήνουν μικρές ανάπαυλες στις ηλιαχτίδες, να σκίζουν το σκοτεινό τοπίο. Ένα τοπίο σε χρόνια δύσκολα, με μνήμες έντονες από την κατοχή και τον εμφύλιο, τη Δικτατορία και την μεταπολίτευση, μέχρι την πτώση του Τείχους του Βερολίνου. Εδώ εντοπίζονται οι μνήμες, συνθέτοντας πέντε μεγάλα διηγήματα ή καλύτερα «μικρά μυθιστορήματα» - νουβέλες, που χαρακτηρίζουν άλλωστε το έργο τού, κατοικούντος πλέον στην Θεσσαλονίκη, συγγραφέα.
Αν και φαινομενικά, ο καπνέμπορος Δημήτρης Κόκκινος είναι το κεντρικό πρόσωπο στο πρώτο διήγημα «Οι παραλήπτες» (σσ. 9-25), πίσω από ένα συμβάν του βίου του (όπως μας καταθέτει ο αριστερός από τα γεννοφάσκια υπάλληλός του), αποκαλύπτεται μέρος της ιστορίας της εργατικής τάξης της πόλης. Μιας «κόκκινης πόλης», με έντονο το στοιχείο της σύγκρουσης συμφερόντων, ιδεολογιών και ομάδων. Φυσικά ο έμπορος συνεργάζεται με την ασφάλεια και γενικά τις αρχές σε ένα πόλεμο κατά των «κόκκινων». Αυτοί, φιγούρες κουρασμένες από την βιοπάλη και αφημένες σε έναν άχρονο χρόνο της μέθης μιας ουτοπίας. Από τον Τσε Γκεβάρα μέχρι τους καπνεργάτες το σίγουρο είναι η αναρρίχηση μέσα από το όνειρο σε έναν σοσιαλιστικό παράδεισο, που ο όφις είναι εν τέλει οι Ρώσοι σύντροφοι, οι οποίοι είχαν από καιρό μάθει να συναλλάσσονται, συμβιβάζοντας τα ιδανικά με τη μίζα.
Ο εμπαιγμός των ιδανικών και η ματαιότητα, που νοιώθουν οι αδύναμοι, λειτουργεί ως συνδετικός ιστός ανάμεσα στις ιστορίες. Οι ήρωες όμως του Μάρκογλου δεν εγκαταλείπουν. Αντιθέτως, αγωνίζονται σε μια απόλυτα προσωπική και έντονα υπαρξιακή μάχη για τα μεγάλα και υψηλά. Ακόμη και όταν καταφανέστατα προδίδονται αρκούνται σε μια λεβέντικη, αν και μοιρολατρική αποδοχή της πραγματικότητας. Όπως ο Μιχαήλ στην «Μετοίκηση» (σσ. 25-59), που τελικά επικαλείται τον άγιο μέσα στον πανικό του αίματος και καταλήγει στον καλπασμό, πίσω από την διάθεση της κραυγής: «με πρόδωσες…», που όμως ποτέ δεν ξεστόμισε (σσ. 57-58).
Τα πρόσωπα μυθοπλαστικά παραλλαγμένα, διαδραματίζουν πρωτεύοντα ρόλο σε όλη τη συλλογή. Αν και διαφέρουν ως προς την μόρφωση, τον πλούτο, την κοινωνική προέλευση, την εθνική ομάδα, είναι πάντοτε θύματα του χρόνου και της ιστορίας. Ιδεαλιστές και βαθιά αισθηματίες, παθιασμένοι εραστές και άκρα ερωτικοί ακολουθούν την πορεία μιας γραμμής που έχει αρχή και τέλος. Άλλωστε, θύτες και θύματα κάποτε πεθαίνουν. Αυτά τα σπαράγματα ζωής απογειώνονται, φωτίζονται, υπάρχουν σε ένα πλαίσιο ανεκπλήρωτων προσδοκιών.
Στο διήγημα «Commodora Maar» (σσ. 59–101), η Εβραία ηρωίδα (μέλος μιας κοινότητας που σώθηκε από τους Ελασίτες αντάρτες του Παγγαίου) και ο αφηγητής, ένας ταλαντούχος φωτογράφος, στήνουν ένα ερωτικό θρίλερ, με βάθος πεδίου τον Εμφύλιο. Στο διήγημα αυτό παρελαύνουν ονόματα όπως ο Σολωμός και ο Κάλβος (και η εικασία περί εβραϊκής τους καταγωγής), ο Βιζυηνός και ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης. Έντονα αισθησιακό και παράλληλα πρόπλασμα για ένα πολυσέλιδο μυθιστόρημα. Και μάλιστα αστυνομικό. Όπως και η «Εντροπία» (σσ. 101–151), το εκτενέστερο της συλλογής. Ο εκπαιδευτικός Μακρής, τρεις γυναίκες, η αυτοκτονία ενός μαθητή, ο φόνος του παλιού βασανιστή και η απογείωση ματαιωμένων ερώτων μιας πραγματικότητας που καταπίνει μέσα στην ανάγκη της, τα όνειρα και τις υποσχέσεις για μια καινούργια αρχή.
Η μάταιη διεκδίκηση μιας καλύτερης τύχης, μέσα από αντιξοότητες και εμπόδια περιγράφεται και στο τελευταίο μικρό μυθιστόρημα «Οι πράξεις επιζούν και μετά τον θάνατο» (σσ. 151–185) της συλλογής. Ο αφηγητής, θυμάται και εξιστορεί την σχέση του με τρεις γυναίκες και ένα ασφαλίτη. Αλλοτινά ειδύλλια, αγάπες που ακυρώθηκαν στο διάβα του χρόνου. Βασανισμένες ψυχές, άνθρωποι μόνοι που περιπλανήθηκαν σε σκοτεινά σοκάκια μιας πόλης έρημης, ενός χρόνου αδυσώπητου, σε όνειρα που χάθηκαν και σε προοπτικές που όσο κι αν φαίνονται μακρινές, τελικά είναι πάντα επίκαιρες: «Ναι όλα αλλάζουν με τα χρόνια, από ανατροπέας του συστήματος μέχρι ύποπτος δολοφονίας πόρνης» (σ. 182).
Τα σύννεφα του Π. Μάρκογλου ταξιδεύουν την νύχτα. Μα η γραφή του, καθάρια, ολόφωτη από ποιότητα, αισθησιακά θλιμμένη, μας ταξιδεύει συνέχεια στον φωτεινό κόσμο της υψηλής λογοτεχνίας, που παραμένει το τελευταίο καταφύγιο, στην μιζέρια και την σκοτεινιά της εποχής μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου