Φωτογραφίζει και γράφει ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΔΗΜΕΛΛΑΣ
Η βρύση τρέχει ακατάσχετα, ανερμάτιστα σαν το
δάκρυ, σαν την καρδιά μου, που τυλίγεται γύρω από σένα. Σταματώ τις περαστικές
μαυροφόρες, δήθεν ρωτώ άσχετα, σχεδόν ανόητα, χαζεύω τα μάτια, τα χέρια, τον
ήχο της φωνής τους. Απαντούν αόριστα σαν τις απορίες μου, ο δρόμος που οδηγεί
στην έξοδο, ο χρόνος που απομένει για το κλείσιμο της εξώπορτας.
Η Νεκρόπολη στο κέντρο της πόλης, το Α΄ Νεκροταφείο. Στην υγρασία του αέρα νιώθεις
την παρουσία τους. 13000, που κάποτε ήταν και αυτοί εδώ. Σταματώ σε κάθε στενό,
διαλέγω τυχαία την στροφή, γράμματα που έμειναν να τα τρώει η φθορά της σιωπής.
Αγάλματα που κουνούν τη ματιά τους σαν κλείσει, αμπαρώσει η ξώπορτα. Ο τοίχος
ψηλός, αφήνει μονάχα περαστικές φωνές, να σκίσουν τη προδομένη από τον αέρα
σιωπή. Μνήματα, μνημεία, δίπλα σε ξεχασμένα υπόλοιπα σκιών. Ήταν κι εκείνος εδώ, κάτι διάβασα και σε
θυμήθηκα, Πατέρα. Στο κλείσιμο έλεγες πως κουράστηκες, πως φτάνει,
μα το μήνυμα γράφεται διαφορετικά. «Προσπάθησα»,
φωνάζουν τα γράμματα που ξεπετάγονται αδιάντροπα από τις βαρήκοες πέτρες.
Σαββατόβραδο, ψάχνω τη μυρωδιά από λιβάνι,
έρχεται, να που φτάνει ένα κύμα μνήμης, μα τόση φασαρία που κάνει. Δεν ξέρω αν
η λήθη γράφεται καλύτερα στη σάρκα μας για η μνήμη, ακόμη το ψάχνω. Μα το
τσακμάκι δεν φάνηκε να ανάβει, «δεν θα ‘ναι ψυχοσάββατο», είπα φωναχτά. Τα
σπασμένα μάρμαρα -απομεινάρια μιας αγοράς χρόνου- αλλάζουν την πορεία μου,
βγαίνω στο χώμα, εκεί που οι ταξιδιώτες δεν έχουν βαριά επώνυμα. Εκεί που η
ιστορία γράφτηκε με το αίμα τους, μα δίχως γράμμα από το όνομά τους.
Η ηλικία δε μετρά σε τούτο το ταξίδι, σιωπηλό,
σαν το μαυρόασπρο φιλμ, που στέκει αδιάφορο στο χρωματιστό ψέμα. Έξω από τον
φράχτη, το χρώμα γίνεται θεριό, χορταίνει κάθε που κυριεύει το μυαλό και την
ψυχή, εδώ είναι ο φύλακας μα και στυγνός κατακτητής, ο χρόνος, που πνίγει τα
θέλω στην απώλεια. Όταν τελειώνει το ταξίδι, μένει ο μάστορας που πάλεψε με την
πέτρα για να σε κάνει αθάνατο, το ξανασκέφτομαι, δεν κυλά χρόνος εδώ, είναι ο
ήλιος που δίνει μια και τους ξυπνά, τους βγάζει από το θρήνο της σκόνης. Ένα
μαδημένο περιστέρι αρπάζει τη στιγμή μου, είναι το δικό του λεπτό, στο πέταγμά
του παραμένουν πάλι σταθερά, όλα, κάτω από τη
ίδια μηδενική πια, φθορά.
Ονόματα που φέρνουν πρόσωπα στο νου, ονόματα που
γεννούν αισθήματα. «Τι μένει;», σκέφτομαι. «Ένα χαμόγελο, μια γλυκιά κουβέντα,
ζάχαρη που έχουν τα λόγια σου, τα θυμάμαι κάθε τόσο». «Ένα ανοιγόκλεισμα
ματιών», λέω και ξαναλέω, καθώς ξεμακραίνω, «αυτό είναι η ζωή». «Χαμογέλα
μου»...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου