Ταξίδεψε, φωτογράφισε και γράφει ο π. ΜΙΧΑΗΛ ΒΙΣΒΙΝΗΣ
Τα τελευταία χρόνια ακούγονται πάρα πολλά για την Υεμένη, είναι μια υπέροχη και ταυτόχρονα απόμακρη χώρα. Μια χώρα που αρνείται πεισματικά να δεχτεί το σύγχρονο δυτικό τρόπο ζωής και πολιτισμό. Ta βασικά χαρακτηριστικά του τοπίου και της ζωής, είναι πέτρα, άμμος, αέρας και ήλιος. Η έννοια του κράτους μάλλον είναι παντελώς άγνωστη. Για αιώνες η χώρα ήταν χωρισμένη σε Ιμαμάτα με διαφορετικές πολιτισμικές αλλά και πολιτικές παραδόσεις. Με ακραίες διαφορές στη φυσική διαμόρφωση, χώρα. Η μετακίνηση είναι ακόμη και σήμερα αρκετά δύσκολη και για τους κατοίκους της υπαίθρου ακόμη πιο δύσκολη. Το οδικό δίκτυο της Υεμένης είναι σχεδόν ανύπαρκτο και ως επί το πλείστον χωματόδρομοι, υπάρχουν δε χωριά που δεν έχουν ούτε καν χωματόδρομο.
Θαρρώ, ότι σταθήκαμε τυχεροί, που είχαμε την ευκαιρία να επισκεφθούμε έστω και για 15 μέρες αυτή την χώρα, τη φτωχότερη ίσως της Αραβικής χερσονήσου.
Μήνες πριν, συζητούσαμε πού να πάμε και καταλήξαμε σε δυο προορισμούς, Καζακστάν- Ουζμπεκιστάν ή Υεμένη. Οι δυο από τους τέσσερις μας, καθότι αρχιτέκτονες, ήθελαν την Υεμένη, αλλά οι πληροφορίες δεν ήταν και οι καλύτερες..... Δεν είναι μια ασφαλής χώρα. Τηλεφώνησα σε μια πολυταξιδεμένη φίλη και τη ρώτησα ευθέως, Ουζμπεκιστάν ή Υεμένη; και η απάντησή της ήταν ξεκάθαρη: με top το 10, βάζω 5 στο Ουζμπεκιστάν και 10 στην Υεμένη. Ο κύβος ερρίφθη, φεύγουμε για Υεμένη. Αρχίζουμε να ψάχνουμε να βρούμε σχετικά βιβλία και βέβαια, να μην ξεχνιόμαστε, και το ανάλογο σερφάρισμα στο internet, ελληνιστί διαδίκτυο, να μαζέψουμε όσες πληροφορίες ήταν δυνατόν. Οφείλω να ομολογήσω ότι δεν υπάρχουν πολλά σχετικά βιβλία. Οι δυσκολίες πολλές, προκειμένου να οργανωθεί αυτό το ταξίδι, αλλά και το πείσμα... μπόλικο.
Φίλοι και γνωστοί προσπάθησαν να μας αποθαρρύνουν, μάλλον να μας αποτρέψουν, όταν δειλά ανακοινώσαμε την Υεμένη και μόνο σαν σκέψη. Όλοι είχαν ένα και μόνο σχόλιο… είστε τρελοί! Δεν βλέπετε τι γίνεται σ΄ αυτή τη χώρα; Με κάμποσα πιστοποιητικά τρέλας από φίλους και συγγενείς στα μπαγκάζια μας ξεκινήσαμε. Εμείς βέβαια, επιεικείς, όπως συμβαίνει πάντα με τον εαυτό μας, την τρέλα την αποκαλούσαμε ρίσκο (risk). Κάποτε διάβασα ότι η ζωή είναι για τους τολμηρούς. Θέλει τρέλα η ζωή για να ‘χει νοστιμάδα, λέει κάποιο λαϊκό άσμα.
Ποια είναι αυτή η Υεμένη
Δημοκρατία της Υεμένης. Κράτος στην Αραβική χερσόνησο, συνορεύει με το Ομάν και τη Σαουδική Αραβία, δυτικά βρέχεται από την Ερυθρά θάλασσα και νότια από τον κόλπο του Άντεν.
Πρωτεύουσα, η εκπληκτική και ταυτόχρονα μοναδική σε ομορφιά Σαναά, με 2 εκατομμύρια κατοίκους. Ο πληθυσμός της χώρας στα 23 εκατομμύρια.
Επίσημη γλώσσα, τα Αραβικά. (Περισσότερα στην ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια: Βικιπαιδεία). Στα βόρεια συνεχίζουν να μιλούν κάποιες από τις παλιές διαλέκτους.
Η Υεμένη αποτελεί μία από τις παλαιότερες κοιτίδες πολιτισμού στην εγγύς Ανατολή. Θα ανατρέξουμε σχεδόν στο 12ο π.Χ. αιώνα, μεταξύ του 12ου π.Χ. και του 6ου μ.Χ. αιώνα, όταν η Υεμένη αποτελούσε τμήμα διαφορετικών βασιλειών, της Μίνα, του Σαββά και των Χιμιαριδών, τότε που η περιοχή έλεγχε το ισχυρό και ζωτικό εμπόριο των μπαχαρικών. Αργότερα υπήρξε τμήμα της Αιθιοπίας και της Περσίας.
Τον 7ο αιώνα, με την εξάπλωση του Ισλάμ, εμφανίζονται οι Χαλίφηδες να καταλαμβάνουν την περιοχή και λίγο πιο ύστερα με τη διάλυση του χαλιφάτου, η βόρεια Υεμένη βρέθηκε κάτω από τον έλεγχο Ιμάμηδων διαφόρων δυναστειών και εγκαθιδρύουν μια πολιτική δομή τελείως θεοκρατική. Οι Σιίτες χρησιμοποίησαν τον όρο Ιμάμης με θρησκευτική σημασία και αναφέρονταν στο γαμπρό του Προφήτη τους Μωάμεθ, Αλί, στους γιους του Χασάν και Χουσείν και τους απογόνους τους, ως θεϊκούς απογόνους του προφήτη τους. Και μόνο για την ιστορία και εν συντομία, τον 11ο αιώνα Αιγύπτιοι Σουνίτες χαλίφηδες καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της βόρειας Υεμένης και από τον 16ο μέχρι και τον 19ο αιώνα, απετέλεσε επαρχεία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ενώ οι Ιμάμηδες είχαν τον έλεγχο της Νότιας Υεμένης.
Η σύγχρονη ιστορία της Υεμένης αρχίζει το 1918, όταν η Βόρεια Υεμένη έγινε ανεξάρτητη από την Οθωμανική αυτοκρατορία, αλλά γίνεται κράτος μόλις το 1962, πέντε χρόνια αργότερα, το 1967 αποχωρεί η Βρετανία από το προτεκτοράτο του Άντεν, δηλαδή από την Νότια Υεμένη. Το 1970 η Νότια Υεμένη υιοθέτησε ένα κομμουνιστικό κυβερνητικό σύστημα. Τελικά οι δύο χώρες ενώθηκαν επίσημα στο σημερινό κράτος της Υεμένης το 1990.
* * *
Δεν είναι δυνατόν να καλύψει κανείς την Υεμένη μόνο με αυτά τα ιστορικά. Πραγματικά αξίζει κανείς να διαβάσει περισσότερα. Η Υεμένη είναι από τις πιο ακραίες μουσουλμανικές χώρες στον κόσμο. Είπαμε κάποια στοιχεία εν συντομία για την ιστορία της Υεμένης, βέβαια θα πρέπει να αναφέρουμε για τη βασίλισσα του Σαβά, τη μεγάλη βασίλισσα που εξουσίαζε την Ευδαίμονα Αραβία, τη σημερινή Υεμένη που οι Έλληνες την έλεγαν Ομηρίτιδα χώρα. Τη βασίλισσα του Σαβά Μπιλκίς, την αναφέρει και η Παλαιά Διαθήκη για τη μεγαλοπρεπή επίσκεψή της στο Σολομώντα, στην Ιερουσαλήμ. Επόμενη μεγάλη βασίλισσα η Arwa. (Περισσότερα στοιχεία Βικιπαίδεια –Wikipedia).
Αισθανόμουν επιτακτική την ανάγκη, πριν φύγουμε για την Υεμένη, να ψάξω να βρω στοιχεία για την προ- ισλάμ εποχή, τη χριστιανική της εποχή. Φανταζόμουν ότι όταν θα έφθανα εκεί όλο και κάποια ιστορικά στοιχεία θα έβλεπα ακόμη και στα μουσεία , δυστυχώς, τίποτε δεν υπάρχει. Βρήκα όμως στοιχεία για έναν μεγάλο Άγιο της Εκκλησίας μας, άγνωστο στους πολλούς, το μεγαλομάρτυρα Αρέθα. Η Εκκλησία μας εορτάζει τη μνήμη του στις 24 Οκτωβρίου. Θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω στο χρόνο, τότε που η Υεμένη ήταν όντως Ευδαίμων Αραβία...
Έχουμε λίγα ιστορικά στοιχεία για τη ζωή του Αγίου Αρέθα, τον γνωρίζουμε μόνο από το μαρτυρικό τέλος του. Λόγω της ευδαιμονίας της χώρας, όπως είναι φυσικό, πέρασαν πολλοί και διάφοροι κατακτητές, από τους άμεσους γείτονες τους Αιθίοπες, πέρασαν Εβραίοι, Πέρσες, Οθωμανοί, Βυζαντινοί, κλπ. Το 523 βασίλευε στην Αιθιοπία ένας ενάρετος και ευσεβής βασιλιάς, ο Ελεσβάν, την ίδια εποχή εξουσίαζε ένα μεγάλο μέρος της Ευδαίμονος Αραβίας ένας ασεβής και μεγάλος εχθρός των Χριστιανών, ο Εβραίος Ντον Νουβάν (Δου Νουάν). Βρισκόμαστε στην πόλη Νέγρα, σημερινό όνομα Νάζρεκ, στην οποία ήταν άρχοντας ο Αρέθας, πολυάριθμη χριστιανική πόλη από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου, μάλιστα ο ίδιος ο αυτοκράτορας είχε στείλει από την Κωνσταντινούπολη ένα ενάρετο Αρχιερέα για να ποιμάνει τους εκεί χριστιανούς, τον Θεόφιλο.
Ο Δου Νουάν, προκειμένου να δημιουργήσει προβλήματα στο ενάρετο Ελεσβάν και φυσικά από μίσος στους χριστιανούς της Νεγρά, αποφάσισε να κατακτήσει την πόλη. Ζήτησε από τους κατοίκους της να αρνηθούν το Χριστό και να πατήσουν επάνω στον τίμιο Σταυρό και θα τους χαρίσει τη ζωή και θα τους γεμίσει με δώρα. Ο άρχοντας του τόπου Αρέθας και ο λαός αρνούνται να υπακούσουν και ομολογούν την πίστη τους στην Αγία Τριάδα και το σεβασμό τους στον τίμιο Σταυρό. Ο Δου Νουάν, με την υπεροπλία του και με πολύ στρατό, κατάφερε να καταλάβει την πόλη και τότε έδειξε όλο το μίσος του, κατ’ αρχάς κατέσφαξε όλους τους ιερείς, τους μοναχούς και τις μοναχές, απογύμνωσε όλους τους κατοίκους από όλα τα υπάρχοντά τους για να κορέσει τη δίψα του για χρυσό και αμέσως έμαθε πού ήταν ο τάφος του Επισκόπου τους, ξέθαψε το άγιο λείψανό του, το έκαψε και σκόρπισε τη στάχτη στον αέρα, ώστε να μην υπάρχει τίποτε που να τον θυμούνται. Ύστερα συμβούλευε τον ευσεβή άρχοντα Αρέθα να αρνηθεί το Χριστό και θα τον άφηνε και πάλι άρχοντα του τόπου. Σύντομα κατάλαβε ότι δεν πετυχαίνει τίποτε και μάλλον χάνει, γιατί και ο λαός ακολουθούσε στην πίστη τον Αρέθα, άλλαξε γνώμη και αφού διέταξε να του στήσουν ένα ψηλό θρόνο, κάλεσε τον Αρέθα σε απολογία. Δεν συγκινήθηκε από την πίστη του γέροντος, σε πολύ προχωρημένη ηλικία 95 ετών τότε ο Αρέθας και αποφάσισε τον αποκεφαλισμό του. Διέταξε τους στρατιώτες του να μεταφέρουν τον Αρέθα και όλους όσους τον ακολουθούσαν στην πίστη, που ήσαν 340, στο ποτάμι που εκείνη την εποχή ονομαζόταν Ωδίας ποταμός και να τους αποκεφαλίσουν. Πρώτος από όλους ο μακάριος Αρέθας, που δεν μπορούσε να περπατήσει λόγω γήρατος και από την ταλαιπωρία της ημέρας, υποβασταζόμενος, πήρε το δρόμο του μαρτυρίου, αφού ζήτησε συγνώμη από όλους και προσευχήθηκε για όλους, τον αποκεφάλισαν. Οι υπόλοιποι αμέσως πήραν ως μύρο πολύτιμο το άγιο αίμα του και αφού εχρίσθησαν με αυτό, προχώρησαν με εσωτερική χαρά και προσευχή στο δικό τους μαρτύριο. Η Υεμένη, έστω και ακραία ισλαμική χώρα σήμερα, έχει την χριστιανική της ιστορία, έχει τους Αγίους της.
Όταν τελικά βρεθήκαμε με τους συνταξιδιώτες μου, Δήμητρα, Ευτύχιο και Αιμίλιο, στην Υεμένη, είχαμε μια επιθυμία να φθάσουμε στο χωριό Νάζρεκ, να πάμε στο ποτάμι, τόπο του μαρτυρίου, όπου, όσοι τόνοι νερού και αν κύλησαν μέχρι τις μέρες μας και έχουν ξεπλύνει τις πέτρες και τις όχθες από το αίμα τόσων μαρτύρων, δεν μπορεί να εξαφανίσει το μαρτύριο, θα είναι πάντα ο τόπος του μαρτυρίου τους και εκεί μέσα σε σιωπή να στρέψουμε την ψυχή μας και να προσευχηθούμε στον Κύριο και Θεό μας επικαλούμενοι όλους εκείνους τους μάρτυρες. Είχα πάρει μαζί μου και το απολυτίκιο του Αγίου μεγαλομάρτυρα Αρέθα, που καθημερινά αποτελούσε μέρος της προσευχής μας. «Ευσεβεία έμπρεπων τη αθλήσει δεδόξασαι, την των Χριστοκτόνων κακίαν καθελών τη ενστάσει σου, διό και προσενήνοχας Χριστώ, μαρτύρων αρραγή συνασπισμών, ώσπερ θείος παιδοτρίβης και οδηγός, Αρέθα παμμακάριστε, Δόξα τω δεδοκότι σοι ισχύν, δόξα τω σε στεφανώσαντι, δόξα τω ενεργούντι διά σου, πάσιν ιάματα». (Απολυτίκιον του Αγίου). Γράφω όλα αυτά γιατί εμείς τύχαμε μιας ζωντανής ευλογίας του Αγίου μας, όπως θα διαβάσετε παρακάτω. Δυστυχώς όμως, δεν ήταν δυνατόν να φθάσουμε στο χωριό Νάζρεκ και αυτό, γιατί σήμερα η περιοχή βρίσκεται στη Σαουδική Αραβία και κάποια προβλήματα που υπάρχουν εκεί, καθιστά αδύνατη την όποια πρόσβαση στα μέρη αυτά.
(Περισσότερα για το βίο του Αγίου Μεγαλομάρτυρα Αρέθα στο: Βίος αγίου Μεγαλομάρτυρα Αρέθα του π. Χαραλ. Βασιλόπουλου).
Επιτέλους στην Υεμένη!
Επιτέλους στην Υεμένη, αφού ξεπεράσαμε πάμπολλες δυσκολίες μέχρι να οργανώσουμε το ταξίδι αυτό, γιατί είναι όντως δύσκολη χώρα, θέλει γερά νεύρα, να μην σε απογοητεύσουν οι δυσκολίες και κάνεις πίσω. Αξίζει η εμπειρία με όποιες θυσίες...
Ξεκινήσαμε 4 φίλοι με 4 βαλίτσες, φθάσαμε εκεί με 2 μόνο βαλίτσες, θα μου πείτε καλά αυτό συμβαίνει, είναι γνωστό σε όσους ταξιδεύουν. Εκεί έχει κάποιες πρακτικές δυσκολίες, προκειμένου να αντιμετωπίσεις τις ανάγκες σου σε τρέχοντα, αλλά απαραίτητα, όπως φάρμακα κλπ.
Ο ξεναγός μας ανέλαβε την υποστήριξή μας στην αεροπορική εταιρεία και δεν έκανε πίσω με τίποτε, έως ότου έδωσαν στους 2 που ξέμειναν οι βαλίτσες τους, το ποσό που προβλέπουν οι διεθνείς συμφωνίες της ΙΑΤΑ και τη διαβεβαίωση της αεροπορικής εταιρείας ότι σε δύο μέρες το αργότερο θα έρθουν οι βαλίτσες να μας βρουν όπου θα είμαστε. Επιβιβαζόμαστε στο αυτοκίνητο και ζητάμε από τον ξεναγό, ύστερα από την καθυστέρηση που είχαμε στο αεροδρόμιο, να συνεχίσουμε το πρόγραμμά μας και μόνο το βράδυ να καταλήξουμε στο ξενοδοχείο ώστε να κερδίσουμε την ημέρα. Στο δρόμο για την πρωτεύουσα Σαναά το τοπίο τελείως αραβικό, έρημος και φοίνικες. Ο ξεναγός μας λαλίστατος, αλλά με όσα είχαμε διαβάσει πριν και με όσα μας έλεγε, έδειχνε ενημερωμένος και σωστός. Μπροστά μας προβάλλει η Σαναά, κατευθυνόμαστε προς το κέντρο της πόλης, όπου συνειδητοποιούμε ότι βρισκόμαστε σε ένα τεράστιο ανοιχτό μουσείο, όλη η πόλη ένα έργο τέχνης, κουρασμένο, με έντονα σημάδια γήρανσης, ξεχασμένο από το χρόνο, αλλά με ένα πείσμα απίστευτο, επιμένει να νικήσει τον πανδαμάτορα χρόνο. Μας συνεπήρε τόσο πολύ η ομορφιά, μια αλλιώτικη ομορφιά, που ξεχάσαμε την κούραση του ταξιδιού και τα προβλήματα στο αεροδρόμιο. Στους δρόμους επικρατεί ένα συγκοινωνιακό αλαλούμ, πλατείες, δρόμοι πεζοδρόμια γεμάτα κόσμο, ένα αραβικό παζάρι, όλοι πουλούν το κάτι τις τους, πάμπολλα καροτσάκια που τα σέρνουν καχεκτικά γαϊδουράκια ή και άνθρωποι και μεταφέρουν εμπορεύματα ή και πουλούν, από ρούχα, υφάσματα, τετζέρια, λεκάνες πλαστικές, ψαλίδια, ραδιόφωνα, μέχρι παντόφλες. Υπαίθριοι ράφτες με τις ραπτομηχανές τους, φρούτα, περίεργα γλυκά με έντονα χρώματα. Μπαχάρια με απίστευτες μυρουδιές. Θόρυβοι, κορναρίσματα, φώτα, φωνές, χρώματα, ναργιλέδες, μαγκάλια με το υπέροχο Υεμενίτικο λιβάνι και παντού να καβουρδίζουν καφέ και να μοσχοβολά η γειτονιά, όλα μαζί συνθέτουν ένα περίεργο παζλ. Γραφικοί καφενέδες, όπου μέσα το τοπίο είναι τόσο θολό, που και μια καλή φωτογραφική δεν νομίζω ότι θα αποδώσει άνετα. Όλοι οι άνδρες, είτε με κελεμπία, είτε με το παρεό, είτε με παντελόνι, φορούν σακάκι, πλαστικές, ως επί το πλείστον, παντόφλες και απαραίτητο αξεσουάρ, μια δερμάτινη, καλλιτεχνικά διακοσμημένη ζώνη, με ένα γυριστό στην άκρη του μαχαίρι, το επιλεγόμενο ζαμπίγια (Jambiya) και φυσικά όλο και κάποιο καλάσνικοφ να βαραίνει τον ώμο και στο κεφάλι ή στην πλάτη μια μεγάλη μαντήλα υπέροχα κεντημένη.
Δεν προλάβαμε το Μουσείο ιστορίας, είχε ήδη κλείσει και έτσι αφεθήκαμε να περπατάμε στους δρόμους. Γεύμα σε ένα παμπάλαιο κτίριο με έντονο αραβικό χρώμα, αλλά και γεύσεις απλές και δυνατές και φυσικά μαύρο υεμενίτικο καφέ. Όμως, βλέπει κανείς μόνο άνδρες ή αγόρια παντού. Οι γυναίκες ή απουσιάζουν ή αν υπάρχουν είναι αθέατες, μαύρες φιγούρες σαν ξωτικά σε μια αξημέρωτη νύχτα, τυλιγμένες μέσα στα μαύρα από την κορυφή μέχρι και τα νύχια, δηλαδή Μπούργκα, ελληνιστί καλύπτρα και μαύρα γάντια, κυκλοφορούν 3 ή 4 μαζί, ποτέ μία μόνη της στο δρόμο. Στα δε παζάρια, μπουλούκια ολάκερα σαν φαντάσματα...... που βγαίνουν μέσα από παραμύθια. Με θρησκευτική ευλάβεια τηρούν κατά γράμμα τις ενδυματολογικές επιταγές της μουσουλμανικής μόδας. Αν και ρώτησα αρκετούς μουσουλμάνους, δεν μπόρεσα να καταλάβω πότε και πώς μπήκε η μπούργκα στη ζωή των γυναικών τους, αφού δεν είναι επιταγή ή εντολή του Κορανίου! Και βεβαίως δεν αποτελεί ούτε καν παράδοση σε όλο το μουσουλμανικό κόσμο.
Κάποια στιγμή περάσαμε από το ταξιδιωτικό γραφείο να μας καλωσορίσουν, να μας γνωρίσουν, τρεις μήνες τους ταλαιπωρούσαμε, αλλά και μας ταλαιπωρούσαν, μέχρι να συμφωνήσουμε για το πρόγραμμά μας και φυσικά να μας δώσουν τις αποδείξεις πληρωμής κλπ. Η υπάλληλος με την οποία επικοινωνούσαμε όλους αυτούς τους μήνες ηλεκτρονικά πάντα με emails, ντυμένη με μακριά φορέματα, μακρύ μανίκι, μαντήλι στο κεφάλι, αλλά με το πρόσωπο ανοιχτό, χαιρέτισε τη Δήμητρα με χειραψία και ασπασμό και αμέσως τραβήχτηκε δύο βήματα πίσω, απόσταση ασφαλείας, μήπως και τολμήσουμε να τη χαιρετίσουμε και εμείς.
Επιτέλους στο ξενοδοχείο μας για τα συνηθισμένα check in, διαβατήρια, φόρμες κλπ. Ένα μεγάλο ξενοδοχείο γνωστής αλυσίδας, πάμπολλα δωμάτια, αλλά ελάχιστοι οι πελάτες, θα μετριόμασταν στα δάχτυλα των δύο χεριών. Αποφασίσαμε να πάμε για φαγητό έξω σε ένα ελληνικό εστιατόριο, στο “Zorbas”, ιδιοκτήτες ένας Έλληνας και ένας Λιβανέζος. Το ξενοδοχείο μάς έδωσε αυτοκίνητο και στο δρόμο για να συναντήσουμε τον Έλληνα, δεν απέχει και πολύ, φθάσαμε, να και η Tavern Zorbas, απογοήτευση... χάσαμε την ευκαιρία να πάρουμε πληροφορίες και να μάθουμε πράγματα για τη χώρα. Το πρωί εκείνης της μέρας έφυγε για διακοπές για ένα μήνα. Το φαγητό αρκετά καλό και όπως πάντα οι ταξιδευτές προτιμούν κάτι πολύ λιτό για ευνόητους λόγους.
Στο ξενοδοχείο μάς περίμεναν δύο Υεμενίτες από την οικογένεια γνωστών μας Υεμενιτών στην Πρετόρια. Ο... φαρμακοποιός και η... γιατρός, αδέλφια, η γιατρός με Μπούργκα και μαύρα γάντια χαιρετάει τη Δήμητρα δι’ ασπασμού και αμέσως δύο βήματα πίσω για τον γνωστό πλέον λόγο, ευγενέστατοι, με πολύ καλά αγγλικά και καλή παιδεία, τους δώσαμε το πρόγραμμά μας και προθυμοποιήθηκαν να μας δώσουν το ένα κινητό τους τηλέφωνο, δεν το δεχθήκαμε, μας ρώτησαν αν χρειαζόμαστε φάρμακα, αν έχουμε μαζί μας κάποια συγκεκριμένα φάρμακα που πάντα είναι απαραίτητα στα ταξίδια, πήραν τα τηλέφωνα του ξεναγού και του οδηγού μας και καθημερινά 2-3 φορές την ημέρα, τηλεφωνούσαν στον ξεναγό να τον ρωτήσουν για μας. Συγκινητικό το ενδιαφέρον τους. Και τώρα στις δύσκολες μέρες που περνάει η Υεμένη, οι άνθρωποι αυτοί είναι στη σκέψη μας και στην προσευχή μας.
Τώρα ξεκινάμε το ταξίδι μας στην Υεμένη, διαβάσαμε αρκετά και ήμασταν, θα μπορούσα να πω, προετοιμασμένοι. Τελικά, σύντομα διαπιστώσαμε ότι δεν ξέραμε τίποτε. Η χώρα αυτή μας ήταν παντελώς άγνωστη, λες και την έχει τυλίξει ένα πέπλο λησμονιάς από το χρόνο, μια μυστηριώδης λήθη. Μόνο ίσως λίγοι ανήσυχοι μπορεί να έχουν διαβάσει κάτι ή κάποιοι πολύ τολμηροί ταξιδευτές να την έχουν επισκεφθεί. Κατ΄αρχάς η φύση σε αποδιοργανώνει, σε συνθλίβει μέσα σου, παύεις να είσαι ο εαυτός σου, ξεχνάς τις συνήθειές σου, ζεις και κινείσαι σε έναν άλλο κόσμο που αντιστέκεται, όχι μόνο στο χρόνο, αλλά και στις εξελίξεις, πολιτικές, κοινωνικές, επιστημονικές, καλλιτεχνικές και ό,τι υπάρχει, είναι ή δείχνει ερμητικά κλειστό, σφραγισμένο, επτασφράγιστο μυστικό. Όλα γύρω φαίνονται minimalistic, τόσο ασήμαντα, μάταια, αλλά και αιώνια συνάμα. Είμαστε έξω από τη Σαναά, κάμποσα χιλιόμετρα, τοπίο ερήμου, σκληρό, αλλά ταυτόχρονα φωτεινό και αέρινο. Διάφανo, ανοιχτό, ό,τι βλέπεις δίνει μια αίσθηση μεγαλείου, ελευθερίας, απαράμιλλης αρχοντιάς και συνετής σιωπής. Γη άγονη, δύσβατη, χωρίς νερό. Συνθήκες πολύ, μα πάρα πολύ δύσκολες, όχι μόνο για το δικό μας τρόπο ζωής, αλλά και για τις δικές τους συνθήκες. Ξεχνάς ποιος είσαι, τι είσαι, από πού έρχεσαι, αλλά ταυτόχρονα δεν ξέρεις πού πας, ποιο είναι το επόμενο βήμα σου.
Τούλα ή Θούλα
Πρώτος σταθμός μας, ένα εκπληκτικό χωριό μέσα σε ένα κάστρο, όπως σχεδόν όλα τα χωριά στην Υεμένη. Αυτοκίνητα δεν κυκλοφορούν, δεν χωράνε στα στενά σοκάκια. Περάσαμε τη μεγάλη πύλη και έτοιμοι, με τις φωτογραφικές, να προλάβουμε να απαθανατίσουμε τα πάντα, μη και μας ξεφύγει κάτι. Ακούσαμε μουσική, πανέμορφη αραβική μουσική, ρωτήσαμε τον ξεναγό μας προς τι οι μουσικές και τα άσματα; μας είπε ότι γίνεται γάμος, χαρήκαμε, γιατί βρίσκαμε μια τέτοια ευκαιρία, αλλά πολύ γρήγορα μας επανέφερε στην τάξη «δεν υπάρχει περίπτωση να δούμε τίποτε, διότι στο γάμο πηγαίνουν μόνο γυναίκες σε κάποιον 4ο, 5ο ή και 6ο όροφο και με κλειστά τα παραθυρόφυλλα και ως εκ τούτου, δεν μας προκύπτει…», ενθουσιασμοί και αισιοδοξία δεν…, τελικά μάλλον θα πρέπει να καταλάβουμε και για το υπόλοιπο του ταξιδιού μας, θα πρέπει να τιθασεύουμε την αισιοδοξία μας στην εκεί πραγματικότητα και έτσι περιοριστήκαμε να φωτογραφίζουμε πόρτες, παράθυρα και μιναρέδες. Περπατήσαμε περίπου ένα 3ωρο και βγήκαμε από άλλη πύλη, όπου μας περίμενε ο οδηγός μας με το αυτοκίνητο. Εκείνη τη στιγμή, που κουρασμένοι θέλαμε να καθίσουμε και να απολαύσουμε ένα μπουκάλι νερό, μας περίμενε μία αρκετά δυσάρεστη εμπειρία, έλειπε από την παρέα ο ένας από τους τέσσερις μας. Ο ξεναγός πανικόβλητος έφυγε προς το χωριό μέσα, για να γυρίσει σχεδόν αμέσως να μας πει να μείνουμε στο αυτοκίνητο και να μην απομακρυνθούμε καθόλου, λέγοντας προφανώς και στον οδηγό να μας προσέχει, στα αραβικά. Έτρεχε σαν τρελός μέσα και έξω, πολύ σύντομα μας μετέδωσε την αγωνία του και επέτεινε την αγωνία μας και το φόβο μας όταν άρχισε να μπερδεύει τα αγγλικά με τα αραβικά. Περάσαμε ένα τρίωρο εφιαλτικό έχοντας στρέψει κυριολεκτικά τη σκέψη, την καρδιά και την προσευχή μας στο Θεό μας και σε ποιον άλλον, στο μάρτυρα της Εκκλησίας μας, στον Άγιο Αρέθα. Κάποια στιγμή, μετά από 3 ώρες σχεδόν αγωνίας και προσευχής, έρχεται ο ξεναγός μας και μου ζητάει 5 ευρώ, στον πανικό μου επάνω θυμήθηκα ότι είχα στην τσέπη μου μόνο 2 ευρώ, ξέχασα ότι είχα κι άλλα, εφιαλτικές οι στιγμές, δεν μου πέρασε από το μυαλό να ζητήσω χρήματα από τον Εμίλιο ή τη Δήμητρα, αλλά και εκείνοι που άκουγαν τον ξεναγό, δεν μπορούσαν να αντιδράσουν, να βγάλουν χρήματα, γνωρίζαμε πριν ξεκινήσουμε ότι οι απαγωγές σε ξένους και οι σκοτωμοί είναι σε ημερήσια διάταξη. Απαγάγουν ξένους και ζητούν από την κυβέρνησή τους ανταλλάγματα, κυρίως να αφήσουν ελεύθερους από τις φυλακές συγκεκριμένους φυλακισμένους, η κυβέρνηση δεν ενδίδει και…… Υπάρχει όμως και μια άλλη περίπτωση απαγωγών, απαγάγουν με μοναδικό σκοπό να πιέσουν την κυβέρνησή τους να τους ανοίξουν κάποιο κομμάτι δρόμου ή για παροχή νερού ή ρεύματος, που συνήθως ικανοποιεί τα αιτήματα τους και τότε τους αφήνουν ελεύθερους, φορτώνοντάς τους με δώρα. Τέτοιες περιπτώσεις διαβάζει κανείς στο διαδίκτυο. Και φυσικά, με έναν εμφύλιο σε εξέλιξη. Για παράδειγμα, από το Aden για το Bir Ali δεν μας επέτρεψαν να ταξιδεύσουμε λόγω του ότι για μια ολόκληρη εβδομάδα είχαν αψιμαχίες.
Τελικά, μετά από 3-4 ώρες αγωνίας, η όλη περιπέτεια είχε αίσιο τέλος, αφού εκείνος που τον έφερε πίσω, συμβιβάστηκε στο παζάρι με τα 2 ευρώ μου. Τραγική η στιγμή, μέσα στον πανικό μου παζάρεψα το φίλο και συνταξιδευτή μου για 2 ευρουλάκια από τα 5 που ζητούσε ο άνθρωπος που τον έφερε. Ο φίλος μας ξεγελάστηκε καθότι αρχιτέκτονας, βγάζοντας φωτογραφίες πόρτες, παράθυρα με προοπτική και με φωτοσκιάσεις…. και μας έχασε. Χάθηκε μέσα σε εκείνα τα δαιδαλώδη σοκάκια.
Να μην το ξεχάσω, σε όλη τη χώρα, κάθε τόσα χιλιόμετρα, είχαμε Road block, το γραφείο μάς είχε εφοδιάσει με κάποιες εκατοντάδες αντίγραφα ειδικής άδειας από τη Γενική Ασφάλεια στη Σαναά, για να κυκλοφορούμε στη χώρα, με σφραγίδες, υπογραφές κλπ. και συνεχίζαμε μέχρι τον επόμενο σταθμό μας, πολύ γρήγορα το συνηθίσαμε και έγινε ρουτίνα.
Συνεχίσαμε το ταξίδι μας, η περιπέτεια που περάσαμε στο χωριό Tula μας είχε καθηλώσει σε σιωπή και αμηχανία, ψυχικά και σωματικά μας άφησε ράκη, για κάποια χιλιόμετρα δεν βγήκε λέξη από το στόμα μας. Φθάνουμε στον επόμενο προορισμό μας, στο χωριό Hababa, δώσαμε μάχη με το ταξιδιωτικό γραφείο για να το συμπεριλάβουμε στο πρόγραμμά μας και τελικά ήταν στο δρόμο μας. Τι να πει κανείς γι’ αυτό το χωριό! πώς να το περιγράψει! θαρρείς και είναι η πατρίδα όλων των παραμυθιών. Τότε που ήμασταν παιδιά και μας διάβαζαν παραμύθια γραμμένα σε φθηνό χαρτί και όχι σε έγχρωμο illustration, που δεν πνιγόμασταν στα χρώματα της τηλεόρασης, που δεν είχαμε τη δυνατότητα του σημερινού υπολογιστή για εικονική πραγματικότητα, αλλά εμείς, μέσα στην παιδική μας αθωότητα αφήναμε τη φαντασία μας να καλπάζει και προσπαθούσαμε να φτιάξουμε στο μυαλουδάκι μας εικόνες από παλάτια και αρχοντικά με πρίγκιπες, βεζυροπούλες και με ήρωες. Τώρα κουρασμένα παλάτια και αρχοντικά, χωρίς ζωή, δε\ βλέπεις άνθρωπο να περπατά ή να ανοίγει ένα παράθυρο. Αρχιτεκτονήματα μιας άλλης εποχής, μιας εποχής που δεν είχε γίνει το τσιμέντο καταλύτης της τέχνης.
* * *
Επηρεασμένοι από την προηγούμενη περιπέτεια, ίσως και από την ομορφιά που βλέπαμε μπροστά μας, είχαμε μπλοκάρει, έλεγε ο ξεναγός μας, χωρίς όμως κανείς μας να ακούει τίποτε, μάλλον κατάλαβε και μας επανέφερε ανεβάζοντας τον τόνο της φωνής του και λέγοντάς μας «έι!, τι τουρίστες είστε εσείς, δεν θα βγάλετε φωτογραφίες» εκεί, σαν να ξυπνήσαμε από λήθαργο, πιάσαμε τις μηχανές μας και άρχισαν τα κλικ. Κάθε κλικ και μια φωτογραφία. Ο χρόνος, όπως συμβαίνει πάντα, είναι δυνάστης, όταν θέλεις να αφιερώσεις χρόνο να δεις, να απολαύσεις, να χαρείς κάτι, έρχεται ο αντιπρόσωπός του και εν προκειμένω ο ξεναγός μας, να μας πει αργήσαμε πρέπει να φύγουμε ! πρέπει να φύγουμε! ό, τι καταγράψαμε σαν εμπειρίες και ό, τι απαθανάτισαν οι μηχανές μας. Με βαριά καρδιά χαιρετήσαμε αυτό το πανέμορφο ονειρικό αρχιτεκτόνημα και φύγαμε να προλάβουμε τον επόμενο προορισμό μας…… Μεσημέριασε, στο κοντινό χωριό για λίγη ξεκούραση, φαγητό, νερό και καφέ και πάνω από όλα, για να συμμαζέψουμε και τις δυνάμεις μας, να αναδιοργανωθούμε. Καμιά δεκαριά αστυνομικοί μας περικύκλωσαν με όλο τον οπλισμό τους Ak 47 για προστασία, εστιατόριο στον πρώτο όροφο και φυσικά οκλαδόν και στις μαξιλάρες, με όλα τα καλούδια στο πάτωμα. Κατά την αναχώρησή μας διαπιστώνουμε ότι ένας εκ των αστυνομικών θα είναι πλέον μόνιμα μαζί μας σε όλες τις μετακινήσεις μας.
16 μέρες περιήγησης, η κάθε μέρα όπως και ο κάθε τόπος, από το Βορρά στο Νότο και από την ενδοχώρα στα παράλια, ήταν μια διαφορετική εμπειρία με άλλα χρώματα και άλλα ήθη και έθιμα, χωριά, σπίτια 3ώροφα, 4ώροφα ή και 5ώροφα ακόμη, φτιαγμένα από πλίνθους, από άχυρο και λάσπη και ξεραμένα στον υεμενίτικο ήλιο και αλλού πάλι, εκεί που περισσεύει η πέτρα, πολυώροφα κτίρια μόνο με πέτρα, χτισμένα από τεχνίτες που κυριολεκτικά πλάθουν την πέτρα για τις ανάγκες τους. Ένα μόνο κοινό σημείο αναφοράς έχουν όλα, δεν υπάρχει ούτε ένας τοίχος ίσιος και πολύ περισσότερο μια γωνία σε ευθεία γραμμή, πώς στέκονται όρθια, προσωπικά για μένα είναι απορίας άξιο, φαντάζομαι ότι μηχανικοί και αρχιτέκτονες θα έχουν κάποιες λύσεις.
Sibam Σίμπαμ
Μέσα στην έρημο του Ουάντι είναι χτισμένο το Σίμπαμ, το αποκαλούν « Μανχάταν της ερήμου» καθώς και «Μανχάταν της Υεμένης». Η πόλη αυτή ως έχει σήμερα, είναι χτισμένη το 16ο αιώνα. Μουσείο των αιώνων. Όπως μας πληροφόρησε ο δήμαρχος, που μας έκανε την τιμή για λίγο να μας ξεναγήσει και μας κέρασε και τσάι στην κεντρική πλατεία, αλλά πολύ γρήγορα μας άφησε γιατί είχε άλλες δημαρχιακές υποχρεώσεις, οι δήμαρχοι σε όλο τον κόσμο είναι ίδιοι, υπάρχουν 500 τέτοιοι ουρανοξύστες. Μπορείς να μπεις μέσα μόνο με τα πόδια, θαρρείς ότι ο πολιτισμός σταματάει έξω από την πύλη του κάστρου που περιβάλλει την πόλη. Στενά σοκάκια, 7ώροφα κτίρια, μοιάζουν ουρανοξύστες στο συγκεκριμένο χώρο, από τα θεμέλια, εδώ βάζω ένα ερωτηματικό αν υπάρχουν θεμέλια, φτιαγμένα από άχυρο και χώμα – λάσπη. Οι 3 πρώτοι όροφοι δεν έχουν παράθυρα, παρά μόνο κάποια πολύ στενά παραλληλόγραμμα ανοίγματα, προφανώς για φωτισμό και εξαερισμό, και μετά αρχίζουν τα παράθυρα καγκελωτά, καφασωτά, περίτεχνα, έργα τέχνης, που μοναδικός τους σκοπός είναι να προστατεύουν την τιμή της οικογενείας, δεδομένου ότι στα σπίτια οι γυναίκες κυκλοφορούν χωρίς μπούργκα και έτσι δεν κινδυνεύουν να τις δουν άλλα μάτια, πέραν του ευτυχούς συζύγου. Τα σοκάκια, στην καλύτερη περίπτωση φάρδους 1ος μέτρου, δίνουν μια σουρεαλιστική εικόνα, γεμάτα από σκουπίδια, όπου δεσπόζουν πολύχρωμες πλαστικές σακούλες, άλλοτε γεμάτες και άλλοτε να ταξιδεύουν με τον αέρα. Κάποια κατσίκια περιφέρονται στα σοκάκια και καλύπτουν μέρος της καθημερινής τους διατροφής με ό, τι επί τέλους βρίσκουν μέσα στις σπασμένες σακούλες, δεδομένου ότι επιρρίπτονται αφ’ υψηλού και υποτασσόμενες στο νόμο της βαρύτητας, σκάνε στα σοκάκια. Ουαί και αλίμονο να τύχει να περνάς εκείνη τη στιγμή από κάτω, εμείς σταθήκαμε τυχεροί και δεν τύχαμε τέτοιας εμπειρίας. Αυτά τα σκουπίδια έκαναν έξαλλο τον ξεναγό μας και όταν μας ζητήθηκε να πληρώσουμε μισό δολάριο, εις έκαστος εξ΄ ημών, ως εισιτήριο, προκειμένου να περιδιαβούμε την πόλη και ενώ εμείς το είδαμε πολύ λογικό, να έχει έστω κάποιο εισόδημα ο Δήμος, ο ξεναγός μας είχε αντίθετη γνώμη, εξεμάνη, έγινε θηρίο και δείχνοντας τα σκουπίδια, μπορούσαμε να φανταστούμε τι θα τους είπε, διότι ελέχθησαν εις άπταιστον αραβικήν και ύστερα από λίγο κατέφθασε και ο δήμαρχος, όπως προανέφερα και τύχαμε της φιλοξενίας του και δεν πληρώσαμε και το μισό μας δολάριο. Στην ερώτησή του από πού είμαστε, όταν άκουσε ότι είμαστε Έλληνες, μας κοίταξε καλά και με ένα πλατύ χαμόγελο μας είπε: «Υεμενίτες και Έλληνες είμαστε αδέλφια» και προέκυψε και η πρόσκληση για τσάι. Ας επανέλθουμε και πάλι για λίγο μέσα στην πόλη. Για τα σκουπίδια, η πόλη αυτή σε αποζημιώνει με την αρχιτεκτονική της ιδιαιτερότητα, περίτεχνες πόρτες και παράθυρα με απίστευτες ξύλινες κλειδαριές με ένα περίπλοκο σύστημα ασφαλείας, με καταπληκτικά υπέρθυρα αετώματα πολλάκις με ρήσεις του Κορανίου γραμμένα καλλιτεχνικά, ώστε να προστατεύει το σπίτι και τους εντός από κάθε κακό και προπαντός την οικογενειακή γαλήνη, λόγω και της πολυγαμίας τους. Μοναδικά χειροποίητα έργα τέχνης, μουσειακά εκθέματα. Από ό,τι άκουσα, το κάθε ένα από αυτά τα οικοδομήματα έχει στη μέση ένα μεγάλο κορμό χουρμαδιάς, από όπου ανά όροφο διακτινίζονται μικρότερα δοκάρια, ώστε να στηριχθούν τα πατώματα. Μάλιστα διάβασα, ότι ο κορμός του φοίνικα λέγεται «μητέρα του σπιτιού». Ήταν αδύνατον, για κοινωνικούς λόγους, να μας βάλλουν μέσα στα σπίτια τους και ως εκ τούτου απόλυτα σεβαστό.
Εκείνο που έχει σημασία είναι ότι, τουλάχιστον με το δήμαρχο που μιλούσε και λίγα αγγλικά, καλύψαμε ένα μεγάλο κενό, μιλήσαμε έστω και λίγο με κάποιον ντόπιο. Συνήθως όλα τα χωριά είναι άδεια, μερικά παιδιά, κυρίως αγόρια, να μας κοιτούν με εκείνα τα μεγάλα και ταυτόχρονα θλιμμένα και γεμάτα απορία μάτια τους ή άνδρες καθισμένοι να μασουλούν το χόρτο τους, το λεγόμενο gat, σε μια νιρβάνα απόλυτης βουβαμάρας και πού και πού οι πανταχού απούσες γυναίκες, 2 ή 3 γυναικείες μαύρες φιγούρες να εμφανίζονται και να εξαφανίζονται μέσα στα σοκάκια σαν αερικά.
Ας πούμε και λίγα για το gat. Είναι ένα δένδρο χαμηλό που, σύμφωνα πάντα με τα όσα μας είπε ο ξεναγός μας, ένα 80% των ανδρών, ένα 40% των γυναικών και ένα 15% των παιδιών κάτω των 15 χρονών, με θρησκευτική ιεροτελεστία, αρχίζουν να μασούν τα φύλλα αυτά γύρω στις 12.00 το μεσημέρι το λιγότερο για 6 ώρες και εάν οι περιστάσεις το επιτρέπουν, για ολόκληρο 24ωρο. Αυτό σημαίνει ότι γύρω στις 2.30 μμ η χώρα ολόκληρη είναι κάπου αλλού, ταξιδεύει σε άλλους κόσμους, λιγότερο πραγματικούς από αυτόν τον μάταιο δικό μας κόσμο. Βεβαίως, προκειμένου να καλλιεργήσουν το gat, που είναι και αρκετά προσοδοφόρο, ξέκαναν τις ροδιές, τα αμπέλια, τους θάμνους που έβγαζαν το πολύτιμο λιβάνι και φυσικά, ακόμη και τα καφεόδενδρα, κατέστρεψαν όλες τις παραγωγές. Μασουλούν τα φύλλα του γκατ και απαραίτητα δίπλα υπάρχει και ο ναργιλές και βέβαια συμπλήρωμα και τα τσιγάρα. Ας μείνουμε με αυτά τα ολίγα… Και ο οδηγός και ο ξεναγός μας, εθισμένοι στο είδος, μόλις μας άφηναν στο ξενοδοχείο, εξαφανίζονταν, όσες φορές τους χρειαστήκαμε, τους βρήκαμε οκλαδόν να μασουλούν και όχι σε καλή δυνατότητα επικοινωνίας.
Άντεν
Μία πόλη σταθμός. Αναφέρεται από τα χρόνια των Πτολεμαίων. Ήταν σημείο αναφοράς για ναυτικούς και τυχοδιώκτες πριν βγουν στον Ωκεανό. Τον 4ο αιώνα κάποιος Θεόφιλος, Μονοφυσίτης από την Συρία έχτισε Χριστιανική Εκκλησία δεδομένου ότι το λιμάνι ήταν εμπορικός κόμβος. Από γραπτά του Μάρκο Πόλο έχουμε πληροφορίες ότι η πόλη αριθμούσε περίπου 80.000 πληθυσμό. Το 1458 οι Πορτογάλοι θαλασσοπόροι βρήκαν για πέρασμα το Ακρωτήριο της Καλής Ελπίδος πιο εύκολο για τα συμφέροντα των Ευρωπαίων και το Άντεν. Άρχισε να χάνει το ενδιαφέρον και έκτοτε διάφοροι κατακτητές πέρασαν και το κατέστρεψαν. Πέρασε και ο πιο διάσημος ναυτικός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ο Πίρι Ρέις για να ελέγχει το εμπόριο.
Περί τα τέλη του 17ου αιώνα, όταν ιδρύθηκε η Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών έφθασαν στο Άντεν οι Άγγλοι όπου βρήκαν ένα μικρό ψαροχώρι με ελάχιστους πάμπτωχους κατοίκους και κατάφεραν να οργανώσουν μια πολύ ισχυρή εμπορική και στρατιωτική βάση Λίγο αργότερα με το άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ το αγγλικό προτεκτοράτο του Άντεν γνώρισε μέρες πλούτου. Και αποκτά το Άντεν η Υεμένη μόνο 130 χρόνια αργότερα. Το τοπίο ερημικό και ηφαιστειογενές, κάποιες μεγάλες λαξεμένες δεξαμενές νερού που πολύ σπάνια γεμίζουν. Βρώμικοι δρόμοι, μια θλιβερή ξεπεσμένη πόλη. Το ξενοδοχείο μας κοντά στο λιμάνι μελαγχολικά άδειο, καθίσαμε για ένα καφέ στο λόμπι μετά από λίγο ήρθαν και 3 άλλοι πελάτες και χαρήκαμε που γίναμε πολλοί….
Περί τα τέλη του 17ου αιώνα, όταν ιδρύθηκε η Εταιρεία των Ανατολικών Ινδιών έφθασαν στο Άντεν οι Άγγλοι όπου βρήκαν ένα μικρό ψαροχώρι με ελάχιστους πάμπτωχους κατοίκους και κατάφεραν να οργανώσουν μια πολύ ισχυρή εμπορική και στρατιωτική βάση Λίγο αργότερα με το άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ το αγγλικό προτεκτοράτο του Άντεν γνώρισε μέρες πλούτου. Και αποκτά το Άντεν η Υεμένη μόνο 130 χρόνια αργότερα. Το τοπίο ερημικό και ηφαιστειογενές, κάποιες μεγάλες λαξεμένες δεξαμενές νερού που πολύ σπάνια γεμίζουν. Βρώμικοι δρόμοι, μια θλιβερή ξεπεσμένη πόλη. Το ξενοδοχείο μας κοντά στο λιμάνι μελαγχολικά άδειο, καθίσαμε για ένα καφέ στο λόμπι μετά από λίγο ήρθαν και 3 άλλοι πελάτες και χαρήκαμε που γίναμε πολλοί….
Άντεν, περασμένα μεγαλεία και διηγώντας τα να κλαίς.
Ψαροχώρι στην Ερυθρά θάλασσα
Μετά από αρκετές ώρες μέσα στην έρημο, τελικά είδαμε θάλασσα. Δύο καλύβες από φύλα φοινικιάς ήταν αρκετές να σταματήσουμε να κατεβούμε από το αυτοκίνητο να αγναντέψουμε για λίγο το απέραντο γαλάζιο της Ερυθράς. Κάποια μπόλικα παιδάκια όταν είδαν το όχημα να σταματά στην αρχή κάπως δειλά αλλά πολύ σύντομα ξεπέρασαν τους πρώτους δισταγμούς και έτρεξαν κοντά μας. Αν και η ζέστη ήταν ανυπόφορη ένα ελαφρύ θαλασσινό αεράκι ήταν αρκετό για να σταθούμε για λίγο έξω από το κλιματιστικό του αυτοκινήτου. Μετά από τα τόσα μονότονα χιλιόμετρα της καυτής άμμου τα παιδιά με τα πολύχρωμα ρούχα τους, με τα μεγάλα εκφραστικά και γεμάτα περιέργεια μάτια τους μας αποζημίωσαν.
Η πετρόχτιστη Χατζάρα
Ένα μνημείο αρχιτεκτονικής. Εδώ έχει υποχωρήσει η έρημος και διαφεντεύει η πέτρα. Αυτή την ηλιοκαμένη πέτρα κατάφεραν να την τιθασεύσουν. Χτίσανε καστρόσπιτα. Χωρίς να ακολουθούν αρχιτεκτονικούς κανόνες, χωρίς σχέδια, χωρίς θεμέλια τα σπίτια τους είναι κάθετη προέκταση των βράχων. Στέκουν εκεί από τον 12ο αιώνα τα πιο παλιά και τα πιο σύγχρονα από τον 17ο αιώνα. Καστρόσπιτα των 6, 7, και 8 ορόφων, οι πρώτοι τρεις όροφοι έχουν αντί για παράθυρα κάτι παραλληλόγραμμα ανοίγματα που δεν είναι πάντα για παροχή αέρα και φωτός αλλά τα χρησιμοποιούσαν και για πολεμίστρες. Μπαίνεις μέσα στο χωριό από μια χαμηλή πύλη την οποία την βρίσκεις ξαφνικά μπροστά μέσα στους βράχους όπου φυτρώνουν φραγκοσυκιές μόνο. Τα σοκάκια καλντερίμια απαράμιλλης τέχνης και ομορφιάς. Όπως συμβαίνει πάντα στα χωριά μόλις πήραν είδηση ότι ήρθαν ξένοι άρχισαν να ανοίγουν κάποια παράθυρα ψηλά και παιδικά κεφαλάκια να εμφανίζονται, πολύ σύντομα άρχισαν να ανοίγουν και οι πόρτες και να βγαίνουν παιδιά.
Κακοτράχαλα βουνά
Καστρόσπιτα χτισμένα κυριολεκτικά από πέτρα και ήλιο μόνο. Εκεί δεν ακούς το θρόισμα των φύλων στα δένδρα. Εκεί συναντιέται ο αέρας με το ήλιο. Κάθε χωριό στην Υεμένη είναι διαφορετικό έχει τα δικά του χαρακτηρίστηκα, είναι μοναδικό. Τίποτε δεν επαναλαμβάνεται. Σου δίνει την εντύπωση ότι ο τόπος τους δεν είναι τίποτε άλλο παρά ένα ξάφνιασμα της φύσης και αυτοί που ζουν εκεί ζουν από ένα πείσμα για τη ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου