© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΕΝΘΕΤΑ. Ό,τι νεότερο εδώ!

Πέμπτη 11 Αυγούστου 2022

ΜΑΡΤΥΡΙΕΣ ΤΗΣ ΣΕΙΣΜΟΠΥΡΚΑΓΙΑΣ ΤΟΥ 1953 ΣΤΗ ΖΑΚΥΝΘΟ. Οι παλιοί διηγήθηκαν και οι νεότεροι θυμήθηκαν


[Η δημοσιευόμενη σήμερα έρευνα της τακτικής συνεργάτιδός μας ΔΙΟΝΥΣΙΑΣ ΜΟΥΣΟΥΡΑ, η οποία ζει μόνιμα στη Μελβούρνη και εξ αγάπης πολλής για την γενέτειρά της ερανίσθηκε μαρτυρίες για τη φρικτή σεισμοπυρκαγιά του 1953 στα νησιά του Ιονίου, μάλιστα δε στη Ζάκυνθο, πρωτοδημοσιεύτηκε στο "Νυχθημερόν" σε δύο φάσεις: τον Αύγουστο του 2019 (εδώ) και τον Αύγουστο του 2021 (εδώ), προκαλώντας συγκίνηση στους πολυπληθείς αναγνώστες τους. 
        Τις ίδιες εκείνες ημέρες (2019 και 2021) δημοσιεύτηκαν για 2η φορά στο πολιτιστικό ένθετο του πολυπεριοδικού μας, δηλαδή "Στον ίσκιο του Ήσκιου" (εδώ κι εδώ). 
        Η 3η δημοσίευσή τους έγινε στα "Παραθέματα Λόγου", την ψηφιακή βιβλιοθήκη μας, το 2019 και 2022, αντίστοιχα εδώ κι εδώ.
        Σήμερα, 12.8.2022, σε 4η διαδικτυακή δημοσίευση, συγκεντρώνονται όλες μαζί ακολούθως, ως οφειλετική συμβολή εμάς των νεότερων στην συμπλήρωση 69 ετών από τις αποφράδες εκείνες ημέρες του 1953.
π. Π. Κ.]


Συνεντεύξεις - γενική επιμέλεια: ΔΙΟΝΥΣΙΑ ΜΟΥΣΟΥΡΑ

Για την Επέτειο της Σεισμοπυρκαγιάς του 1953, επέλεξα να συγκεντρώσω ζωντανές μαρτυρίες, από άτομα που βίωσαν άμεσα ή έμμεσα την όλη καταστροφή!

Ομολογώ, με συγκίνησε η προθυμία όλων των φίλων που προσέγγισα και άλλοι μέσω διαδικτύου άλλοι τηλεφωνικά από Ελλάδα, μου απάντησαν στο ερώτημα που τους έθεσα: Πού και πώς σας βρήκε ο Μεγάλος Σεισμός;

Συμμετέχουν ευάριθμα άτομα, ηλικίας μέχρι 94 ετών! Δημοσιεύω τα κείμενά τους έτσι ακριβώς όπως μου τα έστειλαν/υπαγόρευσαν. Φυσικά τα επιμελήθηκα, διορθώνοντας, τυχόν ορθογραφικά, συντακτικά και εκφραστικά λάθη. Για τυχόν ιστορικές ανακρίβειες, ευθύνονται οι ίδιοι, καθόσον εγώ, σεβόμενη την προσπάθεια τους, δεν άλλαξα τίποτα από το κείμενο. Δημοσιεύονται,  με την σειρά που το κάθε κείμενο έφτανε στα χέρια μου.

Απευθύνω ένα πολύ μεγάλο Ευχαριστώ σε Όλες και Όλους, όχι μόνο για την προθυμία τους και για τον κόπο που κατέβαλαν να τα γράψουν, αλλά  προ παντός, για το ότι αναγκάστηκαν να επισκεφτούν μνήμες οδυνηρές.

Να είστε όλες/οι καλά πάντα!
δ.μ.



Ουρανία Κοτσώνη Γιαννούλη, 
ετών 94 το 2019

Ήμουν 28 χρονών περίπου το 1953.
     Αυτά που συγκράτησε μέχρι σήμερα η μνήμη, είναι ότι εκείνο το πρωινό,  είχαμε κατεβεί στην Πλατεία Ρούγα, (μέναμε στη χώρα),  και σουλατσάραμε γύρω κάνοντας βόλτες!
     Με τον φοβερό σεισμό, τρομοκρατηθήκαμε όλοι κι όσοι βρεθήκαμε εκεί γνωστοί και άγνωστοι,  τραβήξαμε προς το ψήλωμα πολύ φοβισμένοι.
     Θυμάμαι ακόμα, πως όταν ηρέμησαν κάπως τα πράγματα, κατεβήκαμε πάλι όλοι όσοι είμαστε στο Ψήλωμα και βαδίσαμε προς το Λιμάνι!


Μαρία Σιδηροκαστρίτη     

Στα χωριά το 53 δεν έπαθαν τις καταστροφές της χώρας. Ναι μεν έπαθαν ρωγμές τα σπίτια τους αλλά δεν γκρεμίστηκαν. Το πατρικό μου υπάρχει ακόμη και είναι η αποθήκη του σπιτιού.
     Την μεγάλη ζημιά στα πέτρινα σπίτια τότε την έκανε η στέγη που τα ξύλα της (μπουντουνάρια) κτυπούσαν σαν σφυριά τις γωνίες των σπιτιών.
     Η μάνα μου, μου είχε πει πως ήταν στην αυλή και ξεσπύριζαν κουκούτσες από καλαμπόκι όλοι μαζί. Το σπίτι αυτό δεν κατοικήθηκε άλλο. Ο πατέρας μου έφτιαξε μια μπαράκα και μετά το σπίτι της αρωγής που ήταν μεγάλο διότι χρησιμοποίησε δύο αρωγές. Την δική του και του πατέρα του.
     Είχα ακούσει πως ένας θείος της μάνας μου κουβαλούσε με το κάρο από το Λουντζέικο της χώρας  στη Σαρακίνα τα βιβλία τους.
     Με είχαν σε γυάλα και ποτέ δεν έλεγαν δυσάρεστα γεγονότα μπροστά μου! Πήγα 18 χρονών για να μάθω κάποια πράγματα.


Διονύσιος Μούσουρας, 
ετών 72 το 2019

1953 Αύγουστος, Μπόχαλη.
     Ήμουν μόνο 6 χρονών, αλλά κάποιες θύμησες δεν ξεχνιούνται!
     Γιος του παπά Σπύρου  Μούσουρα, που ήταν εφημέριος στην Χρυσοπηγή στην Μπόχαλη. Μέναμε στο «κελί του παπά», οίκημα, συνεχόμενο της εκκλησίας, όπου κατοικούσε ο εκάστοτε εφημέριος.Το σπίτι πολύ παλιό βέβαια αλλά σε πολύ καλή κατάσταση, ευρύχωρο και όλα τα μπροστινά παράθυρα, έβλεπαν προς τη χώρα, με μοναδική θέα!
     Εκείνο το πρωινό, της 11ης Αυγούστου, ήμουν μόνος γιατί οι αδελφές μου Μαντούλα και Σούλα είχαν πάει στο Μπανάτο αποβραδίς με την Νόνα μας την Αντριάνα. (Μετέπειτα έμαθα πως ήρθε και τις πήρε η Νόνα ώστε η Μαμά μου να μπορεί να φροντίζει εμένα που ήμουν μικρός και νάχει το νου της μην συμβεί τίποτα χειρότερο, γιατί υπήρχε μεγάλος φόβος στον κόσμο),  έτσι  είχα καβαλήσει μία καρέκλα για να παίξω κάνοντας την  αλογάκι στο στενό ανάμεσα από το σπίτι μας και το σπίτι του Χλούμπα. 
     Ξαφνικά, γύρω στις 11, 11 και κάτι η ώρα, άρχισα να τραντάζομαι στην καρέκλα-αλογάκι, χωρίς εγώ να κουνιέμαι τόσο πολύ και μία βουή που  χαλούσε ο κόσμος. Ακούω τις καμπάνες της Χρυσοπηγής να χτυπούν δυνατά μόνες τους! Κοιτάζω γύρω και βλέπω να γκρεμίζεται το Καμπαναρίο, να γκρεμίζεται το σπίτι μας  και τον παπάκη μου έξαλλο από αγωνία και φόβο  να με αρπάζει απότομα και να με πετάει κάτω από τον χαμηλό όχτο στο λιοστάσι του Χλούμπα όπου έπεσα στα μαλακά. Μου φωνάζει μέσα στο χαλασμό ο παπάκης μου «πήγαινε πιο κάτω. Πάω για την μάνα σου.»
     Τα 'χασα, δεν ήξερα τι συμβαίνει, δεν είχα ιδέα τι είναι ο σεισμός! Μετά από λίγο ήρθε η μαμά μου κατατρομαγμένη, μ άρπαξε στην  αγκαλιά της και με φιλούσε και σχεδόν όλοι μας  οι Μποχαλιώτες πήγαμε  σε ένα Χωράφι που δεν είχε σπίτια γύρω, απέναντι από το σπίτι του Λάτα, όπως ανεβαίνουμε στην στροφή. Ο παπάκης μου ζήτησε από όλους να γονατίσουμε, γονατίζει με ευλάβεια κι εκείνος  και άρχισε να διαβάζει παράκληση και να να δέεται και να προσευχόμαστε όλοι μαζί  στον Θεό για να σταματήσει το κακό! 
     Λίγες ώρες αργότερα που κόπασε κάπως το δυνατό κούνημα, ξεθαρρέψαμε και πήγαμε πηδώντας μέσα στα χαλάσματα από τα γκρεμισμένα σπίτια, μπροστά στα γκρεμισμένα μουράγια της Χρυσοπηγής.
     Αυτό που αντίκρισαν τα παιδικά μου μάτια ήταν φοβερό! Βλέπαμε την φωτιά στην Χώρα από άκρη σε άκρη  και ακούγαμε τις σπαρακτικές  φωνές από τους φυλακισμένους: «Βγάλτε μας έξω», φώναζαν απεγνωσμένα. ( Οι Φυλακές ήταν σχεδόν κάτω από την Μπόχαλη και ακούγονταν οι απελπισμένες και οργισμένες φωνές των εγκλωβισμένων).
     Εκείνο το  βράδυ και για πολλά ακόμα, διανυκτερεύαμε στο χωράφι όλοι μαζί. Αργότερα, μας μοίρασαν Σκηνές και οι περισσότεροι Μποχαλιώτες κατασκηνώσαμε μέσα στο πολύ μεγάλο Περιβόλι του Γιάγκου του Λάτα που ευγενώς προσφερόμενος, μας παραχώρησε και ο οποίος λίγα χρόνια αργότερα, παντρεύτηκε την μεγάλη μου αδελφή την Μαντούλα. 


Ανδρέας Πολυκαλάς, 
ετών 79 το 2019 

Το πρωινό της 12ης Αυγούστου του 1953, βρέθηκα με την Μητέρα μου και τον αδελφό μου, (ο πατέρας μου πήγε στο μαγαζί, ήταν κουρέας),στο σπίτι της θείας μου της Ιωάννας που βρισκόταν ακριβώς στην Πλατεία του Α. Παύλου, δίπλα από την εκκλησία.
     Το σπίτι, μονώροφο, ήταν σχετικά νεόδμητο κι εκτός από τη θεία μου ήταν εκεί και οι δύο της κόρες Κάκια και Πόπη. Συζητούσαμε αμέριμνα όταν  γύρω στις 11.30 ακούσαμε ένα φοβερό υπόκωφο βουητό που από τον ήχο του έδειχνε τι θα επακολουθούσε. 
     Αγκαλιαστήκαμε τρομαγμένοι και σταθήκαμε στη μέση του δωματίου. Το σπίτι έτρεμε ολόκληρο και μετακινείτο αριστερά, δεξιά πάνω και κάτω λες και αόρατο γιγαντιαίο χέρι το έχει πιάσει από κάτω και το τινάζει στον αέρα! Απ΄ έξω ακουγόταν ο ορυμαγδός των κτιρίων που κατέρρεαν. Ξαφνικά διαπιστώνουμε ότι  μέρος ενός τοίχου του σπιτιού γκρεμιζόταν.
     Διαπιστώνουμε, επίσης,  ότι η εξωτερική μαρμάρινη σκάλα του σπιτιού είχε ξεκολλήσει από τον τοίχο αλλά δεν είχε γκρεμιστεί. Όταν κάποια στιγμή σταμάτησε το κούνημα, βγήκαμε με φόβο στο μπαλκόνι για να δούμε τι γίνεται έξω! Φοβερό το θέαμα, τα σπίτια γκρεμισμένα γύρω κι η επιφάνεια του δρόμου είχε ανέβει τουλάχιστον δυο μέτρα από τα χαλάσματα γκρεμισμένων σπιτιών. Με μεγάλη δυσκολία καταφέραμε να βγούμε έξω και δρασκελίζοντας τα μπάζα κατορθώσαμε να φτάσουμε στο πλάτωμα του Α. Παύλου όπου είχε συγκεντρωθεί πολύς κόσμος φοβισμένοι και τρομοκρατημένοι όλοι.
     Πολλοί ήταν τραυματισμένοι γεμάτοι αίματα πονούσαν ζητούσαν βοήθεια και έτρεχαν. Κάποιος κρατούσε αγκαλιά ένα μικρό αγόρι που έκλαιγε γοερά, τα ποδαράκια του ήταν τυλιγμένα σε μια φλοκάτη πετσέτα που ήταν πλημμυρισμένη στα αίματα! Με μεγάλη δυσκολία ξανά, προσπαθήσαμε να φύγουμε από το Καντούνι του Αγίου Ιωάννη των Λογοθετών για την παραλία. Μετά από αρκετή ώρα με τη γη να κουνιέται κάθε 2-3 λεπτά από σεισμούς που όλο γκρέμιζαν και κάτι, η θεία με τα κορίτσια κάνανε γιουρούσι για να βγούνε στα Καμίνια. Εμείς πάλι, με παρόμοιο τρόπο, γιατί δεν υπήρχαν πια ούτε δρόμοι ούτε Καντούνια,  μόνο ερείπια που έφταναν πολύ ψηλά,  τραβήξαμε για την Στράτα Μαρίνα για να βρούμε τον πατέρα μου. Κάπου εκεί μας βρήκε ο Μεγάλος σεισμός λίγο μετά τις 2! Η χαριστική βολή για το όμορφο νησάκι μας. Άλαλοι πολλοί κι άλλοι ουρλιάζοντας από φόβο κι άλλοι γιατί ήταν χτυπημένοι, τραβήξαμε και μπήκαμε σε μία Μαούνα στην αποβάθρα, για να μην… βουλιάξουμε στη στεριά(!).
     Κάποια στιγμή μας βρίσκει ο πατέρας μου που μας έψαχνε κι εκείνος κι ερχόταν από τον δρόμο του Αγίου γιατί προφανώς νόμιζε πως είχαμε μείνει εκεί γύρω στης θείας το σπίτι, μας πήρε από την Μαούνα κι από κει με φόβο και τρόμο γιατί η Παραλία είχε ανοίξει κι έβλεπες από τις χαραμάδες, που μερικές ήταν αρκετά φαρδιές,  ν' ανεβαίνει η θάλασσα. Τραβήξαμε προς τον Άμμο, περάσαμε το ποτάμι, την καμάρα του Α. Λαζάρου και φτάσαμε στο Κυδώνι όπου είχαμε συγγενείς και διανυκτερεύσαμε στα Λιόφτα όλοι μαζί με στρώμα τη γη και σκέπασμα τον ουρανό!
     Φυσικά, δεν είχαμε φάει τίποτα όλη μέρα, αλλά ποιος νοιαζόταν για φαΐ,  μας βασάνιζε όμως η δίψα. Πηγαίνοντας προς τα εκεί, μπήκαμε σ΄ ένα περιβόλι με καρπούζια, κόψαμε ένα μεγάλο καρπούζι, τραβώντας το, το σπάσαμε σε μια μεγάλη πέτρα και ρουφούσαμε λαίμαργα για να ξεδιψάσουμε… 


Παναγιώτης Χιώνης, 
ετών 53 το 2019

Δεν είχα γεννηθεί τότε. Αλλά θυμάμαι πολύ έντονα τον Πατέρα μου να μας  περιγράφει ακριβώς την συγκεκριμένη στιγμή. Ιδιαίτερα κάθε Αύγουστο μέχρι που έφυγε,  θα μας μιλούσε για κείνη την ημέρα. Κάτι σαν Μνημόσυνο στην απερίγραπτη καταστροφή!
     Τον έλεγαν Διονύση, και η αφήγηση του, άρχιζε πάντα με τον ίδιο τρόπο:
     «Μέναμε στσι  Βαρρές. Εκείνη την ημέρα εξεκίνησα αμπονόρα γύρω στις 9.00 να πάω στη χώρα που είχα να κάμω κάτι δουλειές.  Φτάνοντας κοντά στην Αγία Αικατερίνη, σχεδόν απέναντι από εκεί που βρίσκεται σήμερα το Δημοτικό Θέατρο με φώναξαν από απέναντι, η Αντριάνα, συγγένισσα  και δύο γειτονοπούλες που ήταν εκεί, ε, Νιόνιο φτιάχνουμε καφέ και δεν έχουμε τσιγάρο, έλα να μας δώσεις τσιγάρα και να πιούμε τον καφέ παρέα. 
     Σταμάτησα και λέω, έχω ένα τσιγάρο μοναχά, περιμένετε λίγο, πάω στη χώρα να πάρω ένα πακέτο και έφτασα. Πράγματι, πετάχτηκα και πήρα τσιγάρα ήπιαμε καφεδάκι, καπνίσαμε, πιάσαμε την πάρλα, κόντευε 11.30 η ώρα, λέω, ας πηγαίνω σιγά-σιγά. Ξεκινάω να φύγω κι αντί να στρίψω για τη χώρα, στρίβω για τση Βαρρές, λέω, άσε τσι  δουλειές για αύριο βαριέμαι τώρα μες στη  κάψα πού να τρέχω. Δεν είχα φτάσει ούτε μέχρι του Κολαίτη, καμιά 150 μέτρα πιο κάτου που  με βρήκε το κακό! Έφυγε η γης από τα πόδια μου κι από την άκρη του δρόμου που ήμουνα με πέταξε στη μέση!
     Ακούω κάποια στιγμή μια δυνατή φωνή  από πίσω που ακλουθούσαν δυο άλλοι, δεν τους γνώριζα, «Αεροπορία», (το σήμα κινδύνου του στρατού να πέσουμε κάτου μπρούμητα προστατεύοντας το κεφάλι με τα χέρια). Ενστικτωδώς, πέφτω χάμου.  Νάναι καλά οι άνθρωποι γιατί όπως εχοροπήδαε η γης και με πέταγε, θα σκοτωνόμουνα. Η γης ετιναζότανε σαν άγριο άλογο.
     Όταν σταμάτησε κάποια στιγμή το κακό, σηκώθηκα με δυσκολία, ετήραγα γύρω μου κατά τη χώρα και δεν έγλεπα τίποτα! Ένα μαύρο σύννεφο από πηχτό μπουχό είχε σκεπάσει τα πάντα. Από απέναντι στο Σκοπό, όμως, έγλεπα με τρόμο να ξεκολλάνε όχι αγκωνάρια, αλλά  ολόκληροι βράχοι, να πέφτουνε με φόρα στη θάλασσα και να σηκώνουν συντριβάνια μέχρι τον ουρανό!
     Με το ζόρι διέκρινα γκρεμισμένα σπίτια και χαλάσματα ουλούθες. Από όπου επέρναγα, ρημάδια ούλα, δεν είχε μείνει σπίτι, λεσία, πορτόνι. Βιβλική καταστροφή.
     Κάποτε μέσα από ερείπια, πότε προβατώντας πότε σκοντάφτοντας ή σαρτένοντας κατάφερα να φτάσω στο σπίτι μας. Πάρα δίπλα η Πετροπουλάκαινα, η μάνα τση Αντριάνας  που ήπιαμε καφέ, να έχει πλακωθεί από  το σπίτι τσης και να ουρλιάζει βοήθεια.
     Άρχισα να φωνάζω για βοήθεια τσου γειτόνους κι όποιους ήτανε ορθοί, κουνήσαμε με μεγάλο κόπο και προσπάθεια τα αγκωνάρια και τα υπόλοιπα και καταφέραμε να την βγάλουμε όξω και να γλιτώσει. 
      Ετούτα εσυμβήκανε εκείνη την καταραμένη μέρα και να χρωστάτε χάρη στση κοπέλες γιατί αν δεν μου φωνάζανε  να πιούμε καφέ εσείς θα είχατε μείνει ορφανά!
     Αφήστε με τώρα, δεν μπορώ να μιλώ άλλο για κείνη τη συφορά».


Ιουστίνη Θ., 
ετών 84 το 2019
         
Ήμουν 18 χρονών. Το μεγάλο κακό με βρήκε στη χώρα. Ήμουν στο σπίτι της θείας μου της  Αθηνάς που έμεναν στον Α. Παύλο. Πεταχτήκαμε όλοι τρομαγμένοι και τρεκλίζοντας από το συνεχές κούνημα έξω ενώ τα σπίτια γκρεμιζόταν γύρω μας, τρομάξαμε να ανοίξουμε την εξώπορτα γιατί κατέρρεαν συνεχώς όλα και είχε φρακάρει. Ο γείτονας ο Χαραχάλιος μόλις είχε γυρίσει φορτωμένος με ψώνια δεν πρόλαβε να κάνει δυο βήματα, τον πλάκωσαν τα  χαλάσματα κι άρχισε να ουρλιάζει. Αλλά τα ουρλιαχτά του κράτησαν πολύ λίγο, ακαριαίος θάνατος.
     Πατώντας επάνω σε χαλάσματα, σε σκοτωμένους και μισοπλακωμένους που φώναζαν βοήθεια προσπαθήσαμε να προχωρήσουμε. Πέφτει μια μεγάλη σανίδα πάνω μου, μου σχίζει το πόδι, χάνω τα παπούτσια μου, με σηκώνουν ο μπάρμπας κι η θεία και πιασμένοι σφιχτά  όλοι από το χέρι ιδιαίτερα με τον Τάκη το γιο τους που ήταν μικρός για να μη χαθούμε και με τον μπουχό από τα χαλάσματα να μας στραβώνει, προσπαθούμε να προχωρήσουμε προς τον Άγιο Λάζαρο. Να βγούμε έξω από τη χώρα και τον χαλασμό και να τραβήξουμε για τον Καλλιπάδο, το χωριό μου.
     Θα πρέπει να μας πήρε πάνω από δυο ώρες, μισόγυμνοι, ξυπόλητοι, με τον τρόμο στην καρδιά και τους απανωτούς σεισμούς για να φτάσουμε.
     Η Μάνα μου πάνω στη ράχη, στο ξάγναντο να κοιτάζει κλαίγοντας προς το δρόμο με αγωνία.
     Θρήνος και οδυρμός και ερείπια παντού…


Αντωνία Στεριώτη, 
ετών 81 το 2019

Ήμουν 15 χρονών Μέναμε στον Άγιο Δημήτρη, σ΄ ένα λοφίσκο. Αλαφιαστήκαμε με τον σεισμό τον μεγάλο, τρέξαμε έξω όσο πιο ψηλά μπορούσαμε.
     Ξαφνικά άκουσα τη Μάνα μου να ουρλιάζει… Ο Σαράντης, ο Σαράντης… είναι κατάκοιτος δεν μπορεί να βγει. Ήταν ο αδελφός του συχωρεμένου του Πατέρα μου. Με κίνδυνο γιατί το σπίτι είχε μισογκρεμιστεί κι η γη σειόταν διαρκώς, μπήκαν μέσα με τον πατριό μου και με μεγάλη δυσκολία τον έκαναν συρτόν και τον έβγαλαν έξω.
     Το άλογο μας, η γίδα και μια γελάδα που ήταν δεμένα,  έκοψαν κι έτρεχαν σαν παλαβά γύρω χλιμιντρίζοντας και βελάζοντας και τα δύο σκυλιά ούρλιαζαν λυπητερά.
     Όσο έπαιρνε το μάτι, ίδιες σκηνές παντού, χαλασμός Κυρίου! Έτρεχαν όλοι μέσα-έξω φωνάζοντας και ψάχνοντας για τους ανθρώπους τους. Πατούσαν σε γυαλιά και άλλα αιχμηρά και πληγώνονταν μα δεν σταματούσαν.
     Όπως πεταχτήκαμε σχεδόν μισόγυμνοι όλοι, πέφταμε πάνω σε ξερά χόρτα που μας αγκύλωναν, γιατί η γη γύρω μας είχε σκιστεί και φοβόμαστε να πατήσουμε εκεί πως θα ανοίξει περισσότερο και θα μας καταπιεί. 
     Πιο θλιβερή θύμηση για κείνη την ημέρα, ότι από το Λόφο, αγναντεύαμε το Γερακαρίο και το Μπελούσι κι όσο έφτανε το μάτι, βλέπαμε μόνο καταστροφές και αυτές με το ζόρι γιατί όλα ήταν σκεπασμένα από σεντόνι όχι απλά σκόνη, αλλά μπουχό! Όμως, αντίκρυσα την εκκλησία της Α. Παρασκευής στο Άνω Γερακαρίο να γίνεται ένας σωρός από ερείπια κι αυτή η εικόνα με ακολουθεί μέχρι σήμερα!


Γεώργιος Τ., 
ετών το 82

Ο μεγάλος σεισμός, με βρήκε πάνω στην διώροφη, καλαμένια καλύβα που είχαμε φτιάξει για το Καλοκαίρι, με τον γείτονα και φίλο Μπάμπη, 16-17 χρονών και οι δύο.
     Τρομοκρατηθήκαμε και κρατιόμαστε γερά από όπου μπορούσαμε για να μην πέσουμε. Βλέπαμε με τρόμο απέναντι από το Βουνό του Άη Πέτρου να ξεκολλάνε ολόκληροι βράχοι και να κατρακυλάνε κάτω με ορμή σηκώνοντας μαύρη σκόνη που σκέπαζε τον τόπο και δεν βλέπαμε μπροστά μας.
     Κάποια στιγμή βλέπω το σπίτι μας καμιά 20ριά μέτρα από την Καλύβα  να σωριάζεται σε ερείπια κι ο τοίχος της κουζίνας, που απέξω κοιμότανε ο Περδίκης το σκυλί μας για να δροσίζεται, να πέφτει επάνω του και να το σκοτώνει….
     Τρέξαμε κάτω φοβισμένοι, όλοι οι γειτόνοι είχαν βγει έξω τρέμοντας από φόβο, τα σκυλιά γύρω αλιχτάγανε θρηνητικά, σου έκανε κακό να τα ακούς. Ο Μπάμπης έτρεξε σπίτι του κι εγώ θυμήθηκα πως η Μάνα μου με την γειτόνισσα την Αθηνά είχαν πάει «πίσω», στις Ελιές, όπως το λέγαμε, να πλύνουν. Λιγοστό το νερό στο χωριό κι εκεί είχαμε δύο πηγάδια.
     Ήρθε κι ο Μπάμπης μαζί, τις βρήκαμε να κάθονται χάμου πολύ τρομαγμένες γιατί εκτός από τον σεισμό, από την πέτρινη λιθία (φράχτη), είχε βγει τρομαγμένο ένα μεγάλο φίδι κι αυτές είχαν παγώσει…
     Πάρα πέρα, δεμένη η Γαϊδούρα ανήσυχη γκάριζε συνέχεια. Φορτώσαμε την μπουγάδα και πήραμε το δρόμο για το χωριό.
     Απ΄ όπου περνούσαμε άνθρωποι έξω θρηνούσαν τα γκρεμισμένα τους σπίτια κι έψαχναν για τους δικούς τους.


Διονύσης Κουτσουβέλης, 
ετών 76 το 2019

Το   πρωί  της 12ης Αυγούστου  53 μας βρήκε  τη μητέρα  μου με τέσσερα παιδιά, τη γιαγιά  μου και τη θεία μου (έλειπε ο πατέρας μου σε κάποιο  χωριό για δουλειά) με τη σκεπή  του σπιτιού  να έχει σταθεί  στη τετράφυλλη ντουλάπα  και να γλιτώσουμε  από την πλήρη κατάρρευση  της σκεπής και ενδεχόμενη  καταπλάκωση  μας. Με μεγάλη  γενναιότητα  η μητέρα μου μας κατεβάζει  από την εσωτερική ξύλινη  σκάλα  στα δέντρα  του Άμμου, όπου πλήθος  κόσμου  φώναζε είτε  για απώλειες προσφιλών προσώπων  λόγω τραυματισμών! Ατμόσφαιρα  κόλασης! Στις 11:30 το πρωινό πάντα της ίδιας ημέρας  σείεται το νησί  με 7,3 ρίχτερ  και δημιουργούνται  πρώτες  επιτροπές  με μεγάλη  συνεισφορά  των Προσκόπων Ζακύνθου, για την τακτοποίηση  του αλλόφρονος πλήθους!!Πολλοί  βρήκαμε  καταφύγιο  στο Σχολείο  Επειδή  είχε  αντισεισμική  κατασκευή  περιμένοντας  περαιτέρω  οδηγίες. Βέβαια  μιλάμε  για μια δαντική  εικόνα. Εκεί  στο καντούνι   των Λογοθετών  όπου υπήρχαν  τα μαγέρικα  Του Τσιλιώρη, των Λογαραίων και άλλων  δούλευαν  παρά τα κουνήματα  πουλώντας  κουκιά, καθώς  ήταν νηστεία. Στις 2:30 το μεσημέρι  ολοκληρώνεται  η βιβλική  καταστροφή  με σεισμό 7,4 ρίχτερ,  οπότε  η κατάσταση  γίνεται  ανεξέλεγκτη  ορμούμε όλοι μας προς παραλία  διότι σηκώνεται  ένας μπουχός  από τη σκόνη  των και ταυτόχρονα  ισοπεδώνεται  όλη η πόλη  ενώ  από τα μαγέρικα  της Λογοθετών πιάνει η μεγάλη  πυρκαγιά. Εμείς, ως οικογένεια ακολουθούσαμε  το άλλο έξαλλο πλήθος  με σκοπό την όσο το δυνατόν γρηγορότερη  απομάκρυνση μας από την πόλη κατευθυνόμενοι  ως συρφετός  προς το ποτάμι. Περνώντας  από την εκκλησιά του Αγίου  μας, δεν θα το ξεχάσω ποτέ  βλέπουμε το 32 μέτρων καμπαναριό  να κόβεται  στη μέση  και να γκρεμίζεται  κάθετα  ανοίγοντας  μια τεράστια  λούμπα  και δεν υπήρξε  ούτε ένας τραυματισμός! Την πρώτη νύχτα  διανυκτέρευσης σε μια σκηνή 16 άτομα, δυο οικογένειες. Το  τριήμερο  της φωτιάς  το παρακολουθήσαμε  από τη σκηνή. Τα αεροπλάνα  μας πετούσαν ψωμί  και σε ελαιόλαδο ποδοσφαίρου  κάποιοι μαύροι  μας έδιναν κονσέρβες και πρόχειρο συσσίτιο. Αυτή  η κατάσταση κράτησε δυο εβδομάδες  μέχρι  να τακτοποιηθούμε σε σκηνές  στο συνοικισμό  της Παναγούλας!!!


Θεοδώρα Σιδηροκαστρίτη, 
ετών 84 το 2019

Παραμονές Δεκαπενταύγουστου,  12 του μηνός. Ένας σεισμός στις 6 το πρωί μας ανησύχησε γιατί το σπίτι του θείου μου στη χώρα έπαθε ρωγμές. Ο πατέρας έφυγε πρωί για να συμπαρασταθεί στον αδερφό του και στην οικογένεια του. Λίγο το κακό όπως μάθαμε και εμείς τα κορίτσια πήραμε το δρόμο για τη χώρα που οπωσδήποτε έπρεπε να στολίσουμε για την επίσημη μέρα που πλησίαζε. Θα πάμε για παπούτσια στου Νικόλα (Μαυραγορίτη τον έλεγαν), πολύ γνωστός στους γονείς μας. Εδιάλεξα ωραία παπούτσια αλλά ήθελα και τη γνώμη της μητέρας όπου θα τα πλήρωνε. Με προθυμία μου έδωσες το παπούτσια, δυο διαφορετικά σχέδια όπου την επόμενη μέρα θα μας έδινε το ταίρι του ενός. Ο κόσμος όμως ήταν τρομαγμένος από τον πρώτο σεισμό και είχαν βγει στους δρόμους. Πέρασε από τα δέντρα του Αγίου και το σχολείο του άμμου όπου ήταν πλημμυρισμένα από πεινασμένο και έντρομο κόσμο. Ο Δήμαρχος τότε, νομίζω ο Τάλμποτ Κεφαλληνός, κυκλοφορούσε με ανοιχτό αυτοκίνητο και προέτρεπε τον κόσμο να επιστρέψει στα σπίτια τους όπου πολλοί υπάκουσαν γιατί δεν είχαν άλλη επιλογή. Εμείς βαδίσαμε βιαστικά για την αφετηρία του λεωφορείου στην πλατεία του Αγίου Λουκά. Ήταν και ο παππούς μαζί μας. Επεριμέναμε ήρεμα το ξεκίνημα, αλλά τι ξεκίνημα. Αρχή ολέθρου. Το λεωφορείο πετούσε πάνω κάτω σαν μια μπάλα και ακούγαμε το καταστροφικό γκρέμισμα των γύρω κτιρίων που τελικά μας εγκλώβισαν. Δεν μπορούσαμε να δούμε τίποτα όταν σταμάτησε η φοβερή δόνηση, ήταν μαυρίλα παντού. Μαύρο σκοτάδι κι ας ήταν μεσημέρι. Έπρεπε να βρούμε τρόπο να διασωθούμε, αλλά πώς; Βουνά από χαλάσματα και σπίτια ισοπεδωμένα. Ο πιο κοντινός δρόμος διαφυγής ήταν να βγούμε στον παραλιακό δρόμο. Αλλά πως; Όταν δεν έχεις άλλη επιλογή για να γλυτώσεις και να επιζήσεις, δεν σκέφτεσαι, μόνο προχωρείς και σκαρφαλώνεις χαλάσματα και σκεπές και αγνοείς τις φωνές για βοήθεια κάτω από τα ισοπεδωμένα κτίρια. Πάντα μαζί με τον παππού μας καταφέραμε και φτάσαμε στον παραλιακό δρόμο δρασκελώντας. Αλλά κι εκεί άλλος κίνδυνος, χάσματα επικίνδυνα. Κάποτε φτάσαμε στη εκκλησία του Αγίου αλλά η μόνη διέξοδος ήταν κάτω από το ετοιμόρροπο καμπαναριό και ο Θεός βοηθός. Ε, προχωρήσατε στον κεντρικό δρόμο που οδηγεί προς Παντοκράτορα-Λιθακιά και ευρεθήκαμε σε γειτονιά κόσμου. Τα χωριά πήραν τους δρόμους, άλλοι με τα πόδια και άλλοι με αυτοκίνητα φορτωμένα με σκαρφαλωμένους  ανθρώπους με τις ιαχές της καταστροφής σαν να ήταν πόλεμος. Μεταξύ αυτών ήταν και η μάνα, κλαίγοντας. Μήπως είδατε τον πατέρα σας, ρωτάει απεγνωσμένα. Το σπίτι μας στο Λαγανά είχε καταστραφεί. Ένας τοίχος όρθιος, άλλος έτοιμος να καταρρεύσει, σου έδινε την εντύπωση πως είναι ένα μεγαθήριο να σε καταπιεί. Το βλέπαμε από μακριά. Νομίζαμε πως κάποια άγνωστη δύναμη μπορούσε να μας σκοτώσει. Ύστερα από λίγο ήρθε και ο πατέρας γεμάτος από σκόνη και γρατζουνιές. Ο σεισμός το βρήκε στην πλατεία της Φανερωμένης και όπως μας εξήγησε, αγκαλιάστηκαν με μερικούς άλλους που βρέθηκαν  εκεί και τα γκρεμισμένα τους κουκούλωσαν κυριολεκτικά. Ήταν πολύ τυχερός όσο κι εμείς. Πολύ επικίνδυνος όμως ο Λαγανάς για καταποντισμό. Από το Σκοπό έβλεπες να πέφτουν στη θάλασσα κομμάτια του βουνού και να δημιουργούν σιντριβάνια. Μας προέτρεψαν, νομίζω οι αρχές, να βαδίσουμε προς το βουνό, ύστερα από τον μεγάλο σεισμό στις 2.30 περίπου. Πραγματικά, χαριστική βολή. Είχαμε τότε κάτι κυπαρίσσια στο κτήμα και όταν άρχισε το κακό, τα είχαμε αγκαλιάσει και όλοι φωνάζαμε το Κύριε ελέησον. Οι κορυφές τους άγγιζαν τη γη. Δεν έχω την δύναμη να περιγράψω την τρομερή στιγμή, τα λόγια φτωχά για μια τέτοια θεομηνία. Μαζί με πολλούς κατοίκους της περιοχής, πήραμε το δρόμο της ανηφοριάς, σέρνονται καμία κουβέρτα από τις καλύβες. Το βράδυ κοιμηθήκαμε στο αλώνι, οι μετασεισμοί αμέτρητοι και ο πόλεμος των άστρων στην κυριολεξία. Και δεν τελειώνει εδώ. Αρχίζει η ταλαιπωρία της επιβίωσης, πολύ γνωστή στον κοσμάκη.


Νίκη Β.,
ετών 79 το 2019

Αποβραδίς του κακού, είχα πάει στο Λυκούδι, (λίγο πιο έξω από το Νεκροταφείο της χώρας), που είχε σπίτι η αδελφή μου με τον άνδρα της. Κοιμηθήκαμε σε μια ωραία Καλύβα επάνω στη Μουριά, που είχε φτιάξει ο γαμπρός μου.
     Εκεί μας βρήκε ο πρώτος μικρός σεισμός νωρίς το πρωί, αλλά δεν τρομάξαμε, μείναμε στην καλύβα γιατί έκανε πολλή ζέστη.
     Δεν υπάρχουν λόγια να περιγράψω το κακό που έγινε γύρω στις 11.30 περίπου! Τιναζόταν η Καλύβα μαζί κι εμείς και ο σεισμός μας πέταγε από τη μίαν άκρη στην άλλη! Προσευχόμαστε όλοι παρακαλώντας τον Άγιο μας και την Παναγία να μας προστατέψει. Κοιτώντας γύρω δεν βλέπαμε τίποτα από την παχιά σκόνη που σκέπαζε τα πάντα. Κάποια στιγμή που σταμάτησε το φοβερό κούνημα βοηθώντας ο ένας τον άλλον, περισσότερο εμένα που ήμουν μικρό κορίτσι 13 ετών, πιανόμαστε από τους Κυπαρισσένιους στύλους της Καλύβας για να κατέβουμε από τη σκάλα σιγά-σιγά.
     Ολοζώντανη η μνήμη να βλέπω το γαμπρό μου να χτυπάει με τα χέρια το κεφάλι του βλέποντας το σπίτι του να σωριάζεται σε ερείπια.
     Περνούσαν οι ώρες μες στην αναμπουμπούλα και στο φόβο. Όπου και να κοιτάζαμε ερείπια και φωνές από ανθρώπους.
     Κάποια στιγμή, ούτε ξέρω πόσες ώρες πέρασαν μέσα στο φόβο και τον τρόμο, βλέπουμε τη Μάνα μου, από το σπίτι μας λίγο πιο πάνω από την Ανάληψη, που δρασκελώντας βουνά από γκρεμισμένα και αγκαλιά με την Εικόνα της κυράς της Υπαπαντής, (Την εικόνα την έχω μέχρι σήμερα), το μόνο που πρόλαβε να αρπάξει από το γκρεμισμένο μας σπίτι, κλαίγοντας, σκονισμένη γεμάτη αγωνία αν ζούμε η αδελφή μου, ο γαμπρός μου κι εγώ να φτάνει κοντά μας. Αγκαλιαστήκαμε και κλαίγαμε πολλή ώρα… 
     Από αυτό το σημείο και μετά, θολά όλα στη μνήμη. Θυμάμαι μόνο πως για πολλά βράδια κοιμόμαστε εκεί στην ύπαιθρο με 2-3 κουβέρτες που καταφέραμε να βγάλουμε από τα χαλάσματα.



Βαρθαλάκης Βαρθάλης, 
ετών 73 το 2019

11 Αυγούστου 1953, ημέρα Τρίτη. Πριν 28 μέρες είχα κλείσει τα 7 χρόνια και περπατούσα στα 8.
     Εκείνο το παιδί, ένα παιδί από το βουνό (βουνίσιο), περίμενε με λαχτάρα να "ταξιδεύσει με την μάνα του , σ' ένα χωριό του κάμπου, το Γερακαριό, μα και τον Καλλιπάδο. Εκεί υπήρχαν συγγενείς και βαφτιστήρα, αντίστοιχα. Πρωί λοιπόν της Τρίτης, (επιστροφή σε πρώτο πρόσωπο), επιβιβαστήκαμε σ' ένα λεωφορείο (τύφλα να 'χει). Παληό σαράβαλο φορτηγό μετασκεβασμένο σε "λεωφορείο" με καθίσματα για καμιά 10ρια νοματεους και στο πίσω μέρος ένας ξεχωριστός χώρος (κλούβα) για τις προμήθειες των επιβατών, ενίοτε και για χώρο επιβατών όταν γέμιζε "μέσα".
     Ξεκίνησε λοιπόν για την Χώρα αλλά πιο πάνω από το χωριό σταμάτησε να φορτώσει κατσίκια. Τα κατσίκια ήταν ατίθασα και το ξαφνικό και πολύ έντονο "κούνημα “του λεωφορείου απεδόθη στην ζωηράδα τους.
     Ξαναξεκινάει αγκομαχώντας στον καρόδρομο και φτάσαμε μετά από μία  ώρα + στον Άγιο Δημήτρη όπου από εκεί με τα πόδια θα πηγαίναμε στον προορισμό μας. Εκεί πληροφορηθήκαμε ότι το κούνημα από τα κατσίκια ήταν σεισμός δυνατός με πιθανόν θύματα.
     Φθάσαμε στα συγγενολόγια με μικρούς; σεισμούς στην συνέχεια.Την επόμενη μέρα, Τετάρτη, πάλι με τα πόδια για Καλλιπάδο στους κουμπάρους. Μεσημέρι καθίσαμε για φαγητό μαρίδες με χόρτα και ζεστοφούρνι, που μόλις είχε ξεφουρνίσει η κουμπάρα μας.
     Στα μισά του φαγητού αρχίζει ο χορός των δαιμόνων. Αρπάζει ο κουμπάρος τα μικρά παιδιά, (εμένα και τη φιότσα μας), μας βγάζει έξω οι μεγάλοι βγήκαν γρήγορα και τώρα η εικόνα: Η κουζίνα κατέρρευσε. Γλυτώσαμε τα δεμάτια από τις καλαμιές που είχε ο κουμπάρος ο Παύλος, μέσα στα αλώνια "χορεύαν" τον χορό του Εγκέλαδου "με κύμβαλα και σείστρα", το άλογο να έχει αφηνιάσει  στον στάβλο και ο κουμπάρος να παίρνει το ρίσκο να το βγάλει έξω. Το καταφέρνει. Ξωπίσω του ο στάβλος καταρρέει. Γλίτωσαν άλογο και καρολόγος. Είχε κάρο ο κουμπάρος. Όλη αυτή η αλληλουχία συμβάντων μέσα σε 50 δευτερόλεπτα.
     Θυμάμαι έναν "τύπο" που πέρναγε από το  δρόμο μετά τον σεισμό και είχε πέσει ανάσκελα φασκελώνοντας με χέρια και με πόδια τον Θεό.
     Τώρα απ' εκεί και πέρα κάθε μερικά δευτερόλεπτα η γη έτρεμε. Έβλεπα τη μάνα μου που σταυροκοπιόταν και το ίδιο έκανα κι εγώ, ανακαλύπτοντας ότι όταν σταματούσα το σταυροκόπημα η γη έτρεμε, οπότε δεν σταματούσα να κάνω το σταυρό μου. Βραδύ τώρα 12/8 πληροφορηθήκαμε για την φωτιά στη Χώρα. Ανεβήκαμε σ' ένα λοφίσκο και με τρόμο και πίκρα αγναντεύαμε το φοβερό θέαμα της φωτιάς στην Χώρα. Το σταυροκόπημα, σταυροκόπημα. Την επόμενη μέρα ξεκινήσαμε για το Γερακαριό. Θυμάμαι τις χαράδρες που είχαν δημιουργηθεί από το σεισμό στον δρόμο. Φόβος και τρόμος γιατί συναντούσαμε ανθρώπους οι οποίοι φημολογούσαν ότι θα βουλιάξει το νησί. Φαντάσου τώρα την ψυχολογία μου απέναντι σ' αυτό το πρωτόγνωρο φαινόμενο.
     Από το χωριό μου κανένα νέο. Πού τηλέφωνα τότε. Μέναμε κάτω από τις ελιές μέρα -νύχτα για πολλές μέρες. Κάποια μέρα ο μπάρμπας μου ο Σπύρος, γαμβρός του πατέρα μου με "φορτώνει" σ' ένα γαϊδουράκι και ξεκινάμε για την Εξωχώρα, (το χωριό μου), δια μέσου Λαγκάδας του Φαγιά, μονοπάτι και μετά από 4 ώρες πορείας φθάσαμε για να αντικρίσουμε το σπίτι μας με πολλές ζημιές αλλά ορθό. (Κτίσμα του 1700) και το οποίο υπάρχει ακόμα ανακαινισμένο, σε σοφίτα. Ο πατέρας μου με τις μεγαλύτερες αδελφές μου να μας θεωρούν αγνοούμενους. Σκηνές αγαλλίασης. Μας αφηγήθηκαν και τους αφηγηθήκαμε τα όσα ζήσαμε. Εδώ στο χωριό ήδη είχαν εγκατασταθεί σκηνές από τον στρατό όπου στεγάζονταν από δύο η τρεις οικογένειες ανάλογα με τον αριθμό των μελών. Τα αεροπλάνα έριχναν εφόδια. Νερό, γαλέτες, κονσέρβες, κουβέρτες και άλλα. Εν τω μεταξύ οι δονήσεις εξασθενούσαν, το φθινόπωρο πλησίαζε, ήλθαν τα πρωτοβρόχια, πλημμύρες στις σκηνές, οπότε δειλά-δειλά αρχίσαμε να μπαίνουμε στα τραυματισμένα σπίτια ψάχνοντας "σίγουρα" μέρη για τα κρεβάτια μας. Έτσι και έγινε. Οι μέρες κυλούσαν, αρχίσαμε να προσγειωνόμαστε στην νέα πραγματικότητα η οποία έκανε πολλά χρόνια να γίνει κανονικότητα... Αυτές είναι οι αναμνήσεις του 7χρονου παιδιού από εκείνη την φοβερή περίοδο του Αυγούστου του 1953.


Γιουστίνα Μούσουρα, 
ετών 90 το 2019
(Δια χειρός της κόρης της Κατερίνας Μούσουρα-Μπούκη)

Ερχόταν Δεκαπενταύγουστο, της Παναγίας σε λίγες μέρες. Εσύ, Κατερίνα μου, δεν είχες γεννηθεί ακόμα. Ο συχωρεμένος ο Πατέρας σου μου έδωσε λεφτά και μου λέει πήγαινε στη χώρα με την Γκιοβανούλα, να  αγοράσετε φουστάνι και παπούτσια καινούρια για της Παναγίας!
     Την ετοίμασα, της έβαλα κι ένα ωραίο φιόγκο στα μαλλιά, την πήρα αγκαλιά,  ήταν δεν ήταν 2 χρονών, να πάμε στη χώρα να ψωνίσουμε.
     Κατεβήκαμε στο δρόμο για να πάρουμε το Λεωφορείο. 
     Την προηγούμενη μέρα είχε κάνει μεγάλο σεισμό γύρω στις 11 με 11.30 περίπου. Αλλά μας διαβεβαίωναν όλοι πως αυτό ήταν, ξεθύμανε και τώρα θα έχουμε ηρεμία. 
     Το λεωφορείο ήταν γεμάτο, βρήκα κι άλλους γνωστούς που πήγαιναν στη χώρα για ψώνια! Φτάσαμε, γυρίσαμε στα μαγαζιά, πήρα της Γκιοβανούλας ένα ωραίο χρωματιστό φουστάνι και ωραία άσπρα πεδιλάκια, σαν πεταλουδίτσα ήταν! Της πήρα και ζαχαρωτά κι ήταν πολύ χαρούμενη κι ας είχε ήδη κουραστεί!
     Είχε περάσει η ώρα, κόντευε 1.30 και το λεωφορείο θα έφευγε σε λίγο. Έτσι, πήραμε το δρόμο για την Πλατεία του Αγίου Λουκά που ήταν η αφετηρία. Είχαμε φτάσει κάπου κοντά στο Γαϊτάνι, όταν μας βρήκε το μεγάλο κακό! Το λεωφορείο, με τον Κλαψή οδηγό, χοροπηδούσε πάνω στο δρόμο που το πέταξε στην άλλη άκρη κι εμάς μας πέταξε από τα καθίσματα και γινόταν χαμός, κλαίγαμε, φωνάζαμε, προσευχόμαστε όλοι φοβισμένοι. Κρατούσα το παιδί σφιχτά στην αγκαλιά μου και με τα δύο χέρια από φόβο μήπως μου πέσει. Κάποιοι μαζί με τον οδηγό κατάφεραν ν' ανοίξουν και τις δύο πόρτες που είχαν σφηνώσει με το τράνταγμα, πανικός επικρατούσε κι όλοι προσπαθούσαμε να κατεβούμε όσο πιο γρήγορα γίνεται. Βγήκαμε στο δρόμο, φοβισμένοι.
     Κοιτάζοντας προς τη Χώρα βλέπαμε μαύρο καπνό να υψώνεται μέχρι τον ουρανό! Κλαμένοι και τρομοκρατημένοι όλοι τραβήξαμε με τα πόδια για το χωριό.
     Έσφιγγα την Γκιοβανούλα επάνω μου γιατί το παιδί τρόμαξε με όλη την αναμπουμπούλα και έκλαιγε. Όλο το δρόμο προσευχόμουνα, γιατί έτρεμα μήπως δεν βρω τον πατέρα σου ζωντανό, γιατί από όπου περνούσαμε γκρεμισμένα σπίτια και άνθρωποι στους δρόμους, μαζεμένοι σαν μια παρέα που έκλαιγαν και κοίταζαν γύρω με το φόβο στα πρόσωπα τους!
     Μετά από πολύ κόπο φτάσαμε σπίτι. Μεγάλη ανακούφιση φτάνοντας, να βρω τον πατέρα σου σώο και αβλαβή! Τα περισσότερα σπίτια του Μπανάτου, όμως, γκρεμισμένα, μαζί και το δικό μας… 
     Αυτά μου διηγήθηκε η Μάνα μου από κείνες τις τραγικές μέρες που κατάστρεψαν το όμορφο νησί μας και που ο κόσμος υπέφερε για χρόνια σε Σκηνές και Μπαράκες μέχρι να αρχίσει και ολοκληρωθεί η ανοικοδόμηση! 


Γιάννης Δεμέτης, 
ετών 82 το 2019

Η Τετάρτη 12 Αυγούστου 1953 ξημέρωσε για τους Ζακυνθινούς με το φόβο του σεισμού, δεδομένου ότι είχαν προηγηθεί οι σεισμοί της Κυριακής 9η Αυγούστου στις 10.30 π.μ. μεγέθους 6,4 R και της Τρίτης 11η Αυγούστου στις 5.38΄ το χάραμα 6,7 R. Οι δύο εκείνοι σεισμοί είχαν προκαλέσει υλικές ζημιές σε κάποια κτήρια και μικροζημιές σε γυαλικά κυρίως στα σπίτια. Φήμες για μεγάλο επερχόμενο σεισμό είχαν τρομοκρατήσει τους κατοίκους του νησιού καθώς έφταναν μηνύματα από την Κεφαλλονιά για ζημιές και θύματα στο Αργοστόλι, στο Ληξούρι και την Ιθάκη. Ορισμένοι από την πόλη είχαν αναζητήσει καταφύγιο στο ύπαιθρο ενώ οι περισσότεροι είχαν καταφύγει στις πλατείες και σε μέρη που τα θεωρούσαν λιγότερο επικίνδυνα. Εγώ βρισκόμουν στο μαγαζί του πατέρα μου, το φαβραρείο, που βρισκόταν στον κεντρικό δρόμο της συνοικίας του Αγίου Λαζάρου. Από μόνος μου είχα επιλέξει, εάν γινόταν σεισμός να τρέξω και να σταθώ κάτω από το ανώφλι της πόρτας της παρακείμενης ταβέρνας του Γιάννη Μαυρία-Φερτσαδά, που πρόσφατα είχε ανακαινιστεί με σιδερένια δοκάρια. 
     Όταν στις 11,30 της 12ης Αυγούστου έγινε ο 7,2 R σεισμός έτρεξα και στάθηκα στο προεπιλεγμένο εκείνο σημείο. Από κοντά και ο πατέρας μου Μιχαήλ, ο Νικόλας Μαρούδας και ο ιδιοκτήτης της ταβέρνας Μαυρίας. Τα σπίτια γύρο μας άρχισαν να καταρρέουν με τρομακτικό θόρυβο. Η γη στην κυριολεξία έφευγε κάτω από τα πόδια μας και ήταν αδύνατο να σταθούμε όρθιοι. Σύννεφα σκόνης μας εμπόδιζαν να ανασάνουμε. Συντρίμμια απλώθηκαν παντού. Τρέχοντας και δρασκελίζοντας τα χαλάσματα τραβήξαμε για τις αυλές των σπιτιών. Προσπαθήσαμε να βγάλουμε νερό από τα πηγάδια που υπήρχαν εκεί για καθαρίσουμε πρόχειρα τα μούτρα μας και να πιούμε, αλλά το νερό είχε μετατραπεί σε λάσπη. Φωνές απόγνωσης και τρόμου ακούγονταν από παντού. Σκυλιά γάβγιζαν απεγνωσμένα. Αφού με τον πατέρα μου φτάσαμε στο σπίτι μας και πήραμε τη μητέρα μου και τα δυο αδέλφια μου καταλήξαμε στα αλώνια των Καμινίων. Εκεί είχαν μαζευτεί οι περισσότεροι από τους κατοίκους της συνοικίας του Αγίου Λαζάρου. 
     Κάποια στιγμή ανέβηκα στο σπίτι και πηγαίνοντας στο πισινό κατώι του σπιτιού στην αυλή άνοιξα την πόρτα και ελευθέρωσα τα περιστέρια μου. Ξαναγύρισα πάνω στο σπίτι και σε  μια κουβέρτα που άπλωσα στο πάτωμα έριξα λίγα από τα ρούχα μας. Από τα Καμίνια πήγαμε στην περιοχή Φλόκαστο Γαϊτάνι όπου φιλοξενηθήκαμε στο κτήμα του κουμπάρου μας Νικόλα Γιατρά-Κουρούπη. Στο δρόμο που πηγαίναμε μας βρήκε ο σεισμός των 2.15 μεγαλύτερος από τον προηγούμενο που ολοκλήρωσε την καταστροφή. Στο μεταξύ η πόλη είχε πιάσει φωτιά. Κάηκε και το σπίτι μας. Στο κτήμα του κουμπάρου μας στρώσαμε στρωματσάδες και ξαπλώσαμε στο έδαφος. Η γη εξακολουθούσε να τρέμει και βουές ακούγονταν συνεχώς. Ύστερα από το κάψιμο του σπιτιού μας, ο πατέρας μου πήρε την οικογένεια μας κι αναζητήσαμε φιλοξενία σε συγγενείς στην 
     Αμαλιάδα. Επιστρέψαμε μετά από λίγους μήνες και εγκατασταθήκαμε στα ξύλινα παραπήγματα του οικισμού του Ξιφίτα, σε διαμέρισμα τριών ψαλιδίων με κοινό πλυσταριό και αποχωρητήριο, ενώ ο πατέρας μου σε μια παράγκα έφτιαξε το φαβραρείο του.


Διονύσιος Μπάρτζελης, 
ετών 72 το 2019

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ  ΕΝΟΣ  6ΧΡΟΝΟΥ
                                                    
Είναι καλοκαίρι Αύγουστος μήνας, με τα φρούτα, τα μπάνια, την ξυπολυσιά, τα παιδικά παιγνίδια και την ανεμελιά λόγω λίγων εργασιών, το χωριό μου έχει βάσανα τον χειμώνα λόγω ελιάς, και βέβαια κλειστά σχολεία. Ξημέρωνε Τρίτη 11/8/1953 περίπου 05.00 όταν μας ξυπνάει πάνω στον ύπνο ένα γερό ταρακούνημα με πολύ βουητό και μεγάλο θόρυβο από τους σοβάδες που έπεφταν μαζί με το πιατομάνι από τα αρμάρια του τοίχου. Σε μια κρεβατοκάμαρα κοιμόμαστε όλη η οικογένεια πατέρας, μάνα και τα τρία παιδία εγώ 6 ο αδελφός μου 4 και η αδελφή μου 2 χρονών. Στην άλλη κρεβατοκάμαρα ζούσε ο αδερφός του πατέρα μου η γυναίκα του και ο 2χρονος γιος τους. Το σπίτι είχε άλλα δύο δωμάτια τραπεζαρία και κουζίνα. Ήταν πέτρινο φρεσκοφτιαγμένο μόλις 3 χρόνων και σχεδόν ατελείωτο. Η μνήμη μου δεν έχει καταγράψει με ακρίβεια τα γεγονότα, όμως θυμάμαι ότι βρεθήκαμε έξω κάτω από μια ντόπια (ελιά) τυλιγμένα τα παιδιά με τα σεντόνια. 
     Οι σεισμοί δεν σταμάτησαν όλη την ημέρα αλλά μικρότερης έντασης. Ο φόβος και η απόγνωση ήταν τα συναισθήματα που είχαμε και η επίκληση της βοήθειας του Αγίου Διονυσίου (πολιούχου Ζακύνθου), της Παναγίας και όλων των εν ουρανοίς συνεχώς στο στόμα των μεγάλων. Με το φως της ημέρας διαπιστώσαμε ότι το σπίτι δεν είχε πάθει σοβαρές ζημιές εκτός από σοβάδες και κάποια ακροκέραμα που είχαν πέσει. Όμως δόθηκε εντολή από την Νομαρχία, Χωροφυλακή και Κοινότητα ο κόσμος να εγκαταλείψει τα σπίτια του μέχρι νεωτέρας. Το απόκοσμο και τρομακτικό συναίσθημα ήταν ο θόρυβος και το βουητό που προηγείτο κάθε μετασεισμού όλη την ημέρα. Το βραδύ κοιμηθήκαμε, ο Θεός να τον κάνει ύπνο, όλοι μαζί πάνω σε λιόπανα τσουβάλια από τις ελιές κάτω από την ντόπια διπλά να μας φυλάει ο σκύλος μας ο Αζώρ που δεν σταμάτησε να αλυχτάει όλο το βράδυ και παραδίπλα δεμένος σε μια ριζολιά ο γαιδαράκος μόνιμος βοηθός της οικογένειας. 
     Ξημέρωσε Τετάρτη 12/8/53 με την αγωνία και τον τρόμο στο κατακόρυφο σε μικρούς και μεγάλους καθώς οι φήμες οι δεισιδαιμονίες και οι ψίθυροι οργίαζαν μέχρι του σημείου που να προβλέπουν και εξαφάνιση του νησιού. Ο πατέρας μου και ο θείος μου κατεβήκαν στην χώρα πρωί -πρωί ώστε να μάθουν περισσότερα και να προμηθευτούν κάποια τρόφιμα προληπτικά. Η μάνα μου ξεθάρρεψε και μπήκε στην κουζίνα να μαγειρέψει κάτι για το μεσημέρι ακολουθούμενη από εμάς. Και έφτασε η ώρα περίπου 11.30 όπου έγινε η συντέλεια του κόσμου. Το σπίτι είχε δύο εξόδους μια στην κουζίνα και η άλλη στην τραπεζαρία. Προηγήθηκε εκκωφαντικός θόρυβος ακολουθούμενος από υπόκωφο βουητό αλυχτίσματα σκύλων γκαρίσματα γαϊδάρων φωνές πανικού ζώων και ταρακούνημα τέτοιο που δεν ήταν δυνατόν να μείνεις όρθιος. Με το πρώτο βουητό η μάνα το πρωί τρέχει έξω. Ευτυχώς που η πόρτα εξόδου ήταν στα δυο μετρά γιατί μόλις προλάβαμε να βγούμε έξω καθότι το ταρακούνημα μας έριξε κάτω και το σπίτι πίσω να καταρρέει. Έξω η θεία μου να κλαίει με αλαλαγμούς ο σκύλος ο Αζώρ εξαφανισμένος και ο γαϊδαράκος να κόψει το σκοινί και να τρέχει αλαφιασμένος (βρέθηκαν μετά από μέρες). Ευτυχώς στην ώρα έφτασαν και ο πατέρας μου με τον θείο μου. Οι στιγμές ήταν αιώνας, θύμιζαν την κόλαση του Δάντη ήταν η συντέλεια του κόσμου. 
     Τότε και ο πιο δύσπιστος πίστεψε ότι πράγματι η Ζάκυνθος θα βουλιάξει. Πυκνοί καπνοί σκέπασαν όλο το νησί από την σκόνη των χαλασμάτων και από το γκρέμισμα των παραθαλάσσιων ακτών. Ολόκληρα λιόφυτα είχαν ανοίξει στην μέση και κυπαρίσσια ξεπατωμένα καταγής. Μα αυτό που δεν θα ξεχάσω ποτέ είναι το συνεχές ταρακούνημα και η αναμονή του χειρότερου για πάρα πολλές ημέρες. Χωρίς φαγητό, χωρίς σπίτι χωρίς δουλειά χωρίς ελπίδα ζήσαμε για αρκετό διάστημα και στις σκηνές για τρία χρόνια με βροχές με κρύο και με ζέστη. 
     Αυτά με την ευκαιρία των 66 χρόνων.


Παναγιώτης Στραβοπόδης, 
ετών 92 το 2019

Τα μαντάτα για τον σεισμό με βρήκανε στην Αθήνα που είχα πάει για δουλειές. Το ίδιο βράδυ κατέβηκα στον Πειραιά, πήρα νύχτα το καράβι κι έφτασα το πρωί στη Ζάκυνθο. Πριν ακόμα φτάσουμε, από μακριά βλέπαμε να μην έχει μείνει λίθος επί λίθου στη χώρα κι ένας μαύρος πηχτός καπνός να σκεπάζει όλη τη χώρα απ' άκρη σ' άκρη! Μας κατέλαβε όλους φοβερό ρίγος και αγωνία, αν και πώς θα βρούμε τους δικούς μας. Το καράβι άραξε πολύ μέσα και βγήκαμε όλοι με βάρκες που μας άφησαν στο Κρυονέρι. Πολλές γυναίκες και παιδιά έκλαιγαν γιατί φοβόνταν να κατεβούν από το μεγάλο ύψος του καραβιού κάτω στην βάρκα που κουνιόταν συνεχώς, από μια κινητή γέφυρα με χοντρά σκοινιά στις άκρες για να κρατιόμαστε. 
     Πήραμε το δρόμο για το Μπανάτο ποδαράτα, γεμάτοι αγωνία και φόβο αν βρούμε ζωντανούς τους δικούς μας. Γιατί το μοναδικό τηλέφωνο του χωριού, στου Πάφιλα το μαγαζί, δεν λειτουργούσε.
     Αυτό που αντικρύσανε τα μάτια μας ήταν βιβλική καταστροφή. Η χώρα δεν υπήρχε πια… μόνο ερείπια παντού και φωτιά από άκρη σε άκρη και άνθρωποι πλακωμένοι που φώναζαν σπαρακτικά για βοήθεια! 
     Ανεβήκαμε στο Ακρωτήρι για να κατηφορίσουμε προς τον Κάμπο. Από εκεί πάνω βλέπαμε την μεγάλη καταστροφή στη χώρα, όπου είχαν στηθεί πρόχειρες σκηνές στο κέντρο, μετά μάθαμε πως είχαν στήσει, στην Πλατεία Σολωμού, πρόχειρο Νοσοκομείο για τους τραυματίες και αστυνομία. Αλλά και στα χωριά όσο έφτανε το μάτι, τα πράγματα δεν φαίνονταν καλύτερα! Να βλέπεις ανθρώπους μαζεμένους πολλοί μαζί, άλλοι να κλαίνε άλλοι χτυπημένοι και άλαλοι όλοι από το φόβο!
     Κατεβαίνοντας προς το Μπανάτο συνάντησα γνωστούς και με μεγάλη ανακούφιση έμαθα πως οι δικοί μου δεν έπαθαν τίποτα κι ήταν καλά!
     Το σπίτι μας, τελικά, δεν είχε γκρεμιστεί. Του βάλαμε μπουντέλια και το στερεώσαμε και μείναμε μέσα για δύο χρόνια.


Γιάννης Καρακασίδης, 
ετών 69 το 2019

ΕΔΩ ΕΡΕΙΠΙΑ ΕΚΕΙ ΕΡΕΙΠΙΑ

Αυτές τις μέρες  κάθε Ζακυνθινός που έχει ζήσει τους καταστροφικούς  σεισμούς  του 1953, που οι ζωές πολλών χάθηκαν, όπως και η τότε Ζάκυνθος του πολιτισμού,  οι γειτονιές όλες τα σπίτια τα πάντα... Έστω και αν τότε ήταν μικροί σε ηλικία είτε λίγο μεγαλύτεροι κάνουν ένα φλας μπακ στο χθες και έρχεται σαν ταινία και γυρίζει εκεί που σταμάτησε  το τραγικό διήμερο 11 και 12 Αυγούστου. Όπως ο γράφων μόλις ξεκούρδιζε, γιατί ήμουν περίπου 3,5 χρονών.
     Θα πει κάποιος και τι μπορεί να θυμάται και όμως, γιατί είναι ένα γεγονός  που άλλαξε που σταμάτησε τις ζωές όλων μας μικρών μεγάλων.
     Το σπίτι μας ένα δίπατο τότε στην σημερινή Λογοθετών και Κατραμή μπροστά η ταβέρνα του Φαναρά-Αλαμάνου  μετά τους σεισμούς μετακινήθηκε) και εν συνεχεία  ο κήπος ο μεγάλος που παίζαμε με την αδελφή μου  και η σκάλα για να ανεβαίνουμε στο σπίτι...
     Έρχεται ο πρώτος ο πρωινός της 11ης Αυγούστου ο προειδοποιητικός του καταστροφικού που θα ερχόταν την επομένη ...που κανένας δεν τον φανταζόταν αλλά άρχισαν λες και το ήξεραν  να προετοιμάζουν τα  πράγματα τους όπως οι δικοί μου. Έχει σταματήσει  η ταινία  στην αυλή που παίζω με τα παιδιά της γειτονιάς μεγαλύτερα και μικρότερα του Νικολόπουλου ή Μπαχά και τα Γιανουλάκια ξαδέλφια μου και κάποια κοριτσάκια του Ολοιβότου και να βλέπω τον πατέρα μου από το πάνω πάτωμα να πετά κάποια δέματα (οπότε, αργότερα, μεγαλώνοντας, έμαθα πως ήταν δέματα με τα ρούχα μας άρα περίμεναν  και άλλον σεισμό).  
     12 Αυγούστου, 11 η ώρα, αποφράδας  μέρας, σταματούν τα ρολόγια  εγώ και η αδελφή μου,  μικρότερη, βρισκόμαστε στα κρεβάτια μας ακόμη. Οπότε  αρχίζει ο μεγάλος σεισμός  και πέφτουν από πάνω μας η μητέρα μου και ο πατέρας μου ο καθένας χωριστά στο κάθε παιδί  για να μας προφυλάξουν από το σπίτι που αρχίζει να γκρεμίζεται, εκεί ένα δοκάρι τραυματίζει τον πατέρα μου. Και αρχίζουν να τρέχουν αίματα ο οποίος  αφού μας απομακρύνει  με την μητέρα μου προς τα δέντρα του Άμμου  μας  αφήνει  για να πάει να επιδέσει τα τραύματα του.
     Μετά βρεθήκαμε στο Λυκούδι όπου ήταν τα κτήματα μας και το σπίτι της γιαγιάς.
Εκείνο το βραδύ κοιμηθήκαμε κάτω από τα άστρα στα αλώνια  αυτό το θυμάμαι… όπως θυμάμαι ένα αεροπλάνο κάτι να ρίχνει την ιδία μέρα ή την άλλη ήταν και να τρέχουμε να τα μαζέψουμε  μάλλον γαλέτες θα ήταν…
     Όσο και να θέλεις να τις σβήσεις δυστυχώς δεν σβήνονται αυτές οι μέρες η ταινία κολλάει...
     Η ζωή συνεχίζεται  χωρίς να είναι η ίδια όλα άλλαξαν όπως άλλαξε η πόλις προς το χειρότερο.


Σπύρος Στεριώτης, 
ετών 78 το 2019

Ημέρα Τετάρτη
Η ομορφιά της Ζάκυνθος
Πάντα για μας εχάθη.
Επέρασε ένας σεισμός
Πρωτοφανές εγίνη
Και σπίτι ένα όρθιο
Δεν άφησε να μείνει.
Μητέρες κλαίνε για παιδιά
Παιδιά για τις Μητέρες
Αδέλφια για τον αδελφό
Κι άλλοι για τους Πατέρες.
Μπροστά μου παρουσιάστηκε
Ένας δυστυχισμένος
Που το παιδί του ήτουνα
Στο σπίτι πλακωμένο
Προσπάθησε ο δυστυχής
Να σώσει το παιδί του
Αλλά έτυχε μια σύμπτωση
Άλλοι να τον ιδούνε
Κι αυτόνε τον ετράβηξαν  
Κι έσωσε τη ζωή του
Αλλά του δυστυχή
κάηκε το παιδί του.



Στράτος Κουτουλογένης, 
ετών 79 το 2019

Ο σεισμός της Τρίτης, 11ης Αυγούστου 1953, ήταν μεν ισχυρός αλλά το σπίτι μας στο Ρομίρι όπου έμενα, δεν υπέστη ζημιές. Γενικά, τα σπίτια του χωριού άντεξαν. Ο κόσμος, όμως, ήταν ανήσυχος και φοβισμένος. Υπήρχαν  φήμες και για άλλο σεισμό και ίσως στις αμέσως επόμενες μέρες. Θα ήταν άραγε, πιο δυνατός; Έτσι, την νύχτα της Τρίτης προς την Τετάρτη, δεν κοιμηθήκαμε μέσα στο σπίτι αλλά στο ύπαιθρο!
     Ξημέρωσε η Τετάρτη, οι χωριανοί καταπιάστηκαν με τις δουλειές τους. Ήρθε κι ο μάστρο-Νιόνιος στο σπίτι μας για να συνεχίσει το χτίσιμο της αποθήκης που άρχισε να χτίζει πριν μερικές μέρες. Το απόγευμα εκείνης της ημέρας παρακολουθούσα τον μάστορα καταϊδρωμένο στη δουλειά του.
     Ξαφνικά η γη άρχισε να τρέμει, τα σκυλιά γάβγιζαν φοβισμένα και λυπητερά, το άλογο λίγο πιο πέρα χλιμίντριζε και προσπαθούσε να κόψει το σχοινί και να τρέξει αφηνιασμένο!
     Εκείνη την ώρα, βλέπω τον μάστορα να πετάει το μυστρί του κάτω και τους σπάγκους που είχαν μπερδευτεί στα πόδια του και να φεύγει τρέχοντας! Στεκόμουν ακίνητος, σαστισμένος, κοιτάζοντας τα κεραμίδια του σπιτιού μας, που ήταν πιο πέρα να πέφτουν και την μισοτελειωμένη αποθήκη  να σωριάζεται κάτω. Ο μάστρο- Νιόνιος  χάθηκε στην στροφή του δρόμου!
     Γρήγορα συνήλθα και πήγα τρέχοντας στο σημείο που ήταν η Μητέρα μου με τα τρία αδέλφια μου στην σκιά ενός δέντρου.
     Ο Πατέρας μου με τον μεγάλο αδελφό δεν είχαν γυρίσει από τις δουλειές τους. Μερικοί γείτονες ήρθαν κοντά μας τρομαγμένοι κι εκείνοι. Στα πρόσωπα όλων μας φόβος, πίκρα, λύπη, συναισθήματα απερίγραπτα, βλέποντας την καταστροφή που ξετυλιγόταν μπροστά στα μάτια μας!
     Δεν φώναζε, ούτε θυμάμαι να έκλαιγε κανείς, μια σιωπή και μια βουβαμάρα, που τις διέκοπτε ένα, Ωωωωωωωωω, κάθε φορά που ένα κούνημα, ένας καινούριος σεισμός ερχόταν να μας θυμίσει την πραγματικότητα!
     Οι σεισμοί, λιγότερο ισχυροί, μεν αλλά δεν σταματούσαν. Με όλα ταύτα, εγώ θυμήθηκα κάτι ωραία καρπούζια που είχαμε σ΄ ένα χώρο στο πίσω μέρος του σπιτιού και λέω στην Μάνα μου ότι θα πάω να φέρω ένα. Φώναζε η καημένη αλλά εγώ δεν την άκουσα έτρεξα κι άρπαξα ένα πελώριο καρπούζι που στην συνέχεια, το μοιραστήκαμε με τους γείτονες και με τον παπά του χωριού, τον αείμνηστο Παπά Σούλη που έτυχε να περνάει εκείνη την ώρα!
     Ο Πατέρας κι ο αδελφός μου, δεν άργησαν να γυρίσουν από τις δουλειές τους, ιδρωμένοι, λαχανιασμένοι κι αναστατωμένοι!
     Με την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπο του ο Πατέρας μου κοίταζε γύρω να δει αν όλοι είμαστε καλά και μόλις βεβαιώθηκε ότι είμαστε όλοι παρόντες, σώοι και καλά, κάθισε κάτω και πήρε μια βαθιά ανάσα!
     Ακόμα θυμάμαι εκείνες τις στιγμές, εκείνες τις πρώτες ώρες μετά τον μεγάλο σεισμό λες κι ήταν χθες!


Διονύσης Καμπάσης, 
ετών 79 το 2019

Ο σεισμός, με βρίσκει 13 χρονών παιδί, στον Αλμυρό Μαγνησίας, όπου ο πατέρας μου, εργαζόταν  Διαχειριστής στην μεγάλη Εταιρία του Ζακυνθινού Διονύσιου Μωρέττη. Έφτιαχναν το Στρατιωτικό Αεροδρόμιο Αγχιάλου. Ήταν μια συνηθισμένη μέρα, που ουδείς φανταζόταν τι επεφύλαξε για το νησί μας, την Ζάκυνθο.
     Το βράδυ που ήρθε ο πατέρας μου από την δουλειά, μας είπε τα άσχημα μαντάτα. Ο Μωρέττης, ενημερώθηκε πάραυτα κι ενημέρωσε όλο το προσωπικό, ανάμεσα τους κι ο πατέρας μου και άλλοι Ζακυνθινοί.
     Μείναμε άναυδοι! Το παιδικό μυαλό μου δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πλήρως τι στ΄ αλήθεια σήμαινε αυτό! Ούτε μπορούσε να φανταστεί να μην υπάρχει πια Ζάκυνθος!
     Εν τω μεταξύ οι φήμες που οργίαζαν, έφταναν κι ως εμάς κι είμαστε όλοι μουδιασμένοι.
     Σημειωτέον ότι για βράδια, κοιμόμαστε  κι εμείς έξω στρωματσάδα γιατί είχε κάνει μεγάλο σεισμό στην περιοχή Σοφάδες Καρδίτσας και η μία γωνία του σπιτιού μας είχε πάθει βαθιές ρωγμές.
     Όλο το βράδυ, με την ψυχή στο στόμα, ακούμε ειδήσεις συνέχεια στο ράδιο που μιλούσαν μόνο για τις καταστροφές στα τρία Νησιά του Ιονίου! Ακούμε, πως το νησί μας στη χώρα, καίγεται από άκρη σε άκρη! 
     Ακούμε για πολλά θύματα που κείτονται νεκροί κάτω από τα χαλάσματα! Για ανθρώπους εγκλωβισμένους στα ερείπια που βλέπουν να πλησιάζει η φωτιά και θα καούν ζωντανοί αφού στις τρομακτικές κραυγές τους για βοήθεια δεν ανταποκρίνεται κανείς. Όχι μόνο γιατί δεν μπορούν να πλησιάσουν, αλλά και  γιατί οι σεισμοί απανωτοί και γύρω κρέμονται τοίχοι από μονώροφα αλλά και διώροφα σπίτια και μπαλκόνια φοβερά επικίνδυνο να γκρεμιστούν από στιγμή σε στιγμή και να πλακώσουν όποιον πλησίαζε για βοήθεια! 
     Την επόμενη ή μεθεπόμενη ημέρα, δεν είμαι απόλυτα σίγουρος, όταν επέστρεψε από τη δουλειά ο πατέρας μου, μας ενημέρωσε πως αναχωρούμε εσπευσμένα για Ζάκυνθο. Ο Μωρέττης είχε έρθει σε επικοινωνία με Υπουργό στην Αθήνα και πήρε εντολή να μεταφερθεί όλο το Συνεργείο στην Ζάκυνθο για να βοηθήσει.
     Δεν θυμάμαι πολλά πράγματα από κει και πέρα. Μόνο, που μέχρι σήμερα, 66 χρόνια αργότερα, δεν έχει σβήσει από τα μάτια μου, αυτό που αντίκρισα φτάνοντας στην Ζάκυνθο…

Ρούλα Παυλοπούλου, Χώρα

87 ετών το 2021

-Μέναμε στη χώρα στο κέντρο. Με το σεισμό των 11.00 της Τετάρτης το πρωί, περπατούσαμε με άλλες κοπέλες στην πλατεία! Αλαλιασμένες αρχίσαμε να τρέχουμε χωρίς να ξέρουμε πού πάμε. Το σπίτι μας, φαινόταν αλλιώτικο, είχαν πέσει τοίχοι γύρω και δυσκολευόμαστε να περπατήσουμε. Μα με την κοσμοχαλασιά που έγινε στις 2.20 περίπου, δεν έμεινε τίποτα όρθιο! Κατέρρευσε το σπίτι μας κι εμείς άλαλες τρέχαμε εδώ κι εκεί σε μια προσπάθεια να σωθούμε. Θυμάμαι, τραβήξαμε κατά το ψήλωμα όλες, αλλά κάποια στιγμή σκορπίσαμε και χαθήκαμε! Τρέμαμε πως θα βουλιάξει το νησί και κοιτάγαμε να φύγουμε στα ψηλά. Όταν μετά από ώρες κόπασε το κακό, κατεβαίνοντας κάτω είδα το σπίτι μας να καίγεται!

Μπήκαμε όλοι σ΄ ένα καράβι και πήγαμε στην Πάτρα. Μας έβαλαν σε ένα Σχολείο όλους, θυμάμαι να τρέμω συνέχεια από φόβο και να είμαι κουκουλωμένη με μία κουβέρτα. Στο συσσίτιο, ντρεπόμουν να πηγαίνω και πήγαινε η αδελφή μου. Από εκεί φύγαμε και πήγαμε στην Αθήνα στον αδελφό μου. Με τρόμο θυμάμαι φεύγοντας από το νησί για την Πάτρα, τις φλόγες από την πυρκαγιά να φτάνουν μέχρι τον ουρανό! Το μόνο που σώθηκε ήταν κάτι βελούδινες κουρτίνες από το Αυγουστινέικο, το σπίτι της αδελφής μου όπου μετέπειτα τις φτιάξαμε ταπετσαρία για τις καρέκλες της καλής τραπεζαρίας. Έμεινα στην Αθήνα και δεν θα γύριζα πίσω, αλλά…ας όψεται ο έρωτας! Ο καλός μου, απαίτησε να γυρίσω στο Νησί για να παντρευτούμε, δεν δεχόταν να φύγει από εκεί. Ζήσαμε ευτυχισμένοι για πάνω από 60 χρόνια, αλλά τον έχασα…

Νύσος Θεοδωρίτσης, Γαϊτάνι

88 ετών το 2021

-Νεοσύλλεκτο στον Άραξο με βρήκε ο σεισμός κι όταν έφτασαν εκεί τα μαντάτα, βλέποντας σε περιπολία τη λάμψη της φωτιάς, αρχικά νόμισα ότι ήταν δοκιμαστικοί φωτισμοί για το πανηγύρι του Αγίου και πήγα περιχαρής και το είπα στον Αξιωματικό Περιπόλου που μου είπε «πού νάξερες κακομοίρη μου». Όταν έμαθα, προσπάθησα μετά από 4 μέρες να λιποτακτήσω να πάω να δω τι απόγιναν οι δικοί μου! Ευτυχώς και με συνέλαβαν καθ΄ οδόν, γιατί όπως δεν είχα βγει έξω από το Στρατόπεδο ακόμα, θα πνιγόμουν στα έλη της περιοχής. Λίγες μέρες μετά, με άδεια κανονική κατάφερα να φτάσω στη Ζάκυνθο. Απογοήτευση φριχτή… κόλαση του Δάνδη, έχασα τον προσανατολισμό μου, μπάζα παντού…

Τασία Μαρκουτσά, Παντοκράτορας

84 ετών το 2021

Ήμουν μικρή κοπέλα κι εκείνη την ημέρα ήμουν στον Παντοκράτορα που είχαμε ένα εξοχικό. Ο φόβος και ο τρόμος που με έπιασε δε λέγεται, τρέχαμε φωνάζοντας και παρακαλώντας την Παναγία και τον Άγιο να μας γλιτώσει από το κακό. Η Μάνα μου καβάλησε το άλογο από το Μουζάκι που μέναμε και πήρε τους δρόμους με αγωνία να έρθει να δει αν ζούμε. Θυμάμαι μια γυναίκα γειτόνισσα που ήταν έγκυος, η Μ. Π. και ξεκίνησε να πάει στη χώρα να δει τι απόγινε ο άνδρας της. Φτάνοντας σχεδόν, γίνεται ο φοβερός σεισμός στις 2 και κάτι, την πλάκωσαν τα ερείπια σε ένα στενό έχασε το παιδί κι αυτή στο νοσοκομείο για ένα χρόνο! Έμεινε κουτσή σε όλη της τη ζωή!

Συφορέλια μας, τι επάθαμε… έτσι φωνάζαμε όλοι!

Χρήστος Καποδίστριας, Μπανάτο

91 ετών το 2021

Είχα τελειώσει το Στρατιωτικό και γυρίζοντας στη Ζάκυνθο, άνοιξα ένα μικρό Μπακάλικο στον Αυριακό, δεν ήταν δικό μου το σπίτι, το νοίκιαζα! Με την καταστροφή δεν έμεινε τίποτα στα ράφια, έβλεπα το βιός και τους κόπους μου να πετιούνται εδώ κι εκεί μαζί με τα ντουβάρια που γκρεμιζόταν. Ο φόβος και το σκόρσο που επήρα κι εγώ και όλοι γύρω πολύ μεγάλα. Δεν έμεινε τίποτα όρθιο κι ούτε γλίτωσα τίποτα από το μαγαζί. Άργησα να συνέλθω, μα όταν πήρα λίγο τα πάνω μου, κατάφερα και πήγα στην Πάτρα όπου αγόρασα πρόκες και σανίδες να φτιάξω μια πρόχειρη μπαράκα να στεγαστούμε γιατί ερχόταν Χειμώνας. Κακό, μεγάλο κακό, δε θέλω ούτε να το σκέφτομαι!

Μαύρα Παπαγιώργη, Ακρωτήρι

81 ετών το 2021

Με πολλή πικρία θα περιγράψω τις στιγμές που περάσαμε όλοι οι Ζακυνθινοί. Καθόμαστε στην κουζίνα η Νόνα μου η Μαριέττα, η θεία μου η Τέτα η Μάνα μου η Ρωξάνη η μικρότερη αδελφή μου η Μαριέττα κι εγώ! Η Νόνα μαγείρευε και ταυτόχρονα μιλούσε με τη Μάνα μου, τι δουλειές θα κάνανε την άλλη μέρα που θα πήγαιναν στον Κάμπο για τις προετοιμασίες του τρύγου. Δεν τέλειωσαν θυμάμαι την κουβέντα τους και ακούσαμε ξαφνικά ένα δυνατό βουητό που το ακολούθησε ένας μεγάλος σεισμός. Βγήκαμε τρομαγμένες τρέχοντας στην αυλή. Δεν μπορούσαμε να περπατήσουμε για να απομακρυνθούμε από το σπίτι διότι έπεσε ο τοίχος της Κουζίνας που καθόμασταν! Τελικά με πολύ κόπο φτάσαμε κάπου 20 μέτρα θα έλεγα από το άλλο σπίτι που βάζαμε το σανό. Οι πέτρες από τον όχθο κατρακυλούσαν μπροστά μας, το σκυλί να γαβγίζει σαν να έκλαιγε και πήγαινε προς το σπίτι που γκρεμιζόταν. Η Μάνα μου να φωνάζει «Ω, ο Σπύρος μου, (ο αδελφός μου), Ω, ο Νιόνιος μου, (ο πατέρας μου)! Ο Σπύρος ήταν στη Χώρα για φροντιστήριο 10-11π.μ. κι ο πατέρας μου στη Χώρα κι αυτός. Είχε πάει με το γάιδαρο να ψωνίσει τρόφιμα για το σπίτι και να αγοράσει και τσιγάρα για το Περίπτερο. (Ο Πατερούλης μου, είχε γυρίσει από τον πόλεμο της Αλβανίας χωρίς πόδια κι ο γαϊδαράκος του ήταν κάτι σαν προέκταση του σώματός του). Στη μεριά της χώρας είχε σηκωθεί ένα μεγάλο σύννεφο σκόνης. Δε μπορώ να περιγράψω το χρώμα του, αλλόκοτο πολύ. Όταν κάποια στιγμή σταμάτησε το κούνημα, στιγμή που μας φάνηκε… αιώνας, ξεκίνησε η Μάνα μου, για να πάει στο Περίπτερο να δει για τον Πατέρα μου και το Σπύρο μας. Είχαν επιστρέψει από τη χώρα και ευτυχώς είχαν γλιτώσει τον κίνδυνο.

Τον Πατέρα μου, που ο σεισμός τον βρήκε νομίζω, κοντά στη βρύση του Α. Σπυρίδωνα, τον πέταξε το γαϊδούρι κάτω γιατί έχασε την ισορροπία του με το σεισμό. Τελικά κάποιος περαστικός, νομίζω, τον σήκωσε και τον κάθισε στο γαϊδούρι. Ούτε που θυμάμαι πώς κατάφερε να φτάσει στο Περίπτερο. Μετά από κάμποσες ώρες μέσα στο αλλόκοτο σύννεφο της σκόνης που προανάφερα, προστέθηκε και ο καπνός από τις φωτιές…Η χώρα, είχε ήδη αρχίσει να καίγεται…

Σούλα Καποδίστρια, Γαϊτάνι

86 ετών το 2021

-Είχα βάλει τη σκάφη κάτου από την περγουλιά κι έπλενα. Πάρα πέρα στο μαγερείο η Μάνα μου έκαιγε το φούρνο, γιατί είχε ζυμώσει ψωμί. Με το μεγάλο κακό μ΄ έπιασε τόσος τρόμος όχι απλά φόβος, όπου δεν μπορούσα να σταθώ στα πόδια μου και θυμάμαι να φωνάζω «Μάναααααα, Μάνααααααα» με μεγάλη λαχτάρα! Ο ένας μου αδελφός Γυρολόγος ούτε ξέραμε που τον βρήκε η συφορά, ο άλλος έσκαβε στα Χωράφια κι ο μικρός ήταν στη χώρα γιατί εμάθαινε κουρέας. Τρέχει για τη Χώρα ο μεγάλος μου αδελφός προσπαθώντας μέσα από τα χαλάσματα να εντοπίσει πού ήταν το Κουρείο για να βρει τον αδελφό μας. Η Μάνα κι εγώ κλαίγαμε συνέχεια και παρακαλούσαμε να βρει το παιδί ζωντανό! Από τις πολλές προσπάθειες και ώρες βρήκε κάποια στιγμή τον αδελφό μου μισοπλακωμένο αλλά δεν είχε χτυπήσει πολύ. Τον τραβάει έξω ο μικρός ήταν πολύ τρομαγμένος και έτρεμε από φόβο. Καταφέρνει να τον βάλει επάνω στο ποδήλατο για να γυρίσουν στο χωριό. Κρατήθηκε μέχρι που φτάσανε στα Γιουλέικα, εκεί λιποθύμησε και τρόμαξε να τον συνεφέρει ο αδελφός μας, αφού ζήτησε βοήθεια από κάποιους εκεί κοντά και νερό για να πιεί λίγο το παιδί και να συνέλθει κάπως!

Δημητρία Αβούρη, Μπανάτο

81 ετών το 2021

Ο σεισμός μάς βρήκε εμένα κι άλλα 11 παιδιά στο σπίτι της δασκάλας της Μαρίας Κοντονή, Κολόμπου όπως τη λέγανε. Μας έκανε φροντιστήριο για να δώσουμε εξετάσεις να μπούμε στο Γυμνάσιο. Γκρεμίστηκε το σπίτι από το κακό, η σκεπή έπεσε επάνω στα κρεβάτια, ευτυχώς και δε σκότωσε ανθρώπους που ήταν εκεί. Εμείς αποκλειστήκαμε γιατί από τα μπάζα που πέσανε δεν μπορούσαμε να ανοίξουμε την πόρτα να βγούμε έξω να σωθούμε! Φωνάζαμε και κλαίγαμε, ευτυχώς μας άκουσε από έξω το Τάσης ο Βλαχιώτης που βρέθηκε εκεί κι άρχισε να κλωτσάει απέξω την πόρτα να ανοίξει κάπως. Τα κατάφερε, άνοιξε μία τρύπα και βγαίναμε ένα- ένα παιδί κλαίγοντας και φωνάζοντας. Έναν άλλον τον πλάκωσε το σπίτι αλλά ευτυχώς δεν τον σκότωσε. Θυμάμαι τον ξάδελφό μου, το Στέλιο τον Καρκάνια, από πιο πέρα ήρθε και με πήρε από το χέρι και κλαίγοντας πήγαμε σπίτι μου, στον Πλάτανο, κάμποσο δρόμο. Φτάνοντας εκεί, το σπίτι μας είχε γκρεμιστεί και τρέχαμε μήπως και καταφέρουμε κι αρπάξουμε ένα ποτήρι, ένα πιάτο, μια κατσαρόλα, ό,τι μπορούσαμε! Θυμάμαι, έμπαινα, άρπαζα κάτι να λακίσω γρήγορα μην κάμει σεισμό και με πλακώσει ό,τι απόμεινε από το σπίτι…

Μαντίνα Κοσσόρου-Κοντονή, Αθήνα

82 ετών το 2021

Οι γονείς μου είχαν μαγαζί στη χώρα, Τσαγκαράδικο και διάφορα είδη νεοτερισμών. Φύγαμε τρέχοντας όλοι προς την Πλατεία Σολωμού που είχε φέρει Σκηνές ο Ερυθρός Σταυρός και δηλώνανε πόσα άτομα κάθε οικογένεια. Θυμάμαι να τρέχουμε όλοι οι γονείς μου τ΄ αδέλφια μου κι εγώ προσπαθώντας να βγούμε έξω από τη χώρα. Τρέχαμε προς τον Άγιο χωρίς να ξέρουμε πού πηγαίνουμε, είχαμε γκανιάσει από τη δίψα και ζητούσαμε νερό. Θυμάμαι περάσαμε το ποτάμι του Α. Χαραλάμπου και βρεθήκαμε κάπου κατά τους Κήπους. Κάποιος μα έδωσε νερό από το πηγάδι μέσα σε ένα κονσερβοκούτι, πού να βρεθεί ποτήρι. Περπατούσαμε για πολλές ώρες. Ανησυχούσαμε πολύ γιατί φεύγοντας χάσαμε τα ίχνη του Νόνου και της Νόνας μου. Ρωτώντας συνέχεια δεξιά και αριστερά, καταφέραμε να μάθουμε ότι βρεθήκανε στο Γαϊτάνι!

Κάποιοι μας είπαν πως πάρα πέρα βρισκόταν η φαμελιά του Λιβέρη Κατσάνια που είμαστε γνωστοί. Καταφέραμε να φτάσουμε και μείναμε εκεί κάμποσες μέρες, δεν θυμάμαι αν μείναμε εκεί και για του Αγίου, αλλά θυμάμαι πως βοηθούσαμε στον Τρύγο γιατί είχαν αμπέλια.

Είμαστε κάπου 20 - 30 άτομα εκεί κι όσα κοτόπουλα είχαν τα έσφαξαν για να τρώμε όλοι.

Γιάννης Λογοθέτης, Αθήνα

83 ετών το 2021

Το μεσημέρι του μεγάλου σεισμού βρήκε την οικογένεια μου γονείς και πέντε παιδιά, κάτω από μια μεγάλη πρόχειρη τέντα που όλοι οι γείτονες είχαν στήσει προληπτικά σε ένα οικόπεδο που ήταν απέναντι από το σπίτι μου. Οι στιγμές του μεγάλου σεισμού δεν μπορούν να διατυπωθούν με λόγια. Θυμάμαι με δέος εκείνο το υπόκωφο βουητό και τη δόνηση που ακολούθησε, μια δόνηση με κίνηση προς όλες τις κατευθύνσεις, έτσι που ήταν αδύνατο να σταθεί άνθρωπος όρθιος. Πέσαμε όλοι κάτω και μας σκέπασε η Τέντα, από την εκτόξευση υλικών των τοίχων των γύρω σπιτιών. Η Τέντα αυτή ήταν η σωτηρία μας γιατί διαφορετικά όλα αυτά τα μπάζα θα έπεφταν στα κεφάλια μας. Μόλις τελείωσε το κακό από ένστικτο κινηθήκαμε προς την παραλία. Εκεί βλέποντας τη στάθμη της θάλασσας να έχει ανεβεί αρκετά, μας έπιασε πανικός πιστεύοντας πως το νησί άρχισε να βυθίζεται. Η δύναμη της αυτοσυντήρησης μας έκανε να ζητάμε τρόπους να εγκαταλείψουμε το λιμάνι και να προχωρήσουμε σε ψηλότερα μέρη, πράγμα αδύνατο και λόγω των συνεχών μετασεισμών αλλά και των ερειπίων που είχαν κλείσει όλους τους δρόμους.

Έτσι, αποφασίσαμε να μπούμε μαζί με άλλους σε μια φορτηγίδα, (Μαούνα), που υπήρχε εκεί και απομακρυνθήκαμε στη μέση του Λιμανιού. Από τη θέση αυτή γίναμε θεατές της πιο δυσάρεστης τραγωδίας του καταστροφικού σεισμού, τη φωτιά που ακολούθησε και έκαψε την πόλη μας από τη μία άκρη στην άλλη. Οι φλόγες ξεκίνησαν από τη μεριά των Αγίων Πάντων και προχωρούσαν λόγω του βόρειου ανέμου που φυσούσε προς την περιοχή του Άμμου. Με μεγάλη συγκίνηση είδαμε να καίγεται το σπίτι μας. Το πρωί μας βρήκε όλους με τα μάτια μας ανοιχτά να έχουν καταγράψει τις πιο οδυνηρές εικόνες της ζωής μας.

Στη Μαούνα μείναμε μέχρι την επόμενη που ήρθε το πλοίο της γραμμής και πανικόβλητοι μαζί με πολλούς άλλους που είχαν κατέβει στο Λιμάνι, μπήκαμε, (ουσιαστικά, καταλάβαμε) το καράβι και μας μετέφερε στην Πάτρα μια και απαγορευόταν να πάμε στην Αθήνα. Στην Πάτρα μείναμε έγκλειστοι πρόσφυγες στα Σχολεία της περιοχής Ψιλά Αλώνια, διατρεφόμενοι με συσσίτια και κοιμώμενοι στα θρανία και στα δάπεδα των αιθουσών. Στα συσσίτια βοηθούσαμε και οι Πρόσκοποι που βρεθήκαμε εκεί. Μετά ένα Μήνα και προκειμένου να ελευθερώσουμε τα Σχολεία για τη Σχολική περίοδο, μας μετέφεραν αναγκαστικά με αποβατικά σκάφη του Πολεμικού Ναυτικού πίσω στη Ζάκυνθο όπου ο Στρατός είχε στήσει σκηνές σε χωράφια στο Ακρωτήρι και μας μετέφεραν εκεί.

Εκεί μείναμε σε άθλιες συνθήκες Στρατοπέδου μέσα στις λάσπες και το κρύο όλο το Χειμώνα. Από τα μέσα του 1954 άρχισαν οι βελτιώσεις των συνθηκών διαβίωσης. Η οικογένεια μου μεταφέρθηκε σε πρόχειρο ξύλινο συγκρότημα κατοικιών στην περιοχή των δέντρων του Άμμου.

Τη χρονιά αυτή, άρχισε και η μεταφορά των ερειπίων σε διάφορα σημεία του Νησιού και στη θάλασσα και στη συνέχεια άρχισε η ανοικοδόμηση της πόλης πάνω στα παλιά πρότυπα που κράτησε πάνω από πέντε χρόνια.

Νίκος Κουρούμαλος, Μαχαιράδο

88 ετών το 2021

Όπου υπήρχε σπίτι, έβλεπες ένα σύννεφο σκόνης.

Με ένα ποδήλατο πήγα προς την πόλη και φτάνοντας στη Λούμπα στον Άγιο Λάζαρο, οι δρόμοι ήταν απροσπέλαστοι από τα χαλάσματα. Έφυγα και πήγα στην άλλη είσοδο της πόλης από το Κυδώνι στην Μπόχαλη και έφτασα μέχρι το ξενοδοχείο Πτι Παλαί. Δεν μπορούσα να προχωρήσω άλλο. Είδα ανθρώπους σε άθλια κατάσταση να φωνάζουν, να κλαίνε, δεν είδα νεκρούς. Γυρίζοντας στο σπίτι μου, 6 χιλιόμετρα από την πόλη, στις 14.30 έγινε ο δεύτερος μεγάλος σεισμός που έχασα την ισορροπία μου και σταμάτησα για να μην πέσω.

Αργότερα μάθαμε ότι υπήρχαν αρκετοί νεκροί, τραυματίες και μερικοί κάηκαν ζωντανοί μέσα στα χαλάσματα. Θυμάμαι, ένα Αγγλικό πλοίο πλεύρισε στο Λιμάνι και με αντλίες προσπάθησε να σβήσει τη φωτιά που ήταν ανεξέλεγκτη.

Στην αρχή έστειλαν σκηνές και αργότερα έφτιαξαν παραπήγματα στον Ξιφίτα, στην Παναγούλα και στο Ψήλωμα. Οι ιθύνοντες της εποχής προσπαθούσαν να οικοδομήσουν την πόλη της Ζακύνθου στα χνάρια της παλιάς και ήταν λάθος.

Μοναδική ευκαιρία που έγινε χωράφι, να σχεδιαστεί μία σύγχρονη πόλη, να επεκταθεί προς τα έξω , με ομοιόμορφα σπίτια, με τον κήπο του το κάθε σπίτι.

Δυστυχώς ούτε με την παλιά πόλη μοιάζει ούτε με σύγχρονη.

Ντάνα Ντόζη, Χώρα

80 ετών το 2021

Θυμάμαι, ότι στις 9 Αυγούστου, Κυριακή και γύρω στις 8 το πρωί, έγινε ένας μεγαλούτσικος σεισμός. Έπεσε μόνο το ταβάνι στις σκάλες και έκλεισε από μπάζα η πόρτα της εισόδου. Οι γονείς μας κι εμείς τα τέσσερα παιδιά, κατεβήκαμε με τον ποπό, δύο σκάλες, κάναμε μια τρύπα στην έξοδο, βγήκαμε με δυσκολία και τραβήξαμε για την Μπόχαλη στο θείο τον Άγγελο και τη θεία τη Μαύρα, όπου είχαν και αυτοί έξη παιδιά, απέναντι από την Κάναλη που έτρεχε λάσπη αντί για νερό από τις κατολισθήσεις!

Αυτό που ήταν συνταρακτικό για μένα ήταν που περνάγανε τα αεροπλάνα και κάνανε σινιάλο με τον καθρέφτη οι μεγάλοι για να μας πετάνε τρόφιμα, κουτιά με γαλέτες και κονσέρβες με κρέας σαν κιμά, τυριά βούτυρα και άλλα!

Είχαμε μαζευτεί σε σκηνές εκεί κάπου 20 άτομα!

Μετά άρχισαν τα συσσίτια και σιγά-σιγά ορθοποδήσαμε. Εμείς τα παιδιά, το διασκεδάζαμε που κοιμόμαστε στρωματσάδα κάτω από τα αστέρια και τρώγαμε άγουρα αχλάδια που μας φαίνονταν λουκούμια!!!

Ιάσων Μελισσηνός, Αθήνα

73 ετών το 2021

Γεννήθηκα το 1948 στο Αρχοντικό της οικογένειας Μελισσηνού, κτισμένο τον 16ο αιώνα. Βρισκόταν στο Ψήλωμα, λίγο πιο πάνω από την Α. Τριάδα, απέναντι από την εκκλησία του Αγίου Δημητρίου του Κόλλα. Ήταν ένα τεράστιο σπίτι με 48 δωμάτια, αίθουσα χορού και μπαλκόνι για την ορχήστρα!

Από τα 5 μου χρόνια, κατάλαβα πόσο εφήμερα είναι όλα στη ζωή! Έφτασαν λίγες στιγμές μόνο για τον εγκέλαδο στα φόρτε του, για να έρθουν τα πάνω κάτω, να καταρρεύσει ή να κριθεί ακατοίκητο το Αρχοντικό κι εμείς από τα σαλόνια να βρεθούμε στα αλώνια! Συνταρακτικές οι αναμνήσεις από αυτά που ζήσαμε σε τόσο μικρή ηλικία.

Μέναμε στην πόλη στο αρχοντικό κι ο θείος που έμενε στα χτήματα λίγο πιο έξω από το Γαϊτάνι, ήρθε με την άμαξα να μας πάρει για τα χτήματα. Ανεβήκαμε και πήγαμε σαν σε περίπατο βόλτα στην εξοχή! Ήταν μια βόλτα χωρίς επιστροφή, γιατί το Αρχοντικό δεν το επισκεφτήκαμε ποτέ πια! Διανυκτερεύαμε στα αλώνια, μαζί με άλλους. Εκεί άρχισαν και τα προβλήματα αυτής της παράξενης συγκατοίκησης. Ξαφνικά, όλα έγιναν θέμα επιβίωσης και τίποτα πάρα πάνω!

Ο σώζων εαυτόν σωθήτω!

Είναι απίθανο πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος σε ώρα ανάγκης και η πείνα, πολύ κακός Σύμβουλος! Δεν είχαμε τι να φάμε, ούτε να μαγειρέψουμε, ούτε καν κατσαρολικά δεν είχαμε. Καταστράφηκαν όλα με το σεισμό! Περνούσαν αεροπλάνα και πετούσαν ψωμί πρόχειρα ζυμωμένα καρβέλια σε τσουβάλια, αλλά για μας ήταν το Μάννα εξ ουρανού! Τρέχανε όλοι να βρούνε το τσουβάλι με το πολύτιμο περιεχόμενο μέσα στα χωράφια και στις καλαμιές. Οι βιαιοπραγίες συνεχείς γιατί ένα τσουβάλι ψωμί το διεκδικούσαν πολλοί κι έφταναν στα άκρα, ποιος θα το αρπάξει! Θηρίο ανήμερο γίνεται ο άνθρωπος όταν πεινάει. Ο θείος μου φώναζε, «αυτό το ψωμί είναι για τα παιδιά, κανείς δε θα το πειράξει». Ποιος να το ακούσει! Μέχρι πιστολιά έπεσε και την άλλη μέρα κατέφθασε η Χωροφυλακή για ανακρίσεις. Το ψωμί, το Μάννα εξ Ουρανού, για το οποίο κόντεψε να γίνει φόνος, δε μπόρεσε κανείς να το φάει…γιατί είχε μουχλιάσει.

Αναστασία Σπαθή, Καναδάς

80 ετών το 2021

Ήμουν μικρό κορίτσι. Τρομακτικές στιγμές αυτές του σεισμού! Τρέχαμε σαν άλαλοι όλοι χωρίς να πηγαίνουμε πουθενά.

Όλη η γειτονιά, κι είμαστε πολλοί, μαζεύτηκαν, στα περιβόλια μας από Λεμονιές και Πορτοκαλιές, (στα Πηγαδάκια μέναμε) για να προφυλαχτούν από τα γκρεμισμένα. Έστηναν σκηνές με πανιά.

Ο μεγάλος φόβος και τρόμος ήταν τις βραδινές ώρες και τις νύχτες, ήταν η βουή και οι σεισμοί που συνέχιζαν. Ήταν τα λεμόνια που έπεφταν επάνω μας. Και τα αστέρια που κατρακυλούσαν. Ήταν τρομερό για μένα αυτό, με φόβιζε πολύ και την τρίτη μέρα με ένα φορτηγό καράβι που κουβαλούσε τρόφιμα, τη Γιαγιά μου κι εμένα μας μπαρκάρισαν για την Πάτρα, όπου ζούσε ο θείος μου κι ο αδελφός μου.

Ο πατέρας μου είχε λεωφορείο μαζί με το συνέταιρό του. Ο σεισμός, τους βρήκε στην Ανάληψη, στο Πρακτορείο του ΚΤΕΛ. Εγκλωβίστηκαν στο λεωφορείο και άργησαν πολύ να τους βγάλουν από μέσα. Αυτό που αντίκρυσαν βγαίνοντας, οι καταστροφές και τα συντρίμμια, ήταν συγκλονιστικό! Σε ένα από τα λεωφορεία είχε παγιδευτεί ολόκληρη οικογένεια, γονείς και τα τρία τους παιδιά, είχε πέσει ολόκληρη σκεπή σπιτιού πάνω στο λεωφορείο. Έμειναν εγκλωβισμένοι για πολύ, μέχρι να καταφέρουν να τους απεγκλωβίσουν, τρομαγμένους όλους ιδιαίτερα τα παιδιά γιατί οι σεισμοί απανωτοί και φοβήθηκαν ότι εκεί θα πεθάνουν!

Με αγωνία βοηθούσαν όλοι, πρώτος ο πατέρας μου, να τους βγάλουν από κει μέσα και μετά από ώρες, τα κατάφεραν! Μέχρι που πέθανε ο Πατερούλης μου, αυτή η οικογένεια κάθε Χριστούγεννα δε σταμάτησαν να στέλνουν τα δώρα τους και να τον ευχαριστούν που τους έσωσε τη ζωή!

Η αγωνία όλων μας στην οικογένεια πολύ μεγάλη γιατί οι ώρες περνούσαν και δεν γνωρίζαμε πού και πώς βρίσκεται ο πατέρας! Τελικά, έφυγε ο αδελφός μου με τα πόδια από τα Πηγαδάκια να πάει στη χώρα να ψάξει για το πατέρα μας και το συνεταίρο του.

Πέρασαν πολλές ώρες ψάχνοντας μες στα συντρίμμια να εντοπίσουν πού ήταν το ΚΤΕΛ! Κάποια στιγμή τους βρήκε κι όλοι μαζί πήραν το δρόμο για το χωριό! Έφτασαν γεμάτοι χώματα, μουτζούρες και γρατζουνιές! Ευτυχώς όχι σοβαρά τραύματα.

Εκείνο πάλι που δεν θα ξεχάσω, είναι ότι φεύγοντας για την Πάτρα τρεις μέρες αργότερα, η γη κάτω στην παραλία είχε ανοίξει σε πολλές μεριές κι έβλεπες το νερό κι έπρεπε να πηδάμε τα χαντάκια που δημιουργήθηκαν. Ακόμα, βλέπαμε τις φλόγες και τους καπνούς από τη χώρα που καιγόταν.

Γιάννης Κούτσης, Σίδνεϊ

76 ετών το 2021 

[Σημείωση Διονυσίας Μούσουρα: Έτσι, όπως τα ανέσυρε από τη μνήμη, 8χρονο παιδί!]

Ιστορία 1: Κωνσταντίνου Στέλιου Κούτση (Πατήρ Ιωάννη Κούτση)

Αρκετές σεισμικές δονήσεις έγιναν πριν την μεγάλη σεισμική δόνηση την Τετάρτη 12 Αυγούστου 1953. Ειδικότερα την Κυριακή 9 Αυγούστου 1953 και περίπου 7:00 πμ, έγινε σεισμική δόνηση γύρω 5 Ρίχτερ σκάλα.

Ο Κώστας Στέλιου Κούτση και η σύζυγος του Διονυσία , και τα πέντε παιδιά τους έμεναν στο σπίτι τους, στο χωριό Μουζάκι θέση Βαρκο.

Ο σεισμός τις Κυριακής τρόμαξε όλη την οικογένεια Κούτση. Ξεπετάχτηκαν από τα κρεβάτια τους και έτρεξαν δια την σκάλα να κατέβουν στο ισόγειο και να βγουν στην αυλή όσο το πιο πολύ συντομότερο.

Ο ίδιος σεισμός της Κυριακής έκανε ζημιές και σε πολλά κτίρια στην πόλη της Ζακύνθου.

Ο Κώστας ο Κούτσης ήταν ιδιοκτήτης σπιτιού κοντά στην πλατεία του Αγίου Παύλου, επάνω στο κεντρικό δρόμο προς τον Άγιο Λάζαρο.

Ο Κώστας έλαβε μήνυμα ότι σοφάδες από το σπίτι του είχαν πέσει στο πεζοδρόμιο και ότι θα έπρεπε να πάει στην πόλη να καθαρίσει το πεζοδρόμιο.

Την Τετάρτη το πρωί πήρε το πρώτο λεωφορείο, γύρω στις 7:00 π.μ., και πήγε στην πόλη τις Ζακύνθου όπου και καθάρισε το πεζοδρόμιο. Μετά την εργασία αυτή ξεκίνησε το ταξίδι επιστροφής και βάδισε στην πλατεία Αγίου Λουκά να πάρει το λεωφορείο.

Ενώ ήταν στην πλατεία η μεγάλη σεισμική δόνηση έλαβε μέρος, ήταν περίπου 11:00 το πρωί.

Τα περισσότερα σπίτια στη πόλη κατεδαφίστηκαν. Πολλούς ανθρώπους πλάκωσαν τα συντρίμμια και πέθαναν η τραυματίστηκαν. Πάνω από 400 άτομα πέθαναν και πολλοί τραυματίστηκαν.

Τελικά η καταστροφή ήταν ακόμα πιο μεγάλη όταν φωτιές άρχισαν να ανάβουν και να μεταδίδονται γρήγορα λόγω των ισχυρών ανέμων.

Ο Κώστας στάθηκε τυχερός. Στην πλατεία υπήρχε χώρος να αποφύγεις τα συντρίμμια και να τρέξεις στην παραλία.

Θυμάμαι που με την μητέρα μου ανεβήκαμε την ράχη του Ντρανα από όπου είδαμε το καπνό να τυλίγει την πόλη τις Ζακύνθου.

Η μητέρα μου είχε τρομάξει και ανησυχούσε σοβαρά δια την υγεία του πατέρα μου. Η ανησυχία αυτή πέρασε όταν ο πατέρας μου παρουσιάστηκε στην Μπαράκα μας μετά το μεσημέρι αφού είχε περπατήσει όλο τον δρόμο από την χώρα.

Ιστορία 2: Ιωάννη Κωνσταντίνου Κούτση, 76 ετών το 2021

(Ημερομηνία Γεννήσεως: 20/01/1945)

Οι σεισμικές δονήσεις άρχισαν πολλές μέρες πριν τις 12 Αυγούστου 1953. Την ημέρα αυτή, Τετάρτη και γύρω στις 10 το πρωί σεισμική δόνηση 7.2 Ρίχτερ σκάλα, έλαβε μέρος. Η δόνηση αυτή άρχισε την καταστροφή τις πόλεως και του νησιού.

Πριν την μεγάλη δόνηση τις Τετάρτης, άλλη ισχυρή δόνηση έλαβε μέρος την Κυριακή 9 Αυγούστου 1953. Την ημέρα αυτή και περίπου 7:00 π.μ., έγινε σεισμική δόνηση γύρω στο 5 Ρίχτερ σκάλα.

Η οικογένεια του Κωνσταντίνου Κούτση, οι γονείς και τα πέντε παιδιά, κοιμόντουσαν στον πρώτο όροφο του σπιτιού τους, στο Μουζάκι στη θέση Βαρκο.

Θυμάμαι ότι οι καμπάνες τις εκκλησίας του χωριού, Άγιος Νικόλαος, χτυπούσαν χαρμόσυνα καλώντας τους χωριανούς να ετοιμαστούν δια την εκκλησία.

Ξαφνικά ένας μεγάλος θόρυβος άρχισε με τα παράθυρα να τρέμουν και το πάτωμα να κινητέ δεξιά και αριστερά και πάνω κάτω.

Με το αδελφό μου το Νικόλα, που είμαστε στο ίδιο δωμάτιο, πεταχτήκαμε από τα κρεβάτια μας και τρέξαμε δια την σκάλα. Εκεί βρήκανε το άλλο αδελφό μας Διονύση, τις αδελφές μας και τους γονείς μας και όλοι μαζί κατεβήκαμε την σκάλα στο ισόγειο και από εκεί στην εξώπορτα του σπιτιού στην μπροστινή αυλή.

Το σπίτι δεν είχε πάθει ζημιά από την δόνηση αυτή. Όλοι στην οικογένεια ήταν φοβισμένοι και επιστροφή στο σπίτι δια ύπνο το βράδυ της Κυριακής δεν ήταν δυνατό, μια λύση με διαμονή στην ύπαιθρο έπρεπε να βρεθεί.

Την εποχή που έγινε ο σεισμός, τελευταίο μήνα του καλοκαιριού , το θέρισμα και αλώνισμα το σιταριού είχε τελειώσει. Το αλώνισμα του σιταριού έγινε το με μηχανικούς τρόπους. Ότι απέμενε μετά την εξαγωγή του σιταριού, μηχανικά έγινε δέμα (μπάλα) το άχερο. Η μπάλα είχε το σχήμα ορθογώνιο πρίσμα με διαστάσεις 50 χ 50 χ 100 εκατοστά, περίπου.

Θυμάμαι που πήγα με τον πατέρα μου χρησιμοποιώντας το καρό μας και το Μουλάρι μας να φέρομαι αρκετές μπάλες από την θέση Παλιά χώρα όπου ήταν το κτήμα που σπέρνανε στάρι.

Με τις μπάλες στην εξωτερική αυλή του σπιτιού κατασκευάσαμε ένα ορθογώνιο πρίσμα, με είσοδο να μπεις μέσα και αρκετά μεγάλο δια τα στρώματα των κρεβατιών μας.

Δια σκεπή στο πρίσμα αυτό χρησιμοποιήσαμε το πανί που είχαμε δια να σκεπάζουμε την σταφίδα στο αλώνι σε περίπτωση βροχής. Μέσα σε αυτή την κατασκευή κοιμηθήκαμε μερικά βράδια.

Ο σεισμός της Τετάρτης έκανε σοβαρή ζημιά στο σπίτι, το οποίο κατεδαφίσαμε. Τα υλικά από την κατεδάφιση του σπιτιού χρησιμοποιήθηκαν να κατασκευάσουμε αντισεισμική παράγκα, την οποία χρησιμοποιήσαμε δια αρκετά χρόνια, μέχρι που φτιάξαμε το σπίτι όπως ετέθη από το κράτος.

Δημήτρης Δρογγίτης, Μόναχο Γερμανίας

72 ετών το 2021

Το πηγάδι μας έσωσε...

Εκείνο το πρωινό της 12ης Αυγούστου του 53 η μητέρα μας η κυρά-Σοφία μας είχε στείλει, εμέ και την αμέσως μεγαλύτερη αδελφή μου Λίνα, στη γειτόνισσά μας την κ. Χρυσάνθη. Η καλή γειτόνισσα μας καλοδεχόταν (δεν είχε η ίδια παιδιά) και η μητέρα μας είχε μία έγνοια λιγότερη, ιδιαίτερα μετά τους δύο μεγάλους σεισμούς που είχαν προηγηθεί.. Για μας βέβαια τα μικρά τότε ήταν σαν ταξίδι διακοπών, κάτι σαν ημερήσια εκδρομή σε μία απόσταση 100 μέτρων. Περπατήσαμε λοιπόν μέσα από το 'ειδικό στρατόνι γειτονικής επαφής και επικοινωνίας' (!), κατεβήκαμε με προσοχή τον όχτο και βρεθήκαμε μέσα στο Τσουκαλαίικο, όπου μας περίμενε η κ. Χρυσάνθη για να μας οδηγήσει αμέσως στην πίσω βεράντα στο μοδιστράδικό της. Το καλοκαίρι αυτό δούλευε υπαίθρια, το πρωί στην δυτική και το απόγευμα στην ανατολική βεράντα.. Το πρωϊνό κυλούσε ευχάριστα κι εμείς παίζαμε κάπου σε μία γωνία της βεράντας τα παιχνίδια της παιδικής μας φαντασίας ή παρακολουθούσαμε μ' ενδιαφέρον τις εργασίες του μοδιστράδικου.. Κάποια στιγμή η κ. Χρυσάνθη σηκώνεται, παρατάει τη δουλειά και μας λέει "τι λέτε, καιρός να δροσιστούμε λιγάκι και να κόψουμε και κάνα σταφύλι.., πριν πιάσει η μεγάλη κάψα.. πάρτε εσείς το μαλαθούνι κι εγώ το σύγλο και πάμε"! Πήραμε τη μαΐστρα περνώντας μέσα από τ' αλώνια, γεμίσαμε το μαλαθούνι με πρώιμα φαουλάρικα σταφύλια (Τσαούση) στ' αμπέλια που ακολουθούσαν και φτάσαμε στο πηγάδι κάπου στη μέση του κτήματος.. Εκεί, αφού μας προειδοποίησε αυστηρά να μην πάμε πολύ κοντά και να μη σκύβουμε μέσα, δίνει ένα σάλτο κι ανεβαίνει στο φιλιατρό, βουτάει τον σύγλο με το σχοινί στο πηγάδι και γεμίζει το σύγλο που είχε μαζί της.. Κατεβαίνει, κλείνει το πηγάδι και κάθεται λίγο στο φιλιατρό να ξαποστάσει, αφού πριν έπλυνε και κάνα δύο σταφύλια για να τα φάμε εκεί επί τόπου.. Στο σημείο εκείνο και εντελώς απροειδοποίητα ακούγεται ξαφνικά εκείνη η περίφημη βουή που κάθε Ζακυνθινός έχει στο DNA του και γνωρίζει πολύ καλά τι μπορεί να ακολουθήσει.. ΣΕΙΣΜΌΟΟΣ φωνάζει με όλη της δύναμη η κ. Χρυσάνθη και μας αρπάζει και τους δύο στα χέρια της και μας απομακρύνει απ' το πηγάδι.. Άθελά μας και οι τρείς στρέφουμε το βλέμμα μας στο σπίτι και το θέαμα που αντικρίζουμε είναι συνταρακτικό: ένα ολόκληρο σπίτι να χορεύει.., μία δεξιά, μία αριστερά, μία μπρος, μία πίσω και αυτό για ατέλειωτη ώρα.., ώσπου η σκεπή δεν άντεξε πιά και πέφτει και καταπλακώνει όλο το εσωτερικό του σπιτιού.. Ένα σύννεφο σκόνης απλώθηκε παντού και χρειάστηκε ώρα να καθαρίσει το τοπίο.. Το σπίτι είχε εξαφανιστεί και μόνο ένας τοίχος είχε απομείνει, ο τοίχος της βεράντας.. Ευτυχώς γρήγορα διαπιστώσαμε ότι τα πεθερικά της κ. Χρυσάνθης είχαν προλάβει κι είχαν βγει έξω στ' αλώνια και έτσι δεν υπήρχαν θύματα. Οι απελπισμένες φωνές της μητέρας μου, που είχε ήδη καταφτάσει και μας έψαχνε στα ερείπια, ακουγόταν μέχρι κάτω στα κτήματα... Απερίγραπτη η χαρά της και το κλάμα αλλά και οι ευχαριστίες της στον Άγιο μας και στα Θεία, όταν μας είδε να ερχόμαστε από τη μαίστρα..κι εμείς φυσικά τρέξαμε με όση μας δύναμη μας είχε απομείνει και χωθήκαμε στην αγκαλιά της, το πιο σίγουρο και ασφαλές μέρος για μας!!!

Ρέα Τζαχρήστου, Αθήνα

70 ετών το 2021

Ο σεισμός και τα νήπια

Για τα παιδιά που ζήσαμε και επιζήσαμε από τον σεισμό του 53 η εμπειρία και η ανάμνηση ήταν κάτι το συνταρακτικό και που μας έμεινε αλησμόνητο τόσα χρόνια. Εγώ, μόλις δύο ετών είδα το σπίτι μας να πέφτει και έτρεχα νομίζοντας ότι είναι κάποιο παιχνίδι. Από το σεισμό και τον τρόμο έλεγα και ξαναέλεγα συνεχώς Μος Τι Επετε Δηλαδή, Σεισμός Σπίτι Έπεσε Το έλεγα και το ξαναέλεγα συνεχώς σαν να είχε κολλήσει ο χρόνος και η εικόνα σε αυτόν τον ήχο σαν κρώξιμο πουλιού για δύο σχεδόν χρόνια σε σημείο που οι γονείς μου νόμιζαν ότι δεν θα ξαναμιλούσα.


Γιάγκος Βουτσινάς, Αθήνα

76 ετών το 2021

Το 1953 ήμουν με τον πατέρα μου στην Νεάπολη της Ιταλίας. (ήταν αεροπόρος ο πατέρας μου και υπηρετούσε στο ΝΑΤΟ). Όταν έμαθε για το σεισμό πήρε την Ελληνική Ντακότα που ήταν στην Νεάπολη, με εμένα και πετάξαμε πάνω από το νησί και τη χώρα όπου βλέπαμε καπνούς από τη φωτιά, έβγαλε και μερικές φωτογραφίες. Για τον μπάρμπα μου τον Αντωνάκη και τη θεία Διονυσία, μάθαμε ότι ήταν ζωντανοί μετά από τηλεγράφημα που έστειλε στο στρατό που είχε έρθει στο νησί να βοηθήσει. Η θεία Διονυσία μου έλεγε ότι εκείνη την ημέρα πήγαιναν στο Γερακαρίο για να στιμάρουν τις ελιές και βλέποντας σύννεφο τη σκόνη που είχε σηκωθεί πίσω από το Λόφο της Πόχαλης, γύρισαν πίσω για να βρουν το σπίτι γκρεμισμένο, το πάνω πάτωμα είχε πέσει τελείως και μόνο μια γωνία με το γραφείο του παππού του Γιάγκου είχαν μείνει όρθια. Το ίδιο είχε γίνει και με το εκκλησάκι του Α. Σπυρίδωνα το οποίο είχε ισοπεδωθεί. Εγώ τότε, ήμουν 8 χρονών!

Dana Semitecolo, Βαρρές

45 ετών το 2021

Κάτου από την Περγουλιά

Ο πατέρας μου όταν εγίνηκε το μεγάλο κακό ήτουνα τριώ’ χρονώνε. Πριν κάνα χρόνο, η φαμίλια του, είχε κατέβει από του Κοιλιωμένου τσι Βαρρές. Έζηανε σε ένα μικρό, πέτρινο σπίτι στα Καλοφωνέικα, φαμόζα φαμίλια, είχε δώκει τσι γονέους δουλειά.

Την ώρα ευτούνη, εκαθόντανε κάτου από μια λεμονιά κι έπαιζε με τα χώματα. Παραδίπλα ήτουνα η νόννα του, που την είχανε φέρει κι έζηε μαζί τσους.

Με την μεγάλη αντάρα, η μάνα του αρχίνησε να φωνάζει και να ψάχνει το μοναχοπαίδι τσης. Δεν ενόγαε πως εκειό ήτουνα όξω. Μπαινόβγαινε μες στο σπίτι -μήτε μουρλή- που είχε αρχίσει να καταρρέει και φώναζε απερπισμένη που δεν το ‘βρισκε. Τελευταία εκοίταξε κάτου από το κρεβάτι, φοβούμενη πως εκειό εσκιάχτηκε και τρούπωσε. Τσίποτις.

Βγαίνοντας όξω στην αυλή, αντίκρυσε το παιδί μες στην αυλή. Το σπιτάκι οπίσω τσης, εγίνηκε ένας σωρός πέτρες και μπουχός. Λίγες πέτρες εκυλήσανε μέχρι τα ποδαράκια του παιδιού, κάτου από τη λεμονιά.

Ανώνυμη, Ζάκυνθος

58 ετών το 2021

Η Μητέρα μου ήταν από την Άνω Βολίμα αλλά εκείνες τις μέρες έμεναν στο Κορίθι με τους γονείς της όπου είχαν σπίτι. Η μητέρα μου ήταν στον επάνω όροφο κι εκείνη τη στιγμή κατεβαίνοντας τη σκάλα είδε ένα κύμα στον αέρα που ερχόταν τρέμοντας. Όταν σε κλάσματα δευτερολέπτων έφτασε εκεί, τη βρήκε στη σκάλα όπου την έριξε μαζί με τον τοίχο του σπιτιού που έπεσε επάνω της και την πλάκωσε!

Τη θυμάμαι να μου λέει ότι ήρθαν καράβια από το Ισραήλ, πήραν με φορεία τους τραυματίες και τους μετέφεραν στην Αθήνα σε Νοσοκομεία για νοσηλεία. Έμεινε εκεί μέσα για έξη μήνες γιατί είχε σπάσει τη σπονδυλική της στήλη! Αυτό το περιστατικό σημάδεψε τη ζωή της. Μια ζωή πολύ δύσκολη γιατί το τραύμα την ενοχλούσε πάντα!

Λουίζ Μόρφη, Ρόιδο

56 ετών το 2021

Δεν ήμουν τότε στη Ζάκυνθο.

Όμως, από διηγήσεις, των πεθερικών μου, θυμάμαι πως το πατρικό σπίτι του άνδρα μου δεν γκρεμίστηκε εξ ολοκλήρου, αλλά λόγω σοβαρών ζημιών, κατέστη ακατοίκητο! Έβλεπαν όλοι τρομοκρατημένοι τον καπνό από τη μεγάλη φωτιά στη χώρα που προχωρούσε ακάθεκτη κι έτρεμαν από το φόβο τους πως θα φτάσει μέχρι το Ρόιδο! Βοηθούσε ο ένας τον άλλον να βγάλουν και να προσπαθούν να περισώσουν ό,τι μπορούσαν από τα γκρεμισμένα σπίτια τους πριν φτάσει εκεί η φωτιά!

Από το φόβο τους έτρεχαν αλαλιασμένοι χωρίς να ξέρουν πού πηγαίνουν!

Επίσης, θυμάμαι να λένε, πως το Γεφυράκι του Ξιφίτα γκρεμίστηκε κι αποκόπηκε η περιοχή από την χώρα!

Μαρία Μούσουρα, Μπανάτο

60 ετών το 2021

Δεν είχα γεννηθεί τότε, αλλά θυμάμαι τη Μανούλα μου και άλλους να μιλάνε για τους σεισμούς!

Με το μεγάλο φοβερό σεισμό γύρω στις 2.20 μ.μ. τα ζώα δεν μπορούσαν να σταθούν όρθια κι έπεφταν κατάχαμα…καθώς και οι άνθρωποι. Μεγάλος μπουχός -σύννεφο έπνιξε την ατμόσφαιρα! Τα σπίτια που δεν σωριάστηκαν, ήταν ακατάλληλα κι ο κόσμος κοιμόταν στην ύπαιθρο. Οι κάτοικοι της πόλης βγήκαν προς τα έξω στα χωριά. Αργότερα πολλοί εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Λούμπας κατά μήκος του δρόμου, σε πρόχειρα παραπήγματα , κάνοντας και μικροπωλήσεις σε αγαθά και είδη που εμπορεύονταν προ του σεισμού στην πόλη, ανταλλάσσοντάς τα με αγροτικά προϊόντα, αυγά, σταφύλια, λάδι, φάβα, κουκιά, αγκινάρες και άλλα είδη παραγωγής τους που τους περίσσευαν, που τα έμπαζαν οι κάτοικοι του χωριού ερχόμενοι από την πόλη.

Υπήρχε οργασμός για να φτιάξουν απ΄ αρχής τα σπιτάκια τους και να ανοικοδομηθεί ξανά η πόλη. Δόθηκαν αρωγές-δάνεια και οι σχετικές άδειες, που ισχύουν ως τώρα για τα υπάρχοντα μέχρι σήμερα σπίτια. ( διότι ακολούθησαν κι άλλοι σεισμοί όπου πολλά σπίτια από αυτά επλήγησαν και κατεδαφίστηκαν). Δεν υπέστησαν καμία ζημιά τα ξυλότυπα ή λυόμενα σπίτια του Καλλιπάδου - Χουρχουλιδιού και τα οποία υπάρχουν ακόμα. Αυτά δωρίστηκαν από την Αγγλία στους μόνιμους κατοίκους της περιοχής που ήταν άστεγοι!

Γιούλια Τζαντζαμινάκη, Χώρα

57 ετών το 2021

Ο Νόνος μου, είχε ένα Γαλακτοπωλείο στην ονομαζόμενη σήμερα 21 Μαΐου, περίπου στα μισά από πλατεία μέχρι σημερινής Νομαρχίας. Το κτίριο το είχε αγοράσει πριν από το Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Η Νόνα έμενε στο χωριό με τα ανύπαντρα παιδιά. Ο Νόνος στον πίσω δρόμο στη χώρα, είχε ένα μικρό μπακάλικο. Το κτίριο πίσω είχε αυλή και πηγάδι και είχε κότες εκεί. Με το σεισμό παγιδεύτηκε από τα χαλάσματα κοντά στην αυλή και κατάφερε να συρθεί πάνω στις κουτσουλιές και να βγει σώος! Την ώρα του σεισμού, ο πατέρας μου ερχόταν με το κάρο στη χώρα, γιατί ανησυχούσε η Νόνα μου πώς είναι ο Νόνος μου μετά από τους πρώτους, πρωινούς σεισμούς.

Έτσι ο μεγάλος καταστροφικός σεισμός τον βρήκε στο δρόμο, όπου έπεσε το άλογο και τουμπάρισε το κάρο.

Ευτυχώς τόσο ο Νόνος μου στη χώρα όσο και η Νόνα στο χωριό, αλλά και ο πατέρας μου που αναποδογυρίστηκε το κάρο, δεν έπαθαν απολύτως τίποτα! Επί πλέον, το σπίτι στο χωριό, έπαθε μόνο μικροζημιές ενώ άλλα σπίτια γύρω γκρεμίστηκαν!

Γωγώ Μαρίνου, Χώρα

60 ετών το 2021

Από θύμησες των γονιών μου, αυτά που ξέρω είναι τα γνωστά.

Από την πεθερά μου, Ευμορφία Βισβάρδη, από το Μουζάκι, όμως, έχω ακούσει τα ακόλουθα. Έμεναν νιόπαντροι με τον πεθερό μου, Διονύσιο Κεφαλληνό, που δούλευε Ταμίας στην Ιονική Τράπεζα από το 1938, στη χώρα και ενοικίαζαν τον πρώτο όροφο στο κτίριο που ήταν το Εργατικό Κέντρο, το οποίο βρισκόταν ακριβώς απέναντι από την εκκλησία των Αγίων Πάντων. Ήταν ένα πολυτελέστατο κτίριο με διαμερίσματα το οποίο διέθετε δύο σκάλες, μία για τους επίσημους επισκέπτες και μία για το υπηρετικό προσωπικό. Ήταν γεμάτο πολυελαίους και χαλιά από την Περσία, τα οποία τα είχε ντύσει με αυτά ο ιδιοκτήτης που ήταν Αρχιτέκτονας. Ε, λοιπόν, το πρώτο σπίτι που έπεσε με το σεισμό, ήταν αυτό, γιατί τα θεμέλια του ήταν στον αέρα. Το παράδοξο είναι, ότι εκείνες τις ημέρες, ο πεθερός μου παζάρευε να αγοράσει τον πρώτο όροφο, αλλά τους πρόλαβε ο σεισμός.

Την πεθερά μου, την έβγαλε το Συνεργείο από τα ερείπια την επόμενη μέρα, αφού είχε γλιτώσει κάτω από τη σκάλα με ελαφρά κατάγματα και κάποια φορέματα της, τα μάζευαν από τα ερείπια και τα σήκωναν με ένα καλάμι .

Στο ισόγειο του κτιρίου, ήταν το Καφενείο Tourist, αν δεν κάνω λάθος, το είχε ο Θεόδωρος Καρυδάκης και η πιάτσα ταξί.

Παναγιώτης Κοντοσταυλάκης, Κερί

59 ετών το 2021

Γεννήθηκα πολύ αργότερα.

Έχω ακούσει που έλεγαν ότι στο Κερί η μόνη ζημιά που έγινε, ήταν ένα βροντάλε που έπεσε και οι βράχοι που ξεκόλλησαν στον Πηδηκιά. Ο φόβος και ο τρόμος, όμως, πολύ μεγάλος, δεν έμπαιναν στα σπίτια τους, ήταν έξω στα χωράφια. Όταν, όμως, έκανε σεισμό έτρεχαν αλλόφρονες μέσα στα χωράφια…έτσι χωρίς κατεύθυνση. Αυτό που θυμάμαι να λένε για τον παππού μου τον Κωνσταντίνο είναι ότι όταν πήγαινε να κοιτάξει τα βρόχια και κούναγε, βλαστήμαγε και έλεγε « θα σταματήσεις το κούνημα ωρέ να σώσω τα τρυγόνια»; Μιλάμε για βρόχια σε πεύκα 15 μέτρα ψηλά! Στο σπίτι τους στην Ανάληψη επίσης, τότε μαγείρευαν σε πήλινες παδέλες τις οποίες στήριζαν πάνω σε πέτρες και από κάτω έβαζαν φωτιά με ξύλα. Όταν λοιπόν κούναγε, η γιαγιά μου η Γιούλια έτρεχε μέσα στα χωράφια και φώναζε: «Αν μου κουπώσεις την παδέλα, εχάθηκα…σταμάτα βλοημένε».

Το άλλο που θυμάμαι να λένε, είναι πως με την πυρκαγιά στη χώρα, τα αποκαΐδια και σελίδες μισοκαμένες, έφταναν στο Κερί!

Παναγιώτης Κλαυδιανός , Φιολήτι

57 ετών το 2021

Γεννήθηκα πολύ αργότερα, από αφηγήσεις των γονιών μου, όμως, παραθέτω τα εξής:

Ο Νιόνιος ο Βλαχιώτης από το Φιολήτι, γείτονας, ψάλτης και κανταδόρος, βρέθηκε στη χώρα με το μεγάλο σεισμό και καταπλακώθηκε από ντουβάρια. Φαινόταν μόνο τα χέρια του. Άκουσε τις φωνές του ένας διερχόμενος Δρακιώτης ο Βρετός; Χιώνης; Στεργιώτης; Δεν είμαι σίγουρος, ο οποίος με τη βοήθεια ενός φαντάρου τον έβγαλαν ημιλυπόθυμο, τα κατάφερε τελικά χάρη στην έγκαιρη επέμβαση και επέζησε!

Μία άλλη μαρτυρία από το Νιόνιο Μυλωνά Βιβλιοπώλη. Η Μάνα ή Νόνα του, (δεν είμαι σίγουρος), ονόματι Στέλλα, κάηκε ζωντανή στο σπίτι τους στη χώρα στην Ανάληψη. Μολονότι κατέβαλαν μεγάλες προσπάθειες να την απεγκλωβίσουν, στάθηκε αδύνατο…άκουγαν μόνο τις κραυγές της για βοήθεια…

Ήταν και μια πολύ φτωχιά κοπέλα από το Φιολήτι, ας την πούμε Κατίνα, που τραυματίστηκε βαριά, την μετέφεραν στην Πάτρα σε Νοσοκομείο όπου νοσηλεύτηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όταν βγήκε, πήγε παραδουλεύτρα στην Αθήνα, γιατί στο χωριό και να γυρνούσε, δεν είχαν τίποτα. Στάθηκε τυχερή, παντρεύτηκε έναν πολύ γνωστό, τότε, γιατρό των Αθηνών και άλλαξε ριζικά η ζωή της! Σήμερα, είναι 85 χρονών!

Οι σεισμοί κι ο τραυματισμός της, έγιναν αφορμή να αλλάξει η ζωή της προς το καλύτερο!

Το άλλο που θέλω να θίξω εδώ, είναι ότι οι σεισμοί ήταν το έναυσμα, ας πούμε, για Μετανάστευση πολλών Ζακυνθινών προς Αυστραλία, Αμερική, Καναδά και αλλού!

Αθηνά Λυκούρεση, Λιθακιά

65 ετών το 2021

Δεν είχα γεννηθεί τότε. Μεγαλώνοντας θυμάμαι το Μπαμπά μου να διηγείται πολλές φορές πώς γλίτωσε τότε.

Το πρωί της Τετάρτης, όπου είχαν ήδη προηγηθεί σεισμοί από την Κυριακή καθώς και αυτός γύρω στις 11.00-11.30, ο Μπαμπάς με ένα φίλο του είχαν κινήσει για τη χώρα, δεν θυμάμαι αν πήγαιναν με τα πόδια ή αν είχαν ποδήλατο, όπου είχαν γνωστούς και φίλους για να δουν τι γίνονται. Φτάνοντας κοντά στον Άγιο Χαράλαμπο ο φίλος του επέμενε να προχωρήσουν για μέσα προς τον Άγιο. Ο Μπαμπάς λες από ένστικτο, του λέει, όχι, ας περιμένουμε εδώ, πάμε προς τα δεξιά εκεί που σήμερα είναι η Σταφιδαποθήκη. Εκεί τους βρήκε ο φοβερός σεισμός των 2.20 περίπου όπου γκρεμίστηκαν όλα γύρω και δεν έμεινε λίθος επί λίθου. φόβος, τρόμος και φωνές απελπισίας από παντού.

Δυο φίλοι Λιθακιώτες που είχαν προχωρήσει για τη χώρα, σκοτώθηκαν. Αν είχαν προχωρήσει ο Μπαμπάς κι ο φίλος τους, θα είχαν σκοτωθεί και αυτοί Σκοτώθηκαν κάμποσοι Λιθακιώτες. Τους μετέφεραν πάνω σε σκάλες, πού να βρεθούν φορεία. Ανάμεσα στους νεκρούς και τραυματίες, πολλά δευτεροξάδελφα, χωριανοί και φίλοι.

Έτσι γλίτωσε ο Μπαμπάς μου!

Νικολέτα Λυκούρεση, Ρόιδο

64 ετών το 2021

Αυτά που έχω ακούσει, από τον άνδρα μου τον παπά Σκοπιώτη και τον πεθερό μου, επίσης παπά, είναι τα εξής.

Την ημέρα που έγινε ο σεισμός ο πεθερός μου ήταν στη χώρα κοντά στην Ανάληψη και τον πλάκωσαν τα χαλάσματα, κατάφερε και βγήκε με το ράσο χίλια κομμάτια και γεμάτος σκόνες. Η πεθερά μου η παπαδιά, να τρέχει σαν τρελή με το παιδί στην αγκαλιά της και να φωνάζει μέχρι να τον βρει.

Ταυτόχρονα έπιασε και η φωτιά, γιατί ήταν ώρα που μαγείρευαν οι γυναίκες, αλλά και από τους φούρνους που έψηναν ψωμιά.

Το θλιβερό είναι, ότι μερικοί βρήκαν ευκαιρία και λεηλάτησαν σπίτια και κοσμηματοπωλεία παίρνοντας ό,τι ακριβό εύρισκαν μέχρι και εικόνες!

Στέλιος Μποζίκης, Μπανάτο

60 ετών το 2021

Η Μάνα μου ήταν από τη Νάξο κι ο Πατέρας μου από τις Μαριές.

Στα βουνά, δεν έγινε ο χαλασμός που έγινε στη χώρα και στα άλλα χωριά.

Έπεσαν μόνο λίγα παλιόσπιτα. Απλά θυμούνται, έναν έντονο σεισμό που τους έκανε να βγουν από τα σπίτια κάπως τρομαγμένοι. Όμως, ούτε καταστροφές έγιναν ούτε νεκροί υπήρξαν!

Μαρία Κάπαρη, Αθήνα

50 ετών το 2021

Από διηγήσεις του Μπαμπά μου, κι από το βιβλίο του, «Μια βραδιά στη Λιθακιά» και ιστορίες που μας έλεγε, οι μνήμες πολύ ζωντανές! Θυμάμαι έντονα τις λέξεις, αγωνία, πόνος, απόγνωση. Η θεία μου η Μαρία, αδελφή του Μπαμπά μου, θεωρεί ότι στιγματίστηκε για πάντα, γιατί της δημιουργήθηκαν σοβαρά θέματα υγείας από το σοκ που υπέστη, καθώς ήταν μικρούλα περίπου 10 χρονών. Φυσικά ο Μπαμπάς μου, προκειμένου να μη μας φοβίζει περιέγραφε πιο ελαφριά τα πράγματα, βεβαιώνοντας μας, ότι τα σπίτια μας τώρα είναι γερά και να μη φοβόμαστε τίποτα! Ο γλυκός μου, κατάφερε να μην πανικοβαλλόμεθα με τους σεισμούς γιατί πάντα θεωρούσα ασφαλή όποια σπίτια ζούσα, κάτι που μόνο ουτοπικό είναι. Στην ουσία, ασφαλής ήμουν μόνο στα σπίτια που εκείνος είχε χτίσει για να ζούμε εμείς!

Σπύρος Αγγελόπουλος, Αθήνα

79 ετών το 2021

Από το νησί, είχαμε φύγει από το 1945 για Πάτρα, ήταν ο Πατέρας μου από εκεί.

Τότε ήμουν 11 χρονών, φεύγοντας, προσπάθησα να ξεχάσω, στο σπίτι μας δεν μιλούσαν για το σεισμό, τουλάχιστον μπροστά μου, αν και είχαμε συχνές επισκέψεις από συμπολίτες! Εκείνη την εποχή, είχαμε πάει Ζάκυνθο για διακοπές στον Άγιο Κήρυκα σε κτήμα θείου μου. Αν και φυσικά νιώσαμε τους σεισμούς, αργήσαμε να καταλάβουμε τι ακριβώς είχε γίνει. Πανικός δεν υπήρξε, μια- δυο μέρες μετά φύγαμε με καΐκι για Κατάκολο. Έκανα χρόνια να ξαναπάω στο νησί. Στο σπίτι του θείου, υπάρχει ακόμα το Λυόμενο, το σπίτι έπαθε ζημιές, αλλά άντεξε!

Φεύγοντας, είδα στο Λιμάνι, ένα ή δύο πλοία με μια παράξενη σημαία, ρώτησα τη Μητέρα μου, μου είπε, είναι από το Ισραήλ! Πέρασαν χρόνια για να καταλάβω πως μια Χώρα, 5 ετών τότε, ήταν από τις πρώτες που ήλθαν για βοήθεια!

Ελένη Ξενόφου, Παντοκράτορας

69 ετών το 2021

Το πατρικό σπίτι του συζύγου μου βρίσκεται επί του εθνικού δρόμου Ζακύνθου-Κεριού, στον Παντοκράτορα, στο όριο με τη Λιθακιά. Όταν έγινε ο καταστροφικός σεισμός του 1953 ζούσαν σε άλλο παλιό σπίτι δύο οικογένειες μαζί, του πεθερού μου και του αδελφού του. Την ημέρα εκείνη εσείστηκε όλη η γη, όπως το περιέγραψαν τότε. Αυτό το σπίτι, δεν γκρεμίστηκε αλλά υπέστη πολλές φθορές. Κοιτάζοντας προς τη μεριά της χώρας, έβλεπαν πολλή σκόνη και αργότερα καπνούς λόγω της μεγάλης φωτιάς από την οποία επήλθε και η ολική καταστροφή. Στα 100 περίπου μέτρα, από αυτό το παλιό σπίτι, (δεν υπάρχει τώρα), έχουμε οικογενειακό Εκκλησάκι, αφιερωμένο στον Άγιο Δημήτριο, που το είχε κτίσει περί το 1890 ο προπάππος του συζύγου μου που ήταν ιερέας. Το Εκκλησάκι, δεν γκρεμίστηκε ιερουργούσαν και συνεχίζει να ιερουργείται από εμάς σήμερα. Αργότερα τους έδωσαν ένα Λυόμενο σπίτι και υλικά και έφτιαξαν μία παράγκα διότι ήταν δύο οικογένειες.

Είχαν ήδη φτιάξει πριν το σεισμό και ένα δεύτερο σπίτι καινούριο που δεν γκρεμίστηκε αλλά υπέστη κάποιες φθορές, τις οποίες αποκατέστησαν και κατοικήθηκε από τους γονείς του συζύγου μου.

Αυτές είναι οι μνήμες των ανθρώπων της οικογένειας Ξενόφου, από τον καταστροφικό και φονικό σεισμό της αποφράδας ημέρας του Αυγούστου του 1953.

π. Νικόδημος Κεφαλληνός, Βαρρές Ζακύνθου

48 ετών το 2021

Για τους σεισμούς έχω ακούσματα από παππούδες. Η Μητέρα μου ήταν μόλις 2 ετών και δεν θυμάται κάτι, ενώ ο μακαρίτης ο Πατέρας μου γεννήθηκε στην Αθήνα.

Το πατρογονικό σπίτι έπαθε αρκετές ζημιές ήδη από τους πρώτους σεισμούς, με αποτέλεσμα όλοι να μετακομίσουν σε διώροφη Καλύβα κάτι που συνηθιζόταν τα Καλοκαίρια εξ αιτίας της ζέστης. Αυτό ήταν σωτήριο για τον αδελφό της Μητέρας μου, γιατί ήταν βρέφος και με το μεγάλο σεισμό ολόκληρος ο τοίχος, έπεσε στην κούνια του! Ευτυχώς, βρισκόταν στην Καλύβα και η γιαγιά μου, μας διηγείτο ότι μόλις τον είχε θηλάσει κι εκείνη τη στιγμή κατέβαινε από τη σκάλα.

Αυτό που μας έλεγε χαρακτηριστικά ήταν ότι είχε την αίσθηση ότι οι κορυφές των δέντρων ακουμπούσαν στο έδαφος!

Απίστευτη η βουή και πολλή σκόνη, κατά το ζακυνθινό, μπουχός.

Μαργαρίτα Νικολοπούλου, Αθήνα

54 ετών το 2021

«Εσείς, πού ήσασταν το '53»;

Θυμάμαι να ρωτώ συχνά μεγάλους ανθρώπους ντόπιους κάθε φορά που βρισκόμουν για διακοπές στη Ζάκυνθο ή στην Κεφαλονιά, εισπράττοντας περίεργα βλέμματα από την παρέα μου που συνήθως αγνοούσε εντελώς τι έγινε «το '53». Έχοντας περάσει όλα τα καλοκαίρια μου στον κάμπο της Ηλείας, τότε που ακόμα υπήρχαν αμπέλια και αλώνια με σταφίδες, και με καταγωγή γιαγιάς από το Μπανάτο της Ζακύνθου άκουγα συχνά τους μεγάλους - συνήθως βράδυ, κάτω απ’ την περγουλιά με τη γκαζόλαμπα – να μιλάνε για το '53.

1953. Μια χρονολογία - ρωγμή στο χρόνο για τους παρεπιδημούντες τις νότιες ακτές του Ιονίου. Στο χάσμα «που άνοιξε ο σεισμός» εξαφανίστηκε ένας πολιτισμός αιώνων, εκείνη η αβρή, χαριτωμένη νότα δηλωτική των Επτανήσων. Σημαδεύτηκαν ανεξίτηλα οι ζωές κι από τη μια κι από την άλλη πλευρά του Ιονίου – πώς να ξεχάσεις; Εκείνη την αποφράδα μέρα, η οικογένεια του πατέρα μου ξεκαλοκαίριαζε στο «μετόχι» της κοντά στη Γαστούνη – είχαν βλέπεις δίπλα τους το κτήμα με τη σταφίδα. Ένα «σπιτόπουλο» δύο δωματίων όλο κι όλο, φτιαγμένο από πλίθα (φύλαξέ με από νερό να σε φυλάξω από σεισμό). Μπροστά του ένας θεόρατος πλάτανος, φυτεμένος από τον προπάππου μου μ’ ένα πηγάδι. Και μέσα στην κάψα του καλοκαιριού η γη άρχισε να σείεται και να τρέμει με φοβερό βουητό. Τα κλαδιά του πλάτανου γείρανε κι ακούμπησαν τη γή ενώ το νερό από το πηγάδι ξεχείλισε μέχρι το φιλιατρό. Μεγάλοι άνθρωποι και δεν μπορούσαν να σταθούν ορθοί από την σφοδρότητα του σεισμού. Εκατοντάδες χιλιόμετρα πιο πέρα, στην Β. Εύβοια, η οικογένεια της μητέρας μου έχτιζαν ξανά το σπίτι τους που είχε καεί στη διάρκεια του εμφυλίου. Όλο το νοικοκυριό, κουζίνα, λάτρα, πλύσιμο είχε μεταφερθεί έξω στην αυλή. Πολλά τα παιδιά, όσα δεν έλειπαν στα χωράφια ή στο εργοστάσιο χαρτιού, ξαπόσταιναν ξαπλωμένοι σε «κουρέλες» κάτω από τη σκιά της βερικοκιάς. Η δόνηση ήταν τόσο δυνατή που τους έκανε να πεταχτούν έντρομοι μια και ένας σεισμός δεν ήταν και τόσο σύνηθες φαινόμενο σε εκείνα τα μέρη. Ώρες αργότερα, βλέπεις τότε δεν ταξίδευαν τα νέα τόσο γρήγορα, θα μάθαιναν από το μοναδικό ραδιόφωνο που υπήρχε στο χωριό για τη συμφορά που χτύπησε τα Ιόνια. Κι αν πέρασαν τόσα χρόνια από τότε, δεν πρέπει και δεν γίνεται να ξεχάσουμε. Ο σεισμός – ακραίο φυσικό φαινόμενο- μας δίδαξε πολλά με τρόπο σκληρό κι απόλυτο. Τα μαθήματα εκείνα δεν πρέπει να τα ξεχάσουμε. «Εσείς, πού ήσασταν το ’53»;

Διονυσία Μούσουρα, Μελβούρνη

81 ετών το 2021

Ας μου επιτρέψετε σαν επίλογο σε αυτή τη Μελέτη-Έρευνα, να τελειώσω με λίγες λέξεις που συνοψίζουν όλη την καταστροφή και που αναφώνησε ένας απλός Μποχαλιώτης, όταν από τα μουράγια της Χρυσοπηγής, αντίκρυσε δακρυσμένος τη χώρα παραδομένη στις φλόγες:

Μπουχούρα, Καπνούρα κι ο κόσμος ανάποδα!

Σας Ευχαριστώ!


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Οι πιο αναγνώστες μας Αναγνώστες

Related Posts with Thumbnails