© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΕΝΘΕΤΑ. Ό,τι νεότερο εδώ!

Παρασκευή 29 Δεκεμβρίου 2023

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ

Ανέκδοτο διήγημα της Λενέτας Στράνη

Μ’ ένα μακρύ καλαμάκι στο χέρι, βάδιζε παραμερίζοντας τ’ αγριόχορτα, που τέτοια εποχή έριχναν μπόι κι έκρυβαν τις κακοτοπιές στο χωράφι της.

Έχω ξεμάθει, παραδέχτηκε μονολογώντας, αλλά δε βλέπω μονοπάτια, εξαφανίστηκαν. Τόσον καιρό που μένει ακαλλιέργητο, αλλάζει και η μορφολογία του εδάφους.

Οι λόφοι γύρω ήταν στρωμένοι με χαλιά, το πράσινο σε όλες του τις αποχρώσεις· παντού ξεχώριζαν ανάγλυφα κεντίδια οι κορυφές ψηλόλιγνων κυπαρισσιών.

Φωνή ανθρώπινη δεν ακουγόταν πουθενά· κανένας ήχος κουδουνιού από κοπάδια. Μόνο αδέσποτα σκυλιά που τριγυρνούσαν, να εξασφαλίσουν ζητιανεύοντας τον επιούσιο.

Στάθηκε ακίνητη επάνω απ’ το λαγκάδι κι αφουγκραζόταν το τραγούδι του νερού. Μόλις που έφτανε στ’ αυτιά της το κελάρυσμα, κυλούσε αόρατο ανάμεσα στα βάτα.

Θυμήθηκε τα παιδικά της χρόνια· τότε με τις βροχές ξεχείλιζε, γινόταν ανθογυάλι για τις ίριδες που φύτρωναν στις όχθες του γαλάζιες. Σήμερα, δεν υπήρχε ούτε μία· τα δηλητήρια θα τις εξολόθρευσαν, υπέθεσε. Και τα πουλιά πετούσαν σύννεφο μες στο λιοστάσι· στόχευαν τις αμάζευτες ελιές.

Άκου τα, τζόγια μου, της έλεγε η νόνα, φαίνεσται τα βλοημένα εχορτάσανε· ναίσκε, δοξάζουνε με κελαηδίσματα τον Θέο, ψέλνουνε τα τροπάρια τση γέννησης.

Κοίταξε ένα ένα τα ελαιόδεντρα· λίγα ψαρόνια διέκρινε μονάχα, κι αυτά αμίλητα, σιωπούσαν τρομαγμένα, μπορεί απ’ τις τουφεκιές που έπεφταν.

Αχ, νόνα μου, ψιθύρισε αναστενάζοντας, σήκω να δεις που λιγοστεύει ο κόσμος. Η γη ορφανεύει από χλωρίδα και πανίδα· κλέβουμε το καρβέλι απ’ το τραπέζι μας. Τούτος ο δρόμος οδηγεί σε αδιέξοδο, χρειάζεται να ξαναμελετήσουμε το χάρτη.

Οι γαλοπούλες, με τ’ αστεία γουργουρητά τους, της έφτιαξαν αμέσως τη διάθεση· πέρασαν φλυαρώντας από δίπλα της και μπήκαν στο άφυλλο αμπέλι να βοσκήσουν. Βρίσκονται, γέλασε, ακόμη στον Παράδεισο· ζουν το παρόν με όλο τους το είναι.

Ακούμπησε όρθια στον κορμό της κυδωνιάς· τα πόδια της απ’ το περπάτημα είχαν βαρύνει. Με τόσα χρόνια που έζησε στη μεγαλούπολη, σαν ψέμα τής φαινόταν η επιστροφή της. Εκεί διορίστηκε δασκάλα η Διαμαντίνα· στα χέρια της μεγάλωσαν γενιές παιδιών. Ήταν το επάγγελμα που ονειρεύτηκε από μικρή, γι’ αυτό του αφιερώθηκε με αγάπη. Απ’ τις αρχές δυο πράγματα την ενοχλούσαν: το γκρίζο που επικρατούσε και η αποξένωση. Στην εξοχή οι εκδρομές της με το σταγονόμετρο, οι καλημέρες των ανθρώπων μετρημένες. Μα την κατέκλυσε το πάθος για διδασκαλία κι αντικατέστησε τον ήλιο με τα παιδικά χαμόγελα.

Στο βάθος, ήλπιζε ότι, σαν έφτανε στη σύνταξη, θα έπαιρνε το δρόμο για τα πατρογονικά της. Και τώρα να τη, να αποζητάει με λαχτάρα τις ομορφιές που είχε στερηθεί. Θες από τύχη, θες από επιλογή, είχε απομείνει μόνη στη ζωή της· λόγος δεν έπεφτε για κείνη σε κανέναν, και έτσι πήρε την απόφαση εύκολα.

Η επαφή της με τη φύση την τροφοδοτούσε, της έδινε ζωντάνια, δύναμη. Ανέπνεε τη δροσιά του πρωινού, μύριζε το βρεγμένο χώμα, γοητευόταν με τα χρώματα της δύσης, ξανάβλεπε τον ουρανό ολόκληρο.

Η δυσκολία ήταν με τους συντοπίτες της· συμπεριφέρονταν όπως οι άνθρωποι της πόλης. Προσηλωμένοι μέρα νύχτα στις οθόνες, οι εξώπορτες ερμητικά κλειστές, σπανίως αντάμωνε πεζό στους περιπάτους της, οι περισσότεροι ξεμύτιζαν με τροχοφόρα. Πώς καταντήσαμε κι εδώ, συλλογιζόταν, σαν τα θηρία, μαντρωμένοι στα κλουβιά. Μήτε παιδιά δε βγαίνουν στους αυλόγυρους· παλιά, τη νύχτα μαζευόμαστε απ’ τα καντούνια.

Είδε καπνούς ν’ ανηφορίζουν στην πλαγιά, από τα λιόκλαρα που έκαιγαν τα τζάκια. Οι γερακίνες προσπαθούσαν να τους αποφύγουν κάνοντας επιδέξιους ελιγμούς. Το παγωμένο αεράκι σκόρπισε αρώματα μυρτιάς και σκίνου. Ο ήλιος γέρνει, έπιασε τη μέση της, νιώθω την υγρασία στα κόκαλά μου.

Με αργές κινήσεις έφτασε στην ντόπια κι έκοψε με πριόνι ένα κλαδί. Ήταν τεράστιο να το φορτωθεί στους ώμους της, συρτό θα το μετέφερε στο σπίτι. Στο άλλο χέρι κράταγε καλάθι γεμάτο φρούτα ώριμα της εποχής.

Τίναξε απ’ το πανωφόρι τα νερά κι άφησε τα παπούτσια της στα σκαλοπάτια. Θέλω γαλότσες, είπε στύβοντας τις κάλτσες της, δεν αστειεύεται το πούσι τέτοιες ώρες. Έπειτα γέμισε τον τενεκέ με χώμα και σήκωσε αγκομαχώντας την ελιά· την έμπηξε στο κέντρο του με προσοχή κι άρχισε να ετοιμάζει τα στολίδια. Για φάτνη έφτιαξε σπηλιά με πέτρες χορταριασμένες, απ’ τα ερείπια του σεισμού.

Νοικοκυρά, πού είσαι, έβγα όξω, στεκόταν στο πορτόνι η γειτόνισσα· ένα τσουρούλι άραμνο, να σε χαρώ, να κόψουμε το βράδυ την κουλούρα. Αλλού δεν εύρηκα, μου λείπει στο ματζέτο, έδεπα βγαίνει, απάνουθες στον όχτο σου. Του λόγου σου τι έκαμες, εμάωξες; Μην πάει κι εξαστόχησες τ’ αντέτι;

Έτοιμα τα ’χω, της απάντησε η Διαμαντίνα, μαζί με λάδι και κρασί για ράντισμα. Δεν τα ξεχνώ, Μαρίκα μου, τα έθιμα, ιδίως εκείνα που λαμπρύνουν τον πολιτισμό μας.

Αμή τη γλώσσα, της παραπονέθηκε, την αλησμόνησες και δεν’ ηξέρω όντις μιλώ αν καταλαβαίνεις. Μη νοιάζεσαι, τη διαβεβαίωσε, στο νου την έχω, είναι που δεν την άκουγα καιρό. Κόψε ό,τι θέλεις κι έλα μέσα να καθίσουμε· παραμονή Χριστούγεννα έχουμε απόψε.

Η Διαμαντίνα σέρβιρε στο πιάτο δυο τηγανίτες με σταφίδα και περίμενε.

Εύγε σου! θαύμασε η Μαρίκα μπαίνοντας· το δέντρο σου είναι τ’ ομορφύτερο απ’ ούλα. Ντόπια ελιά με κορωνέικο καρπό και γύρωθέ τση κρεμασμένες φλούδες: από νεράντζια, μανταρίνια και λεϊμόνια, μοσκοβολάει ολάκερο το πόρτεγο. Ρόιδα, κυδώνια, διαλεμένα μικρουλάκια, για να βασταίνει το κλαδί το βάρος τσου. Εκειό το άστρι στην κορφάδα του, από καλαμιές, σαν τον Αυγερινό φεγγοβολάει!

Καλά του τόπου μας, της χαμογέλασε, και τα τιμώ· εμείς στον κάμπο έχουμε τα περιβόλια. Αν ήμουν σε βουνό, θα ’βαζα κάστανα, αστέρια με πευκοβελόνες, βελανίδια.

Ευτά θα ήπρεπε, συμφώνησε η Μαρίκα, όσκε η φιότσα όπου σκαλώνει πλαστικά! Είσαι μαστόρισσα, κυρα-δασκάλα, με μυαλό, χαρά στα σκολιαρόπαιδα όπου είχες. Μίλιε, κυρά μου, και στ’ αγγόνια μου καμία βολά, τίποτσι από δαύτα δε νογάνε.

Αμή δύο κουτσούνια εμοστράρισες στη φάτνη σου; κοίταζε η γειτόνισσα με απορία· δίπλα στο δράκο η δρακού, δεν το ματάειδα, για ξήγα μου κι ευτούνο το λοιπό.

Είχα θυμώσει τελευταία, της εκμυστηρεύτηκε, κι είπα να βάλω μόνο κοριτσάκι. Οι άντρες φέρανε τον κόσμο άνω κάτω, πόλεμοι, βία, βάσανα, καταστροφές. Μ’ απογοητεύουν όσα βλέπουμε στην τηλεόραση, κι εκεί ακόμη που γεννήθηκε η αγάπη. Οι εικόνες θόλωσαν από το αίμα, τα γκρεμίδια, μαυρίζει η καρδιά, Μαρίκα μου. Χειρότεροι κι απ’ τον Ηρώδη γίναμε όλοι μας, σκοτώνουμε νεογέννητα, γυναίκες. Αλλού θερίζει η πείνα, η δυστυχία, το άδικο αναβράζει στον πλανήτη μας. Ο Χριστός μάς άφησε άλλες παρακαταθήκες, ειρήνη, αλληλεγγύη, πνευματικότητα. Η αλήθεια είναι ότι προδώσαμε το λόγο του και περισσότερο οι κρατούντες που αποφασίζουν.

Γι’ αυτό και πέρασε απ’ το μυαλό μου η κουτσούνα, μήπως αλλάξουν, έστω ελάχιστα, τα πράγματα. Έπειτα όμως που το ξανασκέφτηκα, μετάνιωσα· όλους το ίδιο μάς αλλοτριώνει η εξουσία.

Τι σου δομήθηκε, ψυχή μου, τη διέκοψε, πάλε μονόπαντη θα ήτονε η ζωή μας. Πούλιο καλύτερα όπου τσι απίθωσες αντάμα, κοντά κοντά αρσενικό και θηλυκό. Άμα γνωρίζουνται από τη φασκιά, συνοννογιούνται, εμείς από το αλάργα παραδέρνουμε. Περνάει κακό από το τσερβέλο του ενού; Έχεις ορπίδα ο διπλανός του να τον ορμηνέψει. Μήτε ο ένας μήτε ο άλλος μοναχός του· και οι δύο τσου αύριο να διαφεντεύουνε τον κόσμονε. Γυναίκες κι άντρες θα γυρέψουμε τα δίκια μας, σα μία γροθιά· ειδάλλως θα χαθούμε.

Κι εγώ σ’ αυτό κατέληξα, Μαρίκα μου, κουνούσε η Διαμαντίνα το κεφάλι· μα οι πολλές οι σκέψεις με μπερδέψανε, ενώ εσένα σε καθοδηγεί η φύση. Έχεις στην πλάτη σου σχεδόν έναν αιώνα και η ματιά σου είναι γνήσια, καθαρή.

Δεν πάνε οπίσω και οι φυλλάδες, τη συμπλήρωσε, σήμερις κι από σένανε μαθαίνω. Μεκάρι να ’βγανα πεντέξι τάξεις στο σκολειό μας, τσι κοπελούλες τότενες δε μας εστέρνανε.

Πάω καλιά μου, η καψερή, γιατί εσούρπωσε, σηκώθηκε η γειτόνισσα να φύγει. Θα μ’ ανιμένουνε οι δικοί μου βουρλισμένοι, μην πάρουνε τσι ρούγες, συφορέλια μου. Αυτό το πέταλο είναι από τ’ άλογο του νόνου σου; Βάρτο για γούρι αψηλά στο παρεθύρι· να μας-ε-φέρει ο καινούριος χρόνος υγεία, καλοσύνη και μυαλό. Α, και να κλεις το ξέπορτο τσι νύχτες· ετούτες οι εποχές είναι αλλιώτικες.

Χρόνια πολλά, την ξεπροβόδισε στην πόρτα, ό,τι καλό για τα παιδιά και τα εγγόνια σου. Και στα δικά σου τα παιδία, της ευχήθηκε, εσύ έχεις πολλά να καμαρώσεις.

Η γάτα παραφύλαγε στην είσοδο και, μόλις έφυγε η Μαρίκα, μπήκε μέσα· νιαούρισε παραπονιάρικα στη Διαμαντίνα και ύστερα στρογγυλοκάθισε στα πόδια της.

Έλα, την πήρε εκείνη αγκαλιά, να δούμε αν έβρασε στην κατσαρόλα η μπροκολίνα. Μένει να κάνουμε και το έθιμο για την κουλούρα· λες να σου τύχει φέτος το ηύρεμα; Πρόσεχε μόνο μη χαλάσεις τα στολίδια· πρώτη χρονιά στο σπιτικό μας, να ’σαι φρόνιμη.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Οι πιο αναγνώστες μας Αναγνώστες

Related Posts with Thumbnails