Ο εν Αθήναις Ζακυνθινός ποιητής Γιάννης Πομώνης ξαναχτύπησε! Αυτή τη φορά μ' "Ένα καρμπόν και δυο μαχαίρια", τη νέα του ποιητική συλλογή από τις εκδόσεις Οδυσσέας.
Ανέκαθεν με γοήτευαν οι σουρεαλιστικοί τρόποι έκφρασης (εν προκειμένω ο τίτλος), επειδή διασώζουν την παρθενικότητα της αυτόγραφης γραφής, με άλλα λόγια το καταγεγραμμένο πρωτεϊκό συναίσθημα αγεωγράφητο και αλώβητο από τις παρεμβάσεις του νου και των ιδιοτελειών του.
Τα νέα ποιήματα του Πομώνη -επτά μόνον ως προς τον αριθμό- απλώνονται στις δεκαέξι σελίδες του βιβλίου. Ποιός είπε όμως, ότι δεν αρκούν; Αν κάτι αναβιβάζει την Ποίηση στην πρωτοκαθεδρία του γραπτού λόγου είναι η συντομία και η πυκνότητά της. Εε, λοιπόν, ο ποιητής μας εδώ το κατορθώνει! Λέει λίγα και υπονοεί πολλά! Αυτοπεριορίζεται σε επτά ποιήματα, όμως είναι τόσο εύστοχα και καταλυτικά, ώστε δεν θα χρειάζονταν περισσότερα.
Αντιγράφω ένα από αυτά, ώστε να δει όποιος έχει μάτια και ν' ακούσουν οι φίλοι που διαθέτουν ώτα ευήκοα:
και με χιόνι, που το ψωμί λιγόστεψε
και το νερό, το ίδιο
ωσάν των συνειδήσεων σμίκρυνση
ο ήλιος φέτα ολοστρόγγυλη, ανήσυχη
που έπαψε ν' αγριεύει πια
θρηνούσανε οι λίμνες, τα ποτάμια
κι έπλεκε ελπίδες ο τρελός μονάχα
τα φίδια δεν χόρευαν πια, λικνιστικά
και τα λιοντάρια ήταν ακίνητα, ωσάν βαλσαμωμένα
κρυβόντουσαν οι απλοί, έντομα μικρά
και οι πολυσύνθετοι τις εξισώσεις μελετούσαν
προσομοιώσεις στα computer
-χρόνου χοάνη-
ενώ το κάλλος, ορφανό, φεγγοβολούσε
-κείνο π' απόμεινε-
μες στο λαγκάδι του καιρού, στου ζαρκαδιού το μάτι
του ζαρκαδιού που ' παιζε ζάρια
με τ' αύριο και το χθες.
1 σχόλιο:
μια καλησπέρα από μένα!
Δημοσίευση σχολίου