© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΕΝΘΕΤΑ. Ό,τι νεότερο εδώ!

Παρασκευή 11 Δεκεμβρίου 2009

Roy Hounsell, "The Papas and the Englishman. From Corfu to Zagoria"

[Yiannis Books, England , 2007, pp. 224, (introduction by John Waller), ISBN 978-0-9547887-3-5]

Η ταξιδιωτική λογοτεχνία είναι ο καλύτερος τρόπος για να ονειρευτεί κανείς τόπους και περιπέτειες. Όσο κι αν αυτό που σου προσφέρει έγκειται στην φερεγγυότητα (sic) της λογοτεχνίας, πάντα μα πάντα έχει την αλήθεια έστω κρυμμένη μέσα στον πυρήνα της. Πόσο μάλλον, όταν ξεκαθαρίζεται από την αρχή (σ. 5), ότι όλοι οι χαρακτήρες και φυσικά η γεωγραφία που ξετυλίγεται στο βιβλίο είναι απόλυτα αληθινοί. Τότε έχουμε να κάνουμε με ένα έργο βιωματικό και σαν τέτοιο δεν μπορεί παρά να τραβήξει την προσοχή του υποψιασμένου αναγνώστη.

Ο Roy Hounsell μετακόμισε μαζί με την γυναίκα του Effie, στις αρχές της δεκαετίας του '90, από την Κέρκυρα στο Κουκούλι, ένα Ηπειρώτικο Ζαγοροχώρι, αναζητώντας την αυθεντικότητα και τον ρομαντισμό που προσέφερε «τότε», η παρθένα από τον τουρισμό και την σύγχρονη ανάπτυξη περιοχή. Η εξάχρονη παραμονή του στην Κέρκυρα ήταν, θα έλεγε κανείς, η προετοιμασία για την απόλυτη έξοδό τους από τον χάρτη των γνωστών τουριστικών προορισμών. Εναλλακτικοί άνθρωποι, που η τόλμη τούς χαρακτηρίζει, ενώ ταυτόχρονα η αντίδραση απέναντι σε μια Κερκυραϊκή καθημερινότητα, που συνεχώς μεταβαλλόταν σε κακέκτυπο μιας τυπικής ευρωπαϊκής λουτρόπολης, τους οδηγεί στην αμφισβήτηση της πρώτης επιλογής τους. Παρόλα αυτά, χωρίς ιδιαίτερα παράπονα, κατάφεραν να προσαρμοστούν στην ελληνική πραγματικότητα και να επιβιώσουν επαγγελματικά, επιτρέποντας στον εαυτό τους μικρές πολυτέλειες, όπως κάποια ταξίδια.

Κορυφαίο αυτό στα Ζαγοροχώρια (σσ. 25–30), που τους χάρισε μιαν απόλυτη και απερίγραπτη ικανοποίηση, σαν να λέμε μαγεύτηκαν από τον τόπο (σ. 29). Αναζήτησαν λοιπόν και ύστερα από κάποιες αποτυχημένες προσπάθειες κατάφεραν να αγοράσουν, έναντι ενός μικρού ποσού για τα σημερινά δεδομένα (7000 λίρες Αγγλίας – σ. 42), ένα ετοιμόρροπο πετρόκτιστο σπίτι στο χωριό. Ο κλειδοκράτορας, οικοδόμος στο επάγγελμα, εμπιστευμένος του νόμιμου ιδιοκτήτη, γενειοφόρος, σύγχρονος στο ντύσιμο και ζεστά φιλόξενος άνθρωπος, είναι -όπως ανακαλύπτει και ο Εγγλέζος- ο παπάς του χωριού (σ. 43). Μετά τα διαδικαστικά, τα απόλυτα ελληνικά εμπόδια μιας απίστευτης γραφειοκρατίας και τις προετοιμασίες της μετακόμισης (σσ. 44–60), επιτέλους αρχίζει η συγκατοίκηση με τους ελάχιστους κατοίκους του ξεχασμένου, για την ελληνική πολιτεία, ορεινού χωριού. Ο παπάς με την εξαμελή οικογένειά του είναι κεντρικά πρόσωπα, η πλατεία του χωριού με το μοναδικό καφενείο και το μεγάλο δένδρο να δεσπόζει είναι το σκηνικό, ενώ η δράση ξετυλίγεται αναφορικά με τις προσπάθειες για την αναπαλαίωση και αναμόρφωση του πέτρινου κτίσματος (σσ. 61–78).

Αξιοπρόσεκτες είναι οι παρατηρήσεις του R. Hounsell σχετικά με τον ετήσιο κύκλο της καθημερινής ζωής στο Κουκούλι. Η ημέρα του ΟΧΙ, η συναναστροφή με τους βοσκούς του καλοκαιριού, η αναφορά στην ιστορία του τόπου - μέσα από την παράλληλη αποκάλυψη της προσωπικής ιστορίας των ελάχιστων κατοίκων, το τσίπουρο και οι ευεργετικές του επιδράσεις στην κοινωνικότητα, τα Χριστούγεννα και οι γιορτές που όσο κι αν τον απογοητεύουν αρχικά, συγκρίνοντάς τα με τα πολύφωτα και καταναλωτικά ευρωπαϊκά δεδομένα των μεγαλουπόλεων, καταλήγουν αποκαλυπτικά για τον συγγραφέα (σσ. 79-112). Ο ετήσιος κύκλος συνεχίζει από τη γιορτή της Πρωτοχρονιάς και τα Φώτα μέχρι τα ετήσια καλοκαιρινά πανηγύρια, που ομολογώ ότι παρουσιάζονται μοναδικά, χωρίς σεμνοτυφίες και δήθεν αλλά όλο φως χαρά και πολύ τσίπουρο (σσ. 182 – 189). Μικρές διαδρομές δημιουργούν το θέμα για συγγραφική αποτύπωση. Όλη η περιοχή, από τα Ιωάννινα (σσ. 189–195), το Μέτσοβο μέχρι την Κόνιτσα, γίνεται με παράλληλες νύξεις στην ιστορία και τη σύγχρονη ζωή (σσ. 113–132). Το Πάσχα με τα ελληνικά παραδοσιακά έθιμα (σσ. 132–139) από την οπτική του ξένου που σέβεται και συμμετέχει, η αναγέννηση της φύσης και η αναζωπύρωση των οικοδομικών εργασιών με την απαραίτητη παρουσία των οικονομικών μεταναστών (Αλβανών) με όλα τα θετικά και αρνητικά που επισυνάπτει (σσ. 148–152).

Σημειώνω ιδιαίτερα το μικρό οδοιπορικό του συγγραφέα στην Αλβανία (σσ. 196–204). Είναι απόλυτα ρεαλιστική και σπάνια θα έλεγα, μικρή διαδρομή (Κακαβιά–Αργυρόκαστρο). Πρόκειται για καταγραφή έντονα αληθινή με τα ματιά ενός Ευρωπαίου, σε μια χώρα που θυμίζει ότι μόλις βγήκε από ένα απόλυτα καταστροφικό πόλεμο. Ενδιαφέρον επίσης έχουν οι διαδρομές στο φαράγγι του Βίκου (σσ. 153–168), χωρίς να σημαίνει ότι σταματά η πλοκή του βιβλίου και ο κόπος είναι μια απλή γεωγραφική περιγραφή.

Παντού είναι παρόντες οι άνθρωποι του χωριού. Ο συγγραφέας παρατηρεί και αισθάνεται. Καταγράφει συναισθήματα, τρόπους, συνήθειες, στάσεις, συμπεριφορές. Δεν υποπίπτει όμως στο ατόπημα μιας ανούσιας και πρόχειρης λαογραφίας. Θέλει και είναι εκεί. Ζει το όνειρό του και το μοιράζεται με αυτούς που κατοικούν μαζί στο μέσον του ορεινού όγκου. Αναπτύσσει σχέσεις, κρίνει, συγκρούεται, κατανοεί και προπάντων αγαπά ξέροντας την έννοια και την ουσία της λέξης φιλία. Όσο κι αν ο τίτλος προδιαθέτει βαθυστόχαστες θεολογικές αναλύσεις και αντιπαραθέσεις δογμάτων, τούτο δεν υπάρχει πουθενά. Οι μόνες αναφορές γίνονται επιγραμματικά (σ. 90 και 175,6). Και ορθά, γιατί σκοπός δεν είναι ούτε η αποδοχή μα και ούτε η άρνηση της διαφορετικότητας. Ο παπά Κώστας παντού παραμένει αυτό που είναι. Ένας απλός άνθρωπος, που με σεβασμό υπηρετεί την πάτρια πίστη και ζει, όχι από τον μισθό του ιερέα Δ΄ κατηγορίας, αλλά κυρίως από τις οικοδομικές εργασίες και την οικιακή οικονομία. Ο συγγραφέας γι' αυτό τον σέβεται και τον αγαπά. Γιατί έχει έναν συνάνθρωπο απέναντί του που κατανοεί, που πίνει, που γελά, που απογοητεύει και απογοητεύεται, που χορεύει, που κουράζεται, που κρυώνει, που οδηγεί απαράδεκτα, που τσαντίζεται και απορρίπτει, που βασανίζεται να μεγαλώσει τέσσερα παιδιά, που είναι απέναντι στον επίσκοπο εικόνα φτώχειας μπροστά σε «dandy» (σ. 214), που κοιτά το ωραίο, που με μαστοριά απαράμιλλη χτίζει και σώνει τον πλούτο και την ομορφιά του τόπου του, όπως άλλωστε κάνει και ο συγγραφέας. Στο κάτω-κάτω μόνο «ο παπάς και ο Εγγλέζος» (σ. 218), υπηρετούν από καρδιάς αυτήν την ξεχασμένη κουκίδα στο χάρτη…


για την κριτική ανάγνωση
Δ. Γ. Μαγριπλής

Οι πιο αναγνώστες μας Αναγνώστες

Related Posts with Thumbnails