Φωτογραφίζει και γράφει ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΔΗΜΕΛΛΑΣ
Πριν τριάντα περίπου χρόνια το ζευγάρι ερωτοτροπούσε σε στενά σοκάκια της Αθήνας. Ανέμελες και ονειρικές στιγμές. Ούτε που περνούσε από το μυαλό το παιγνίδι του χρόνου. Άλλωστε, οι στιγμές δεν μας προετοιμάζουν για τα δύσκολα που πλησιάζουν και εμείς δεν πιστεύουμε ποτέ στο χειρότερο. Ελπίζουμε, μάταια τις πιο πολλές φορές, πως όλα δείχνουν ευτυχία.
Μα στην ιστορία μας το φύσημα του ανέμου αλλάζει. Η δεύτερη εγκυμοσύνη της μάνας φέρνει στην κόσμο ένα ξεχωριστό παιδί. Ένα πλασματάκι διαφορετικό. Ιδιαίτερο. Τόσο που η πακτομένη κοινωνία σε στερεότυπα το πετά από τη γέννηση του. Ξεχωριστό πλασματάκι σε μια κοινωνικά άχρωμη μάζα.
Σήμερα κλεισμένος στο σπίτι μακριά από την φουρτουνιασμένη κοινωνία που δεν θέλει, δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη του. Στέκεται κι αναρωτιέται. Μα εμείς δεν βλέπουμε πια τίποτε. Βιαζόμαστε να ακυρώσουμε τα ήδη αποτεφρωμένα όνειρα μας. Κι ενώ δεν είχαν καμμιά συμμετοχή στο φαγοπότι, ούτε κάν ακούσια, είναι οι πρώτες ομάδες που χτυπήθηκαν από την κατάρευση.
Περνάμε δύσκολα χρόνια, βεγγαλικά δεν φωτίζουν το πέρασμα μας, αλλά δικαιολογίες για την εγκατάληψη ξεχωριστών ομάδων δεν υπάρχουν. Αν κάτι θα ξεχωρίζει, ας είναι η αλληλεγγύη. Οι απώλειες ας είναι από εκείνους που μετέτρεψαν σε Τιτανικό την χώρα.
Πριν τριάντα περίπου χρόνια το ζευγάρι ερωτοτροπούσε σε στενά σοκάκια της Αθήνας. Ανέμελες και ονειρικές στιγμές. Ούτε που περνούσε από το μυαλό το παιγνίδι του χρόνου. Άλλωστε, οι στιγμές δεν μας προετοιμάζουν για τα δύσκολα που πλησιάζουν και εμείς δεν πιστεύουμε ποτέ στο χειρότερο. Ελπίζουμε, μάταια τις πιο πολλές φορές, πως όλα δείχνουν ευτυχία.
Στο δρόμο
αποφεύγουμε την σκληρή καθημερινή ανατροπή. Οι
ζητιάνοι απλώνουν το χέρι και αλλάζουν
την διαδρομή μας.
Οι ήρωες της
ιστορίας μας έκαμαν οικογένεια, έχτισαν σπιτικό με τις παραδοσιακές αξίες μας. Μητριαρχική
οικογένεια, ελληνική. Εκείνος δούλευε και ονειρευόταν να φέρει πιό πολλά στο
σπίτι.
Σε ένα σπίτι
γεμάτο ενέργεια και πάθος που δεν χωρούσε το δύστροπο, το στραβό, το
λάθος. Η σύζυγος στην
αρχή παθιασμένη με την καθαριότητα δεν άφηνε ούτε καν την σκόνη να εισβάλη στην
φωλιά τους. Κυριαρχούσε η υπερβολή, στις
μικρές μα και μεγάλες στιγμές.
Πρώτα ήρθε το
Μαράκι, η κόρη τους. Όμορφη, σαν την μάνα, μα με τα γεμάτα όγκο
χαρακτηριστικά του πατέρα. Όνειρα έδιναν
και έπαιρναν πάνω από το κρεβατάκι της μικρής. Ταξίδευαν κάθε
βράδυ στα χρόνια που η μικρούλα θα έπαιρνε επαίνους και βραβεία, μπα-λα-λίνα θα γίνω, έλεγε και ξανάλεγε,
έτσι είναι βλέπεις τα παιδιά του έρωτα, δίνουν μια πληρότητα μιαν ατέλειωτη
αρμονία.
Μα στην ιστορία μας το φύσημα του ανέμου αλλάζει. Η δεύτερη εγκυμοσύνη της μάνας φέρνει στην κόσμο ένα ξεχωριστό παιδί. Ένα πλασματάκι διαφορετικό. Ιδιαίτερο. Τόσο που η πακτομένη κοινωνία σε στερεότυπα το πετά από τη γέννηση του. Ξεχωριστό πλασματάκι σε μια κοινωνικά άχρωμη μάζα.
Δεν αμφέβαλε ούτε
στιγμή το ζευγάρι για το γιο τους. Θα τον έκαναν να λάμψει σε χρόνους που
τελειώνει το φως και γκριζάρει το λευκό.
Ο μικρός είναι διαφορετικός, ξεκινά την ζωή με
σύνδρομο ντάουν. Μέσα
στο σπίτι μαθαίνουν για τα νέα χαρίσματα που φέρνει ο γιός τους. Ένας μισθός
μένει πια στην τετραμελή φαμίλια αφού η μάνα διακόπτει την εργασία της για
αφοσιωθεί στον χαρισματικό Βασίλη.
Αποφασίζουν
γρήγορα να μην τον αφήσουν μακριά από την πραγματικότητα, ακολουθεί εκπαίδευση
σε δημόσιο σχολείο και προσπαθούν να τον εντάξουν στον ιστό της ήδη
ξεχαρβαλωμένης κοινωνιάς μας.
Τα χρόνια κυλούν,
σαν γαλλική αστυνομική ταινία. Γρήγορα μα και διψασμένα. Ο πιτσιρίκος
μεγαλώνει και αγαπά όλον τον κόσμο.Ο κόσμος τον αποφεύγει, κλείνει, καταβάζει
τα στόρια κάθε που τον νιώθει κοντά. Άλλοι τον
βαριούνται και άλλοι τον φοβούνται. Τι κι άν πάλεψε η μάνα κι ο πατέρας να τον
εντάξουν να του διδάξουν το περιβάλλον. Τι κι αν ήταν άργος, ήταν ένας
εξαιρετικός μαθητής.
Η άγνοια μάς μεταμορφώνει σε σκληρά τέρατα
προκατάληψης.
Σήμερα κλεισμένος στο σπίτι μακριά από την φουρτουνιασμένη κοινωνία που δεν θέλει, δεν αναγνωρίζει την ύπαρξη του. Στέκεται κι αναρωτιέται. Μα εμείς δεν βλέπουμε πια τίποτε. Βιαζόμαστε να ακυρώσουμε τα ήδη αποτεφρωμένα όνειρα μας. Κι ενώ δεν είχαν καμμιά συμμετοχή στο φαγοπότι, ούτε κάν ακούσια, είναι οι πρώτες ομάδες που χτυπήθηκαν από την κατάρευση.
Μα το σύστημα θα
μου πεις προφυλάσσει μοναχά τον εαυτό του. Οι υπόλοιποι,
εμείς, ας πορευτούμε στην μοίρα μας. Να εξασφαλίσουμε την επιβίωση με την δικιά
μας εφευρετικότητα και με εκπτώσεις. Μα το πλασματάκι που μόλις σας περιέγραψα
την ζωή του που έκανε λάθος και τώρα θα το πληρώσει;
Περνάμε δύσκολα χρόνια, βεγγαλικά δεν φωτίζουν το πέρασμα μας, αλλά δικαιολογίες για την εγκατάληψη ξεχωριστών ομάδων δεν υπάρχουν. Αν κάτι θα ξεχωρίζει, ας είναι η αλληλεγγύη. Οι απώλειες ας είναι από εκείνους που μετέτρεψαν σε Τιτανικό την χώρα.
Απελπισία, κατάρρευση,
καταστροφή. Ας μετασχηματίσουμε την καθημερινή μας πράξη τουλάχιστον με ένα
χαμόγελο, αυτό ας μην είναι γιαλαντζί.
*
Ο Βασίλης εξακολουθεί να ζεί στον Πειραιά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου