© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΕΝΘΕΤΑ. Ό,τι νεότερο εδώ!

Δευτέρα 17 Σεπτεμβρίου 2012

Εσύ, τι θέλεις να γράφει το μνήμα σου;

Γράφει ο ΜΑΝΩΛΗΣ ΔΗΜΕΛΛΑΣ

Έτρεμε και βαριανάσαινε, στα τελευταία του, ξαπλωμένος, ανήμπορος από τα γηρατειά, μα ευχαριστημένος. Το έβλεπες στα γέρικα τσιμπλιάρικα μάτια του, στην γλώσσα που μισοφαινόταν,  στο  επαναλαμβανόμενο τρέμουλο.
Ο δάσκαλος, ο Νικόλας, είχε μαζέψει το κυνηγόσκυλο πριν δεκαπέντε χρόνια. Μα το πάθος του για την εκπαίδευση των σκύλων ξεπερνούσε κάθε άλλη δουλειά που έκανε. Από μικρός ακόμη ντάντευε, φρόντιζε κουλούκια. Γκρίνιαζε η μάνα του, φώναζε ο πατέρας, μα από το ένα έμπαιναν κι από το άλλο αυτί έβγαιναν αυτές οι κουβέντες. Όμως δεν έχει σημασία τι έχουμε ζήσει, σημασία έχει τι έχει απομείνει στη μνήμη μας, απ’ όλο αυτό το περιδιάβασμα της ζωής.
Το σκυλί μέσα στο ξύλινο κασόνι, τυλιγμένο με μια παλιά μισομάλλινη κουβέρτα του στρατού, γκρι, από εκείνες που έστειλε η Αμερική βοήθεια με την απελευθέρωση. Το αφεντικό, ο δικός του άνθρωπος στο πλάι του, διαβάζει, διορθώνει, τις εκθέσεις των μαθητών του, μα δεν τον αφήνει λεπτό από τα μάτια του. Έτσι δένονται τα κορμιά, δένονται οι ψυχές, άλλα σώματα, δίποδα, τετράποδα δεν έχει ρόλο η σάρκα και τα κόκαλα, οι ψυχές είναι που βρίσκουν κάτι, λες η μυρωδιά τους, ίσως να κουμπώνουν σαν μοιραίο παζλ, μα σίγουρα κλειδώνουν με το άγγιγμα και σέρνει πιο κάτω και από τον Άδη η μια την άλλη.
Η δικιά μας ράτσα, ο Νικόλας, βρήκε το κουτάβι στο νησί του, την Κάρπαθο, αποκαμωμένο, ταλαιπωρημένο και φοβισμένο για  τους ανθρώπους που μέχρι τότε μόνο κακό του έκαναν. Ήταν η εποχή με τους κατακτητές, γύρω στο 1935, που στα γύρω μετόχια των Μενετών, στα ψηλά, στον Προφήτη Ηλία τριγυρνούσε το μικρό κουτάβι. Οι Ιταλοί φαντάροι στον ελεύθερο τους χρόνο εάν δεν έκαναν γλυκά μάτια σε καμιά Καρπαθιά, χαζολογούσαν στις καζάρμες τους. Μάζευαν τον αρσενικό ασπρόμαυρο σκύλο έδεναν ντενεκούδια, σκάτολες, στην ουρά του και με μια κλωτσά τον έστελνα στην κατηφόρα του βουνού, εκείνο με τον θόρυβο στα σκέλια κατέβαινε σαν ματωμένος σίφουνας την πλαγιά του βουνού.
Είχε γίνει ένα σωρό φορές το παιγνίδι, μέχρι που στοιχημάτιζαν για την ταχύτητα και τον δρόμο που θα πάρει τα μίζερα φανταράκια, ώσπου ένας νεαρός πήγε με το ματωμένο σκυλί αγκαλιά και ζήτησε να το κρατήσει. Ο Νικόλας πίστευε πως, αν τους έπαιρνε το ζώο δίχως να τους ρωτήσει, θα έβρισκε μπελάδες από τους κατά τα άλλα φιλήσυχους κατακτητές. Του το χάρισαν. Έτσι κι αλλιώς βαρέθηκαν την κακοποίηση του ίδιου ζώου. Στα τελευταία κατεβάσματα έδεναν μεγαλύτερο βάρος, περίμεναν κάπου ν’ απομείνει, να πεθάνει και να τελειώνουν με αυτό το παιγνιδάκι.
Στο σπίτι ο Νικόλας καμάρωνε για το μικρό κουλούκι, τον έπλυνε, τον ξετσιμπούρωσε, είχε τόσους ματάκους που γέμισε την αυλή με μικρές στάμπες, σαν κόκκινες βούλες στο τσιμέντο.  Ήρθε και η στιγμή να το βαφτίσει. Έψαχνε μερόνυχτα για το όνομα, ήθελε να είναι συμβολικό, ήθελε να δείχνει κάποιον νικητή, είχε και τους κατακτητές στο σβέρκο, σιχαινόταν τα σκυμμένα κεφάλια ο δάσκαλος.
Είναι μήνες τώρα που οι κατακτητές Ιταλοί παλεύουν την Αβησσυνία. Έχουν στείλει χιλιάδες στρατού, όπλα γυαλιστά, κράνη, μπαλάσκες. Αξιωματικοί με μουστάκια και λοφία, καλοξυρισμένα κεφάλια, απέναντι σ’ ένα στρατό με τόξα, βέλη λιγοστά, ξεχαρβαλωμένα ντουφέκια κι όμως τίποτε δεν καταφέρνουν. Μαθαίνουν τα νέα που ξεπέφτουν ξώφαλτσα στο νησί. Η επικοινωνία είναι μια δύσκολη υπόθεση για έναν τόπο που ζει  καθυστερημένα τις εξελίξεις.
Σε μια εφημερίδα προχτεσινών ειδήσεων ο Νικόλας διαβάζει και το όνομα του Βασιλιά της Αβησσυνίας: Νεγκούς. Του έκανε τόσο πολύ εντύπωση, που την ίδια στιγμή -είχε στα πόδια τον σκύλο- έκαμε και την βάφτιση.
Ο Νεγκούς και ο Νικόλας δέθηκαν! Ακόμη στέκουν δεμένοι, τσακίζουν, κάνουν τον χρόνο να πονά. Οι μήνες περνούσαν, μα το φοβισμένο σκυλί δεν έδειχνε χαρακτήρα, ούτε ικανότητες. Χάραμα με το φεγγάρι ξαπλωμένο και ξεκίνησαν γα ψάρεμα. Τη βάρκα στου γιαλού το κύμα, στον Αφιάρτη, την έριξαν μέσα και ξεκίνησαν για τ’ ανοιχτά, προς Κάσο μεριά. Με μπονατσαρισμένο, στρωμένο τον καιρό, το μυαλό στα παραγάδια και την πιθανότητα να χορτάσουν ψάρι ο Νεγκούς ξόμεινε πίσω. Το πήραν χαμπάρι όταν ανοιχτά από την πίσω μεριά του Αφιάρτη στον Αγριλαοπόταμο κι ενώ είχαν κάνει κάμποσο με το κουπί, τον είδαν πάνω στα βράχια να μην τους αφήνει στιγμή από τα μάτια του.
Στον γυρισμό είχε ξημερώσει για τα καλά. Είχαν δυο κουβάδες ψάρια, ούτε πολλά μα ούτε λίγα να πεις. Βρήκαν τον σκύλο να κοιμάται στα πατήματα της βάρκας, που είχαν ρίξει στην θάλασσα. Είχε κλωθογυρίσει όλο τον Αφιάρτη και γύρισε πάλι πίσω. Μπήκαν ψύλλοι στ’ αυτιά του δασκάλου. Δεν γίνεται να το κάμει ένα σκυλί όλο αυτό, εάν δεν έχει μύτη, μα έλα που ο Νεγκούς είναι ένας κόπρος, ούτε μάνα, ούτε πατέρας κυνηγός, άσημο, βασανισμένο και φτωχό κουλούκι.
Ξεκίνησε την εκπαίδευση ο Νικόλας, μα δεν ήθελε και πολύ ο Νεγκούς. Με μια ματιά, ένα κοίταγμα έβγαζε λαγούς, ξετρύπωνε πέρδικες και ορτύκια. Όπλο δεν επιτρεπόταν από τους Ιταλούς, μα δεν το είχε ανάγκη ο Νικόλας. Γυρνούσε στις Μενετές φορτωμένος θηράματα και με τον Νεγκούς να χαίρεται, να δείχνει την ευγνωμοσύνη του με όποιο τρόπο μπορούσε.
Τον δάσκαλο οι Ιταλοί τον απέλασαν, τον έδιωξαν από την Κάρπαθο. Δεν ασπάστηκε τις φιλοδοξίες τους, δεν ακολούθησε την απόφαση με την οποία έκαναν επίσημη γλώσσα την Ιταλική. Ανέβηκε με την οικογένειά του στην Αθήνα, στον Πειραιά, όπως σχεδόν όλοι οι Καρπάθιοι, οι νησιώτες που θέλουν η θάλασσα να βρέχει τον κάμπο των ματιών τους. Η φαμίλια του Νικόλα και ο Νεγκούς, ο μικρόσωμος μαυρόασπρος σκύλος, ήταν δίπλα στον γιο και την κόρη του δασκάλου, το τρίτο του παιδί.
Το σπιτάκι στον Περαία μικρό, άβολο. Δεν χόρταιναν τόπο τα παιδιά. Πού να σταθεί και το σκυλί. Το μάζεψε αγκαλιά και το πήρε στον αδερφό του, στην Πεντέλη. Εκεί θα έχει την άπλα του, σκεφτόταν ο δάσκαλος, εκεί θα κυνηγά, θα χαίρεται τη ζωή, τουλάχιστον ο Νεγκούς δεν θα υποφέρει όπως εμείς.
Με αυτές τις σκέψεις το σκυλί ξώμεινε στα νταμάρια του Διονύσου, ενώ ο Νικόλας ήταν Κυριακή απόβραδο, γυρνούσε στον Πειραιά, είχε μάθημα στο σχολείο την επομένη το πρωί, μα όρεξη δεν υπήρχε, έχασε το ένα του παιδί, έχασε τον πιο πολυλογά  σύντροφο του.
Οι μήνες περνούσαν στην συμπρωτεύουσα με την φωνή της Βέμπο στα ραδιόφωνα να εμψυχώνει τον κοσμάκη, την Γερμανία να ετοιμάζεται να τα σαρώσει όλα και τον Νικόλα ν’ ανησυχεί για τον χαμένο Νεγκούς. Το σκυλί ήταν βδομάδες εξαφανισμένο και η αδιάφορη φωνή του αδερφού του, στο τηλέφωνο, τον εξόργισε ακόμη περισσότερο. Σαν ένα μικρό καταθλιπτικό επεισόδιο περνούσαν οι στιγμές του, αφού χρεωνόταν ξανά και ξανά, την ανοησία να εγκαταλείψει το σκυλί του.
Πάνω που όλα είχαν γίνει μαύρη μνήμη, πάνω που ξίνιζε με τ’ άλλα σκυλιά που συναντούσε και η άρνηση έπαιρνε σειρά στην ακολουθία της απώλειας, μες από το μάθημα της αριθμητικής στην Τετάρτη τάξη, στον πρώτο όροφο του Ζαννείου ορφανοτροφείου στον Πειραιά, είδε στον δρόμο έναν μαυρόασπρο αδυνατισμένο σκύλο, που έφερνε, έμοιαζε με τον Νεγκούς. Παράτησε το μάθημα, άφησε μια δύσκολη, άλυτη πράξη στον μαυροπίνακα κι έτρεξε στον δρόμο μην πιστεύοντας πως ήταν το παιδί του. Μα πώς θα μπορούσε να είναι ο Νεγκούς, να φύγει πριν από τρεις μήνες, να εξαφανιστεί από την Πεντέλη, ψηλά, από τον Διόνυσο και να περάσει, να διασχίσει όλη την πόλη, ολόκληρη την Αθήνα, για να καταλήξει στην άκρη του Πειραιά, στο Ζάννειο Ορφανοτροφείο, που ήταν δάσκαλος ο Νικόλας; Αδύνατον!...
Κι όμως ο Νεγκούς ήταν εκεί, το σκυλί που περπάτησε όλη την Αττική, δίχως να γνωρίζει, ούτε είχε ξαναβρεθεί στην πόλη, έφτασε στον δικό του, έφτασε στην αδελφή ψυχή του. Το πήρε αγκαλιά κλαίγοντας, μα δεν είναι το πνιχτό κλάμα του χωρισμού, είναι το παράξενο δάκρυ της ευτυχίας, εκείνης της στιγμής που νιώθεις όλο τον κόσμο δικό σου, που αγαπάς ό,τι αναπνέει, μα κι ό,τι θα μπορούσε να έχει ανάσα.
Τα επόμενα χρόνια ήταν μαύρα, όχι σαν τα τωρινά που είναι βαμμένα με καραμπογιά, εκείνα ήταν μαύρα από την απουσία χρωμάτων. Γερμανοί, πείνα, όλα στραβά και πνιγμένα, μα οι δυο τους δεν ξαναχώρισαν. Μαζί έβγαλαν την διαδρομή κι έφτασαν μέχρι αυτήν, την τελευταία στιγμή του Νεγκούς, που φεύγει πρώτος. Τα μάτια θολά, από το δάκρυ που κάνει να βγει, μα στέκεται παραμέσα, μοναχά για να θολώνει την όραση, για μην  αφήνει να δούμε τίποτε άλλο, παρά μόνο αυτό που γράφει το μυαλό σε όλες τις γωνιές του. Ο Νεγκούς πάλι  δόθηκε στον Νικόλα, αφιέρωσε ζωή και ψυχή, όλο του τον χρόνο, δεν αμφέβαλε ποτέ για τον άνθρωπό του. Από την πρώτη γνωριμία τους, το παράξενο τετράποδο έδεσε την ύπαρξή του πάνω στον δάσκαλο.
Έχουν γραφτεί και γράφονται ένα σωρό τέτοιες ιστορίες, άλλες μελό, άλλες φορτωμένες με περήφανα κυνηγάρικα σκυλιά, που όμως στο τέλος, ενδιαφέρουν μοναχά εκείνον που έζησε, εκείνον που μοιράστηκε την ανάσα του μέσα από μια υγρή μουσούδα.
Νεγκούς θα πει Βασιλιάς ή Βασιλιάς θα πει Νεγκούς; Δεν ξέρω πια, ούτε και θέλω να μάθω. Όταν μια σχέση έχει, όταν είναι, δεν την χωρίζουν χιλιόμετρα, ανόητοι φαντάροι, μοιραίες ημέρες, σκοτεινές νύχτες. Ούτε με το στανιό κοιτάς στα μάτια. Ο Νεγκούς έφυγε εκείνη τη νύχτα στα πόδια του Νικόλα, έσβησε με τη γλώσσα ζεστή, στα χέρια του δικού του, ευχαριστημένος, πλήρης. Έζησε μια ζωή αγάπης, με στιγμές πόνου, ανημπόριας, πείνας, μα είχε να τις μοιραστεί, είχε να λέει ιστορίες με τα μάτια και ν’ ακούει ακόμη περισσότερες, με τα μεγάλα μαύρα αυτιά του.
Ήξερε τι θα ήθελε να γράφει το μνήμα του, όπως και ο Νικόλας γνώριζε πως έχασε την μισή ψυχή του. Την έχασε, μα μοναχά από τα μάτια του, γιατί για όλο τον δικό του υπόλοιπο χρόνο, όταν στεκόταν σιωπηλός, όταν σταματούσε να χαζέψει μια τριανταφυλλιά, ένα αστέρι, το βουνό που έδειχνε χειμώνα, μιλούσε στον Νεγκούς, του άγγιζε τρυφερά το νεύρο κάτω από τον λαιμό, του έλεγε να είναι ήσυχος. Ήξερε καλά κι εκείνος τι θα έγραφε στο δικό του μνήμα.

*** Από μια κουβέντα μας με τον Ηλία Χαλκιά, που ακόμα μελετά τον Νικόλα, τον πατέρα του, και βουρκώνει.

1 σχόλιο:

Μαρία Σ είπε...

Πολύ συγκινητικό.
Και πως να μην είναι αφού είναι πραγματικό!!

Οι πιο αναγνώστες μας Αναγνώστες

Related Posts with Thumbnails