Το Μουσείο Μπενάκη και η Εταιρία Κοινωνικού Έργου και Πολιτισμού (ΕΚΕΠ) παρουσιάζουν το πρωτότυπο αρθρωτό έργο του Χρήστου Μποκόρου με τον τίτλο «1821, η γιορτή», στον εκθεσιακό χώρο του Μουσείου Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού.
Η έκθεση «Χρήστος Μποκόρος 1821, η γιορτή» πραγματοποιείται με την υποστήριξη του Ιδρύματος Μποδοσάκη. Την επιμέλεια της έκθεσης έχουν οι Κωνσταντίνος Παπαχρίστου (Μουσείο Μπενάκη) και Μάνος Δημητρακόπουλος (ΕΚΕΠ). Η έκθεση πραγματοποιείται στο πλαίσιο της Πρωτοβουλίας 1821-2021, αποτέλεσμα της συνεργασίας 15 Ιδρυμάτων και της Εθνικής Τράπεζας για τον εορτασμό των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση.
Tα έργα δημιουργήθηκαν ειδικά για την επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση και παρουσιάζονται για πρώτη φορά στο κοινό. Είναι φτιαγμένα πάνω σε υφάσματα και ξύλα. Συνιστούν «ξεχείλισμα της ψυχής» του ζωγράφου, είναι ο δικός του φόρος τιμής στο «Κοινό και το Κύριο».
Η έκθεση συνοδεύεται από αναλυτικό κατάλογο, ο οποίος θα κυκλοφορήσει σύντομα.
Παράλληλα, κατά τη διάρκειά της θα παραχθεί σειρά video με προσκεκλημένους από πανεπιστημιακά ιδρύματα και ερευνητικά κέντρα, οι οποίοι θα επιλέξουν να μιλήσουν για έργο της έκθεσης.
Οι ομιλίες θα είναι διαθέσιμες στο BLOD – Bodossaki Lectures on Demand (www.blod.gr) και στο κανάλι του Μουσείου Μπενάκη στο youtube (www.youtube.com) σε συγκεκριμένες ημερομηνίες που θα ανακοινωθούν σύντομα.
Οι ομιλητές –κατά αλφαβητική σειρά– με τον τίτλο της παρουσίασής τους και το έργο επιλογής τους είναι οι εξής:
ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΗ
Ο Χρήστος Μποκόρος γεννήθηκε το 1956 στο Αγρίνιο. Εκεί έζησε τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια. Έφυγε δεκαεννέα χρονών για να σπουδάσει Νομικά στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης, στην Κομοτηνή (1975-1979). Μετά τις σπουδές του Δικαίου κι ένα μεσοδιάστημα αναποφάσιστου προβληματισμού, βρέθηκε στη Ανώτατη Σχολή των Καλών Τεχνών της Αθήνας (1983-1989). Ζωγράφιζε από παιδί, άρχισε να εκθέτει στη δεκαετία του ’80. Στο εργαστήριο της οδού Καλλιδρομίου, στον λόφο του Στρέφη, έγιναν τα έργα της μαθητείας στο πραγματικό. Τη δεκαετία του ’90 στην οδό Αριστοδήμου, στον Λυκαβηττό, αποπειράται να εικονοποιήσει την κοινή μνήμη και πειρασμούς του αoράτου, το φως και το σκοτάδι. Μετά το 2000 κατεβαίνει στην Καστέλλα όπου ζει και εργάζεται έκτοτε. Το 2004, με το Αδιάβαστο Δάσος, άγγιξε το αγκάθι της Εθνικής Αντίστασης και του Εμφυλίου. Το 2013 παρουσίασε τα στοιχειώδη στο Μουσείο Μπενάκη Πειραιώς, προτείνοντας μια λιτή ευημερία, μια επανεύρεση του μέτρου στην καθημερινή μας ζωή και το 2016 τις όψεις αδήλων, μια αναδρομική έκθεση έργων της τριαντάχρονης πορείας του. Δύο αιώνες μετά τον ξεσηκωμό του 1821, επανέρχεται στο Μουσείο Μπενάκη Ελληνικού Πολιτισμού με τη γιορτή.
Γράφει ο Χρήστος Μποκόρος:
Έξω, απέναντι απ’ την είσοδο της αίθουσας, έντεκα ξύλα από γεφύρια των βουνών, οριζόντια, ντυμένα με πανιά, μεγάλη γαλανόλευκη σημαία, διαρρηγμένη από κόκκινα φωτεινά χρυσά. Αίμα; Μια αυλή παλιά είχα στον νου μου μ’ ασβέστη και λουλάκι φροντισμένη, άνοιξη ηλιόλουστη κι όλα ανθισμένα, χαρά Θεού.
Μπαίνοντας από στενεμένο διάδρομο ν’ απλώνεται στους τρεις τοίχους, ζωφόρος, η γιορτή, ένα μακρύ τραπέζι σε σχήμα πι, φτιαγμένο σαν από πολλά μικρότερα, άνισα μεταξύ τους, σκεπασμένα με τραπεζομάντηλα κυρίως λευκά αλλά όχι ίδια, πολυκαιρισμένα, λερωμένα πια, σαν να ’χε φέρει καθένας το δικό του, οι φίλοι, οι συγγενείς, η γειτονιά, η πατρίδα όλη…
Στο βάθος της αίθουσας ψηλά, πάνω απ’ την κεφαλή του τραπεζιού, η δόξα μονάχη, μαυροφόρα, η αγκαλιά της δαφνόφυλλα, να ραίνει από ψηλά το άδειο κενό, τη λεκιασμένην ερημιά μπροστά της.
Πιο χαμηλά μπροστά της το τραπέζι, σαν αγκαλιά ανοιγμένη, να μας χωράει όλους στο κενό που μένει, στις θέσεις των ηρώων δαφνόφυλλα, της δόξας σκορπισμένα, αραιά, να νιώθεις εκεί ανάμεσα ότι κάτι άλλο λείπει.
Το αρνάκι όρθιο στην κορυφή του τραπεζιού, μπαίνει διστακτικό από δεξιά και μας κοιτά, κάπου απέναντί του το μαχαίρι, φονικό, σημάδι του ξεσηκωμού και της θυσίας και πίσω, για να τους βλέπεις βγαίνοντας, δεξιά κι αριστερά, σαν τα εικονίσματα ψηλά, ο Αρματολός κι ο Κόντες.
Ο Γιώργης Καραϊσκάκης, διερχόμενος όσες σκοτεινές ατραπούς τον ανάγκασαν οι ματωμένες κι άστατες δυσκολίες του ασήκωτου καιρού του, ρωτώντας τον ποῦτζον του και βαρώντας καταπώς του ’κοβε τουμπερλέκια και τρουμπέτες, κατέλειπε στην καταχνιά της ιστορίας φως ανεξέλεγκτο αντίστασης κι ελευθερίας…
Ο ανελλήνιστος εθνικός μας ποιητής, Διονύσιος Σολωμός, μάζευε μεροκάματο τις ομιλίες π’ άκουγε γύρω του κι οικονομούσε λέξεις ν’ αρθρώσει γλώσσα ικανή να πει το απερίγραπτο η ψυχή, την αγωνία του αγώνα και τη λαχτάρα, κατέλειπε σπαράγματα πόθου και πόνου αβάσταγου. Δεν είχε, λέει, άλλο στον νου του πάρεξ ἐλευθερία καὶ γλώσσα…
Πολέμαρχος και ποιητής, σύμβολα αμφότεροι λαμπρά της έγνοιας και του κόπου πολλών άλλων αφανών, πήρανε πάνω τους την ευθύνη ανάστασης του Γένους, την κάναν έργο και μείνανε σποράκια φωτεινά στις ερημιές να μας ανοιγοκλείνουν πού και πού το μάτι σ’ απόμερα περάσματα ελευθερίας του νου, κρατήματα ψυχής ορθής στην κόψη της ζωής και του θανάτου…
OΤΑΝ ΠΡΩΤΑΡΧΙΣΑ ΝΑ ΔΟΥΛΕΥΩ γι’ αυτήν την έκθεση είχε κατασταλάξει στον νου μου η ιδέα καθαρή και ολοκληρωμένη –έτσι νόμιζα– αλλά το έργο ούτε αρχή ούτε τέλος έχει, ακόμα γίνεται, κουβάρι μπερδεμένο που όλο λύνεται, άλλη κλωστή τραβάω κι άλλη βγαίνει και όλο κόμπους συναντώ, να πλέκω κομποσκοίνι, ν’ αναμετρώ το έχειν μου με την κοινή μας μοίρα, μα ούτε λογαριασμός σωστός ούτε και άκρη βγαίνει, κυκλοτερό το μπέρδεμα, πάντα σε αρχή με φέρνει, και με το λίγο και με το πολύ, το νόημα ίδιο μένει. Ελευθερία ή Θάνατος… Κι η απόφαση στην κόψη μάς προσμένει… τοῦ σπαθιοῦ τὴν τρομερή.
Πληθαίναν τα πορτραίτα του Σολωμού και του Καραϊσκάκη, πάλευαν μέσα μου ανατροπές και εξεγέρσεις και πού να βρω το ιδανικό εκείνο πρόσωπο που μου ’γνεφε όταν έκλεινα τα μάτια; Γίναν τα έργα με τα χτένια να υφάνουνε το φως και το σκοτάδι, ήρθε μετά και η σκιά των αφανών, έκανα το κόκκινο για το αίμα, μαύρο για το σκοτάδι και χρυσοστιλβωμένο για το φως, στένευε ο χρόνος, ξεράθηκαν και τα δαφνόφυλλα που είχα να βλέπω για να τα ζωγραφίσω στα πανιά, τα ’ριξα εντέλει πάνω τους, τα κόλλησα κι ανέβαινε στο τρίψιμο ένδοξο το άρωμά τους, σαν να μου λέγαν: εδώ είναι που ξεκίνησες, να ’μαστε πάλι στο άρωμα απ’ τα κλαδιά της δάφνης που έκοβες ανθισμένα στ’ Άγραφα, πέρσι την άνοιξη, θυμάσαι;
Θυμάμαι…
[culturenow.gr]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου