© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΕΝΘΕΤΑ. Ό,τι νεότερο εδώ!

Τετάρτη 2 Ιουνίου 2021

Το όνειρο της «παλιάς Ζακύνθου»

Γράφει ο Διονύσης Βίτσος*

Ευχαριστώ πολύ για την αναφορά με τίτλο «Η άλλη εικόνα του Ζάντε», στις 26.5.2021, του συνεργάτη σας κ. Μάκη Δραγώνα, στη συνέντευξή μου στην ΕΡΤ 2, καθώς επίσης και για όλα τα θετικά, που με επιείκεια μού επιδαψιλεύθηκαν σε αυτήν. Μου δίνει αφορμή για αυτά που γράφω πιο κάτω, τα οποία, εννοείται, πως κατ’ ουδένα τρόπο δεν αντανακλούν στο πρόσωπο του συντάκτη, τον οποίο άλλωστε δεν γνωρίζω προσωπικά, αλλά μόνο σε κάποιες από τις κοινές πεποιθήσεις της σημερινής Ζακύνθου, στις οποίες αναφέρεται.

Επικρατεί η άποψη ότι στην «Παλιά Ζάκυνθο» είχαμε να κάνουμε με έναν άλλο κόσμο, που ήταν η μέρα με τη νύχτα σε σχέση με τη σημερινή. Ότι τότε ήταν όλα ανθηρά, μαγευτικά, πνευματικά και καλλιτεχνικά, που τα χάσαμε και «φοβούμαστε πως δεν θα τα ξαναπάρουμε πίσω», όπως αναφέρει και ο κ. Δραγώνας.

Να δούμε, λοιπόν, πρώτα για ποια «Παλιά Ζάκυνθο» μιλάμε; Γιατί διαφορετική ήταν η κοινωνία της Ζακύνθου το 1485, όταν περιήλθε οριστικά στους Βενετσιάνους , διαφορετική το 1797, όταν οι Βενετσιάνοι έφυγαν κι ήλθαν οι Γάλλοι και οι Άγγλοι, και διαφορετική το 1864, όταν ενώθηκε με την Ελλάδα. Συνήθως σήμερα, όταν λέμε «Παλιά Ζάκυνθος», εννοούμε την Ζάκυνθο από τον 19ο αιώνα μέχρι το 1953 μόνο. Τι γινόταν πριν λίγοι ξέρουν και λίγοι νοσταλγούν.

Ας πάρουμε το υπ’ αριθμό ένα ταμπού της «Παλιάς Ζακύνθου»: Τότε είχαμε Θέατρο και είχαμε και Όπερα. Φυσικό δεν είναι; Τότε είχαμε πολιτισμικές επιρροές εκ Δυσμών. Τώρα που έχουμε τις επιρροές εξ Ανατολών, όπου ανθεί η μουσική που ξέρουμε όλοι ότι ανθεί, έχουμε κι εμείς αυτήν την ίδια μουσική για να διασκεδάζουμε.

Ας σκεφτούμε επίσης ότι το τότε το κοινό του Θεάτρου και της Όπερας ήταν πλούσιοι και φτωχοί, εκείνοι που μπορούσαν να πάρουν θεωρείο, εκείνοι που μπορούσαν να καθίσουν στην πλατεία και εκείνοι που σε όλη του τη ζωή το μόνο που θα κατόρθωναν είναι να ακούσουν από τη γαλαρία, όπου πολλές φορές τρύπωναν και λάθρα.

Σήμερα δεν την έχουμε αυτή τη διάκριση και είναι πρόοδος. Έχουμε όμως και το «Φώσκολο» που, εκτός από την εν γένει ποιότητα της δραστηριότητάς του, πολλές φορές με την τεχνολογία μάς έχει μεταφέρει να δούμε παράσταση μέχρι και τη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης. Και έχει γεμάτα τα καθίσματα. Εμείς όμως νοσταλγούμε τα άγνωστά μας παλιά —κι ας τα έχουμε μόνο ακουστά— και θέλουμε να τον κλείσουμε! Για τον σπουδαίο λόγο ότι είναι, λέει, κακό να βγάζει ο θεατρώνης και από φυστίκια και τους φρέντο του μπαρ. Τη στιγμή που θα έπρεπε να τον παραχωρήσουμε το Φώσκολο χωρίς καν νοίκι στον Άγγελο Πυριόχο για να τον λειτουργεί όπως τον λειτουργεί. Γιατί αν πάει σε άλλα χέρια, —και πού να ξαναβρείς την τρέλα και την πείρα του Πυριόχου;— πόσο μάλλον σε υπάλληλους του Δήμου, είναι παραπάνω από βέβαιο πως αυτά που θα δείχνει, όποτε θα δείχνει, δεν θα βλέπονται κυριολεκτικά και μεταφορικά. Ξέρουμε από το παρελθόν, το πρόσφατο αυτή τη φορά.

Να φέρουμε λοιπόν πίσω την «Παλιά ονειρεμένη Ζάκυνθο που χάθηκε για πάντα». Ποιας εποχής δηλαδή; Τότε που ο κόντε- Ταμπακιέρης, πατέρας του Σολωμού, (που τον έκανε όπως και τον αδελφό του ως εξώγαμα με την ανήλικη υπηρέτρια μάνα τους), ήταν ο μεγαλύτερος τοκογλύφος του νησιού, και, πάντως , όχι ο μόνος; Τότε που ο μεγαλύτερος πειρατής στη Μεσόγειο (αρπαγές, σκοτωμοί, δουλεμπόριο κ.λ.π) ήταν, κατά το Ρώμα τουλάχιστον, ο Σιγούρος, ο πατέρας του Αγίου Διονυσίου, που το καυχιόταν κιόλας έχοντας βάλει το οικόσημό του ένα αρπαχτικό γεράκι; Τότε που τα «μούλικα» γέμιζαν, εγκαταλελειμμένα, τα σπιτάλια; Τότε που η πρώτη κουβέντα του ζακυθινού μόλις ξυπνούσε το πρωί ήταν να ρωτήσει «πόσοι είναι σήμερα οι σκοτωμένοι» από τους σέμπρους/ μπράβους κατά τη διάρκεια της νύχτας; Τότε που ο κόντες, αφού έχτιζε τους εχθρούς τους στα υπόγεια του Ντομινικάλε του, έφευγε για να πάει ψώνια στις 2-3 μαντενούτες που είχε σπιτωμένες στα τέσσερα σημεία τση Χώρας και στα εξώγαμα που είχαν κάνει μαζί του; Τότε που ο πατέρας της έκλεινε στο σπίτι πίσω από τη τζελουτζία την Ελισάβετ Μουτζάν- Μαρτινέγκου; Τότε που το λαθρεμπόριο του «μαύρου χρυσού» της εποχής, της σταφίδας, έδινε κι έπαιρνε από ζακυνθινούς στη Μεσόγειο; Τότε που στέλνανε τη ζώνη του Λουμπάρδου από τη Χώρα στα χωριά ως απαραίτητη προϋπόθεση για να έχει η λεχώνα καλή γέννα; Ή μήπως τότε, που ξέπεσε το αρχοντολόι, οπότε ο αστός, μέχρι πρότινος φτωχός, ο Τζώρτζης ο Πάπουζας, ο απατεώνας, εκβίαζε την κοντέσσα Βαλέραινα να του πουλήσει, ώστε να μπορεί ο ίδιος να το εμπορευθεί, το μυστικό του φάρμακου, που η ίδια και οι προηγούμενες κοντέσσες Βαλέραινες παρείχαν στον κόσμο αφιλοκερδώς.

Για ρωτήστε πώς πέρασαν τη ζωή τους για να μπορούμε εμείς σήμερα να είμαστε περήφανοι για το πέρασμά τους από την Ζάκυνθο, και να τους εξυμνούμε εκ των υστέρων οι ποιητάδες και οι τραγουδιστάδες και οι ζωγράφοι και οι συνθέτες και οι ιστορικοί συγγραφείς στην «Παλιά Ζάκυνθο»:

Ο Σολωμός κάτω από την πίεση της νοοτροπίας της εποχής του κατέληξε αλκοολικός στη Κέρκυρα. Ο Κάλβος έφυγε μακριά στην Αγγλία. Στον επιμελή, μα πάμφτωχο μαθητή Ούγκο Φώσκολο δεν βρέθηκε κανείς από αυτήν την πνευματικότατη και ευημερούσα κοινωνία να εξασφαλίσει ένα κερί για να μπορεί να διαβάζει και έπρεπε να πηγαίνει κάθε βράδυ να διαβάζει στο καντήλι της εκκλησίας της Οδηγήτριας. Ο Κονόμος ξέσπασε μια φορά στην Ζωή Μυλωνά: «Τρώτε σήμερα τσι μπριζόλες σας και κάνετε τους ιστορικούς μελετητές. Για ρωτείστε και εμάς!» Γιατί ο ίδιος έβγαλε τόσα βιβλία πληρώνοντάς τα από το μισθό του, και χαρίζοντάς τα, αφού κανείς δεν ήθελε να τα αγοράσει παρά τους επαίνους για την ιστορική του εργατικότητα. Το ίδιο και ο Λ. Χ. Ζώης. Με ένα μισθό! Αν πούμε δε για τους ιστορικούς Παναγιώτη Χιώτη και τον Σπ. Δεβιάζη, στους οποίους οφείλουμε σχεδόν όλα όσα γνωρίζουμε για την «Παλιά Ζάκυνθο», ο πρώτος γύριζε με τα πόδια τα χωριά για να κάνει κανένα μάθημα και να βγάζει κάτι για να τρώει, κρατώντας ένα αναμμένο φανάρι και φωνάζοντας «Είμαι ο δάσκαλος ο Χιώτης εκειός ο παλιομπανατιώτης» για να μην του επιτίθενται, ενώ ο δεύτερος ζούσε κατά καιρούς επίσης με ένα μισθό, όχι σίγουρον, γιατί πήγαινε ανάλογα ποιο κόμμα κέρδισε τις εκλογές, και άλλοτε χωρίς εισόδημα. Όσο δε για τα σπουδαία αρχεία του η «Παλιά Ζάκυνθος» τα άφησε στο Ιστορικό Αρχείο και τα φάγανε τα ποντίκια μέσα στα κουτιά τους. Οι σατιρικοί ποιητές (Κουτούζης, Κολώνια, Μισοπούλης κλπ.) έτρεχαν στις φυλακές ή και στα μοναστήρια από το ξύλο και τις μηνύσεις που έτρωγαν από τους ζακυνθινούς της «Παλιάς Ζακύνθου» που σατίριζαν. Όσο δε για τον πολυαγαπημένο Γιάννη Τσακασιάνο, ό,τι μαγαζί έκανε στην Ζάκυνθο οι ζακυνθινοί δεν του το στήριζαν και το έκλεινε, ούτε τα περιοδικά του στήριζαν, τα πανελλήνιας κυκλοφορίας. Τον ήθελαν μόνο για τα ποιήματα, τις καντάδες και τα αστεία του. Μέχρι που αναγκάστηκε να βάλει μέσον και να διοριστεί κι αυτός στο δημόσιο εκτός Ζακύνθου για να ζήσει τα παιδιά του.

Βλέπετε αυτή η ιδεατή Ζάκυνθος που χάσαμε και δεν ξέρουμε τι να γένουμε, να έχει πολλές διαφορές από τη σημερινή; Όχι και τόσο! Με τέτοιο, κοινωνικό DNA, τι περιμένουμε να είναι η σημερινή ζακυνθινή κοινωνία παρά κατ’ ουσίαν ίδια με την «Παλιά Ζάκυνθο»; Παραδοσιακότατη!

Η «Παλιά Ζάκυνθος» όπως και η σημερινή διαθέτουν ό,τι τους χρειάζεται. Η Ζάκυνθος σήμερα, όπως και στις άλλες εποχές της δεν διαθέτει όσα δεν θέλει, όσα δεν χρειάζεται. Τότε που ο κόσμος δεν είχε πώς να διασκεδάσει πήγαινε στα θέατρα και στην όπερα, έκανε βεγγέρες στης Νανάς και στην Μηλούλας το αρχοντικό και έπαιζε μενουέτα, έγραφε και απάγγελλε ποιήματα και σύχναζε στα δύο καζίνα. Ή ακόμα έκανε βόλτες πάνω κάτω στην Πλατεία Ρούγα μέχρι πρόσφατα, ή πήγαινε αν ήταν φτωχός στην ταβέρνα –μόνο οι άνδρες, οι γυναίκες μέσα στο σπίτι- να πιεί και να τραγουδήσει όσα άκουσε από το θίασο της ιταλικής όπερας, του ιταλικού θιάσου που είχε περάσει από το νησί ή όσα έγραψαν μέσα στο ίδιο κλίμα οι ντόπιοι συνθέτες του ή οι ανώνυμοι στην ταβέρνα πάνω σε στίχους που έκλεβε ο Λάμπρος από το Σολωμό. Αυτοί ήταν οι τρόποι για να ακούσει μουσική.

Τώρα με τους τόσους τρόπους αναπαραγωγής μουσικής και εικόνας με την σύγχρονη τεχνολογία όλα αυτά δεν τα χρειάζεται. Τότε ο ερωτευμένος έκανε καντάδες και σερενάδες στην αγαπημένη του, ενώ σήμερα στέλνει sms, που, όπως και να το κάνεις, είναι πιο ασφαλές, αφού δεν κινδυνεύει να φάει εξ ουρανού στο κεφάλι το κατρουγυάλι από το «ουράνιο πλάσμα» των ονείρων του. Άλλοτε είχε πέντε θερινούς κι άλλους τόσους χειμερινούς κινηματογράφους. Τώρα υπάρχει μόνον ένας, επειδή τους άλλους δεν τους χρειάζεται, γιατί ο καθένας μπορεί και βλέπει όποια ταινία θέλει μέσα στο σπίτι του, ανά πάσα στιγμή.

Όμως αυτό δεν σημαίνει πως ο πολιτισμός οπισθοδρόμησε. Πως άλλοτε η Ζάκυνθος ήταν πολιτισμένη και σήμερα όχι. Έχει ειπωθεί ήδη από τον 19ο αιώνα πως η μορφή μια κοινωνίας είναι αποτέλεσμα των εξελίξεων της Ιστορίας. Άλλο όμως η μορφή και άλλο η ποιότητά της.

Η Ζάκυνθος κάποτε έβγαζε κορυφαίες προσωπικότητες, ταλέντα πανελλήνια εμβέλειας, μερικές φορές και παγκόσμιας. Κι όντως: Η αγαθή τύχη της Ζακύνθου σε κάθε γενιά της στέλνει κάποια λίγα σχετικά ταλέντα, μα πανελλήνιας ή και παγκόσμιας εμβέλειας. Κι αυτά διατηρούν τη διαχρονική φήμη της ως νησιού του πολιτισμού. Ο Σολωμός, ο Ξενόπουλος, ο Καρρέρ διαμόρφωσαν όλον τον νεοελληνικό πολιτισμό. Ο Ρώμας άνοιξε νέες σελίδες στο μυθιστόρημα που ακόμα δεν έχουν αξιοποιηθεί και εκτιμηθεί. Και πάρα πολύ άλλοι. Σήμερα; Και σήμερα εξακολουθεί να βγάζει το ίδιο!

Σήμερα, που κλαίμε για την πνευματική κατάπτωση της Ζακύνθου, η καλή πλευρά του DNA της Ζακύνθου εκαξολουθεί να κάνει τη δουλειά του και σήμερα η Ζάκυνθος διαθέτει περισσότερους πνευματικούς ανθρώπους παρά ποτέ. Αν τους μετρήσουμε θα διαπιστώσουμε ότι σίγουρα δεν είμαστε φτωχότεροι από ό,τι προσεισμικά. Αναφέρω όσα ονόματα ζακυνθινών του πνεύματος, μόνο των γνωστών έξω από την Ζάκυνθο, μου έρχονται στο νου, κινδυνεύοντας να λησμονήσω αρκετούς: Τζένη Ρουσσέα, Τώνης Λυκουρέσης, οι διεθνούς φήμης τραγουδιστές της Όπερας Διονύσης Σούρμπης και Δήμος Φλεμοτόμος, η καθηγήτρια στη Βαρκελώνη Κλαίρη Σκανδάμη, οι μαέστροι Ιάκωβος Κονιτόπουλος και Στάθης Σούλης, οι σολίστες Δημήτρης Μαρίνος και Πέτρος Κλαμπάνης, οι δημοσιογράφοι Στάθης Τσαγκαρουσιάνος και Στάθης Χαικάλης, οι ηθοποιοί Κώστας Κόκλας, Θόδωρος Γράμψας, Κλέλια Ρένεση, Άγγελος Πυριόχος και Θοδωρής Καμπίτσης, οι εικαστικοί Μαρία Ρουσσέα, Κατερίνα Μαρούδα, Καλλιρρόη Μαρούδα, Μπάμπης Πυλαρινός, Στεφανία Στρούζα και Διονύσης Πάλμας, οι ιστορικοί Νίκος Κουρκουμέλης, Δημήτρης Αρβανιτάκης, Μαριετίνα Μινώτου και Μαριάννα Κολυβά, οι ιστορικοί της Τέχνης Τάκης Μαυρωτάς και Φώτης Παπαθανασίου, η θεατρολόγος Πηνελόπη Αβούρη, αλλά και οι συγγραφείς Νίκιας Λούντζης, Διονύσης Φλεμοτόμος, Διονύσης Σέρρας και π. Παναγιώτης Καποδίστριας, οι πρέσβεις Διονύσης Καλαμβρέζος, Χάρης Μάνεσης και Ηρακλής Ακτύπης. Για να πούμε μόνο τους διαπρεπείς καλλιτέχνες και συγγραφείς. Ούτε τους πανεπιστημιακούς, ούτε τους επιστήμονες. Και διαθέτουμε στο Μουσείο Σολωμού ένα site από όπου μπορεί ο καθένας που το επιθυμεί να προσεγγίσει ηλεκτρονικά από το σπίτι του, όπου κι αν ζει, τα σημαντικότερα ιστορικά δεδομένα του νησιού. Όπως επίσης εφημερίδες, περιοδικά, ραδιοφωνικούς σταθμούς και ένα τηλεοπτικό κανάλι που καλύπτει πάνω από τη μισή Ελλάδα.

Και το ερώτημα αντιστρέφεται: Έχουμε, όλοι εμείς που νοσταλγούμε το παρελθόν υπόψιν μας το έργο όλων αυτών των σημερινών εργατών του πολιτισμού; Επωφελούμαστε και διασκεδάζουμε με αυτό; Το διαδίδουμε συντελώντας έτσι στη πνευματική αναβάθμιση της σύγχρονης ζακυνθινής κοινωνίας; Το στηρίζουμε; Ή ζούμε στο ροζ σύννεφο της αναβίωσης του παρελθόντος, έτσι όπως το έχουμε εξειδανικεύσει στο ρομαντικό μυαλό μας καταπραΰνοντας τις όποιες ενοχές για τη ραθυμία μας; Γιατί είναι δουλειά του καθενός μας αυτό. Δεν μπορούμε να επαφιέμεθα στην ελπίδα της νεκρανάστασης των παλιών ζακυνθινών, ούτε στην ελπίδα βοήθειας από εξωγήινους. Πόσο μάλλον να λέμε «οι ζακυθινοί» και να εξαιρούμε τον εαυτό μας.

Το παρελθόν πρέπει να το γνωρίζουμε και να το καταγράφουμε με επιμονή κι ευλάβεια. Είναι πολύτιμη, πρωτοποριακή και επιστημονική η δουλειά που κάνουν οι «Τραγουδιστάδες της Ζάκυθος», ο Διονύσης Αρκαδιανός, ο Μαρίνος Γιαννούλης και όσοι τους στηρίζουν. Γιατί το παρελθόν θα αποτελέσει τον καταλύτη για το σημερινό και το μελλοντικό πολιτισμικό περιβάλλον. Το φέρουμε μέσα μας και από εκεί θα πυροδοτηθούν οι νέες εμπνεύσεις, τα νέα έργα, οι νέες ιδέες. Όπως ήδη γίνεται άλλωστε. Όλοι οι παραπάνω, μα όλοι, είναι γνώστες και λάτρεις του παρελθόντος, που, όχι μόνο τους εμποδίζει, αλλά και τους στηρίζει σε ό,τι σύγχρονο σε έκφραση και φόρμα επιχειρούν σήμερα.

Γιατί δεν ζουν και δεν δραστηριοποιούνται μέσα στην Ζάκυνθο; Μα γιατί άλλαξαν οι ιστορικές συνθήκες ήδη από την «Παλιά Ζάκυνθο» και η Ζάκυνθος πια δεν τους χωράει. Όπως δεν χωρούσε τον Ξενόπουλο, τον Ρώμα, τον Σιγούρο, τον Κονόμο κ.α, χωρίς αυτό να σημαίνει πως δεν αναδείχθηκαν σε κήρυκες του ζακυνθινού πολιτισμού. Σε αυτούς οφείλουμε, κυρίως, ό,τι ξέρουν οι άλλοι για τη Ζάκυνθο.

Μετά από όλα αυτά μπορεί να υποστηριχθεί σοβαρά πως υπάρχει ένδεια στο Πνευματικό χώρο της Ζακύνθου και στους ανθρώπους του; Μα και να το πει κανείς, υπάρχει ζωντανή η ζακυνθινή ιδιοσυγκρασία, η διάλεκτος, το ιδιότυτο χιούμορ, αλλά και η γοητευτικά σωβινιστική πεποίθηση πως «δεν είμαστε σαν τους άλλους»!

«Μα η πόλη είναι άθλια!».« Οι πολιτικοί είναι για τα σμπάρα! ». «Τα σκουπίδια μας πνίγουν!». «Το μορφωτικό επίπεδο των ιθυνόντων του τοπικού κράτους είναι για πατησίες!». « Ηθική δεν υπάρχει, ούτε και σεβασμός!». Έτσι είναι. Μόνο που αυτό δεν έχει να κάνει με τους πνευματικούς ανθρώπους. Σε όλο αυτό οι πνευματικοί άνθρωποι είναι αντίθετοι, πολέμιοι, αντίπαλοι και ταλαιπωρούμενοι, όχι αρωγοί. Οι άνθρωποι των Γραμμάτων και της Τέχνης και οι Πολιτευόμενοι είναι δύο διαφορετικοί κόσμοι!

Τα ίδια ήταν και στην «Παλιά Ζάκυνθο» Υπήρχαν, όπως είπαμε, και τότε οι σπουδαίοι του πνεύματος που υπέφεραν και πάσχιζαν να επιβιώσουν και υπήρχε και ο κομματικός φανατισμός που έκανε τα «φονικά στον Άμμο», ρουσφέτια, διορισμούς και καταχρήσεις.

Ή, για να πάμε στις πιο πρόσφατες εποχές της «Παλιάς Ζακύνθου» , τότε που παρακαλούσε ο κάθε ζακυθινός το «παιδί του Λαού» βουλευτή Μυριδάκη για να του κάμει «το θέλημα» προκειμένου να τον ψηφίσει προς δόξαν της Δημοκρατίας. Κι οι ζακυνθινοί τον αντάμειβαν με άφθονες ψήφους, ενώ ο Διονύσης Ρώμας ίσα που έβγαινε, όταν έβγαινε. Ας σταματήσουμε πριν από την Δικτατορία για να μην ξαναλέμε τα ίδια, αφού η πρακτική των σημερινών πολιτευομένων από εκείνη του Μυριδάκη ελάχιστα διαφέρει.

Το κατά πού θα αποκλίνει το μέλλον της Ζακύνθου δεν μπορεί να το κρίνει ούτε ο κρατικός μηχανισμός, ούτε η διανόηση. Το κρίνουν οι πολίτες, ομαδικά και χωριστά ένας -ένας ως εξής:

1. Αν γνωρίζουν πως δημοκρατία δεν είναι μια ψήφος κάθε τέσσερα χρόνια, αλλά η καθημερινή επαγρύπνηση, κριτική και αντίδραση.

2. Αν συνειδητοποιήσουν πως όπως κι ο λύκος έτσι κι ο πολιτικός γνώμη δεν αλλάζει, ώστε να μην ψηφίσουν ξανά τους διεφθαρμένους, τους ανίκανους και τους αναποτελεσματικούς.

3. Αν αφιερώσουν ένα μέρος της ζωής τους στην ανιδιοτελή, αφιλοκερδή πρωτοβουλία κοινωνικής προσφοράς σε κάποιο τομέα βελτίωσης του κοινωνικού επιπέδου ζωής τους, όπως κάνει ο Διονύσης Νικολόπουλος και οι συνεργάτες του.

Οι πολιτικάντηδες που ευθύνονται για το επίπεδο της καθημερινότητας του χώρου και της ζωής μας έχουν υιοθετήσει εδώ και σαράντα περίπου χρόνια μια μέθοδο αντιμετώπισης του πολίτη: Να τον αφήνουν να λέει μέχρι να σταματήσει. Και άμα λέει και ξαναλέει και φωνάζει στο τέλος τον παρουσιάζουν ως γραφικό.

Για αυτό όταν κάνουν πως δεν ακούνε θέλουν «κράξιμο», και υπάρχουν ράμματα για τη γούνα του καθενός, όπως όλοι γνωρίζουμε και συζητάμε στα καφέ και στα σαλόνια μας.

Αυτό είναι εκείνο που οφείλουμε στην Παλιά Ζάκυνθο, στο παρελθόν και σ το μέλλον της.


ΥΓ. Ως μάρτυρα για τα παραπάνω επικαλούμαι τον Γιάννη Τσακασιάνο, που καταντράπηκε, όταν επισκέφτηκε τη Ζάκυνθο ο Ιωάννης Καμπούρογλους, ζήτησε να αγοράσει ένα βιβλίο και βιβλιοπωλείο δεν υπήρχε! Σήμερα υπάρχουν πέντε-έξι και καλά!

Τότε δημοσίευσε στην εφημερίδα του το πιο κάτω ποίημά του. Ντράπηκε δε τόσο, που στη συνέχεια άνοιξε ο ίδιος ο Τσακασιάνος βιβλιοπωλείο. Μπήκε μέσα, έχασε τα λεφτά του και το έκλεισε.

ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΝ ΖΑΚΥΝΘΩ ΠΑΡΑΜΟΝΗΝ ΤΟΥ ΠΟΛΥΑΓΑΠΗΜΕΝΟΥ

ΦΙΛΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ Κ. ΚΑΜΠΟΥΡΟΓΛΟΥ

Για νάλθης ως στη Ζάκυνθο έκοψες τόσα μίλια,

Κι ενώ θαρρούσες πως θα βρεις λαγούς με πετραχήλια

Μες’ του Γουζέλη το νησί, στου Χάση το περβόλι,

Όπου βρωμούν οι Σολωμοί, κι οι Κάλβοι κι οι Φωσκόλοι,

Στον κλασικό ρομαντισμό, στην τόση μας σοφία,

Δεν βρήκες κι ένα μαγαζί που να πωλούν βιβλία!

Ώστε για μόνο ενθύμημα στην ακριβή σου χώρα,

Φυλλάδες μόνο σαν αυτή προσφέρουμε και φιόρα.

Μην τ’ αρνηθείς και το νησί που σ’ αγαπά χαιρέτα

Μ’ ένα γλυκό σου: «Έχετε γειά Σπουργίτες και μπουκέτα!»


*Ο Διονύσης Βίτσος είναι συγγραφέας και εκδότης (Εκδοτικός Οίκος “Περίπλους”).

πηγή: imerazante.gr 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Οι πιο αναγνώστες μας Αναγνώστες

Related Posts with Thumbnails