© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΕΝΘΕΤΑ. Ό,τι νεότερο εδώ!

Κυριακή 5 Σεπτεμβρίου 2021

Μίκη Θεοδωράκη: Η ΚΑΣΣΙΑΝΗ (1942), δύο Χερουβικά και "Σε υμνούμεν" [audio]

Ο Μίκης Θεοδωράκης, σε ηλικία 17 ετών έγραψε το πρώτο πολυφωνικό του έργο. Επρόκειτο για το λεγόμενο "τροπάριο της Κασσιανής" για τετράφωνη χορωδία.

Τη Μεγάλη Τρίτη του 1942 στην εκκλησία της Αγίας Βαρβάρας στην Τρίπολη έγινε η πρώτη δημόσια εκτέλεσή του. Μάλιστα επικράτησε σε διαγωνισμό μεταξύ... τριών εκδοχών του δοξαστικού της Κασσιανής, που εψάλησαν σε Ναούς της Τρίπολης.

Σαράντα χρόνια μετά ο Θεοδωράκης επέστρεψε στην Τρίπολη και προσέδωσε νέα πνοή στο έργο του, παρουσιάζοντάς το στον Ναό του Αγ. Βασιλείου, στις 27 Μαρτίου 1983.

Διαβάστε τι γράφει ο ίδιος ο Θεοδωράκης στην Αυτοβιογραφία του «Οι Δρόμοι του Αρχάγγελου» (τόμος Α΄), σχετικά την Κασσιανή του:

«Στα 1942, τη Μεγάλη Τρίτη, η Τριπολιτσά είχε αναστατωθεί από τη μάχη των τριών Κασσιανών, όπως την ονόμασαν. Το τύπωμα και το μοίρασμα διαφημιστικών προκηρύξεων, που προκάλεσε την παρέμβαση των αρχών κατοχής και ο αφορισμός από το δεσπότη του Γιάννη Κούρου με την απαγόρευση να δοθεί η «Κασσιανή» του στη μητρόπολη, προσέδωσε εκρηκτικό χαρακτήρα στην ατμόσφαιρα. Εκτός από τον Κούρο, ο καθηγητής μου κ. Παπασταθόπουλος είχε γράψει τη δική του «Κασσιανή», που θα την ερμήνευε ο ΜΟΤ (Μουσικός ‘Όμιλος Τριπόλεως) στον Προφήτη Ηλία, κι εγώ τη δική μου, που θα τη δίναμε στην Αγία Βαρβάρα. Ο Κούρος βρήκε τελικά κάποιο ξωκλήσι.

Το έργο του ήταν στηριγμένο στην Αρκαδική Μουσική, δηλαδή μια απλούστευση της βυζαντινής, δικής του επινοήσεως. Ο ίδιος ήταν καθηγητής ιχνογραφίας στο γυμνάσιο, δεξιός ψάλτης στον Αη-Βασίλη, τη μητρόπολη, και κυρίως μέγας τραγουδιστής, με ειδικότητα τα επιτραπέζια «κολοκοτρωναίικα», όπως είναι γνωστά. Πολύ ψηλός, ξερακιανός, θυμόσοφος, καλαμπουρτζής και γερό ποτήρι, αποτελούσε ένα ζωντανό θρύλο. Στην «Κασσιανή» του, στη φράση «ως εν τω Παραδείσω», είχε βάλει φωνές που έκαναν «τσίου-τσίου», δηλαδή τα πουλιά του Παραδείσου, πράγμα που έδινε χειροπιαστά την εικόνα και ίσως γι’ αυτήν την τόλμη ο δεσπότης τον αφόρισε: Δεδομένου ότι η βυζαντινή τέχνη θα πρέπει να παραμένει απογυμνωμένη από ειδωλολατρικά τερτίπια, όπως είναι τα «πουλάκια» ή τα μουσικά όργανα ή μια νέα αντίληψη για τη μελοποίηση, που να ξεφεύγει από τα ιερά πρότυπα και την παράδοση της εκκλησίας.

Η σύνθεση της δικής μου «Κασσιανής» έγινε στις αρχές του 1942. Τότε είχα μια δική μου τετράφωνη χορωδία στην Αγία Βαρβάρα, για το μέρος της Λειτουργίας. Έγραφα «Χερουβικά», «Σε υμνούμεν» και άλλα μέρη. Άρχισα τις πρόβες αμέσως. Κάθε φωνή ξεχωριστά. Έτσι κάθε μέρα δούλευα τέσσερις ώρες μόνο για τις φωνές. Ανακάλυψα και ένα θαυμάσιο βαρύτονο — ήταν μόνιμος επιλοχίας — για τον οποίο έγραψα ένα μεγάλο σόλο. Στη δική μας εκτέλεση, στην Αγία Βαρβάρα, χάρη στον πατέρα μου, ήρθαν οι αρχές της πόλης. Ο Παπανούτσος (σ.σ. ο Ευάγγελος, που ήταν τότε διευθυντής της Παιδαγωγικής Ακαδημίας) μας έφερε την ιντελιγκέντσια. Ο κόσμος πατείς με πατώ σε. Ψάλαμε από το γυναικωνίτη με μεγάλο τρακ και συγκίνηση. Ακόμα θυμάμαι το φάλτσο που έκανε ο Τάκης, που ως συνήθως τραγουδούσε πάντα λίγο χαμηλά. Τον είδα να τεντώνει το λαιμό του και είπα: «Τώρα θα το κάνει», και το έκανε. Αυτό έσπασε τη μαγεία της στιγμής. Ο Παπανούτσος, όλος χαρά, μας έσφιγγε τα χέρια στο προαύλιο της αυλής. Μετά και οι τρεις χορωδίες σμίξαμε σε μια υπόγεια ταβέρνα. Φάγαμε, ήπιαμε και, οι αθεόφοβοι, ψάλαμε και τις τρεις «Κασσιανές». Η συναυλία Μεϊντανή επαναλήφθηκε σε λίγο καιρό, σε κεντρικό κινηματογράφο.

Εκτός από το ελληνικό κοινό ήρθαν σχεδόν όλοι οι Ιταλοί αξιωματικοί, από τους οποίους ένας μουσικός-μαέστρος θέλησε να με γνωρίσει καλύτερα και παρακολουθούσε τις πρόβες της εκκλησιαστικής χορωδίας. Στον ίδιο κινηματογράφο, εκείνη την εποχή, παίχτηκε ένα γερμανικό φιλμ με φόντο την εκτέλεση της «Ένατης» του Μπετόβεν.  Θυμάμαι ακόμα το σκηνικό. Ένα μεγάλο χολ, με άσπρες μαρμάρινες σκάλες, γεμάτες γυναίκες και άντρες τραγουδιστές. Έχασα τα μυαλά μου.

Από την άλλη μέρα κιόλας σηκώθηκα στην τάξη και δήλωσα στον κ. Λυκάκη, το μαθηματικό, που με εκτιμούσε ξεχωριστά, γιατί ως τότε παρακολουθούσα με πάθος την άλγεβρα και την τριγωνομετρία (ως και για τη θεωρία της Σχετικότητας κουβεντιάζαμε μαζί) — και του λέω: «Επειδή δε θέλω να σας κοροϊδέψω, σας δηλώνω ότι από δω και στο εξής μ’ ενδιαφέρει μόνο η Μουσική. Αυτό το βιβλίο που κρατώ είναι βιβλίο Μουσικής. Κι εδώ θα διαβάζω τέτοια βιβλία. Τα μαθήματα του σχολείου δε μ’ ενδιαφέρουν. Ούτε τα μαθηματικά. Έρχομαι υποχρεωτικά. Αν θέλετε, μπορείτε να με αποβάλετε…».


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Οι πιο αναγνώστες μας Αναγνώστες

Related Posts with Thumbnails