Θεσμοί και Οργάνωση της “Ιονίου Εκκλησίας” (1817-1866)
Διάλεξη π. Ιωαννικίου Ζαμπέλη στο Μορφωτικό Κέντρο Λόγου Ενορίας Μπανάτου «Αληθώς»
[ π ε ρ ί λ η ψ η ]
Η διάλεξη διαπραγματεύεται τη θεσμική συγκρότηση της «Ιονίου Εκκλησίας», της αυτόνομης κατά τόπον Ορθόδοξης Εκκλησίας, η οποία διαμορφώθηκε και λειτούργησε με ιδιαίτερη θεσμική οργάνωση την περίοδο της «Βρετανικής Προστασίας» των «Ηνωμένων Κρατών των Ιονίων Νήσων» και συγκεκριμένα από τη θέσπιση του Ιονίου Συντάγματος το 1817 μέχρι την ένωση της Ιονίου Εκκλησίας με εκείνη της Ελλάδος το 1866 με την έκδοση του σχετικού Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου.
Η πολιτειοκρατική υφή του συστήματος σχέσεων Εκκλησίας - Πολιτείας στο Ιόνιο Κράτος την πεντηκονταετία 1817-1866 είχε οδηγήσει στην παραγωγή άφθονου υλικού. Έτσι, ο μεγάλος όγκος του νομοθετικού υλικού και των διοικητικών εγγράφων, που είναι αποθησαυρισμένα σήμερα στα ιστορικά αρχεία της Επτανήσου, αλλά και η εντατική καλλιέργεια της ιστοριογραφίας στα Ιόνια Νησιά έχουν καρποφορήσει εκτενέστατη σχετική βιβλιογραφία.
Η κοινή και ενιαία διοικητική οργάνωση του Ιονίου Κράτους, παρά την ομοσπονδιακή δομή του, μας επιτρέπει να προσεγγίζουμε το ιδιόμορφο εκκλησιαστικό θεσμικό φαινόμενο της Ιονίου Εκκλησίας συνολικά και αφαιρετικά, με πανιόνια προοπτική και χωρίς να εστιάζουμε σε μεμονωμένα νησιά ή σε αποσπασματικές πτυχές της ιστορικής διαδρομής της Ιονίου Εκκλησίας.
Στο πολιτισμικό σταυροδρόμι του Ιονίου Κράτους και της Εκκλησίας του συναντώνται και αναμετρώνται για πρώτη φορά η νεωτερική οπτική της εκκοσμικευμένης Δύσης με την Ανατολική Ορθόδοξη παράδοση της συναλληλίας, πριν ακόμη συγκρουστούν τα χρόνια της Βαυαροκρατίας βίαια και ηχηρά στο Βασίλειον της Ελλάδος με την αυτογνώμονα ανακήρυξη του Ελλαδικού Αυτοκεφάλου. Η Ιόνιος Εκκλησία λειτουργεί σε ανύποπτο χρόνο ως ένα ιστορικό προηγούμενο για την Εκκλησία της Ελλάδος με πρόσωπα - συγκοινωνούντα δοχεία και ενδιαφέροντες παραλληλισμούς.
Επισημαίνονται τα ζητήματα σχέσεων Εκκλησίας – Πολιτείας, το πρόβλημα της παράλληλης ισχύος και θρησκευτικών δικαιοδοτικών συστημάτων, προβληματισμοί στο πεδίο των διορθοδόξων σχέσεων που απασχολούν και την σημερινή πραγματικότητα. Και στην περίπτωση της Ιονίου Εκκλησίας απαντάται συχνάνομική επιχειρηματολογία παρεμφερής.
Σήμερα, βέβαια, μπορεί να αποτιμηθεί το ενδιαφέρον παράδειγμα της «Ιονίου Εκκλησίας» κριτικά σήμερα, μετά την ολοκλήρωση του ιστορικού της κύκλου.
Παραθέτουμε τα πλέον ενδιαφέροντα σημεία:
1. Πρόκειται για αυτόνομη κατά τόπον Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως διαμορφώθηκε και λειτούργησε με ιδιαίτερη θεσμική οργάνωση στα «Ηνωμένα Κράτη των Ιονίων Νήσων».
2. Αρχίζει με τη θέσπιση του Ιονίου Συντάγματος το 1817 και την κανονική συγκατάθεση του Οικουμενικού Πατριαρχείου με το σχετικό Πατριαρχικόν και Συνοδικόν Διατακτήριον Γράμμα του 1823. Λήγει με την έκδοση σχετικού Πατριαρχικού και Συνοδικού Τόμου για την ένωση της Ιονίου Εκκλησίας με εκείνη της Ελλάδος το 1866.
3. Διέπεται από ένα εκτεταμένο πλέγμα διατάξεων διαπλαστικών ή διαγνωστικών, με προέλευση είτε πολιτειακή είτε εκκλησιαστική. Η νομοθεσία αναγνωρίζει στις αρχές της Πολιτείας ευρύτατη δυνατότητα επέμβασης στα εσωτερικά της Ιονίου Εκκλησίας, έχοντας μάλιστα κυριαρχικό ρόλο στις διαδικασίες ανάδειξης των εκκλησιαστικών λειτουργών και ελέγχοντας διά της νομοθετικής οδού με κάθε λεπτομέρεια τα εκκλησιαστικά. Συνολικά, οι σχέσεις Εκκλησίας - Πολιτείας στο Ιόνιο Κράτος διαμορφώνεται στη βάση μιας απόλυτα πολιτειοκρατικής αντίληψης, με ασφυκτικό περιορισμό συρρικνωμένο το πεδίο αρμοδιότητας των εκκλησιαστικών λειτουργών στις αμιγώς «πνευματικές» υποθέσεις.
4. Βέβαια, και οι εκκλησιαστικοί λειτουργοί απολαμβάνουν προνόμια ή έχουν επιφορτισθεί καθήκοντα που σε ένα νεωτερικό κράτος θα ανήκαν στη δικαιοδοσία των κοσμικών αρχών (μισθοδοσία, δικαιοδοσία εκκλ. δικαστηρίων για ζητήματα γάμου, ο Έξαρχος μέλος της Γερουσίας, ληξιαρχικά καθήκοντα κ.ά.).
5. Αναφορικά με τη συνύπαρξη και την προστασία των θρησκευτικών κοινοτήτων, το ίδιο το Σύνταγμα καθιερώνει ένα πολυεπίπεδο σχήμα που αναγνωρίζει δύο «επικρατούσες θρησκείες» (Ανατολική Ορθόδοξη και «Ορθόδοξη» Αγγλικανική), καθεστώς «εξαιρετικής προστασίας» για τη Ρωμαιοκαθολική και απλή «ανεξιθρησκία» για κάθε άλλο θρήσκευμα -κυρίως την Εβραϊκή Κοινότητα. Με την καθιέρωση θετικών μέτρων ποινικής προστασίας, το προστατευόμενο δικαίωμα προσλαμβάνει αποχρώσεις θρησκευτικής ελευθερίας. Μάλιστα, ο συνταγματικός όρος «επικρατούσα θρησκεία» που επιβίωσε μέχρι σήμερα προέρχεται από τα Συντάγματα της «Επτανήσου Πολιτείας» και του Ιονίου Κράτους.
6. Με βάση τα καθιερωμένα κριτήρια του Κανονικού Δικαίου, είναι αδιαμφισβήτητη η κανονική εξάρτηση της Ιονίου Εκκλησίας από το Οικουμενικό Πατριαρχείο μέχρι και το 1866, παρά την ευρύτατη αυτονομία που απολαμβάνει. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο διατήρησε μέχρι τέλους το «ανώτατο πνευματικό δικαίωμα» επί της Ιονίου Εκκλησίας παρά τους σχεδιασμούς διαφόρων πολιτειακών παραγόντων για αυτογνώμονα αποκοπή της Ιονίου από την Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία στην κατεύθυνση της αυτοκεφαλίας, οι οποίες σχετίζονται με τις ιστορικές εξελίξεις του 19ου και 20ού αιώνα στον χώρο της Βαλκανικής και της Ανατολικής Ευρώπης (δηλ. τη γένεση των εθνικών κρατών και τη δημιουργία «εθνικών» Εκκλησιών).
7. Η διοικητική οργάνωση της Ιονίου Εκκλησίας διακρίνεται στην κεντρική, την Ιεραρχία της Ιονίου Εκκλησίας και στην περιφερειακή που περιλαμβάνει τους Ναούς, τους Εφημερίους και τις Μονές.
8. Τα κυριότερα όργανα διοικήσεως της Ιονίου Εκκλησίας είναι οι Ιεράρχες των επτά νησιών, με τον «Έξαρχο» σε πρωτεύοντα ρόλο. Χειροτονήθηκε «ένας Επίσκοπος για κάθε νησί», με σύσταση νέων επισκοπικών εδρών που αντιστοιχούσαν στη χωρική και οργανωτική διαίρεση του Ιονίου Κράτους. Έτσι, ιδρύθηκε η Μητρόπολη Ζακύνθου, ώστε να διαθέτουν Μητροπολίτες και τα τέσσερα μεγάλα νησιά, διατηρήθηκε η Αρχιεπισκοπή Κυθήρων και ιδρύθηκαν οι νέες Επισκοπές Ιθάκης και Παξών. Ενδιαφέρον έχει ακόμη η διαδικασία ανάδειξης των Ιεραρχών με τη διαδικασία της «κοινής εκλογής» από τη συνέλευση των κληρικών κάθε τοπικής Εκκλησίας, κατάλοιπο της βενετικής κυριαρχίας, με τις πολιτειακές αρχές να πρωτοστατούν σε κάθε στάδιο της διαδικασίας, διαθέτοντας μέχρι και δικαίωμα αρνησικυρίας της εκλογής. Ακολουθούσε όμως η θεραπεία της αντικανονικότητας με την «κανονική εκλογή» από τρεις Ιεράρχες με εντολή του Οικουμενικού Πατριαρχείου
9. Κάθε Ιεράρχης επικουρείται στο ποιμαντικό του έργο από την «Εκκλησιαστική Αυλή» της επαρχίας του, δηλαδή από τους «Εκκλησιαστικούς Αξιωματικούς» που συμμετείχαν στη σύνθεση του οικείου Εκκλησιαστικού Δικαστηρίου, τον Ιερογραμματέα, τον «Κανονικό Συνήγορο» κ.ά.
10. Αναφορικά με τους Ναούς και τις Μονές, διατηρείται η βενετικής προέλευσης διάκριση ανάμεσα στα όργανα της εσωτερικής – πνευματικής διοίκησης και της οικονομικής διαχείρισής τους. Οι ναοί της Ιονίου Εκκλησίας διακρίνονται σε «εκκλησίες κοινές» και σε «εκκλησίες μερικές» (di jus privato) που ανήκουν σε περιορισμένον αριθμητικά κύκλο προσώπων, χωρίς δικαίωμα κυριότητας επ’ αυτών, αλλά μόνο με ηθικής φύσεως προνόμια. Είναι οι λεγόμενοι «κτητορικοί» ναοί. Επίσης, οι «συναδελφότητες» και ο Μητροπολιτικός Ναός υπό την άμεση εξουσία του οικείου Ιεράρχη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου