«Στ' Όσιου Λουκά το μοναστήρι, απ' όσες
γυναίκες του Στειριού συμμαζευτήκαν
τον Eπιτάφιο να στολίσουν, κι όσες
μοιρολογήτρες ώσμε του Mεγάλου
Σαββάτου το ξημέρωμα αγρυπνήσαν,
ποια να στοχάστη - έτσι γλυκά θρηνούσαν! –
πως, κάτου απ' τους ανθούς, τ' ολόαχνο σμάλτο
του πεθαμένου του Άδωνη ήταν σάρκα
που πόνεσε βαθιά;
Γιατί κι ο πόνος
στα ρόδα μέσα, κι ο Eπιτάφιος Θρήνος,
κ' οι αναπνοές της άνοιξης που μπαίναν
απ' του ναού τη θύρα, αναφτερώναν
το νου τους στης Aνάστασης το θάμα,
και του Xριστού οι πληγές σαν ανεμώνες
τους φάνταζαν στα χέρια και στα πόδια,
τι πολλά τον σκεπάζανε λουλούδια
που έτσι τρανά, έτσι βαθιά ευωδούσαν!»
(Άγγελος Σικελιανός, «Στ' Όσιου Λουκά το Mοναστήρι»)
Σαν ανεμώνες οι πληγές του Χριστού, ευωδιάζουν όχι με άρωμα πρόσκαιρο μιας άνοιξης που έρχεται και παρέρχεται, αλλά με το άρωμα της αγάπης που κρατά για πάντα. Πλαστήκαμε για την αγάπη κι η αγάπη μας λείπει. Κι έπρεπε Εκείνος να γίνει ένας από μας, να πληγωθεί μέχρι θανάτου, να ταφεί μέσα στα αρώματα της σμύρνας και της αλόης, με την κρυφή ελπίδα να γίνει το θαύμα της Ανάστασης. Να ταφείς κι εσύ κι εγώ στα αρώματα μιας άνοιξης της καρδιάς, εκείνης της αγάπης, που λιγοστή ή περίσσεια, κάνει τον θάνατο να σβήνει, αυτόν τον θάνατο του μίσους, της κακίας, της εκδίκησης, της άρνησης να δεις εσύ εμένα κι εγώ εσένα ως αδέρφι, πλασμένο από τον Θεό για να σ’ αγαπώ και να μ’ αγαπάς.
Πόσα χρόνια χάνουμε στο εγώ μας...
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
4 Μαΐου 2024
Μέγα Σάββατο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου