«Ποιος αύριον» ελογιάζαμε βουβοί «θε να προστάξει;»
«Τίνος ο πόνος, άμετρος, στο πέλαο θα στραφεί;»
«Το δοιάκι ποιος, στον άδηλον αγώνα, θα βαστάξει;»
Κι όλων τα μάτια ελέγανε, κρυφά: «Εγώ, αδερφοί!»
Χαράζει τάχα, ω σύντροφοι, μπροστά μας, ή βραδιάζει;
Το φως που μπήκαμε έμοιασε βαθύ, παντοτινό∙
κι όλη μας νιώθουμε η καρδιά σα μια σπονδή ν’ αδειάζει,
από κρατήρα ατίμητο, μπροστά στον ουρανό.
(Άγγελος Σικελιανός, «Το τραγούδι των Αργοναυτών»)
Εκείνος προστάζει κάθε στιγμή να βγούμε μπροστά, να σηκώσουμε το βάρος να γίνουμε οδηγητές, όχι στο ψεύτικο, το κακό, το λίγο, αλλά στην ομορφιά της αγάπης που νικά τον θάνατο, στη συνάντηση των προσώπων που νικά τις αμαρτίες και χτίζει μια νέα καρδιά, στην αλήθεια που μπορεί να χρειάζεται συμβιβασμούς, αλλά είναι μια φωνή προς τα μπρος. Εκείνος αναστήθηκε και άνοιξε τον δρόμο σ’ ένα φως βαθύ και παντοτινό, που δεν μοιάζει, αλλά είναι το Φως Του.
Ναι, αδειάζει η καρδιά μπροστά στον ουρανό. Εμπιστεύεται, αγκαλιάζει, ταπεινώνεται, γλυκαίνει. Κι αυτή είναι η μοναδική παρηγοριά μας, πριν μπούμε στην προσδοκία της ανάστασης από τους νεκρούς. Ότι δεν θα μας αφήσει ορφανούς.
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
5 Μαΐου 2024
Κυριακή του Πάσχα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου