ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΗ ΟΜΙΛΙΑ ΤΗΣ κ. ΖΩΗΣ ΣΑΜΑΡΑ
Ομότιμης Καθηγήτριας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Αριστείο 2009
πατήρ Παναγιώτης Καποδίστριας
Ομότιμης Καθηγήτριας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
Αριστείο 2009
πατήρ Παναγιώτης Καποδίστριας
Σε ένα γαλλικό θεατρικό έργο της ρομαντικής εποχής, ο ήρωας, Βρετανός ποιητής που διώκεται από τους συμπατριώτες του, εξηγεί ότι η πατρίδα τους είναι ένα καράβι, η κυβέρνηση καπετάνιος και όλοι οι άλλοι ναύτες. Ο Λόρδος-Δήμαρχος του Λονδίνου τον ακούει με σκεπτικισμό και ρωτά: Και τι προσφέρει στο καράβι ο ποιητής; Και ο ποιητής απαντά: «Διαβάζει στ’ αστέρια την πορεία που χάραξε το χέρι του Κυρίου.»
Αν με ρωτούσατε τι ακριβώς προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο ένας ποιητής, θα έλεγα: Εφευρίσκει ξανά τον κόσμο, δηλαδή την κοινωνία, τη φύση, το σύμπαν. Δεν επινοεί έναν καινούργιο, γιατί δεν θα μπορούσαμε να νιώθουμε άνετα μέσα σε έναν ξένο κόσμο• τον εφευρίσκει, λοιπόν, από την αρχή, με νέα μάτια, και μας προκαλεί να τον δούμε με νέο βλέμμα.
Ο πατήρ Παναγιώτης Καποδίστριας είναι η φετινή μας επιλογή για το Αριστείο. Είναι ποιητής κατεξοχήν. Πνεύμα, με την έννοια του στοχασμού και με την έννοια της ψυχής. Όπως είπα όταν πριν κάποια χρόνια υπέβαλε ταπεινά υποψηφιότητα, και χωρίς να τον αναγνωρίσουμε τον βραβεύσαμε για την ποίησή του, είναι αυτό που οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν vates. Η λατινική γλώσσα χρησιμοποιούσε την ίδια λέξη για τον εμπνευσμένο ποιητή και τον εκπρόσωπο της θρησκείας.
Η επιλογή μας για το Αριστείο έγινε με κριτήρια αμιγώς ποιητικά. Ο πατήρ Παναγιώτης Καποδίστριας, καταξιωμένος ποιητής, έχει τιμηθεί για την ποίησή του πολλές φορές, και αναφέρω ενδεικτικά την πιο σημαντική διάκριση: το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών. Εντούτοις, πώς ήταν δυνατόν να μη σκεφτούμε ότι, στους χαλεπούς καιρούς που διανύουμε, είχαμε την ευκαιρία να επισημάνουμε το γεγονός ότι η Ορθοδοξία δεν είναι σκοταδισμός, δεν είναι ύλη χωρίς πνεύμα. Όχι. Το έχουμε πει από αυτό το βήμα και άλλες φορές. Η Ορθοδοξία είναι ποίηση, όπως η Θεία Λειτουργία. Μπροστά σε κάθε σκιά στη ζωή της εκκλησίας ορθώνεται τουλάχιστον μία Ζάκυνθος.
Ο Παναγιώτης Καποδίστριας γεννήθηκε στο Μπανάτο της Ζακύνθου. Σπούδασε Ποιμαντική Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Λογιστικά στην Πάτρα. Γράφει ποίηση, δοκίμιο και θεολογικές, ιστορικές και λαογραφικές μελέτες. Διδάσκει στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και στο Τ.Ε.Ι. Ιονίων Νήσων. Συνεργάστηκε με την τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Είναι εφημέριος στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Από τα πολλά βιβλία του αναφέρω μόνο τα ποιητικά, δημοσιευμένα από το 1987 έως το 2007:
Δήθεν υαλογραφία, 1987
Φωτοειδή νερά, 1992
Όταν ο Σπηλαιοκτήτης έρθει, 1995
Ενύπνιο μετά τρούλου, 1999
Έσχατος φίλος, 2001
Ορθοστασία, 2001
Της αγάπης μέγας χορηγός, 2003
Ερείπια ονείρων, 2003
Mater Dolorosa, 2005
Ο Αρχαίος Αγροφύλαξ, 2007.
Η Μαρία Λιτσαρδάκη θα μιλήσει για το έργο του τιμωμένου. Η Θεατρική Ομάδα θα διαβάσει κείμενά του. Σκηνοθετεί ο Παύλος Δανελάτος.
Αν με ρωτούσατε τι ακριβώς προσφέρει στο κοινωνικό σύνολο ένας ποιητής, θα έλεγα: Εφευρίσκει ξανά τον κόσμο, δηλαδή την κοινωνία, τη φύση, το σύμπαν. Δεν επινοεί έναν καινούργιο, γιατί δεν θα μπορούσαμε να νιώθουμε άνετα μέσα σε έναν ξένο κόσμο• τον εφευρίσκει, λοιπόν, από την αρχή, με νέα μάτια, και μας προκαλεί να τον δούμε με νέο βλέμμα.
Ο πατήρ Παναγιώτης Καποδίστριας είναι η φετινή μας επιλογή για το Αριστείο. Είναι ποιητής κατεξοχήν. Πνεύμα, με την έννοια του στοχασμού και με την έννοια της ψυχής. Όπως είπα όταν πριν κάποια χρόνια υπέβαλε ταπεινά υποψηφιότητα, και χωρίς να τον αναγνωρίσουμε τον βραβεύσαμε για την ποίησή του, είναι αυτό που οι Ρωμαίοι αποκαλούσαν vates. Η λατινική γλώσσα χρησιμοποιούσε την ίδια λέξη για τον εμπνευσμένο ποιητή και τον εκπρόσωπο της θρησκείας.
Η επιλογή μας για το Αριστείο έγινε με κριτήρια αμιγώς ποιητικά. Ο πατήρ Παναγιώτης Καποδίστριας, καταξιωμένος ποιητής, έχει τιμηθεί για την ποίησή του πολλές φορές, και αναφέρω ενδεικτικά την πιο σημαντική διάκριση: το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών. Εντούτοις, πώς ήταν δυνατόν να μη σκεφτούμε ότι, στους χαλεπούς καιρούς που διανύουμε, είχαμε την ευκαιρία να επισημάνουμε το γεγονός ότι η Ορθοδοξία δεν είναι σκοταδισμός, δεν είναι ύλη χωρίς πνεύμα. Όχι. Το έχουμε πει από αυτό το βήμα και άλλες φορές. Η Ορθοδοξία είναι ποίηση, όπως η Θεία Λειτουργία. Μπροστά σε κάθε σκιά στη ζωή της εκκλησίας ορθώνεται τουλάχιστον μία Ζάκυνθος.
Ο Παναγιώτης Καποδίστριας γεννήθηκε στο Μπανάτο της Ζακύνθου. Σπούδασε Ποιμαντική Θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και Λογιστικά στην Πάτρα. Γράφει ποίηση, δοκίμιο και θεολογικές, ιστορικές και λαογραφικές μελέτες. Διδάσκει στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση και στο Τ.Ε.Ι. Ιονίων Νήσων. Συνεργάστηκε με την τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Είναι εφημέριος στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Από τα πολλά βιβλία του αναφέρω μόνο τα ποιητικά, δημοσιευμένα από το 1987 έως το 2007:
Δήθεν υαλογραφία, 1987
Φωτοειδή νερά, 1992
Όταν ο Σπηλαιοκτήτης έρθει, 1995
Ενύπνιο μετά τρούλου, 1999
Έσχατος φίλος, 2001
Ορθοστασία, 2001
Της αγάπης μέγας χορηγός, 2003
Ερείπια ονείρων, 2003
Mater Dolorosa, 2005
Ο Αρχαίος Αγροφύλαξ, 2007.
Η Μαρία Λιτσαρδάκη θα μιλήσει για το έργο του τιμωμένου. Η Θεατρική Ομάδα θα διαβάσει κείμενά του. Σκηνοθετεί ο Παύλος Δανελάτος.
ΨΕΛΛΙΖΟΝΤΑΣ ΤΑ ΟΥΣΙΩΔΗ ΤΩΝ ΣΙΩΠΩΝ
Της Mαρίας Λιτσαρδάκη
Επίκουρης Καθηγήτριας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης
«Όπως ακριβώς, όσο έχω συναίσθηση του πραγματικού (όχι του συμβατικού-βιολογικού) εαυτού μου τον γνωρίζω ιερέα, το ίδιο τον αναθυμούμαι ασχολούμενο με το κρυφό μαράζι του λαξέματος των λέξεων, προσδοκώντας να παραχθούν σιγά-σιγά σε μορφές εύφωνες και κυριαρχικές τα μέσα μου απροσδιόριστα (και πάντως εξ ουρανού δωρημένα) ενεργήματα. Ανέκαθεν πάσχιζα στην ανάβαση της νοητής κλίμακας της Τέχνης προς το τελεσφόρο Ποίημα» [1].
Αυτή την προσωπική ομολογία του τιμωμένου επέλεξα για να ξεκινήσω τη σημερινή παρουσίαση του έργου του, πιστεύοντας ότι μας εισάγει στον κόσμο τόσο του ανθρώπου όσο και του δημιουργού. Και τούτο γιατί αφενός μαρτυρεί τη διττή πνευματικότητά του, ως άνθρωπος πνευματικός με την θρησκευτική έννοια αλλά και του πνεύματος, με την έννοια της ενασχόλησης με την τέχνη του λόγου και της ποίησης. Αφετέρου δε, αλλά κυρίως, διότι μας εισάγει, αβίαστα, απλά όμως ολοκληρωτικά, στο νόημα της προσωπικής του θεώρησης για την ποίηση, που αποτελεί την πεμπτουσία του έργου του και τελικά την αναγνωριζόμενη σήμερα εδώ όχι φαινομενική αξία, αλλά βαθύτερη ουσία. Είναι αυτό το κρυφό μαράζι του λαξέματος των λέξεων, οι μορφές οι εύφωνες οι εσώτερες και η έφιδρη προσπάθεια στη νοητή κλίμακα της Τέχνης προς το τελεσφόρο Ποίημα με Π κεφαλαίο. Φωτοστάτες στην άνοδό του τέσσερις ποιητικές μορφές: οι δυο ομόρριζοί του Σολωμός και Κάλβος και οι Ρίτσος και Ελύτης. Τα σχόλιά του πάνω στην ποιητική τους τέχνη και οι στοχασμοί που προκύπτουν από αυτά αποδεικνύουν την πνευματική αυτή σχέση και αναδεικνύουν συγχρόνως τον βαθύ του προβληματισμό, ενώ συγκεκριμένα με τον Ελύτη διατηρεί έναν μακρόχρονο και ιδιαίτερα γόνιμο διάλογο, που δημιουργεί μια ξεχωριστή συγγένεια. Ερείσματα ανάβασης στην κλίμακα της Τέχνης αποτελούν η γνώση και προπαντός η ανάγνωση, η βαθιά και σκεφτόμενη της ποίησης τόσο της ελληνικής όσο και της ευρωπαϊκής. Και όχι μόνο. Είναι και η άλλη η γνώση, εκείνη της θρησκείας και της φιλοσοφίας της, αλλά και της αρχαιοελληνικής γραμματείας που σμιλεύουν τη μορφή ενός βυζαντινού λόγιου ενταγμένου (ή αντιταγμένου;) στη σύγχρονη εποχή μας.
Αντιταγμένου και ανένταχτου όπως χαρακτηρίζει τον εαυτό του ο ίδιος, βρίσκοντας στην ποίηση όχι μέσο διαφυγής, αλλά δύναμη αντοχής και λυτρωτικής πορείας: «Η ποίηση αποτελεί για μένα μέθοδο αναπνοής σ’ ένα μάλιστα περιβάλλον καθημερινής ασφυξίας και αλλοτρίωσης. Μου είναι ρανίδα ελέους, παραχώρηση ουρανού και μυστική ανταύγεια στις ωχρές μας ημέρες, με τέτοια μάλιστα δυναμική, ώστε κάθε τόσο να μετακινείται αναστάσιμα (και άρα λυτρωτικά) ο μέσα μου λίθος – ογκόλιθος. Προσπάθεια και προσευχή μου είναι, η σταυροαναστάσιμη ετούτη εμπειρία να συναντήσει “ώτα ευήκοα”, καλοπροαίρετους συνοδίτες για το υπόλοιπο της πορείας» [2].
Η ποίηση του πατέρα Π. Καποδίστρια, βιωμένη ως μέθοδος αναπνοής και ως ρανίδα ελέους, αντανακλά και στον αναγνώστη της την ίδια αίσθηση, μέσα από χαρακτηριστικά ρυθμού, πυκνότητας και πληρότητας νοημάτων. Είναι οι βαθύτεροι στεναγμοί της ψυχής με τα ερωτηματικά τα αναπάντητα που έρχονται και επανέρχονται στην πένα, προσπαθώντας να βγάλουν το μυαλό από τη δίνη του ακατάληπτου και να ισορροπήσουν τα νοήματα που μισά και μισερά άγρυπνο σε κρατούν και σε τρομάζουν:
Αυτή την προσωπική ομολογία του τιμωμένου επέλεξα για να ξεκινήσω τη σημερινή παρουσίαση του έργου του, πιστεύοντας ότι μας εισάγει στον κόσμο τόσο του ανθρώπου όσο και του δημιουργού. Και τούτο γιατί αφενός μαρτυρεί τη διττή πνευματικότητά του, ως άνθρωπος πνευματικός με την θρησκευτική έννοια αλλά και του πνεύματος, με την έννοια της ενασχόλησης με την τέχνη του λόγου και της ποίησης. Αφετέρου δε, αλλά κυρίως, διότι μας εισάγει, αβίαστα, απλά όμως ολοκληρωτικά, στο νόημα της προσωπικής του θεώρησης για την ποίηση, που αποτελεί την πεμπτουσία του έργου του και τελικά την αναγνωριζόμενη σήμερα εδώ όχι φαινομενική αξία, αλλά βαθύτερη ουσία. Είναι αυτό το κρυφό μαράζι του λαξέματος των λέξεων, οι μορφές οι εύφωνες οι εσώτερες και η έφιδρη προσπάθεια στη νοητή κλίμακα της Τέχνης προς το τελεσφόρο Ποίημα με Π κεφαλαίο. Φωτοστάτες στην άνοδό του τέσσερις ποιητικές μορφές: οι δυο ομόρριζοί του Σολωμός και Κάλβος και οι Ρίτσος και Ελύτης. Τα σχόλιά του πάνω στην ποιητική τους τέχνη και οι στοχασμοί που προκύπτουν από αυτά αποδεικνύουν την πνευματική αυτή σχέση και αναδεικνύουν συγχρόνως τον βαθύ του προβληματισμό, ενώ συγκεκριμένα με τον Ελύτη διατηρεί έναν μακρόχρονο και ιδιαίτερα γόνιμο διάλογο, που δημιουργεί μια ξεχωριστή συγγένεια. Ερείσματα ανάβασης στην κλίμακα της Τέχνης αποτελούν η γνώση και προπαντός η ανάγνωση, η βαθιά και σκεφτόμενη της ποίησης τόσο της ελληνικής όσο και της ευρωπαϊκής. Και όχι μόνο. Είναι και η άλλη η γνώση, εκείνη της θρησκείας και της φιλοσοφίας της, αλλά και της αρχαιοελληνικής γραμματείας που σμιλεύουν τη μορφή ενός βυζαντινού λόγιου ενταγμένου (ή αντιταγμένου;) στη σύγχρονη εποχή μας.
Αντιταγμένου και ανένταχτου όπως χαρακτηρίζει τον εαυτό του ο ίδιος, βρίσκοντας στην ποίηση όχι μέσο διαφυγής, αλλά δύναμη αντοχής και λυτρωτικής πορείας: «Η ποίηση αποτελεί για μένα μέθοδο αναπνοής σ’ ένα μάλιστα περιβάλλον καθημερινής ασφυξίας και αλλοτρίωσης. Μου είναι ρανίδα ελέους, παραχώρηση ουρανού και μυστική ανταύγεια στις ωχρές μας ημέρες, με τέτοια μάλιστα δυναμική, ώστε κάθε τόσο να μετακινείται αναστάσιμα (και άρα λυτρωτικά) ο μέσα μου λίθος – ογκόλιθος. Προσπάθεια και προσευχή μου είναι, η σταυροαναστάσιμη ετούτη εμπειρία να συναντήσει “ώτα ευήκοα”, καλοπροαίρετους συνοδίτες για το υπόλοιπο της πορείας» [2].
Η ποίηση του πατέρα Π. Καποδίστρια, βιωμένη ως μέθοδος αναπνοής και ως ρανίδα ελέους, αντανακλά και στον αναγνώστη της την ίδια αίσθηση, μέσα από χαρακτηριστικά ρυθμού, πυκνότητας και πληρότητας νοημάτων. Είναι οι βαθύτεροι στεναγμοί της ψυχής με τα ερωτηματικά τα αναπάντητα που έρχονται και επανέρχονται στην πένα, προσπαθώντας να βγάλουν το μυαλό από τη δίνη του ακατάληπτου και να ισορροπήσουν τα νοήματα που μισά και μισερά άγρυπνο σε κρατούν και σε τρομάζουν:
Τα πάντα όλα σπρώξε τα να γουρμάσουν
έως θανάτου
απ’ το μη ον στο παν
παθαίνεις
και μαθαίνεις
και τανάπαλιν.
Κραδαίνω φωτιές
όσο θ’ αντέχω
κι όταν
στ’ ανεμόβροχο
κι επαφίεμαι στα που φέρνει το ρέμα
όντα παφλάζοντα.
Τ’ ακατάληπτα πολίζουν το μυαλό μου
πορφυρότατα
αν και λιμνάζω
στους εγκαταβιούντες ψάξτε
και βρείτε με.
έως θανάτου
απ’ το μη ον στο παν
παθαίνεις
και μαθαίνεις
και τανάπαλιν.
Κραδαίνω φωτιές
όσο θ’ αντέχω
κι όταν
στ’ ανεμόβροχο
κι επαφίεμαι στα που φέρνει το ρέμα
όντα παφλάζοντα.
Τ’ ακατάληπτα πολίζουν το μυαλό μου
πορφυρότατα
αν και λιμνάζω
στους εγκαταβιούντες ψάξτε
και βρείτε με.
(Έσχατος φίλος, σ. 15)
Είναι οι διαστάσεις της ανθρώπινης ύπαρξης, αντιμέτωπης με τη ζωή και το θάνατο, εκείνης ακόμη που βιώνει τον έρωτα και την απόρριψη, αλλά και εκείνης που θρυμματίζεται μπροστά στην ισοπεδωτική αντίληψη των ανθρώπινων αξιών και στου πολέμου τη βία και τον παραλογισμό. Όλα αυτά τα αντί-, τα αντίθετα δηλαδή στη ζωή και στη δημιουργία, που ανεξήγητα καταλύουν την ανθρώπινη υπόσταση. Και ίσως γι’ αυτό τα ποιήματα για τον πόλεμο του Ιράκ στη συλλογή Αρχαίος αγροφύλαξ τα αποκαλεί ο ποιητής μας αντι-ποίηση και με «SMS μη σταλμένο» ρωτά:
Τι 'ναι η πατρίδα σου;
Σαν τη δική μου κάπως:
Ρωγμές στον τοίχο του Όνειρου
αίματα βαφές μαλλιών
στάχτη στο μέτωπο άμμος.
Η μέρα έχει λόγο να μη φεύγει
φέτα φέτα η Σελήνη εφέτο στο πιάτο
του Αχόρταγου
κι ο Τίγρης πάντα Τίγρης.
(σ. 21)
Την ίδια αντι-ποίηση βρίσκουμε με τη μορφή της εκ-ποίησης, όταν οι συναισθηματικές αξίες των πραγμάτων εκπίπτουν:
Σούρουπο κυματιστό
μα σούρουπο
με κατάστικτη φοβίες φανέλα υπακοής
και φύτρα αυγής ως το μεδούλι
πένθος αγέρωχο
γλυκό
κι αγάπες ευερέθιστες.
Νυχτέρι στο φεγγίτη σου προβλέπω φίλε
νυστέρι βαθιά
στην παρένθεση εγκλεισμό
στην κατακόμβη
λυόμενους κάτι λυγμούς
σαν τρίστιχα παρηγοριάς
κι απαραμύθητους
ωστόσο να
Μάρτης απ’ το κιγκλίδωμα
σεμνός
κηρύσσει Απρίλη
κλείδωμα του κελιού σου
(από τα πού;)
διακωμωδείται
θεομόναχος θα μπεις
θα βγεις
τ’ Απέραντα θα τρέξεις.
Ωω, και για μένα τότε
λίγη μου βάστα ποίηση
μια και καλή
του Κήπου σου αντι-ποίηση
κι αν προτιμάς
της προσφυγιάς
της ερημιάς
του μέσα τάφου εκ-ποίηση.
μα σούρουπο
με κατάστικτη φοβίες φανέλα υπακοής
και φύτρα αυγής ως το μεδούλι
πένθος αγέρωχο
γλυκό
κι αγάπες ευερέθιστες.
Νυχτέρι στο φεγγίτη σου προβλέπω φίλε
νυστέρι βαθιά
στην παρένθεση εγκλεισμό
στην κατακόμβη
λυόμενους κάτι λυγμούς
σαν τρίστιχα παρηγοριάς
κι απαραμύθητους
ωστόσο να
Μάρτης απ’ το κιγκλίδωμα
σεμνός
κηρύσσει Απρίλη
κλείδωμα του κελιού σου
(από τα πού;)
διακωμωδείται
θεομόναχος θα μπεις
θα βγεις
τ’ Απέραντα θα τρέξεις.
Ωω, και για μένα τότε
λίγη μου βάστα ποίηση
μια και καλή
του Κήπου σου αντι-ποίηση
κι αν προτιμάς
της προσφυγιάς
της ερημιάς
του μέσα τάφου εκ-ποίηση.
(«Εκ-ποίηση», Έσχατος φίλος, σ. 53-54)
Είναι επίσης και οι τριγμοί του νου και τα αδιέξοδα, η ίδια η σιωπή και η αδυναμία της έκφρασης, όλες ετούτες οι επώδυνες καταστάσεις, που όμως τελικά γονιμοποιούν το πνεύμα και το κάνουν να καρποφορεί όπως «λουλουδίζουνε οι πέτρες» (Της αγάπης μέγας χορηγός, σ. 16) :
Η νύστα φέρνει αδίκημα
που δεν το περιμένεις
ψέματα ευγενικά
τριγμούς του νου
και πικραμούς
το βάσανο ξανά
του ζην
και του αποθνήσκειν
κουφόβραση γαρ.
Έτσι δροσίζεται η ψυχή:
Με στέρεο μπλάβο
και χρυσό
με αστραφτερά χαμόγελα
κάτι επιτήδειων γύφτων
πούλιες
από φυλλώματα αρχαίων πουλιών
τα πρώην ξεφτίδια.
που δεν το περιμένεις
ψέματα ευγενικά
τριγμούς του νου
και πικραμούς
το βάσανο ξανά
του ζην
και του αποθνήσκειν
κουφόβραση γαρ.
Έτσι δροσίζεται η ψυχή:
Με στέρεο μπλάβο
και χρυσό
με αστραφτερά χαμόγελα
κάτι επιτήδειων γύφτων
πούλιες
από φυλλώματα αρχαίων πουλιών
τα πρώην ξεφτίδια.
(«Τριγμοί», Έσχατος φίλος, σ. 49).
Η ποίηση του πατέρα Π. Καποδίστρια γεννιέται παράλληλα με το βίωμα των μικρών και των μεγάλων στιγμών της καθημερινότητας του νησιού του ποιητή. Η Ζάκυνθος, με τις συνήθειές της και τις ιδιαιτερότητες της νησιωτικής της ζωής, με τους σεισμούς της ακόμη, τα σοβαρά και ασήμαντα γεγονότα του μικρόκοσμου αλλά και του μακρόκοσμου αγγίζουν ευαίσθητα την ψυχή, την πονούν συχνά ή την κάνουν να πάλλεται και να ζητά ερμηνείες ή ορμήνιες:
Στη Ζάκυνθό μας αυτή
δια γυμνού οφθαλμού ορατός
και θεόρατος
καίει ανώγια και κατώγια
ο Φρυκτωρός.
Στην πατρίδα μας αυτή
φωτοστέφανα χρυσού και φύλλα δόξης
σκότη περίφωτα
και σμάλτα υπεροχής
δε θ’ αποτρέψουν
ευτυχώς
τον οριστικό Σεισμό.
Στο δρόμο για το σπίτι
χάνεις το λογαριασμό
σού πέφτει χάμου το μυαλό
και το γυρεύεις στα χαλίκια.
δια γυμνού οφθαλμού ορατός
και θεόρατος
καίει ανώγια και κατώγια
ο Φρυκτωρός.
Στην πατρίδα μας αυτή
φωτοστέφανα χρυσού και φύλλα δόξης
σκότη περίφωτα
και σμάλτα υπεροχής
δε θ’ αποτρέψουν
ευτυχώς
τον οριστικό Σεισμό.
Στο δρόμο για το σπίτι
χάνεις το λογαριασμό
σού πέφτει χάμου το μυαλό
και το γυρεύεις στα χαλίκια.
(«Στο δρόμο για το σπίτι», Της αγάπης μέγας χορηγός, σ. 44)
Στην ποιητική έκφρασή τους όλα αυτά μετουσιώνονται μέσα από σύμβολα, συχνά «χοϊκά», για να μεταχειριστώ έναν όρο προσφιλή στον ποιητή, που όμως παραπέμπει ακριβώς στη υλική και γήινη υπόσταση. Παράλληλα βρίσκουμε τα αέρινα σύμβολα που δίνουν την ανάσα της εξαΰλωσης, της ελευθερίας και της ανύψωσης, αλλά κυρίως συναντούμε συμπλέγματα εικόνων, όπου η όραση παίζει πρωτεύοντα ρόλο. «Θεωρία της εικόνας» τιτλοφορεί την πρώτη ενότητα της συλλογής Ο αρχαίος Αγροφύλαξ, ενώ «Εικόνες μη διαθέσιμες» αποτελούν μιαν άλλη ενότητα στη συλλογή Της αγάπης μέγας χορηγός. Όμως ο ποιητής βλέπει παράλληλα με τα μάτια της ψυχής και προσπαθεί να αποδώσει τη στιγμή όπου η εντός όραση αιχμαλωτίζει την αίσθηση των πραγμάτων και μέσα από την ποίηση αγωνίζεται να αποδώσει αυτό που ο ίδιος αποκαλεί «εσώτατες παλινδρομήσεις της ψυχής και φιλάνθρωπα σπαταλημένες δυνατότητες της φύσης μας» [3]. Γι’ αυτό και η Ποίηση είναι για τον ίδιο «προσωπική υπαρκτική μέθοδος» [4], δηλαδή, όπως διευκρινίζει, «τρόπος ζωής, μέθοδος ψυχικής αναπνοής κι εξωτερίκευσης μυστικών εσώτερων μιλημάτων» [5], αλλά συγχρόνως αποτελεί για όλους τους ανθρώπους – ή πρέπει κατά τον ίδιο να αποτελεί – «κρυφό μονοπάτι [...], και Πάσχα (πέρασμα, διάβαση δηλαδή) σωτηρίας, εκεί που όλα δείχνουν μηδενικά και τελειωμένα» [6].
Η ελληνική γλώσσα, μεστή και στιβαρή, μετέχει της ποιητικής δημιουργίας με το νοηματικό φορτίο των λέξεων από το πλούσιο λεξιλόγιο του εύρους τής διαχρονίας της, συνθέτοντας τον απλό καθημερινό λόγο και τα σύγχρονα και συχνά ξενόφερτα εκφωνήματα με την ευρωστία τύπων της αρχαίας δομής και σύνταξης και με τη γλώσσα των εκκλησιαστικών κειμένων και ύμνων. Γιατί για τον ποιητή οι λέξεις αποτελούν «ποιητικό μαζί και τελικό αίτιο της τελειότητας. Εργαλεία και απότοκα ταυτόχρονα μιας μη λογικής, αλλά και εξω-ηθικής συνεύρεσης Πνεύματος και Λόγου, που στοχεύει στην ανάταση, ανάσταση και θέωση του ανθρώπου, με δεδομένη πάντοτε την εν χρόνω Σάρκωση του Λόγου του Θεού. Η εξωπραγματική ή και καθαρά σουρρεαλιστική αυτή συνεύρεση εξορμάει από τη βιωμένη Σιωπή, για να αρθρωθεί ο Λόγος ο συμπαντικός». Πρόκειται για την προσωπική θεώρηση του ποιητικού «ήθους του λόγου» που μας αποκαλύπτει ο ποιητής στο κείμενό του "Η Αναστήλωση του απωλεσμένου πολιτεύματος (Τύποι στιγμών στον Ελύτη)" [7]. Όπως και στα άλλα θεωρητικά του κείμενα και δοκίμια, βρίσκουμε εδώ τις σκέψεις του για την Τέχνη της ποίησης, εκφρασμένες με λόγο αυτούσια ποιητικό και βαθιά φιλοσοφικό. Οι σκέψεις αυτές περνάνε συχνά και στο ίδιο το ποιητικό του έργο, όπου ο δημιουργός μιλά για την ποίηση ή συνομιλεί μαζί της, δίνοντας μέσα από την τέχνη την ποιητική της τέχνης αυτής:
Η ελληνική γλώσσα, μεστή και στιβαρή, μετέχει της ποιητικής δημιουργίας με το νοηματικό φορτίο των λέξεων από το πλούσιο λεξιλόγιο του εύρους τής διαχρονίας της, συνθέτοντας τον απλό καθημερινό λόγο και τα σύγχρονα και συχνά ξενόφερτα εκφωνήματα με την ευρωστία τύπων της αρχαίας δομής και σύνταξης και με τη γλώσσα των εκκλησιαστικών κειμένων και ύμνων. Γιατί για τον ποιητή οι λέξεις αποτελούν «ποιητικό μαζί και τελικό αίτιο της τελειότητας. Εργαλεία και απότοκα ταυτόχρονα μιας μη λογικής, αλλά και εξω-ηθικής συνεύρεσης Πνεύματος και Λόγου, που στοχεύει στην ανάταση, ανάσταση και θέωση του ανθρώπου, με δεδομένη πάντοτε την εν χρόνω Σάρκωση του Λόγου του Θεού. Η εξωπραγματική ή και καθαρά σουρρεαλιστική αυτή συνεύρεση εξορμάει από τη βιωμένη Σιωπή, για να αρθρωθεί ο Λόγος ο συμπαντικός». Πρόκειται για την προσωπική θεώρηση του ποιητικού «ήθους του λόγου» που μας αποκαλύπτει ο ποιητής στο κείμενό του "Η Αναστήλωση του απωλεσμένου πολιτεύματος (Τύποι στιγμών στον Ελύτη)" [7]. Όπως και στα άλλα θεωρητικά του κείμενα και δοκίμια, βρίσκουμε εδώ τις σκέψεις του για την Τέχνη της ποίησης, εκφρασμένες με λόγο αυτούσια ποιητικό και βαθιά φιλοσοφικό. Οι σκέψεις αυτές περνάνε συχνά και στο ίδιο το ποιητικό του έργο, όπου ο δημιουργός μιλά για την ποίηση ή συνομιλεί μαζί της, δίνοντας μέσα από την τέχνη την ποιητική της τέχνης αυτής:
Όπου σε πετύχει
τα θέλει όλα
και τα παίρνει
σαν ευρωπαία ερωμανής
στο αίθριο κατάμονη
με το άπαν του αγάλματος
ή
σαν κρεβατοστρώματα
μόλις κεκοιμημένου
στην πυρά.
(«Η Ποίηση», Της αγάπης μέγας χορηγός, σ. 108)
Στ’ ανώι του νου
στα φωτανάμματα
ψυχανεμίζομαι βροχές
κι άλλα προσόμοια
λόφους λοφία
κι αναδύεται
δωδεκάορτη
άγγελος με φύλο
η Ποίηση.
Αν τότε ακόμη το μπορείς
απ’ τα νερόμαλλά της
πιάσου κι ανέβα.
στα φωτανάμματα
ψυχανεμίζομαι βροχές
κι άλλα προσόμοια
λόφους λοφία
κι αναδύεται
δωδεκάορτη
άγγελος με φύλο
η Ποίηση.
Αν τότε ακόμη το μπορείς
απ’ τα νερόμαλλά της
πιάσου κι ανέβα.
(«Ανώι β΄», στο ίδιο, σ. 18)
Στην επεξεργασία της συγκεκριμένης ποιητικής ανακαλύπτουμε προσπάθειες αποφυγής του συμβατικού λόγου και απόπειρες δομής και έκφρασης, όπου ρόλο και ειδικό βάρος έχουν ακόμη και τα γράμματα, τα σύμβολα, τα πνεύματα και τα φαινόμενα της γλώσσας, που αποκτούν κατ’ αυτόν τον τρόπο επικοινωνιακή συμπεριφορά, γίνονται σημαίνοντα με σημαινόμενο, στην προσπάθεια του ποιητή να καταγράψει το άρρητο, το υπερβατικό και να συνενώσει το μυστήριο με το συνειδητό του βιωματικού:
Μοιάζει φωνήεν τέλους
η άνοιξη που βουίζει στα δέντρα
ωμέγα τοσοδούλι
σαν την αλήθεια του ψέματος,
η άνοιξη που βουίζει στα δέντρα
ωμέγα τοσοδούλι
σαν την αλήθεια του ψέματος,
(Της αγάπης μέγας χορηγός, σ. 69)
Με τούτα και με τ’ άλλα
λησμονάς τα χρειώδη
μικρά μεγάλα
όλα σ’ ένα
ψίχουλα ψυχούλες
πρόσφορα συναισθήματα συνήθως εσφαγμένα
τη γενική διαιρετική του σώματος
πώς να την εμπεδώσεις...
λησμονάς τα χρειώδη
μικρά μεγάλα
όλα σ’ ένα
ψίχουλα ψυχούλες
πρόσφορα συναισθήματα συνήθως εσφαγμένα
τη γενική διαιρετική του σώματος
πώς να την εμπεδώσεις...
(Στο ίδιο, σ. 106)
Η χυμώδης εφέτο ισημερία
σαν μακρό προ μακρού παροξύνεται
σαν εμπύρετη περισπάται κραυγή
/.../
Τόσο εφέτο χυμώδες γαλάζιο
σαν πρόθεση προστακτική αφοπλίζει με
σαν ακακία κακιωμένη από το φίδι
ανατριχιάζει
σαν Αγάπη περισπάται νυκτική
προς το Ανέφικτο.
σαν μακρό προ μακρού παροξύνεται
σαν εμπύρετη περισπάται κραυγή
/.../
Τόσο εφέτο χυμώδες γαλάζιο
σαν πρόθεση προστακτική αφοπλίζει με
σαν ακακία κακιωμένη από το φίδι
ανατριχιάζει
σαν Αγάπη περισπάται νυκτική
προς το Ανέφικτο.
(«Παροξυσμός», Έσχατος φίλος, σ. 58)
Πειραματιζόμενος με την εκφραστική δυνατότητα της γλώσσας και της σύνταξής της, με ανατροπές και παρεκτροπές και απρόσμενες συγκλίσεις και με νεολογισμούς και λογοπαίγνια που γεμίζουν με νοήματα τα κενά της – «σα να μιλώ γλώσσα νεκρή/ θα σπαραχθώ απ’ τις γλώσσες του κόσμου/ Εσπερίζω ξένος αναλφάβητος/ στην αυλή του πρώτου σχολείου μου» θα πει σε ωδή στο Της αγάπης μέγας χορηγός (σ. 73) – επιχειρεί την προσέγγιση του άδηλου, το φωτισμό του σκοτεινού, το άχρονο ενός «Χρόνου μεταπράτη» (Της αγάπης μέγας χορηγός), με βοηθό την Ελπίδα που «κρυπτογραφεί αγάπες / και μελωδίες» (Έσχατος φίλος, σ. 71):
Πολύ το λίγο
το σοφόν
το πίσω απ’ τα λεχθέντα
αρτύματα καλοκαιριού
προσχήματα σχημάτων
σε τόπο άτοπο λοιπόν
με τα νερά του μέσα νου
εκτάκτως ψυχωμένα
με φυλλωσιές πασίφιλες
και φίδια δοτικά
διαβάζοντας από κοινού
χειρόγραφα πολιορκημένα
ώσπου
η ανδρεία της ελιάς
του περναριού η θηλύτης
μας πήρε και μας σήκωσε
στο υπερώο των Λέξεων
εκεί
όπου ανέκαθεν μιλιέται η Ωραιότης
κι ο Χρόνος απειρίζεται
το σοφόν
το πίσω απ’ τα λεχθέντα
αρτύματα καλοκαιριού
προσχήματα σχημάτων
σε τόπο άτοπο λοιπόν
με τα νερά του μέσα νου
εκτάκτως ψυχωμένα
με φυλλωσιές πασίφιλες
και φίδια δοτικά
διαβάζοντας από κοινού
χειρόγραφα πολιορκημένα
ώσπου
η ανδρεία της ελιάς
του περναριού η θηλύτης
μας πήρε και μας σήκωσε
στο υπερώο των Λέξεων
εκεί
όπου ανέκαθεν μιλιέται η Ωραιότης
κι ο Χρόνος απειρίζεται
(«Αρτύματα καλοκαιριού», Της αγάπης μέγας χορηγός, σ. 48)
Έξω απ’ τον ύπνο
ριγμένα τα σύνορα.
Έλα να βγούμε.
Σφήκες ανάσες
στις φωλιές του προσώπου
οι Δαναΐδες.
Μικρή Μητέρα
ποιό πιθάρι γεμίζεις
με δάκρυ αφόριο;
ριγμένα τα σύνορα.
Έλα να βγούμε.
Σφήκες ανάσες
στις φωλιές του προσώπου
οι Δαναΐδες.
Μικρή Μητέρα
ποιό πιθάρι γεμίζεις
με δάκρυ αφόριο;
(«Κυκλοδίωκτος ως ο Κάλβος», Όταν ο Σπηλαιοκτήτης έρθει, σ. 39)
Με τον άνθρωπο στο επίκεντρο της σκέψης και της έκφρασης, ως στόχο θέασης και θέωσης, έτσι όπως τον γνωρίζει μέσα από την ορθοδοξία και τις γραφές της, αλλά και έτσι όπως τον προσεγγίζει ο ίδιος ως στοχαστής της καθημερινότητας και της αιωνιότητας, ο πατήρ Π. Καποδίστριας εξυφαίνει την ποίηση και τη φιλοσοφία του με περιγράμματα ουμανιστικά, ως σύνθεση δηλαδή και ως σύγκλιση της θρησκείας και της τέχνης προς το σημείο εκείνο που και οι δύο οδηγούν τον άνθρωπο στην «υπέρβαση της φθοράς» και τού ανοίγουν τη «θύρα προς την Ζωή και την Αιωνιότητα» [8]. Υπό αυτή την έννοια, ο ποιητής μας, ως «αλιεύς της Ελπίδας στο ανέλπιδο των ημερών μας» και ως «οδοιπόρος μιας ιδιαίτερα ακανθώδους πορείας προς την απρόσιτη (τελικά) πληρότητα της ανθρώπινης υπόστασης» [9], ανάγει την ποιητική έκφραση σε «κατακόμβη της Α-λήθειας, κιβωτό της μη-Λήθης» [10] και αποδίδει στην ποίηση ένα ρόλο κοινωνικό και πανανθρώπινο, οραματικό και συγχρόνως τραγικό, αφού διακατέχεται από την «αγωνία για το πότε και το πώς θα επιστρέψει ο Κόσμος στο αρχαίο του κάλλος και θα επιδοθεί επιτέλους η Αγάπη» [11]. Συνοψίζοντας λοιπόν, θα χαρακτήριζα ουσιαστικά το έργο του τιμωμένου συνδυαστική προσφορά αγιοσύνης και μνημοσύνης, την οποία, για να εκφράσω με μια λέξη, θα μεταχειριστώ έναν δικής μου εμπνεύσεως νεολογισμό και θα αποκαλέσω ποιημοσύνη.
Σημειώσεις:
1. «Συνομιλίες (για την Ποίηση και πάλι)», Τετράμηνα, τ. 62-64 (φθινόπωρο 2000), σ. 4738.
2. Στο ίδιο, σ. 4741.
3. «Η αναστήλωση του απωλεσμένου πολιτεύματος (Τύποι στιγμών στον Ελύτη)», Τετράμηνα, τ. 48 (1992), σ. 3202.
4. «Συνομιλίες (για την Ποίηση και πάλι), όπ. π., σ. 4734.
5. Σχεδιάσματα εγκωμίων για τον Οδυσσέα Ελύτη, Αθήνα, 1997, σ. 9.
6. «Η αναστήλωση...», όπ. π., σ. 3206.
7. σ. 3202.
8. Σχεδιάσματα εγκωμίων για τον Οδυσσέα Ελύτη, όπ. π., σσ. 28, 15.
9. «Ανά-γνωση λόγου ανθηρού (Μελέτη και απάνθισμα ιερατικής ποίησης)», Τετράμηνα, τ. 59-61 (Χειμώνας 97-98), σσ. 4406, 4408.
10. Στο ίδιο, σ. 4406.
11. Στο ίδιο, σ. 4407.
Σημειώσεις:
1. «Συνομιλίες (για την Ποίηση και πάλι)», Τετράμηνα, τ. 62-64 (φθινόπωρο 2000), σ. 4738.
2. Στο ίδιο, σ. 4741.
3. «Η αναστήλωση του απωλεσμένου πολιτεύματος (Τύποι στιγμών στον Ελύτη)», Τετράμηνα, τ. 48 (1992), σ. 3202.
4. «Συνομιλίες (για την Ποίηση και πάλι), όπ. π., σ. 4734.
5. Σχεδιάσματα εγκωμίων για τον Οδυσσέα Ελύτη, Αθήνα, 1997, σ. 9.
6. «Η αναστήλωση...», όπ. π., σ. 3206.
7. σ. 3202.
8. Σχεδιάσματα εγκωμίων για τον Οδυσσέα Ελύτη, όπ. π., σσ. 28, 15.
9. «Ανά-γνωση λόγου ανθηρού (Μελέτη και απάνθισμα ιερατικής ποίησης)», Τετράμηνα, τ. 59-61 (Χειμώνας 97-98), σσ. 4406, 4408.
10. Στο ίδιο, σ. 4406.
11. Στο ίδιο, σ. 4407.
Η ΠΑΥΣΙΛΥΠΗ ΑΥΤΟΠΕΠΟΙΘΗΣΗ ΤΗΣ ΠΟΙΗΣΗΣ
Μικρή ομιλία π. Παναγιώτη Καποδίστρια
Πανοσιολογιότατε Γενικέ Αρχιερατικέ Επίτροπε της Ιεράς Μητροπόλεως Πολυανής και Κιλκισίου,
Εντιμότατοι Άρχοντες του τόπου,
Αγαπητοί Φίλοι της «Μακεδονικής Καλλιτεχνικής Εταιρείας ΤΕΧΝΗ Κιλκίς»,
Ελλογιμότατοι Κύριοι Καθηγητές,
Κυρίες και Κύριοι, φίλες και φίλοι της Ποίησης,
Εν πρώτοις οφείλω να εκφράσω σε όλους ειλικρινή αισθήματα χαράς και ικανοποίησης, ευχαριστώντας Σας από καρδιάς για την υψηλή τιμή που μού επιφυλάξατε, απονέμοντάς μου το Αριστείο «Κούρος Ευρωπού» για το 2009. Η πολυαπαιτητική σύνθεση της Επιτροπής του Αριστείου, δηλαδή προσωπικότητες εγνωσμένου κύρους στον τομέα της μετ’ επιστήμης ψηλάφησης ή αναψηλάφησης της Λογοτεχνίας, με χρεώνει για πολύ περισσότερα, «σκλαβώνοντάς» με αγαπητικά. Ιδιαίτερες χάριτες οφείλω στην Καθηγήτρια Κυρία Μαρία Λιτσαρδάκη, η οποία, με την ασκημένη της ματιά, διείδε στα γραφτά μου τόπους και ουτοπίες, που μήτε κι εγώ ο ίδιος θα ημπορούσα ποτέ να εντοπίσω.
Επιτρέψατέ μου από αυτή την επίσημη θέση να εξομολογηθώ, ότι, καλλιεργώντας -το κατά δύναμιν και κάποτε βουστροφηδόν- επί τρεις συναπτές ήδη δεκαετίες το «γεώργιον» της Ποίησης, ουδέποτε θεώρησα, ότι συμβάλλω έστω και κατ’ ελάχιστον στο περίβλεπτο οικοδόμημα της Τέχνης του Λόγου, το οποίο εξαγίασαν ούτως ή άλλως μέχρι σήμερα κορυφαίες κι ευσκιόφυλλες προσωπικότητες, στων οποίων –εννοείται- μήτε την παρασκιά δεν έχω το σθένος να εγγίσω.
Εκείνο, που ανέκαθεν ήταν η Ποίηση για μένα, ονομάζεται ανάγκη όρασης. Πάντα μου (και δίχως καμιά διάθεση να παραστήσω τον οσιομάρτυρα του είδους) ένιωθα ως το μεδούλι να θεριεύει τριγύρω το Σκότος και η Λιγοσύνη σε όλα τα επίπεδα: Στις διαπροσωπικές, κοινωνικές, θρησκευτικές σχέσεις… Το πονηρότερο - επιδεξιότερο Σκότος ήταν το σωθικό μου. Κι ενώ ήξερα, ότι το Φως υφίσταται όντως και «φαίνει πάσι» [1], μάλιστα δε -εφόσον το αδράξω- δύναται να καταστεί ιαματικό, η περιρρέουσα συνήθως και μεγάφωνη Λιγοσύνη προκαλούσε συνήθως είτε μερική, είτε ολική έκλειψη του Φωτός.
Έτσι κατέφυγα από πολύ νωρίς στις μεθοδείες του λόγου ως αντίλογου ή αντίδοτου. Δημιούργησα την παυσίλυπη εκείνη αυτοπεποίθηση, ότι καρφώνοντας ή ξεκαρφώνοντας λέξεις στα ολόκλειστα παντζούρια της μοναχικότητάς μου, χτίζοντας νέα νοήματα εκεί που τ’ άλλα είχαν για μένα προ πολλού γεράσει ή εξαντληθεί, αναρτώντας λαλέουσες σιωπές εκεί που οι κρότοι του περίκοσμου αστοχούσαν, παραγεμίζοντας με φωνήεντα δάκρυα τις παραμικρές ρωγμές των στίχων μου, κατόρθωνα να ξεγελάσω το κεντρί του Σκότους του πανούργου (κυρίως του σωθικού μου), αποφεύγοντάς το, προσλαμβάνοντας έτσι επιτέλους το Φως με την πάσα του έννοια, κτιστό ή άκτιστο.
Όμως το Φως ετούτο δεν είναι και για χόρταση… Αναφαίνεται τόσο κυριαρχικά ραγδαίο, τόσο αγέρωχα κατακλυσμιαίο, τόσο έντονα ερωτομανές, ώστε μονάχα σε πολύ-πολύ μικρές πολύτιμες δόσεις να το αντέχει ο υποψιασμένος. Είναι σα να το ακούω να με καλεί ολοένα: «Έσο έτοιμος! Και μια μόνη Αχτίδα μου να αιχμαλωτίσεις, αρκεί σου η χάρη»!
Έχω και σε άλλες περιπτώσεις [2] διευκρινίσει, ότι δεν θεωρώ όλες ετούτες τις διεργασίες που εξιστορώ (και άλλες ακόμη, ανεκλάλητες, πλην ευεργετικές) ως αξιομίμητη ή -πολλώ μάλλον- αξιοβράβευτη στάση ζωής. Απλή μέθοδος υπεκφυγής από την τυραννίδα του Εφήμερου ή διαφυγής από τις κατεστημένες τριβές της καθημερινότητας υπήρξε για τον ομιλούντα• τρόπος θέασης των μήποτε ορωμένων ή απαστράπτουσα στολή παρρησίας έναντι του Θείου• ευθεία οδός -δίχως μεσάζοντες- προς την Αγάπη ή και παρελκυστική τακτική έναντι του οπωσδήποτε Θανάτου.
Έτσι, σύμφωνα με τον Συμεών των «Θείων Ερώτων»,
«Μεταλαμβάνω του φωτός, μετέχω και της δόξης
καί λάμπει μου το πρόσωπον, ως και του ποθητού μου
καί άπαντα τα μέλη μου γίνονται φωτοφόρα•
ωραίων ωραιότερος τότε αποτελούμαι,
πλουσίων πλουσιώτερος και δυνατών απάντων
υπάρχω δυνατώτερος (…)» [3].
Αγαπητοί μου,
Σύμφωνα με μια ρήση του Λεονάρντο ντα Βίντσι, «Υπάρχουν τριών ειδών άνθρωποι. Εκείνοι που βλέπουν, εκείνοι που βλέπουν όταν τούς δείχνουν κι εκείνοι που δεν βλέπουν».
Όλοι μου οι στίχοι, λοιπόν, για ένα Βλέμμα προς το Φως!!! Αν το έχω δει ποτέ; Νομίζω, ναι! Όμως, δεν μού αρκεί… Το μάτι μου, άπληστο και βουλιμικότερο τώρα, επιποθεί δόσεις όλο και μεγαλύτερες πλέον… Και ας καώ…
Σημειώσεις:
1. Από την Θεία Λειτουργία των Προηγιασμένων Δώρων.
2. Βλ. α) π. Παναγιώτη Καποδίστρια, «Λογομαχία για την Ποίηση», Περιοδικό Τετράμηνα, τεύχ, 44-45 (1991) 2917-2929 και β) Του ίδιου, «Συνομιλίες (για την Ποίηση και πάλι)», Τετράμηνα, τεύχ. 62-64 (2000) 4733-4749.
Πρβλ. Magriplis, Dimitrios. "Panagiotis Kapodistrias". The Literary Encyclopedia. 11 March 2009. [http://www.litencyc.com/php/speople.php?rec=true&UID=12609, accessed 15 June 2009.]
3. Από τον Ύμνο Ις΄. Βλ. Symeon Neos Theologos, Hymnen (Supplementa Byzantina): Einleitung Und Kritischer Text by Kambylis, Athanasios (Editor). Publisher: Walter de Gruyter & Co, Berlin - New York 1976, p. 112.
10 σχόλια:
ο λόγος της κας Λιτσαρδάκη είναι άκρως αποκαλυπτικός, χαρτογράφησε την ποιητική σας γραμμή με μια πολύ ευαίσθητη και όμορφη γλώσσα.
το δικό σας μανιφέστο είναι πλαγίως ερωτοτροπία μετά Φωτός!
Χαίρομαι που αν και επισκέφθηκα μετά απο καιρό αυτό το blog, έπεσα με την πρώτη πάνω σε αυτό κείμενο!
όλοι σου οι στίχοι μικρές φλόγες, όλες σου οι ματιές διάτρητες απο το φως και συ καιόμενη βάτος...
ευχές..........
Μου άρεσε τόσο : "ο ποιητής εφευρίσκει ξανά τον κόσμο" και :
"..η Ορθοδοξία είναι ποίηση.."
Με συνεπήρε ο δικός σας ο Λόγος, και το Φως που σας περικυκλώνει..
Για μια ακόμη φορά μου προξενείτε ΔΕΟΣ!
Ας είστε πάντα καλά..
Ευχαριστώ δέσποτα που δε με ξεχνάτε, παρά την εξαφάνισή μου από τα ιστολόγια.
Θα επανέλθω σύντομα.
Νιώθω μεγάλη χαρά γι' αυτή τη βράβευση!
Συγχαρητήρια και πάντα επιτυχίες!
Παναιδεσιμότατε πατέρα Παναγιώτη
Συγχαρητήρια και πάλιν και πολλάκις . Στην άγονη εποχή της μαύρης ξεραϊλας μας υπάρχεις σαν δένδρο καρποφόρο, σαν λουλούδι ονειροφόρο . Είμαι ευτυχής που υπάρχεις και που με πιστεύεις φίλο .
Νίκος
Θερμά συγχαρητήρια για την βράβευσή σου.Πάντα τέτοια ευφρόσυνα για να χαίρονται οι δικοί σου και οι φίλοι σου.
Καλημέρα
Δ.Ν.Μ.
Filtate!
Ta thermotata mou sigaritiria!!! Exo xarei poli!
Ήθελα να γράψω πάνω σε εκείνη την κουβέντα που είπες σε κάποιο τέλος "κι ας καώ".
Μα θαρρώ, αδελφέ, ο καμένος τη φωτιά πως δεν φοβάται. Ο αέρας δεν
καίγεται. Κι είμαι σίγουρος πως τα φτερά σου δεν είναι πια από κερί.
Σε ασπάζομαι υπερηφάνως
Palma's
Δημοσίευση σχολίου