© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΕΝΘΕΤΑ. Ό,τι νεότερο εδώ!

Πέμπτη 7 Απριλίου 2011

Μια πρώτη ανάγνωση της αδημοσίευτης ποιητικής συλλογής του Νίκου Δημογκότση: «Με τη φωνή της καρδιάς μου»


Γράφει ο Δημήτρης Μαγριπλής

Η ποίηση κρύβει μυστικά και εικόνες. Διαβάζεις και ο κάθε ποιητής σου χαρίζει ένα τόπο, μια διάθεση, ένα τρόπο να βλέπεις τον κόσμο. Άλλοτε διαφωνείς και ενίστασαι, άλλοτε συμφωνείς και περισσεύεις. Κάποτε αφήνεσαι και ταξιδεύεις και κάποτε βιάζεσαι να επιστρέψεις, με ένα κόμπο στο στομάχι να σε τυραννά. Όπως και να έχει η ποίηση είναι το ταξίδι στον μαγικό κόσμο του ποιητή. Εκεί, σαν κεντρικό πρόσωπο, σε υποδέχεται. Φορεί τα καλά του και συνήθως από την πρώτη ανάγνωση καταλήγεις αν τούτο το σκηνικό σου ταιριάζει. Αν ναι, βρήκες τον φίλο και αν όχι πάλι με άνθη θα φύγεις από τον κήπο του. Σε κάθε περίπτωση η ποίηση είναι ζωντανός λόγος και άρα μόνο κέρδος έχουμε από την θεραπευτική ιδιότητά του.

Άλλοι ποιητές έχουν μια διάθεση ταπείνωσης και είναι σαν μια φωνή λογικής στην πλατεία και άλλοι έχουν στόμφο, όχι απαραίτητα αλαζονικό, μα σίγουρα ο λόγος τους ακούγεται δυνατά και επικαλύπτει τους ψιθύρους και τα σουρσίματα των ανυποψίαστων θαμώνων. Άλλοι φορούν κοντά παντελόνια, άλλοι κουστούμια και γραβάτες παράξενες και άλλοι ζωσμένοι με φλάμπουρα υψώνουν την σημαία της αντίστασης. Οι τελευταίοι μου είναι οι πιο αρεστοί. Όπως ο Κυπαρίσσιος Μιχάλης Κατσαρός. Και ποιος δεν έχει μαγευτεί από το ποιητικό του έργο.

Νομίζω πως το ίδιο έπαθε και ο Νίκος Δημογκότσης. Κυπαρίσσιος και αυτός που του αφιερώνει το δικό του «Αμελήσαμε»: «…Στις πόλεις άνθρωποι φαντάσματα / περιχαρακωμένοι στον ίσκιο τους, / μετρούν τρομαγμένοι και αποστεωμένοι ιδεών / τα προσωπικά τους αργύρια / και τα βρίσκουν λίγα. / Δεν μπορούν ν’ αγοράσουν / ούτε καν μεταλλαγμένα προϊόντα / ούτε καν λίγα γραμμάρια ευτυχίας. Αμελήσαμε / το παρόν μας γέμει ξηρασίας / και το μέλλον μας παραδομένο στους λίγους / βοά στην υποχθόνια καταβαράθρωσή του. / Αμελήσαμε…». Φυσικά ο Ν. Δημογκότσης δεν είναι αμελής. Με μια έντονη λυρική και ερωτική διάθεση καταγράφει καταστάσεις: «Οι εργολάβοι της αγάπης / ανασκουμπώθηκαν, / και ζυμώνοντας το αλεύρι / με ζεστό νερό και λάδι, / το ψωμί της ζωής μας / άρχισαν να πλάθουν…» (στο «Αγαπημένη μου»), παράπονα: «Αλλοίμονο στους ανθρώπους / ότι δωρεά λάβατε / τον ποταμό Αχέροντα, / το κρασί της αμπέλου, / του μύρου το αναβρυτό άρωμα. / Ότι δωρεά λάβατε / την Θεία ενόραση, / της ψυχής το αιώνιο πέταγμα, / της καρδιάς το κόκκινο χρώμα…» (στο «Αλλοίμονο στους ανθρώπους») και επιθυμίες: «Αν δεν γίνει η μάνα μας / βασίλισσα στο φως να λάμπει / αν η κόρη μας πριγκήπισσα / των αστεριών / κι η σύντροφός μας λευκό μαργαριτάρι / …σκοτάδι μαύρο πάντα θα υπάρχει / κι ένας Θεός που θα’ ναι πάντοτε λειψός.» (στο «Αν δεν γίνει»).

Ο ποιητής γόνος φτωχής αγροτικής οικογένειας, γέννημα της δεκαετίας του πενήντα, γνωρίζει καλά τον κόπο και τον μόχθο της βιωτής. Ξέρει τι σημαίνει αδικία και «Ανένταχτος στο σκοτάδι σας / στις παρυφές του περπατώ / ψάχνοντας ως άλλος Διογένης / το δικό μου πιθάρι. / Εκείνο το παλιό, το πήλινο. / Μέσα του να κρύψω / τα σκισμένα από σας / άγια κουρέλια του Ευ ζην / που με κόπους απέκτησα / και τις πικρές αλήθειες μου / που με ψεύδη μουτζουρώσατε, / να σκεπάσω με το τριμμένο / σεντόνι της αγωνίας μου.» (στο «Ανένταχτος στο σκοτάδι σας») και οδηγείται «…στα χαρακώματα / μιας νύχτας αντάρτισσας,..», όπου βλέπει: «… στις κόκκινες σημαίες σου π’ αρμενίζουν / τις γραφές σου τις ακατάληπτες.», τον έρωτα ως η «…Ζωή η ατραμαύτιστη / ΜΕΣΑ στους αιώνες» (στο «Έρωτας ανθεστήριος»).

Στην ποίηση του Δημογκότση παρατηρούμε μια έντονη κοινωνική κριτική: «… εκατομμύρια παιδιά / πεθαίνουν στης πείνας / το άδειο τραπέζη. / Εκατομμύρια παιδιά / αναλφάβητα μένουν / στης αμάθειας το καύμα. / Δισεκατομμύρια άνθρωποι / την απόλυτη ζουν φτώχεια. …» (στο «Με την φωνή της καρδιάς μου»), που επίκαιρη όσο ποτέ επαφίεται στη δύναμη της νόησης και του ελληνικού φωτός για την θεραπεία των κακώς εχόντων. Ακόμη και όταν αφήνετε σε ένα ερωτικό διάλογο διακόπτει, από την αίσθηση του χρέους απέναντι στους άλλους. Όπως στο «Και σ’ αγαπώ όλο και πιο πολύ»: «Των φιλιών μας το απόσταγμα / -νέκταρ γλυκύτατο- / που γέμιζε την δεξαμενή / των ευτυχισμένων ψυχών μας, / και αυτό δικό μας…/ Ώσπου η αποφράδα ημέρα του πολέμου / των λίγων κυβερνητών της κτίσης / σε πήρε κοντά της…». Αυτό το χρέος τον κάνει ρεαλιστή με πλήρη αίσθηση : «Ότι ο καθένας μόνος του / στον ώμο του να σηκώσει πρέπει / τον Σταυρό του Μαρτυρίου του. / Κρυφά Μυστικά / να μην τον βλέπουν οι άλλοι. / Νικητής να βγει από τον άγιο κύκλο της ζωής. / Νικητής να βγει με τον θάνατό του.» (στο «Ο Άγιος κύκλος της ζωής»). Όπου ο θάνατος είναι τρωτός και εξαφανίζεται από την αγάπη: «Σ’ ένα κόκκο της / είναι χαραγμένο το όνομά μου. / Αν τον βρεις …μαζί μου θα είσαι / την ημέρα την μεγάλη των Αναστάσεων.» (στο «Ο κόκκος της αγάπης»). Η αγάπη που λούζοντας το σύμπαν κάνει τον ποιητή να ονειρεύεται: «Και ονειρεύομαι! / Κι έτσι που ονειρεύομαι / δοκιμαστής γίνομαι του ήλιου και των σύννεφων, / δοκιμαστής γίνομαι / της πράσινης ελιάς και του μήλου. Κι ύστερα, αργά αργά ακουμπώντας / την λύρα την τρίχορδη του φεγγαριού / στο λευκό μου μαξιλάρι, / επιστρέφω πάλι ολάκερος / στις ένοχες σιωπές μου.» (στο «Πώς να σκεπάσω»).

Αυτές οι ενοχές έχουν ανάγκη τον «Σαλπιγκτή που ήρθε από το μέλλον», ένα ποίημα αφιερωμένο στον Διονύση Πιτταρά. Και η αφιέρωση δεν είναι τυχαία, αφού στον διανοούμενο αυτόν χρωστάμε την ύπαρξη της Τριφυλιακής Εστίας – ενός από τα αρχαιότερα και σημαντικότερα περιοδικά για τα γράμματα στην Πελοπόννησο: «Και μας μιλούσε για ώρες πολλές / ακόμα ο σαλπιγκτής / με το σπινθηροβόλο βλέμμα / που μας ήρθε από το μέλλον. / Όμως εμείς κουρασμένοι / αποκοιμηθήκαμε βαθειά. / Δεν ακούσαμε τον Λόγο του / για το μέτρο της ευθύνης / που αναλογεί χωριστά στον καθένα μας. / Δεν ακούσαμε για τον τρόπο / σποράς του Νέου Σίτου…Δεν ακούσαμε.» Ο ποιητής ονειρεύεται το ξημέρωμα ενός νέου κόσμου μέσα από εικόνες που εκφράζουν την πλήρη αίσθηση της αδικίας και της απογοήτευσης που επικρατεί: «Είδα / εκείνους που φέρουν μαχαίρι / φορτωμένο μίσος, / να το προσαρμόζουν στο αλέτρι του πολέμου/ βαθύ να σκάβουν τον πόνο, / πολύ να εξαργυρώνουν το αργύριο.» (στο «Βαθειά αγκαλιά ονείρου»). Άλλοτε νοιώθει απογοητευμένος, είτε για προσωπικούς λόγους (στο «Χωρισμός»), είτε λόγω υπαρξιακών καταστάσεων (στο «Ζωή και Θάνατος», που το αφιερώνει στον Τριφύλιο λογοτέχνη Δημοσθένη Ζαδέ).

Κάποτε νοιώθει θυμωμένος (στο «Άκου τα λόγια μου» που το αφιερώνει στον Τέλη Γκιουλή – από τα ιδρυτικά μέλη της ανανεωμένης Τριφυλιακής Εστίας), για την αδιαφορία και τον ατομικισμό που κυριαρχεί σε συλλογικό επίπεδο, χωρίς όμως να χάνει την ελπίδα του: «Κλείσε τα μάτια σου απαλά / και άσε ανοιχτά εκείνα της ψυχής σου / να σε ταξιδέψουν μυστικά / με τα αερόπλοια της θείας ενόρασης.» (στο «Άκου την φλογέρα των ουρανών»). Συχνά κρίνει αυστηρά την υποκρισία (στο «Αποστάτες της ζωής»), προσφέρει ανάσες μεταφυσικής ενόρασης στον αναγνώστη (στο «Εγώ ο θείος έρωτας») και τονίζει την ανάγκη της πίστης στον άνθρωπο (στο «Εκλάμψεις»). «Η εποχή μας» είναι μια πεζή εκκοσμίκευση με: «Καμένα δένδρα / τουφεκισμένα σκηνώματα Αγίων. Μάταια περιμένουν ένα τρισάγιο…μια προσευχή.» (στο «Καμένα δένδρα»), που «Μόνο τα όνειρά μου πια / καλπάζουν ελεύθερα, / στοιχειώνοντας την κάθε ημέρα μου / γκριζάροντας της ψυχής μου / τα φωτεινά χρώματα.» (στο «Κράτησα τη ζωή μου»). «Με το τραμ των ονείρων» ο ποιητής ταξιδεύει και επιμένει: «Μένω απέναντί σας. / Οδός ονείρων εφτά. / Δεύτερο όροφο διαμέρισμα τρία. / Το όνομά μου Ειρήνη. / Κτυπήστε το κουδούνι. / Θα σας ανοίξω.» (στο «Μένω απέναντί σας»). Η «Νύχτα τσιγγάνα» αφιερώνεται στη Σοφία Φίλντιση, ενώ το «Ντύθηκα» στην αρχισυντάκτρια και χορηγό της Τριφυλιακής Εστίας, Ρ. Τσατσάκου.

Ο Ν. Δημογκότσης είναι μια αληθινή φωνή. Μια επίκαιρη κραυγή αγωνίας και έντονης κριτικής: «Μοίραζε φανερά ικανοποιημένος / τον θάνατο ο πόλεμος / αναφωνώντας δυνατά/ [Α] [Α] / πάλι με εμπιστεύθηκαν οι άνθρωποι. / Δοξασμένο ας είναι το όνομά τους. / Δοξασμένοι ας είναι οι νεκροί τους, / ότι και τη δική μου Δόξα / πάντοτε σκέφτονται» (στο «Ο Πόλεμος»). «Τον καίσαρα δες και τον αυτοκράτορα / …Α! τα ιερατεία δες / πως ευλογούν τις σφαγές και τον θάνατο / ότι ο δικός τους παράδεισος στη γη ανθίζει», (στο «Τον Καίσαρα δες»). Παράλληλα είναι μια φωνή ελπίδας και αισιοδοξίας: «Της δουλειάς τον ιδρώτα / με μαντήλι καθαρό να σκουπίσουμε. / Άιντε ! / άιντε συνταξιδιώτες της ζωής / και δεν μπορεί / μονάχος του ν΄ ανέβει ο ήλιος» (στο «Συνταξιδιώτες της ζωής»).

Τον Ιούνιο του 2009, η συλλογή διακρίθηκε στον πανελλήνιο διαγωνισμό του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός», με έπαινο. Εμείς απλά συμπληρώνουμε, δικαίως και ευχόμαστε σύντομα να την δούμε τυπωμένη σε ένα καλαίσθητο βιβλίο.
--------------------------------------------------------------------

* Ο Ν. Δημογκότσης πρωτοεμφανίζεται στην ποίηση με τη συλλογή «Άγουρα σταφύλια», Υδρόγειος, Θεσσαλονίκη, 2006. Έχει πάρει μέρος στο φεστιβάλ ερωτικής ποίησης, «Η πολιτιστική άνοιξη της Θεσσαλονίκης», στα πλαίσια της συνεργασίας του Συνδέσμου εκδοτών Βορείου Ελλάδας με τον Δήμο Θεσσαλονίκης και στο 2ο φεστιβάλ ποίησης Θεσσαλονίκης: «Η Ελιά – το Ιερό Δέντρο των Αγώνων και της Ειρήνης», το 2006. Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί στην Ανθολογία ερωτικής ποίησης Θεσσαλονίκης με τίτλο: «Ερωτικός Μάιος της Θεσσαλονίκης», τόμος Δ΄, από τις εκδόσεις Υδρόγειος, Θεσσαλονίκη, 2006. Αρκετά ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί και δημοσιεύονται στην Τριφυλιακή Εστία, καθώς και στο περιοδικό Αναγέννηση.

2 σχόλια:

Mycannashop είπε...

που θα μπορουσα να βρω τις συλλογες του Νικου Δημογκοτση? Υπαρχει καποιο site η καποιο βιβλιο?

elena είπε...

Ωραια η δημοσιευμενη του δουλεια. Αναμενουμενουμε και τα επομενα! Συγχαριτηρια στον Νικο Δημογκοτση.

Οι πιο αναγνώστες μας Αναγνώστες

Related Posts with Thumbnails