Γράφει η Δρ ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ
Ο Παναγιώτης Καποδίστριας είναι παιδί της Ζακύνθου. Γεννήθηκε και ζει μόνιμα στο Μπανάτο/Βανάτο της Ζακύνθου, όπου ασκεί και τα καθήκοντα του Εφημέριου. Σπούδασε Θεολογία στο Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο της Αθήνας, κατέχει Μάστερ Θεολογίας, είναι Αρχιερατικός Επίτροπος της Μητροπόλεως Ζακύνθου, είναι εκπαιδευτικός στο Μουσικό Σχολείο στο νησί του και έχει διδάξει και στα ΤΕΙ Ιονίων Νήσων. Έχει γράψει πολλά, βραβεύτηκε το 2004 για την Ποίησή του από την Ακαδημία Αθηνών, ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά ιταλικά και αραβικά, είναι μέλος του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός» και έχει τιμηθεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο καθώς και από το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας.
Όπως είναι φυσικό, ο Παναγιώτης Καποδίστριας φέρει στους ώμους του το βάρος ενός Χρέους και μιας βαριάς κληρονομιάς. Το πρώτο προς τον Θεό, την Εκκλησία και την Κοινωνία, την οποία διακονεί και το δεύτερο προς τη λογοτεχνία, την οποία υπηρετεί πάντα κάτω από τη σκέπη της θρησκευτικής φτερούγας.
Έχει “πάντα ανοιχτά, πάντα άγρυπνα τα μάτια της ψυχής του”, για να ανταποκρίνεται και στις δύο μεγάλες αποστολές του με αρετήν και τόλμην, τις οποίες συνδυάζει για ένα και μόνο σκοπό∙ να κάνει πράξη, όσο μπορεί, σε έναν κόσμο απειλητικό που κάθε μέρα αγριεύει, αυτό που έχει αισθανθεί ως προορισμό και κλήση. Δεν αφήνει στην Εκκλησία την ευθύνη να διορθώσει ή να παραπέμψει τα εδώ δεινά στην «άλλη» ζωή. Όχι, πολεμά με την προσευχή και με το έργο του την κοινωνική αδικία και με ήπιο θρησκευτικό τόνο προσπαθεί να απαλύνει τα βάσανα των ανθρώπων που τελειωμό δεν έχουν αλλά είναι πολλά και σε μεγάλη ποικιλία.
Τα ποικίλα δημοσιεύματά του, αυτόνομα ή σε περιοδικά, τεκμηριώνουν του λόγου το αληθές.
Ο μικρός αλλά πολύ σημαντικός για το περιεχόμενό του τόμος με τον τίτλο “Θηριοδαμαστήριο” περιλαμβάνει δεκαέξι κείμενα, όλα αντλημένα θεματικά από το κοινωνικό περιβάλλον και με την ευαισθησία του ανθρώπου που εξαντλεί όλα τα μέσα που διαθέτει η φωνή του, το κήρυγμά του, η γραφή του για να περιγράψει και στηλιτεύσει το κακό.
Τα θέματα των ιστοριών του δεν είναι από αυτά που θα μνημόνευε η Ιστορία∙ ηγέτες, πολέμους, χρονολογίες, αριθμούς νεκρών. Είναι «μικρές άηχες ιστορίες», όπως αυτή του Τάση, του βοσκού που πέρασε όλη τη ζωή του υπηρετώντας τα ζωντανά του και φροντίζοντας πώς «θα αποκτηθούν, θα τραφούν, θα συνευρεθούν, θα γεννήσουν, θ’ αρμεχτούν, θα εκποιηθούν». Και όταν απόμεινε γέρος, άρρωστος κι απόμαχος –επειδή η καρδιά δεν συνταξιοδοτείται ποτέ- κάθε δειλινό πηγαίνει στο μαντρί του κουμπάρου του να τα θαυμάσει «για λίγη ώρα, έστω και από μακρία!!!». Τα τρία θαυμαστικά στο τέλος της πρότασης αποτελούν ισχυρό σχόλιο, θαυμασμό από τον γράφοντα, για τον απλό εκείνο ποιμένα που απέμεινε χωρίς ποίμνιο αλλά δεν έχασε ποτέ την ιδιότητα.
Ο Καποδίστριας έχει άριστη γνώση της τεχνολογίας, χειρίζεται καλά τον υπολογιστή, μπορεί να παρακολουθεί τι κάνει η Λετίτσια που έχει συνάψει μια εικονική φιλία με την «Ευτυχισμένη Φθινόπωρο», όπως έχει και εικονικό σύζυγο και είναι εικονικά προσκεκλημένη σε πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν. Σαν να κάθεται μπροστά σ’ έναν καθρέφτη και να μοιράζεται τη μοναξιά της με τον εαυτό της… “Είναι κι αυτή μια στάσις. Νοιώθεται”, θα έλεγε ο Αλεξανδρινός.
Κι αμέσως μετά έρχεται το δωμάτιο με τους καθρέφτες στη Μονή του Προδρόμου, στην Πελοπόννησο. Θα αναρωτιέται κανείς τι δουλειά έχουν οι καθρέφτες σε ένα μοναστήρι… Ναι, έχουν. Είναι οι κάρες των συνωστισμένων κεκοιμημένων. Σ’ αυτές αναγνωρίζουμε τον μελλοντικό άγνωστο εαυτό μας… Βασιλεύς ή στρατιώτης, πλούσιος ή πένης, άνδρας ή γυναίκα, όμορφος ή άσχημος, νέος ή γέρος και γιατί όχι, Λευκός ή Μαύρος, Χριστιανός ή αλλόθρησκος; Καμία διάκριση, μόνο ένα σκέτο κρανίο ολόιδιο με το διπλανό του στην δημοκρατική επικράτεια του θανάτου…
Ένα από τα σημαίνοντα πολλαπλώς διηγήματα είναι και το τιτλοφορούμενο «Η δύση των πραγμάτων» με πολλές αναφορές σε στίχους του ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, ο οποίος –δηλαδή ο τόμος με τα ποιήματά του- λειτουργεί σαν διακοσμητικό αξεσουάρ κοινωνικής αναβάθμισης για την Λίζα, την περιφερόμενη στην πλατεία με το σκυλάκι της, χωρίς άλλα, αν και ευκόλως υποδηλούμενα, στοιχεία ταυτότητας. Οι αναφορές του συγγραφέα στους στίχους του ποιητή από τη συλλογή “Δυτικά της Λύπη” και τη “Μαρία Νεφέλη”, μπορεί να μην έχουν κανένα αντίκρισμα για την Λίζα, τον σύζυγό της, τον εραστή της, την Κωνσταντινούπολη και τις συνέπειες, όμως για τον ειδήμονα έχουν, όταν μάλιστα κάποιοι «Νέοι Αλεξανδρείς» ισχυρίζονταν ότι ο ποιητής ήταν α-πολιτικός, αιθεροβάμων και αεροβάτης. Ο έχων όμματα για να διαβάσει και ώτα για να ακούσει, βλέπει και ακούει. Ο ποιητής έχει τον δικό του τρόπο για να μιλήσει και «Θα πρέπει να είναι κανείς πολύ χοντρόπετσος για να μην καταλαβαίνει ότι αν δεν αντιδρά με τον ίδιο τρόπο, φταίει απλά και μόνο η ηλικία του», γράφει χαρακτηριστικά στα “Ανοιχτά Χαρτιά” (σελ. 33). Ο ίδιος απλώς αρκείται στο «όσο γερνώ τόσο λιγότερο καταλαβαίνω / η πείρα μού ξέμαθε τον κόσμο». («Ad Libitum 6»). Το θέμα όμως δεν είναι ο ποιητής, αλλά η Λίζα με τα ποιήματα στη μασχάλη σαν νέος «Ηγεμών εκ Δυτικής Λιβύης», που όμως πλήρωσε ακριβά το τίμημα, η Λίζα όχι ο «Ηγεμών».
Ο νεότερος ποιητής όμως, ο αποκρυπτογράφος του μεγάλου προγόνου, ο Παναγιώτης Καποδίστριας, ξέρει, βλέπει, βρίσκει, κρίνει και συγκρίνει τις αναλογίες.
Και όσο προχωράμε στα ενδότερα του βιβλίου τόσο το σφίξιμο στο στομάχι γίνεται πιο αισθητό. Είναι ο ρατσισμός μεγάλος και η «ανύπαρκτη» για τον Λευκό να ξεκοιλιάσει έναν Μαύρο. Ανύπαρκτη σε στενή έννοια, σε ευρεία όμως; Στο διήγημα οι «Θλιμμένες τζακαράντες» παρακολουθούν αδιαμαρτύρητα τους Λευκούς να σφετερίζονται τον πλούτο της χώρας τους και μας μας φέρνουν στον νου εκείνη την «Kerk Oost, Pretoria, Transvaal» του Γιώργου Σεφέρη με τις μοβ Τζακαράντες και «την καρδιά γεμάτη σκάγια».
Θλιβερά πολύ τα «Ασώματα likes», τόσo που αναρωτιέται κανείς: Όλα καλά ήταν εκείνη την παλιά εποχή που όλα ήταν απαγορευμένα; Που το πιο ωραίο συναίσθημα εξαφανίστηκε στην επιφάνεια, παραμένει όμως αόρατο, αφανίζοντας τους πρωταγωνιστές της ιστορίας δια βίου;
Η παραλοϊσμένη Αλεξάνδρα, η αξιοθρήνητη Ιβάνα, ο φτωχός Θοδωρής ή Ιωάννης, ο «Παρακμιακός» με τη λαμέ ρόμπα, και μερικοί ακόμα συμπληρώνουν την μικρή πινακοθήκη αμελητέων αντιηρώων που το βλέμμα ή ο φακός του Παναγιώτη Καποδίστρια έπιασε σε στιγμές που λίγοι είναι σε θέση να δουν. Αμελητέες ποσότητες σε μια κοινωνία, όπου ο καθένας μόνο τον εαυτό του βλέπει και γι’ αυτόν νοιάζεται.
Όμως, όσο και αν το κοινωνικό περιεχόμενο των διηγημάτων κερδίζει την πρώτη εντύπωση, την πρώτη επίσης κερδίζει και ο τρόπος της γραφής. Γιατί ο Καποδίστριας είναι ποιητής ακόμα και στον πεζό του λόγο, μπορεί να περιγράψει τον κόπο και τον μόχθο που απαιτεί η καθημερινή δουλειά, να φανερώσει τη γη που είναι παράδεισος, όπως την προόρισε ο Δημιουργός της, αλλά οι άνθρωποι τη βεβήλωσαν, να κοιτάξει βαθιά μέσα στα προβλήματα.
Τα δυστυχισμένα πρόσωπα στήνονται μέσα στα διηγήματα σαν τα μοντέλα των μεγάλων ζωγράφων με όλες τις ρυτίδες στο μέτωπο, τους ρόζους στα χέρια, τον κόπο στο σώμα, τον πόνο στην ψυχή, τη στρέβλωση στο μυαλό. Κάθε διήγημα θα μπορούσε να γίνει μια μικρή κινηματογραφική ιστορία. Ο ποιητής-συγγραφέας έχει σκηνοθετήσει ήδη το πλάνο και έχει επιμεληθεί και τις λεπτομέρειες ολοκληρώνοντας με μικρές λεπτές πινελιές το έργο, με κάρβουνο, με μελάνι, με της ψυχής το αίμα, διαπιστώνοντας πάλι και πάλι εκείνο το παπαδιαμαντικό “λες κι είχαν ποτέ τελειωμό τα πάθια κι οι καημοί του κόσμου” ή με τα λόγια τα δικά του «Ο κόσμος μας είναι décadent, με ρόμπα και κορδέλες…».
Πού να κατατάξει κανείς αυτά τα διηγήματα; Στην πεζογραφία, στην ποίηση, στην κοινωνιολογία, στη ζωγραφική; Στον ομολογημένο καημό για ό,τι συμβαίνει και δεν διορθώνεται;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου