Γράφει ο π. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ
Η καλή Ενορίτισσσά μας, γιατρός και καλλιτέχνιδα κ. Σοφία Τσιάρα, δημοσιοποίησε σήμερα μια φωτογραφία του πατέρα της, γιατρού επίσης, αποτυπωμένη στην διασταύρωση, πλησίον του Ναού της Παναγούλας Βανάτου Ζακύνθου. Πρόκειται για αποτύπωση του παλαιού Ναού, που σήμερα δεν υπάρχει, καθώς κατεδαφίστηκε, όταν ολοκληρώθηκε η ανέγερση του νεότερου σημερινού. Ο νεότερος ανοικοδομήθηκε πίσω από τον εικονιζόμενο παλαιό και διακρίνεται στη φωτό.
Ως προς την χρονολόγηση: Η απόφαση για την ανέγερση νέου Ναού ελήφθη το 1972, τα δε εγκαίνιά του τελέσθηκαν τον Μάιο του 1980. Στη φωτό φαίνονται οι δυο Ναοί, σε πρώτο πλάνο βέβαια ο παλαιός. Ο νεότερος έχει ήδη ορθωθεί, οπότε συμπεραίνουμε ότι η φωτό έχει αποτυπωθεί μεταξύ των ετών -κατ' εκτίμηση προσωπική μας- μεταξύ των ετών 1975 και 1979.
Γιατί γκρεμίστηκε ο παλαιότερος Ναός; Διότι, εξαιτίας των σεισμών και άλλων γεγονότων (που δεν είναι της παρούσης), το όντως κτίσμα υφίστατο μέχρι τα παράθυρα. Πάνω από τα παράθυρα ήταν ξυλότυπος, με πρόχειρη σκεπή. Με άλλους λόγους, πλην της προβληματικότητάς του, ήταν και αντιαισθητικός, όπου μπορεί να διαπιστώσει και στη φωτό ο προσεκτικός παρατηρητής.
Έτσι, ορθώθηκε ο νέος Ναός (σε σχέδια Moretti και αντιγράφοντας τον αφανισθένα από τη σεισμοπυρκαγιά του 1953 Ναό του Αγίου Λουκά της Χώρας του Τζάντε) πίσω από τον παλαιό και όταν ο νέος ολοκληρώθηκε στα βασικά του, μεταφέρθηκαν τα έργα τέχνης στον νέο. Τότε ο παλαιός κατεδαφίσθηκε, οπότε το υφιστάμενο πλάτωμα μεγάλωσε κατά το 1/3.
Στη φωτό που πρωτοπαρουσιάζεται σήμερα, φαίνεται στο βάθος το Κοιμητήριο του Βανάτου πριν την δεύτερη επέκτασή του, που έγινε αργότερα σε ενοριακό οικόπεδο.
Πίσω από τον εικονιζόμενο άνδρα (μακαριστό γιατρό Τσιάρα) διακρίνεται ένα κιβώτιο και πάνω του σταυρός. Επρόκειτο για ένα σιδερένιο κιβώτιο με λουκέτο, όπου οι περαστικοί έριχναν τον οβολό τους για να βοηθήσουν στην ανέγερση του νέου Ναού.
Στην κεντρική θύρα του παλαιού Ναού φαίνεται στεφάνι. Πρόκειται για το στεφάνι της εορτής του Δεκαπενταύγουστου ή του πανηγυριού των αρχών Σεπτεμβρίου. Σίγουρα είναι αυτή η εποχή του χρόνου, δεδομένης και της αμφίεσης του εικονιζόμενου προσώπου.
Κι επειδή το σημερινό σημείωμα έχει χαρακτήρα αναδρομικό στην τοπική ιστορία, αξίζει να αναδημοσιεύσουμε μιαν ανάμνηση, καταγεγραμμένη εδώ στο "Νυχθημερόν", στις 25 Ιουλίου 2009, από τον Μπανατιώτη Δάσκαλο Νικόλαο Κοντονή (+2012), γιο του παλαιού Εφημερίου των Ναών του Μπανάτου, ιερέως Χαραλάμπη Κοντονή ή παπα-Κουμπούρα (+31.10.1967).
Ο μακαριστός Δάσκαλος Νικόλαος Κοντονής (και πατέρας του πρώην Υπουργού Σταύρου Κοντονή) υπήρξε εκ των πρωτεργατών για την ανέγερση του νέου Ναού της Παναγούλας. Ο ίδιος, λοιπόν, διηγείται ακολούθως:
ΕΝΑ ΟΝΕΙΡΟ...
Ήμουν μαθητής του Γυμνασίου Ζακύνθου, μοναδικού τότε σ’ όλο το νησί και στεγαζόταν στα μετασεισμικά παραπήγματα, κάποια ξύλινα, στενόμακρα οικήματα, που είχε κατασκευάσει ο Στρατός στην περιοχή του Ξιφίτα, εκεί που σήμερα είναι το γήπεδο.
Τότε η Παναγούλα μας, 1955, στεκόταν ακόμη όρθια, με σχισμένους τους τοίχους και τις γωνίες από τον Σεισμό του ’53. Κανείς δεν τολμούσε ούτε να πλησιάσει και να μπει μέσα στο Ναό. Μια πολύ μεγάλη σκηνή, που ο πατέρας μου με τον Στρατό τοποθέτησαν, εκεί που τώρα είναι το μαγαζί του Χρήστου Κοντονή, στέγασε τις εικόνες και των δύο εκκλησιών του Μπανάτου και σ’ αυτή τη σκηνή λειτουργούσε ο Παπα-Μπάμπης.
Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν ένα βράδυ, που κοιμόμουν στην μετασεισμική μας μπαράκα, είδα στον ύπνο μου ότι ήμουν στο πλάτωμα της Παναγούλας. Άνοιξε από μόνη της η βορινή κυρία είσοδος της εκκλησίας και στο κεφαλόσκαλο παρουσιάστηκε μαυροφορεμένη γυναίκα, με γλυκιά και πονεμένη μορφή. Κοίταξε τον εξωτερικό χώρο κι εμένα που είχα βρεθεί εκεί και γύρισε και μπήκε ξανά στο εσωτερικό του Ναού.
Τότε η Παναγούλα μας, 1955, στεκόταν ακόμη όρθια, με σχισμένους τους τοίχους και τις γωνίες από τον Σεισμό του ’53. Κανείς δεν τολμούσε ούτε να πλησιάσει και να μπει μέσα στο Ναό. Μια πολύ μεγάλη σκηνή, που ο πατέρας μου με τον Στρατό τοποθέτησαν, εκεί που τώρα είναι το μαγαζί του Χρήστου Κοντονή, στέγασε τις εικόνες και των δύο εκκλησιών του Μπανάτου και σ’ αυτή τη σκηνή λειτουργούσε ο Παπα-Μπάμπης.
Έτσι είχαν τα πράγματα, όταν ένα βράδυ, που κοιμόμουν στην μετασεισμική μας μπαράκα, είδα στον ύπνο μου ότι ήμουν στο πλάτωμα της Παναγούλας. Άνοιξε από μόνη της η βορινή κυρία είσοδος της εκκλησίας και στο κεφαλόσκαλο παρουσιάστηκε μαυροφορεμένη γυναίκα, με γλυκιά και πονεμένη μορφή. Κοίταξε τον εξωτερικό χώρο κι εμένα που είχα βρεθεί εκεί και γύρισε και μπήκε ξανά στο εσωτερικό του Ναού.
Τρέμοντας, στον ύπνο μου, μπήκα και εγώ στην εκκλησία. Η γυναίκα αυτή προχώρησε με αργά βήματα προς την Ωραία Πύλη, ανέβηκε τα σκαλοπάτια της, γύρισε προς τον Κυρίως Ναό, άπλωσε και σήκωσε τα χέρια της προς τον ουρανό και είπε:
«Πότε, άραγε, θα φτιάξουν την εκκλησία μου;»
Γύρισε, μπήκε μέσα στο Ιερό Βήμα, αγκάλιασε με τα δυο της χέρια την Αγία Τράπεζα, κάτι είπε, που δεν το άκουσα και μετά πήγε στην Αγία Πρόθεση και είπε:
«Και σένα, Αγία μου Πρόθεση, πότε θα σε φτιάξουν;»
Επέστρεψε στην Ωραία Πύλη και απευθυνόμενη σε μένα, μου είπε:
«Εσύ να έρχεσαι πότε-πότε, να μού ανάβεις το καντήλι μου» και μού έδειξε το μικρό της εικόνισμα, που ήταν και είναι, απέναντι από τους ψάλτες. Τότε εξαφανίστηκε.
Ξύπνησα φοβερά ταραγμένος. Τ' όνειρό μου το είπα στον Πατέρα μου και τη Μάνα μου, θετικός εγώ πια ότι η γυναίκα που είδα, ήταν η Παναγούλα.
- Κοίταξε, Παπά, να κάμεις ό,τι μπορείς να φτιαχτεί η εκκλησία, γιατί το θέλει η Παναγία, είπε η Μάνα μου στον Πατέρα μου κι έτσι φτιάχτηκε πρόχειρα η εκκλησία, που από τη μέση και κάτω ήταν οι τοίχοι της παλιάς εκκλησίας και από τη μέση και πάνω ήταν ξύλινη κατασκευή.
Έδωσε όμως ο Θεός και το 1967 ήλθα δάσκαλος στο Μπανάτο, δυο μήνες πριν πεθάνει ο Πατέρας μου. Τότε συζήτησα τη σκέψη και την επιθυμία μου με τον Παπα-Μαμφρέδα (που είχε αντικαταστήσει τον Πατέρα μου) και τον Σκοπιώτη Κοντονή, αλλά και με όλους τους ενορίτες. Έτσι, χωρίς λεπτομέρειες, χτίσαμε εκ θεμελίων τον νέο αντισεισμικό Ναό της Παναγούλας μας, που είναι και μεγαλύτερος από τον παλαιό.
Έτσι έδωσε ο Θεός, το καντήλι της Παναγούλας να ανάβει στους αιώνες, αλλά και νάχει τώρα λειτουργό της τον καλό και άριστο μαθητή μου π. Παναγιώτη Καποδίστρια.
Ίσως, μιαν άλλη στιγμή, σάς κάμω γνωστό και το πώς χτίστηκε η εκκλησία μας.
Είμαι όμως ευτυχής, που τ' Όνειρο έγινε πραγματικότητα!
«Πότε, άραγε, θα φτιάξουν την εκκλησία μου;»
Γύρισε, μπήκε μέσα στο Ιερό Βήμα, αγκάλιασε με τα δυο της χέρια την Αγία Τράπεζα, κάτι είπε, που δεν το άκουσα και μετά πήγε στην Αγία Πρόθεση και είπε:
«Και σένα, Αγία μου Πρόθεση, πότε θα σε φτιάξουν;»
Επέστρεψε στην Ωραία Πύλη και απευθυνόμενη σε μένα, μου είπε:
«Εσύ να έρχεσαι πότε-πότε, να μού ανάβεις το καντήλι μου» και μού έδειξε το μικρό της εικόνισμα, που ήταν και είναι, απέναντι από τους ψάλτες. Τότε εξαφανίστηκε.
Ξύπνησα φοβερά ταραγμένος. Τ' όνειρό μου το είπα στον Πατέρα μου και τη Μάνα μου, θετικός εγώ πια ότι η γυναίκα που είδα, ήταν η Παναγούλα.
- Κοίταξε, Παπά, να κάμεις ό,τι μπορείς να φτιαχτεί η εκκλησία, γιατί το θέλει η Παναγία, είπε η Μάνα μου στον Πατέρα μου κι έτσι φτιάχτηκε πρόχειρα η εκκλησία, που από τη μέση και κάτω ήταν οι τοίχοι της παλιάς εκκλησίας και από τη μέση και πάνω ήταν ξύλινη κατασκευή.
Έδωσε όμως ο Θεός και το 1967 ήλθα δάσκαλος στο Μπανάτο, δυο μήνες πριν πεθάνει ο Πατέρας μου. Τότε συζήτησα τη σκέψη και την επιθυμία μου με τον Παπα-Μαμφρέδα (που είχε αντικαταστήσει τον Πατέρα μου) και τον Σκοπιώτη Κοντονή, αλλά και με όλους τους ενορίτες. Έτσι, χωρίς λεπτομέρειες, χτίσαμε εκ θεμελίων τον νέο αντισεισμικό Ναό της Παναγούλας μας, που είναι και μεγαλύτερος από τον παλαιό.
Έτσι έδωσε ο Θεός, το καντήλι της Παναγούλας να ανάβει στους αιώνες, αλλά και νάχει τώρα λειτουργό της τον καλό και άριστο μαθητή μου π. Παναγιώτη Καποδίστρια.
Ίσως, μιαν άλλη στιγμή, σάς κάμω γνωστό και το πώς χτίστηκε η εκκλησία μας.
Είμαι όμως ευτυχής, που τ' Όνειρο έγινε πραγματικότητα!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου