Πληροφορεί σχετικά τους αναγνώστες μας ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ Ν. ΜΟΥΣΜΟΥΤΗΣ μες από το ΣΗΜΕΙΩΜΑ ΤΗΣ ΣΥΝΤΑΞΗΣ τού ανά χείρας τεύχους
O όρος δωσιλογισμός (collaboration), υπό την έννοια της συνεργασίας ατόμων ή πληθυσμιακών ομάδων κατεχομένων χωρών με τον εχθρό, χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1940 από τον Γάλλο πρωθυπουργό στρατάρχη Φιλίπ Πετέν, όταν ανήγγειλε την απόφασή του να δεχθεί τη γερμανική «προσφορά» συνεργασίας στη «νέα ευρωπαϊκή τάξη». Ο Πετέν, και αρκετοί άλλοι, θεωρούσαν τη «συνεργασία» αυτή ως τη μόνη εφικτή –και για μια ηττημένη χώρα σχετικά ανώδυνη– διέξοδο προκειμένου να διασωθεί η ενότητα και, έστω με κάποιους περιορισμούς, η κρατική οντότητα, καθώς και το κοινωνικό καθεστώς της χώρας μέχρι τον τερματισμό του πολέμου. Ο όρος αυτός ταιριάζει επίσης στο πρότυπο του νορβηγικού φασιστικού κόμματος Βίντκουν Κουίσλιγκ, η συνεργασία του οποίου δεν αποτελούσε «ρεαλιστική» αντίδραση ή προσαρμογή στο τετελεσμένο γεγονός της Κατοχής, αλλά προηγήθηκε χρονικά, εφόσον συνεργάστηκε με τον επίδοξο κατακτητή, με σκοπό να διευκολυνθεί η κατάληψη της χώρας.
Στην Ελλάδα, ο στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου, ο οποίος είχε υπογράψει τη συνθηκολόγηση του ελληνικού στρατού, προσέφερε στον Χίτλερ τις υπηρεσίες του για τον σχηματισμό κυβέρνησης «στην επιθυμητή κατεύθυνση». Φαίνεται ότι το παράδειγμα του Πετέν τού είχε ασκήσει βαθύτατη επίδραση. Η πρόταση του Τσολάκογλου –είχε στείλει τηλεγράφημα στον Χίτλερ, από τον οποίο ζήτησε την άδεια σχηματισμού κυβέρνησης που θα πολιτευόταν σύμφωνα με τις επιθυμίες του ίδιου του Φύρερ– βρήκε θετική ανταπόκριση. Εντούτοις, κανένας γνωστός πολιτικός δεν δέχθηκε να αναλάβει υπουργικό αξίωμα υπό την σκιά των Αρχών Κατοχής. Έτσι, ο Τσολάκογλου στηρίχθηκε κυρίως σε ανώτερους αξιωματικούς του αλβανικού μετώπου και σε πολιτικούς δεύτερης κατηγορίας.
Σε αντίθεση με τον Πετέν, ο Τσολάκογλου δεν επεδίωξε να εφαρμόσει ένα πρόγραμμα εθνικής επανάστασης και να οικοδομήσει ένα αυταρχικό καθεστώς τύπου Βισύ. Εξάλλου, ο ίδιος θεωρούσε την κυβέρνησή του προσωρινή, με μοναδική αποστολή να περιορίσει τα δεινά του έθνους μέχρι το τέλος της Κατοχής.
Η δημόσια αποκήρυξη του μεταξικού καθεστώτος και η σιωπηλή κατάργηση της μοναρχίας ήταν ένα δεύτερο βήμα προς την κατεύθυνση της νομιμοποίησης της κυβέρνησης Τσολάκογλου έναντι των Αρχών Κατοχής. Η εξόριστη κυβέρνηση χαρακτηρίστηκε προδοτική· κορυφαίοι υπουργοί του Μεταξά συνελήφθησαν ως υπαίτιοι της εθνικής συμφοράς, δηλαδή του πολέμου με τη Γερμανία (μη εξαιρουμένου του αρχιστράτηγου Αλέξανδρου Παπάγου), και καταχραστές του δημοσίου πλούτου.
Από την πλευρά του ο Τσολάκογλου, ως κατοχικός πρωθυπουργός, προσπάθησε να συμβάλει στην άμβλυνση των δεινών του ελληνικού λαού κατά τη διάρκεια της Κατοχής, χωρίς όμως επιτυχία. Διατήρησε τη δραχμή ως κατοχικό νόμισμα, η δέσμευσή του όμως από τις Αρχές Κατοχής είχε ως συνέπεια τη συνεχή υποτίμηση, που οδήγησε σε ραγδαίες αυξήσεις τιμών και πείνα, ενώ η χρυσή λίρα τότε αποθησαυριζόταν.
Εκ των υστέρων αποδείχθηκε ότι οι επιλογές του Τσολάκογλου είχαν στηριχθεί σε λάθος εκτιμήσεις. Οι κυβερνήσεις των κατακτημένων χωρών δεν αντιμετωπίστηκαν ποτέ από το Βερολίνο ως ισότιμοι συνομιλητές. Το φθινόπωρο του 1942, απογοητευμένος και καταβεβλημένος, ο Τσολάκογλου υπέβαλε στους Γερμανούς την παραίτησή του, αφού οι όροι που είχε θέσει προηγουμένως για να παραμείνει στην εξουσία, όπως η απομάκρυνση του υπουργού Οικονομικών Σωτηρίου Γκοτζαμάνη και η λήψη μέτρων ασφαλείας για την ασφάλεια του ελληνικού πληθυσμού στα βουλγαροκρατούμενα εδάφη, είχαν απορριφθεί. Στις 2 Δεκεμβρίου έληξε τυπικά –και άδοξα– η θητεία της πρώτης κατοχικής κυβέρνησης.
Η παραπομπή του Τσολάκογλου στο Ειδικό Δικαστήριο Δωσιλόγων μετά την απελευθέρωση θυμίζει εν πολλοίς τη μοίρα του Πετέν. Όπως ο Γάλλος στρατάρχης έτσι και ο Έλληνας στρατηγός καταδικάστηκε σε θάνατο, αλλά η ποινή του μετατράπηκε σε ισόβια κάθειρξη. Και οι δύο υποστηρικτές της «collaboration» απεβίωσαν στη φυλακή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου