© ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή οποιωνδήποτε στοιχείων ή σημείων του e-περιοδικού μας, χωρίς γραπτή άδεια του υπεύθυνου π. Παναγιώτη Καποδίστρια (pakapodistrias@gmail.com), καθώς αποτελούν πνευματική ιδιοκτησία, προστατευόμενη από τον νόμο 2121/1993 και την Διεθνή Σύμβαση της Βέρνης, κυρωμένη από τον νόμο 100/1975.

ΘΕΜΑΤΙΚΑ ΕΝΘΕΤΑ. Ό,τι νεότερο εδώ!

Τρίτη 8 Ιουλίου 2025

Το πορτρέτο του ποιητή της Αρετής: Κάποια νέα στοιχεία

Σε δύο άρθρα του υπογραφομένου, το οποία δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Η Καθημερινή  [1] και στο ηλεκτρονικό περιοδικό Diastixo.gr[2], παρουσιάστηκε ανυπόγραφη προσωπογραφία ανδρός, η οποία είχε αγοραστεί από τον κάτοχό της σε παλαιοπωλείο της Φλωρεντίας πριν από μερικά χρόνια. Σε αυτήν εμφανίζεται νέος άνθρωπος των γραμμάτων μετρίου αναστήματος, φορώντας μαύρο σακάκι και λευκό υποκάμισο με ανασηκωμένο τον γιακά, καθισμένος σε εσωτερικό χώρο, με σώμα ελαφρώς κεκλιμένο σε πλάγια στάση, με το κεφάλι στραμμένο προς τα αριστερά και με το βλέμμα του να απευθύνεται προς τον θεατή. Το πρόσωπο του απεικονιζόμενου έχει λευκή χροιά, είναι μακρόστενο και ωοειδές· το μέτωπό του είναι πλατύ και απογυμνωμένο, οι οφθαλμοί του καστανοί, τα φρύδια του μαύρα, η μύτη του μακριά και κυρτή, το στόμα του μέτριο και με λεπτά χείλη, το πιγούνι του στρογγυλό, ενώ φέρει λακκάκια στα μάγουλα· ακόμη, το χρώμα των μαλλιών του είναι γκρίζο, έχει μακριές μαύρες-καστανές φαβορίτες και είναι ελαφρά αξύριστος. Τέλος, ο εικονιζόμενος κρατά με το αριστερό του χέρι ανοιγμένο χειρόγραφο τόμο, του οποίου η γραφή είναι δυσανάγνωστη, συγκρατώντας τα φύλλα του με το δεξί, κάθεται σε ξύλινο κάθισμα με κόκκινη επένδυση και στα δεξιά του υπάρχει πράσινο παραπέτασμα και τρία ράφια βιβλιοθήκης με δερματόδετους τόμους. Στην οπίσθια πλευρά του πίνακα έχει γραφεί η ένδειξη: Effigie del signAndCalvo (εικόνα του κ. Ανδ[ρέα] Κάλβου).

calvos 7725 3

Με βάση τις ως άνω ενδείξεις, έχοντας αυτοψία του συγκεκριμένου ζωγραφικού έργου και λαμβάνοντας υπόψη την περιγραφή του Ανδρέα Κάλβου (1792-1869) που ανακοίνωσε στις αρχές του τρέχοντος αιώνα ο αείμνηστος Σπύρος Ασδραχάς (1933-2017) και παραδίδεται σε διαβατήριό του που εκδόθηκε στα 1826 (και μάλλον βασίζεται σε άλλο του 1818), καθώς και χαρακτηριστικά της μορφής του τα οποία μας είναι γνωστά από άτομα που τον γνώρισαν, διατυπώθηκε η υπόθεση ότι κάλλιστα θα μπορούσε ο εικονιζόμενος να ταυτιστεί με τον ποιητή της Αρετής.

calvos 7725 4

Εύλογα τότε παρέμειναν κάποιες επιφυλάξεις (ακόμη και στον γράφοντα) ως προς την αυθεντικότητα του πίνακα, τη χρονολόγησή του και την παλαιότητα της μνημονευθείσας χειρόγραφης ένδειξης στο πίσω μέρος του. Για τον λόγο αυτό, ανατέθηκε από τον κάτοχο του έργου στον κ. Αναστάσιο Κουτσουρή, εγνωσμένου κύρους συντηρητή έργων τέχνης, κριτικό τέχνης, δικαστικό πραγματογνώμονα και τέως επίκουρο καθηγητή στη Σχολή Συντήρησης Αρχαιοτήτων και Έργων Τέχνης του Πανεπιστημίου Δυτικής Αττικής, η σύνταξη συναφούς πραγματογνωμοσύνης. Κατόπιν μακροσκοπικής και στερεοσκοπικής εξέτασης, σε συνδυασμό με μακροφωτογραφική σύγκριση τεχνοτροπικών στοιχείων, χρήση υπεριώδους ακτινοβολίας φθορισμού και εργαστηριακή εξέταση του πορτρέτου με χημικούς διαλύτες, ο κ. Κουτσουρής κατέληξε στα ακόλουθα (επιπρόσθετα στα έως σήμερα γνωστά) πορίσματα, τα οποία, με την άδειά του, όπως και με τη σύμφωνη γνώμη του κατόχου του έργου, εκτίθενται αδρομερώς εδώ:

– το υλικό που έχει χρησιμοποιηθεί είναι λάδι σε καμβά διαστάσεων 59,5 x 47,5 εκ.·
– δεν διακρίνεται πουθενά κάποια υπογραφή του καλλιτέχνη·
– η γραφή του ανοιχτού κώδικα δεν είναι ευανάγνωστη, αλλά διακρίνονται «αποσπασματικά ορισμένοι ελληνικοί χαρακτήρες (β, γ, δ, θ, ρ)», όπως και «η εγγραφή ΕΛΙ 1810» στο «άνω τμήμα της αριστερής σελίδας» του·
– οι επίσης δυσανάγνωστες επιγραφές των τόμων της βιβλιοθήκης είναι γραμμένες με λατινικούς χαρακτήρες και «διακρίνονται οι λέξεις Ufficie στην πρώτη σειρά και Code et nise (?) [μάλλον mise] στη δεύτερη»·
– τεχνοτροπικά, η έμφαση δίδεται στην «επιμελημένη απόδοση του προσώπου της ανδρικής μορφής, τις απαλές μεταβάσεις από τις φωτεινές στις σκιασμένες περιοχές μέσω των πλασμών, τα ήπια περιγράμματα και τη στατικότητα», σύμφωνα με «τα πρότυπα της Ιταλικής και Επτανησιακής ζωγραφικής παράδοσης του 19ου αιώνα», ενώ «τα παραπληρωματικά εικονογραφικά στοιχεία αποδίδονται με απλότητα ως ενδεικτικό πλαίσιο της ενασχόλησης ή της ιδιότητας του εικονιζόμενου», με αποτέλεσμα να αποδίδεται συγκεχυμένα «η εγγραφή στο ανοιχτό χειρόγραφο βιβλίο, με τυχαίους χαρακτήρες και εφαρμογές του χρωστήρα, χωρίς την πρόθεση να αποδοθεί το περιεχόμενο του κειμένου»[3]·
Calvo 6
– το υφασμάτινο υποστήριγμα του πίνακα έχει αναρτηθεί, «με παλαιά χειροποίητα καρφιά», πάνω σε ξύλινο τελάρο, το οποίο «είναι παλαιό, σύγχρονο της κατασκευής του έργου», ενώ «το γεγονός ότι τα περιθώρια του υφάσματος δεν έχουν καλυφθεί οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η προετοιμασία δεν είναι βιομηχανική αλλά ιδιόχειρη και εφαρμόσθηκε πάνω στο τεντωμένο ύφασμα ενδεχομένως από τον δημιουργό του έργου»·
– λαμβάνοντας υπόψη την παλαιότητα του πίνακα, «η σημερινή κατάσταση διατήρησης της ζωγραφικής επιφάνειας χαρακτηρίζεται ως ικανοποιητική, καθώς δεν παρουσιάζει σημαντικές φθορές και απώλειες, απολεπίσεις ή τάσεις αποκόλλησης του ζωγραφικού στρώματος από το υποστήριγμα»·
– κατά την εξέταση, «δεν παρατηρήθηκαν μεταγενέστερες χρωματικές προσθήκες, επιζωγραφίσεις ή αλλαγές-τροποποιήσεις» και «επομένως η ζωγραφική σύνθεση δεν έχει υποστεί προγενέστερες επεμβάσεις συντήρησης και βρίσκεται στην αυθεντική της κατάσταση»·
– η εξέταση της οπισθόγραφης επιγραφής, τοποθετημένης «με λεπτό χρωστήρα στο κεντρικό τμήμα του λινού καμβά», επιβεβαίωσε «την παλαιότητά της» και «πρέπει να θεωρηθεί ως μια μεταγενέστερη μαρτυρία», της ίδιας, πάνω-κάτω, περιόδου, μολονότι «δεν είναι εφικτό στην παρούσα φάση και με την επιλεγμένη μεθοδολογία να γίνει ακριβής χρονολόγησή της»·
– κατά τη «μακροσκοπική και στερεοσκοπική σύγκριση του πίνακα με έργα καλλιτεχνών της ιδίας περιόδου διαπιστώθηκε ταύτιση των υλικών κατασκευής και των τεχνοτροπικών στοιχείων» – ειδικότερα δε, «οι ομοιότητες στην εκτέλεση των πλασμών, των φωτισμών και των περιγραμμάτων, στα πρόσωπα, στις ενδυμασίες και στα στοιχεία του περιβάλλοντος χώρου με έργα της Ιταλικής και ύστερης Επτανησιακής ζωγραφικής του πρώτου ημίσεος του 19ου αι.».

Μάλλον δεν έχει πρωτεύουσα σημασία το πού δημιουργήθηκε το έργο, αλλά το αν μπορεί να συνδεθεί με τον Ανδρέα Κάλβο – κάτι που, υπό το φως των νέων δεδομένων, καθίσταται, από εύλογη υπόθεση, ισχυρό ενδεχόμενο.

Κοντολογίς, το έργο, κατά τον κ. Κουτσουρή, «βρίσκεται στην αυθεντική του κατάσταση» και, με γνώμονα την «παλαιότητα των υλικών», τη «σύσταση της ιδιόχειρης απορροφητικής προετοιμασίας»[4], τη «λιτότητα της σύνθεσης» και τους «τεχνοτροπικούς χειρισμούς», μπορεί με βεβαιότητα να συσχετιστεί με «επιρροές της Ιταλικής και της ύστερης Επτανησιακής ζωγραφικής του 19ου αι. (1801-1850)».

calvos 7725 5

Όλα αυτά έρχονται να προστεθούν στην επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε από τον υπογραφόμενο κατά την πρώτη αποτίμηση του ζωγραφικού πίνακα που επιχείρησε. Τα χαρακτηριστικά του πορτρέτου βρίσκονται πολύ κοντά σε εκείνα του διαβατηρίου του Κάλβου και στις περιγραφές του από τρίτους που τον γνώρισαν. Έτσι, ο πίνακας κάλλιστα θα μπορούσε να συσχετιστεί με τον ποιητή, τόσο της περιόδου κατά την οποία ζει στη Φλωρεντία (1812-1816), κοντά στον Ούγκο Φόσκολο (1778-1827), όπως ήδη έχει υποστηριχθεί από τον υπογραφόμενο, όσο και της δεύτερης παραμονής του στην πόλη του Άρνου (1820) ή της διαμονής στην Κέρκυρα (1826-1852), μιας και το έργο συσχετίζεται από τον κ. Κουτσουρή με τις τρεις πιο πάνω περιόδους και με την τεχνοτροπία που ακολουθείται στην Ιταλία και στα Επτάνησα κατά το πρώτο μισό του 19ου αι.

Ας σημειωθούν εδώ, επιπροσθέτως, τα ακόλουθα: όσο συγκατοικεί ο Κάλβος με τον Φόσκολο (1813), φιλοτεχνείται το πορτρέτο του δευτέρου από τον Φρανσουά Ξαβιέ Φαμπρ (1766-1837), Γάλλο ζωγράφο που ζει στη Φλωρεντία, διατηρώντας σχολή ζωγραφικής και δραστηριοποιούμενο ως συλλέκτη και έμπορο έργων τέχνης· μάλιστα, από την αλληλογραφία του Φόσκολο γνωρίζουμε ότι του είχε ζητηθεί να εξουσιοδοτήσει τον Κάλβο, προκειμένου να μεσολαβήσει στον εν λόγω ζωγράφο για να φιλοτεχνήσει αντίγραφο της προσωπογραφίας του δασκάλου του για λογαριασμό της κόμισσας d’Albany (1752-1824)[5].

calvos 7725 2

Ναι, αλλά στην περίπτωση που συσχετιστεί η συγκεκριμένη προσωπογραφία με τη φλωρεντινή περίοδο του Κάλβου, υπάρχει θέμα (όπως υποστηρίχθηκε από κάποιους) με το χρώμα των μαλλιών του που είναι γκρίζο και που, επομένως, δεν μπορεί να ταυτιστεί με έναν νέο στη μέση, έστω, της τρίτης δεκαετίας της ζωής του (μιας και ο Κάλβος γεννήθηκε το 1792). Χώρια που, την εποχή εκείνη, υπέγραφε ως Calbo, συμπληρώνουν σχετικά. Ως προς το πρώτο, θα μπορούσε να αντιτείνει κανείς ότι ο ζωγράφος επίτηδες έδωσε αυτήν την απόχρωση στην κόμη του νεαρού ανδρός, προκειμένου να προσδώσει μιαν επίφαση «σοφίας» στον νεαρό λόγιο και ηθοποιό, ενώ το ίδιο πιθανό φαντάζει τα μαλλιά του εικονιζομένου να είναι πουδραρισμένα· ως προς το δεύτερο, το όνομα σίγουρα δεν είναι γραμμένο με το χέρι του Ζακυνθινού ποιητή και, κατά πάσα πιθανότητα, έχει γραφεί, προφανώς ως φωνητική απόδοση του επιθέτου του Ζακυνθινού δημιουργού, από τον ίδιο τον ζωγράφο ή κάποιον άλλο, προκειμένου να ταυτιστεί με συγκεκριμένο πρόσωπο το εν λόγω πορτρέτο.

Αν, από την άλλη, συνδεθεί η δημιουργία του πίνακα με την Επτανησιακή ζωγραφική παράδοση και τη διαμονή του ποιητή στην Κέρκυρα, τότε οι αμφιβολίες ως προς το χρώμα των μαλλιών του εικονιζόμενου αίρονται πλήρως (μιας και στο νησί των Φαιάκων ο Κάλβος ζει από τα 34 έως τα 60 του χρόνια, περίοδο που κάλλιστα θα μπορούσε να έχει «γκριζάρει» η κόμη του). Εντούτοις, εάν η εκδοχή της Φλωρεντίας φαντάζει, στα μάτια του γράφοντος, κατά τι ισχυρότερη, τούτο συμβαίνει επειδή ο πίνακας δείχνει να μην έχει μπει ποτέ σε κορνίζα και, επομένως, να μην κρεμάστηκε ποτέ σε τοίχο – κάτι λίγο δύσκολο για έναν άνθρωπο που ζει 26 χρόνια σε έναν τόπο (μολονότι όχι απίθανο, στην περίπτωση που δεν του άρεσε ή απλώς τον κράτησε αποθηκευμένο κάπου). Χώρια που η επιγραφή είναι γραμμένη στα ιταλικά και όχι στα ελληνικά. Επιπροσθέτως, από τη Φλωρεντία (στην οποία, ας μην το ξεχνούμε, βρέθηκε και αγοράστηκε ο πίνακας), ο ποιητής φεύγει, και τις δύο φορές, εσπευσμένα και με πολύ αντίξοες συνθήκες – που, μάλλον, δεν του επέτρεπαν να μεταφέρει μαζί του ένα πορτρέτο αυτών των διαστάσεων.

Όπως και να ’χει το πράγμα, μάλλον δεν έχει πρωτεύουσα σημασία το πού δημιουργήθηκε το έργο, αλλά το αν μπορεί να συνδεθεί με τον Ανδρέα Κάλβο – κάτι που, υπό το φως των νέων δεδομένων, καθίσταται, από εύλογη υπόθεση, ισχυρό ενδεχόμενο.

 

[Ο Γιώργος Ανδρειωμένος είναι καθηγητής στο Τμήμα Φιλολογίας και κοσμήτορας της ΣΑΕΠΣ του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου.]

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1] Βλ. το φύλλο της 16.03.2025, ένθετο: «τέχνες & γράμματα», σ. 64.
[2] Αναρτήθηκε στις 21.03.2025.
[3] Μάλιστα, σε αυτό το σημείο, θα μπορούσε να υποστηριχθεί η άποψη ότι ο δημιουργός του πίνακα κάθε άλλο παρά «ερασιτέχνης» ήταν, αφού το πρόσωπο του εικονιζόμενου αποδίδεται με επιμέλεια και ιδιαίτερη προσοχή. Εντύπωση δε, προξενεί η αντίθετη κλίση του προσώπου προς εκείνην του σώματος, ακριβώς για να προβληθούν τα χαρακτηριστικά και το βλέμμα του ανδρός που απεικονίζεται – στοιχείο μάλλον πρωτοποριακό ως προς τον τρόπο σύνθεσης.
[4] Ενισχυτικά δε προς τα ανωτέρω, ας σημειωθούν σε αυτό το σημείο και τα ακόλουθα (τα οποία προέκυψαν από συναφή έρευνα του γράφοντος), ειδικά ως προς τη σημασία της σύστασης της προετοιμασίας, η οποία μπορεί να καταδείξει τον χώρο σύνθεσης του πίνακα. Η προετοιμασία είναι ένα γαλάκτωμα που παρασκευάζεται συνήθως με ανθρακικό ή θειικό ασβέστιο (στόκος, κιμωλία) και κάποια λευκή ή έγχρωμη χρωστική ουσία. Για να στερεοποιηθούν οι κόκκοι των υλικών χρησιμοποιείτο ένα συνδετικό μέσο (κόλλα) συνήθως ζωικής προέλευσης (κουνελόκολλα, ψαρόκολλα κ.ά.). Οι προετοιμασίες που έχουν ως συνδετικό μέσο υδροδιαλυτή συγκολλητική ουσία ονομάζονται απορροφητικές και χρησιμοποιήθηκαν, ως επί το πλείστον, σε χώρες με θερμό κλίμα (Ιταλία, Ελλάδα, Ισπανία κ.α.). Την ίδια περίοδο, για λόγους κλιματολογικούς, πρακτικούς και αισθητικούς, στις ψυχρότερες χώρες της Ευρώπης ήταν σύνηθες να χρησιμοποιούνται οι λιπαρές προετοιμασίες, όπου το συνδετικό μέσο ήταν κάποιο ξηραινόμενο έλαιο (κυρίως ψημένο λινέλαιο). Έτσι, στη Γερμανία, στη Γαλλία, στην Αγγλία, στη Φλάνδρα κ.α. συναντάμε ακριβώς αυτές τις λιπαρές προετοιμασίες που δεν είναι απορροφητικές, αντέχουν στα υγρά κλίματα, είναι περισσότερο στιλπνές και δεν απορροφούν πολύ χρώμα. Επομένως, η υπάρχουσα απορροφητική προετοιμασία στο συγκεκριμένο έργο ενισχύει την άποψη ότι δεν είναι γαλλικής, γερμανικής ή αγγλικής προέλευσης.
[5] Βλ. Ανδρέας Κάλβος, Αλληλογραφία, τ. Α’ 1813-1818. Εισαγωγή – Επιμέλεια – Σχολιασμός Δημήτρης Αρβανιτάκης με τη συνεργασία του Λεύκιου Ζαφειρίου, Αθήνα: Μουσείο Μπενάκη, 2014, σ. 189. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Οι πιο αναγνώστες μας Αναγνώστες

Related Posts with Thumbnails